Η οδύσσεια της έκδοσης των GRUNDISSE

Standard

του Έρικ Χομπσμπάουμ
μετάφραση: Κατερίνα Λαμπρινού

 Μια από τις σημαντικές διεθνείς επετείους του 2008 ήταν η συμπλήρωση 150 χρόνων από τη συγγραφή των Grundrisse του Καρλ Μαρξ, η οποία στην Ελλάδα πέρασε απαρατήρητη. Από τον Νοέμβρη σχεδιάζαμε ένα μικρό αφιέρωμα στα «Ενθέματα», αλλά μας συμπαρέσυρε ο ορμητικός και ταραγμένος Δεκέμβρης. Δημοσιεύουμε, λοιπόν, σήμερα δύο κείμενα. Το πρώτο είναι η εισαγωγή του Eric Hobsbawm (με μικρές περικοπές) στον συλλογικό τόμο Karl Marx’s Grundrisse. Foundations of the critique of political economy 150 years later, πουκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Routlege, με επιμέλεια του Macello Musto, τον Ιούλιοτου 2008.

Το δεύτερο, σκέψεις για την οικονομική κρίση με αφετηρία τις πρώτες σελίδες των «Grundrisse», το ζητήσαμε από τον Διονύση Διβάρη, τον μεταφραστή στα ελληνικά των Grundrisse (ένα πολύμοχθο έργο, που κυκλοφόρησε σε τρεις ογκώδεις τόμους, από τις εκδόσεις Στοχαστής, τα έτη 1999-2002).

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Η θέση των Grundrisse στο έργο του Καρλ Μαρξ και η τύχη τους είναι, από πολλές απόψεις, παράδοξη. Καταρχάς, αποτελούν το μοναδικό παράδειγμα ενός καίριου τμήματος, από τον κύκλο των ώριμων έργων του Μαρξ, το οποίο, για πρακτικούς λόγους, έμεινε εντελώς άγνωστο στους μαρξιστές για περισσότερο από έναν αιώνα μετά τον θάνατό του∙ στην πραγματικότητα, σχεδόν δεν ήταν διαθέσιμο, για περίπου έναν αιώνα μετά τη συγκέντρωση των χειρογράφων που έγιναν γνωστά υπʼ αυτό τον τίτλο. Ανεξάρτητα από τις συζητήσεις για τη σημασία τους, τα γραπτά του 1857-58, προφανώς τμήμα της διανοητικής προσπάθειας που επρόκειτο να εκβάλει στο Κεφάλαιο, αντιπροσωπεύουν τον Μαρξ στην ωριμότητά του και, επίσης, ως οικονομολόγο. Αυτό διακρίνει τα Grundrisse από μια άλλη μεταθανάτια προσθήκη στο μαρξικό corpus, η οποία προηγηθεί (το 1932), τα Frühschriften (Νεανικά γραπτά).

Δεύτερον, και επίσης κάπως παράδοξο, η όλη έκδοση των Grundrisse έλαβε χώρα σε συνθήκες που δικαίως θα μπορούσαν να θεωρηθούν ελάχιστα ευνοϊκές για κάθε πρωτότυπη ανάπτυξη των σπουδών πάνω στον Μαρξ και τη μαρξιστική σκέψη, συγκεκριμένα στην ΕΣΣΔ και τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, στο απόγειο της σταλινικής περιόδου. Η έκδοση κειμένων του Μαρξ και του Ένγκελς παρέμεινε ένα θέμα υποκείμενο στο «τυπωθήτω» της πολιτικής εξουσίας ακόμα και μεταγενέστερα. Ακόμα δεν είναι ξεκάθαρο πώς ξεπεράστηκαν τα εμπόδια για την έκδοση, αν σκεφτεί κανείς την εκκαθάριση του Ινστιτούτου Μαρξ-Ένγκελς, την «εκκαθάριση» και τη δολοφονία του ιδρυτή και διευθυντή του Δαβίδ Ριαζάνοφ ή το πώς ο Π. Βέλερ, που είχε την ευθύνη του χειρογράφου από το 1925 ως το 1939, επέζησε του Τρόμου των ετών 1936-38, και κατάφερε να το δουλέψει. Ενδεχομένως, βοήθησε το ότι οι αρχές δεν ήξεραν τι να κάνουν αυτό το μεγάλο και δύσκολο κείμενο. Ωστόσο, είχαν σαφείς αμφιβολίες για την ακριβή αξία του, εκτός όλων των άλλων και επειδή ο Ι.Β. Στάλιν θεωρούσε τα προσχέδια χειρόγραφα ήσσονος σημασίας σε σχέση με τους τρεις τόμους του Κεφαλαίου, που αντικατόπτριζαν την ώριμη θέση  του Μαρξ. Τα Grundrisse δεν κυκλοφόρησαν, στην πραγματικότητα, ακέραια σε ρωσική μετάφραση μέχρι το 1968-69. Κι ακόμα, τόσο η πρώτη γερμανική έκδοση του 1939-42 (που τυπώθηκε στη Μόσχα) όσο και η ανατύπωση του 1953 (Βερολίνο) δεν εντάχθηκαν ούτε στη σειρά MEGA1 (απλώς είχαν το σχήμα βιβλίου της εν λόγω σειράς) ούτε στα Έργα των Μαρξ-Ένγκελς (MΕW). Ωστόσο, σε αντίθεση με τα Frühschriften τού 1844, που εξαφανίστηκαν από το επίσημο σώμα του μαρξικού έργου μετά την πρώτη τους εμφάνισή τους στη MEGA (1932), η αλήθεια είναι ότι τα Grundrisse εκδόθηκαν στην ακμή της σταλινικής περιόδου.

Η τρίτη παραδοξότητα έγκειται στη μακροχρόνια αβεβαιότητα για την αξία των χειρογράφων του 1857-58, η οποία αντικατοπτρίζεται στις συνεχείς αλλαγές του τίτλου των κειμένων στο Ινστιτούτο Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν τη δεκαετία του 1930, μέχρις ότου αποκτήσουν τον τίτλο Grundrisse, λίγο προτού φτάσουν στο τυπογραφείο. Όντως, η ακριβής φύση της σχέσης τους με τους τρεις τόμους του Κεφαλαίου, όπως εκδόθηκαν από τον Μαρξ και αναμορφώθηκαν από τον Φρήντριχ Ένγκελς, και του οιονεί τέταρτου τόμου που συνέθεσε ο Κάουτσκυ από τις σημειώσεις τού 1861-1863 (Θεωρίες για την υπεραξία), παρέμεινε θέμα προς συζήτηση. Ο Κάουτσκυ, που ασχολήθηκε μαζί τους, φαίνεται ότι δεν ήξερε τι να τα κάνει. Δημοσίευσε δύο αποσπάσματα στην επιθεώρησή που εξέδιδε, Die Neue Zeit, αλλά τίποτε άλλο. Επρόκειτο για το σύντομο Μπαστιά και Κάρεϋ (1904), που είχε μικρή απήχηση, και την επονομαζόμενη «Εισαγωγή στην Συμβολή της κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας» (1903) –που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, και γιʼ αυτό δεν δημοσιεύτηκε μαζί με το ομώνυμο βιβλίο το 1859–, η οποία επρόκειτο να αποτελέσει ένα πρώτο κείμενο για όσους επιθυμούσαν να επεκτείνουν τη μαρξιστική ερμηνεία πέρα από τις επικρατούσες ορθοδοξίες, ειδικά τους αυστρομαρξιστές. Μέχρι σήμερα, αποτελεί μάλλον το πιο πολυσυζητημένο τμήμα των Grundrisse, αν και ελάχιστοι από τους σχολιαστές που παραπέμπουν σ’ αυτό αμφισβητούν το κατά πόσο συνιστά μέρος τους. Τα υπόλοιπα χειρόγραφα παρέμειναν αδημοσίευτα και παντελώς άγνωστα στους μελετητές, έως ότου ο Ριαζάνοφ και οι συνεργάτες του στη Μόσχα απέκτησαν αντίγραφά τους, το 1923, τα έβαλαν σε σειρά και σχεδίασαν να τα εκδώσουν ως τμήμα της MEGA. Είναι ενδιαφέρον να αναλογιστούμε την επίδραση που μπορούσαν να ασκήσουν εάν εκδίδονταν το 1931, σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό. Η συγκυρία που τελικά εκδόθηκαν –στα τέλη του 1939, μια βδομάδα μετά την εισβολή του Χίτλερ στην ΕΣΣΔ το 1941– σημαίνει ότι έμειναν σχεδόν παντελώς άγνωστα στη Δύση μέχρι την ανατύπωση του 1953, στο Ανατολικό Βερολίνο. Βέβαια, ελάχιστα αντίτυπα είχαν φτάσει στις ΗΠΑ: εκεί, από το 1948 και μετά, ο μεγάλος πρωτοπόρος μελετητής των Grundrisse, Ρομάν Ροσντόλσκυ, ο οποίος μόλις είχε καταφτάσει στις ΗΠΑ από το Άουσβιτς και άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ανέλυε το έργο. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι το μεγαλύτερο μέρος της γερμανικής έκδοσης, «σταλμένο […] στο πολεμικό μέτωπο ως υλικό για αγκιτάτσια στους κόλπους των Γερμανών στρατιωτών και αργότερα στα στρατόπεδα ως υλικό μελέτης για αιχμαλώτους πολέμου»2 πέτυχε τους στόχους του, θεωρητικά και πρακτικά.

Η πλήρης ανατύπωση (1939-41), που αποτέλεσε την editio princeps για τη διεθνή υποδοχή των Grundrisse, κυκλοφόρησε στην Ανατολική Γερμανία το 1953, μερικά χρόνια πριν την έκδοση των MEW, αλλά, σκοπίμως, ανεξάρτητα από αυτά. Με μια εξαίρεση το κομμάτι για τις «Μορφές που προηγούνται από την καπιταλιστική παραγωγή» (που πρωτοεκδόθηκε στα ρωσικά το 1939), το έργο δεν επέφερε καμιά σημαντική διαφοροποίηση στις μελέτες για τον Μαρξ μέχρι τη δεκαετία του 1960.

Για την ιστορία της υποδοχής των Grundrisse

Η ιστορία της υποδοχής των χειρογράφων του 1857-58 στην πραγματικότητα ξεκινά με το μεγάλο εγχείρημα, απότοκο της κρίσης του 1956, της απελευθέρωσης του μαρξισμού από τον «ζουρλομανδύα» της σοβιετικής ορθοδοξίας, τόσο εκτός όσο και εντός των –όχι πλέον– μονολιθικών κομμουνιστικών κομμάτων. Εφόσον δεν ανήκουν στον κανόνα των «κλασικών», αν και αναμφίβολα ήταν έργο του Μαρξ, τόσο τα χειρόγραφα του 1844 όπως και εκείνα του 1857-58, μπορούσαν να θεωρούνται από τα κομμουνιστικά κόμματα ως βάση για μια νομιμοποιημένη συζήτηση άκαμπτων μέχρι τώρα θέσεων. Η σχεδόν ταυτόχρονη διεθνής ανακάλυψη των γραπτών του Αντόνιο Γκράμσι –η πρώτη έκδοση των γραπτών του στην ΕΣΣΔ έγινε το 1957-59– λειτούργησε με τον ίδιο τρόπο. Η πεποίθηση ότι τα Grundrisse ήταν δυνάμει ετερόδοξα φαίνεται και από την εμφάνιση ανεπίσημων ανεξάρτητων μεταφράσεων, όπως εκείνη των ρεφορμιστών των γαλλικών εκδόσεων Anthropos (1967-68) και του Martin Nicolaus, υπό την αιγίδα του New Left Review. Εκτός των κομμουνιστικών κομμάτων, τα Grundrisse χρησίμευσαν για να δικαιολογήσουν έναν μη κομμουνιστικό αλλά αδιαμφισβήτητο μαρξισμό: η τάση αυτή, ωστόσο, δεν απέκτησε πολιτική σημασία μέχρι την εποχή των φοιτητικών εξεγέρσεων της δεκαετίας του 1960, αν και η σημασία της είχε ήδη αναγνωριστεί τη δεκαετία του 1950 από  Γερμανούς μελετητές, κοντινούς στην παράδοση της Σχολής της Φρανκφούρτης, που δεν ανήκαν όμως στον χώρο του πολιτικού ακτιβισμού, όπως ο Γκέοργκ Λιχτχάιμ και ο νεαρός Γιούργκεν Χάμπερμας. Η ριζοσπαστικοποίηση των φοιτητών στα ραγδαίως πολλαπλασιαζόμενα πανεπιστήμια δημιουργούσε ένα μεγαλύτερο σώμα αναγνωστών από ό,τι θα αναμενόταν στο παρελθόν για τόσο δύσκολα κείμενα. Εν τω μεταξύ, με μεγαλύτερους ή μικρότερους δισταγμούς, έγιναν  αποδεκτά στην ΕΣΣΔ ως αναπόσπαστο τμήμα του μαρξικού corpus και προστέθηκαν στην προηγούμενη έκδοση των έργων του Μαρξ και του Ένγκελς του 1968-69, αν και σε έκδοση μικρότερη από αυτήν του Κεφαλαίου. Σύντομα ακολούθησαν εκδόσεις στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία.

Δεν είναι λοιπόν εύκολο να διαχωρίσει κανείς τις συζητήσεις για τα Grundrisse από το πολιτικό τοπίο στο οποίο έλαβαν χώρα, το οποίο και έδωσε το έναυσμα. Στη δεκαετία του 1970, όταν οι συζητήσεις ήταν στο φόρτε τους, παρεμβλήθηκε και ένα γενεακό και πολιτισμικό πρόσκομμα: η απώλεια της πιο πρωτοποριακής γενιάς μελετητών (κυρίως στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη) των μαρξικών κειμένων, ανθρώπων με μνημειώδη αφοσίωση και γνώση, όπως ο Ριαζάνοφ και ο Ροσντόλσκι. Κάποιοι νεότεροι τροτσκιστές διανοούμενοι κατέβαλαν σοβαρή προσπάθεια να οικοδομήσουν το έργο τους πάνω στις προηγούμενες αναλύσεις για τη θέση των χειρογράφων του 1857-58 στην εξέλιξη της σκέψης του Μαρξ, και πιο συγκεκριμένα για τη θέση τους στο γενικό σχέδιο που κατέληξε ως κορμός του Κεφαλαίου. Ωστόσο,  συγγραφείς με φανερά ανεπαρκή παιδεία όσον αφορά τη μαρξική γραμματεία, όπως ο Λουί Αλτουσέρ στη Γαλλία και ο Αντόνιο Νέγκρι στην Ιταλία, εξαπέλυσαν σφοδρές πολεμικές, από μαρξιστική θεωρητική πλευρά.  Οι πολεμικές αυτές έγιναν αποδεκτές από νέους και νέες που  υπολείπονταν σε γνώσεις αναφορικά με τα κείμενα,  και δεν είχαν την  ικανότητα να κρίνουν τις παρελθούσες διενέξεις αναφορικά με αυτά, για λόγους που σχετίζονται με τη γλωσσική κατανόηση.

Πρόκειται, από κάθε άποψη, για ένα εξαιρετικά δύσκολο κείμενο, που ανταμείβει όμως τον αναγνώστη, καθώς αποτελεί μοναδικό οδηγό στο πλήρες φάσμα ενός έργου του οποίου το Κεφάλαιο δεν συνιστά παρά ένα τμήμα, καθώς και μια ανεπανάληπτη εισαγωγή στη μεθοδολογία του ώριμου Μαρξ. Περιέχει αναλύσεις και διορατικές συλλήψεις, π.χ. για την τεχνολογία, που πηγαίνουν τη μαρξική θεώρηση του καπιταλισμού πολύ πέραν του 19ου αιώνα, στην εποχή μιας κοινωνίας όπου η παραγωγή δεν προϋποθέτει πια μαζικό εργατικό δυναμικό, στην εποχή της αυτοματοποίησης, του ελεύθερου χρόνου, με τους παρεπόμενους μετασχηματισμούς της αλλοτρίωσης, υπό τις νέες συνθήκες. Είναι το μόνο κείμενο που προχωρά κάπως πέρα από τις νύξεις του ίδιου του Μαρξ στη Γερμανική Ιδεολογία περί κομμουνιστικού μέλλοντος. Με λίγα λόγια, ορθώς έχει θεωρηθεί ως ένα από τα πιο βαθυστόχαστα κείμενα της μαρξικής σκέψης.

Σημειώσεις

1. Marx-Engels Gesamtausgabe (MEGA): Η κριτική ακαδημαϊκή έκδοση των Απάντων των Μαρξ και Ένγκελς.

2. Roman Rosdolsky, The Making of Marxʼs ’Capital’, Λονδίνο, Pluto Press, 1977, σ. 204.

3 σκέψεις σχετικά με το “Η οδύσσεια της έκδοσης των GRUNDISSE

  1. που αντικατόπτριζαν την ώριμη θέση απόψεις του Μαρξ

    από επιμελείς [;] Γερμανούς

    προστέθηκαν στην προηγούμενη [προστέθηκαν στην προηγούμενη;] έκδοση των έργων του Μαρξ και του Ένγκελς του 1968-69, αν και σε έκδοση [;] μικρότερη από αυτήν του Κεφαλαίου.

    Κάποιοι νεότεροι τροτσκιστές διανοούμενους

    από συγγραφείς με φανερά ανεπαρκή παίδευση στη μαρξική γραμματεία, όπως ο Λουί Αλτουσέρ στη Γαλλία και ο Αντόνιο Νέγκρι στην Ιταλία, εξαπέλυσαν

    Οι πολεμικές αυτές έγιναν αποδεκτές από νέους και νέες που μάλλον μέχρι στιγμής υπολείπονται γνώσεων, αναφορικά με τα κείμενα, ή της ικανότητας να κρίνουν τις παρελθούσες διενέξεις αναφορικά με αυτά, αν και αυτό οφείλεται μονάχα σε γλωσσολογικούς λόγους.

    Η Κριστίν Λαγκάρντ θα αναφωνούσε: «editing, editing, editing!»

Αφήστε απάντηση στον/στην enthemata Ακύρωση απάντησης