Η Νέα Αριστερά του 21ου αιώνα

Standard

Τα πρώτα βήματα, η αμηχανία και η ανάγκη να προχωρήσουμε πιο αποφασιστικά

Του Ανδρέα Καρίτζη

«Δρόμος των “100 ημερών”». Πινακίδα οδού στην κοινότητα Κοσμά, τέλη της δεκαετίας του 1940. Ονομάστηκε έτσι, επειδή το δυσκολότερο τμήμα της ολοκληρώθηκε στον υπε- σχημένο χρόνων των 100 ημερών (Αρχείο Στ. Παπαδόπουλου-Υπουργείο Εξωτερικών, «Η Ελλάδα στο μεταίχμιο ενός νέου κόσμου», Καστανιώτης, Αθήνα 2002).

«Δρόμος των “100 ημερών”». Πινακίδα οδού στην κοινότητα Κοσμά, τέλη της δεκαετίας
του 1940. Ονομάστηκε έτσι, επειδή το δυσκολότερο τμήμα της ολοκληρώθηκε στον υπε-
σχημένο χρόνων των 100 ημερών (Αρχείο Στ. Παπαδόπουλου-Υπουργείο Εξωτερικών, «Η
Ελλάδα στο μεταίχμιο ενός νέου κόσμου», Καστανιώτης, Αθήνα 2002).

Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από μια γενικευμένη αμηχανία στο εσωτερικό της δικής μας Αριστεράς για πολλούς λόγους, που η έκταση του άρθρου δεν επιτρέπει την πλήρη εξέτασή τους. Θα αρκεστώ, έτσι, σε μια αδρή περιγραφή με στόχο να σχηματοποιηθεί κάπως το τι πρέπει να κάνουμε, κατά τη γνώμη μου, από εδώ και εμπρός. Υπό μια έννοια, ζούμε ένα τέλος εποχής. Αλλά ας αρχίσουμε από λίγο πιο πριν.

Η παγκόσμια και ιδίως η ευρωπαϊκή Αριστερά αμέσως μετά την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» έδωσε έναν αγώνα επιβίωσης και, κόντρα στις δυσοίωνες προβλέψεις, είκοσι χρόνια μετά, συνεχίζει να υπάρχει, προσπαθώντας να βρει τον δρόμο της. Η επιτυχία αυτή –γιατί περί επιτυχίας πρόκειται– οφείλεται σε όλους όσοι (αριστεροί/ες από διαφορετικές παραδόσεις και καταγωγές), σε πολύ δύσκολες στιγμές, κράτησαν ζωντανό το όραμα της Αριστεράς, ξεκινώντας από την αρχή και ακόμη πιο πίσω. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, σήμερα κλείνει σιγά σιγά ο κύκλος αυτός: ο κύκλος της απόκρουσης του «Τέλους της Ιστορίας», του σχεδίου «να υπάρχουμε και μετά την πτώση του Τείχους». Για να πάμε ακόμη πιο μακριά, δεν φτάνει πια μόνο το πείσμα και η επιμονή στις αξίες και τα ιδανικά της Αριστεράς. Χρειάζεται μια νέα νοηματοδότηση του χειραφετητικού προτάγματος στη σύγχρονη εποχή, η κριτική αναθεώρηση της θεωρίας και της πρακτικής μας και άλλα πολλά.

Σ’ αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε η δική μας Αριστερά πιο τολμηρά τα τελευταία χρόνια. Δοκίμασε νέα πράγματα και ήταν ανοιχτή σε νέα ερεθίσματα. Όμως –παρά τις ευνοϊκές συνθήκες– δεν φαίνεται να καταφέρνει προς το παρόν να αλλάξει ριζικά τον συσχετισμό δύναμης, παρά τις μεγάλες προσπάθειές της: την αδιαπραγμάτευτη στήριξη του εγχειρήματος της ενότητας της Αριστεράς, την αποφασιστική και ανυστερόβουλη στήριξη των κινημάτων, των εργαζομένων και της νεολαίας, την αταλάντευτη αντίθεση στην κυβερνητική πολιτική και το κατεστημένο που δεν μετρούσε πολιτικό κόστος. Τα έκανε όλα αυτά προσπαθώντας να είναι ταυτόχρονα μαχητική αλλά και ανοιχτή σε όσους, και ιδιαίτερα τους νέους, δεν γνωρίζουν την «αργκό» της Αριστεράς. Τα έκανε δοκιμάζοντας νέα κανάλια επικοινωνίας αλλά και συνύπαρξης όπως τα Φόρουμ και νέες πραγματικότητες όπως τα νέα κοινωνικά κινήματα, βάζοντας το γέλιο και άλλα χρώματα δίπλα στο βλοσυρό ύφος και το κόκκινο χρώμα της δικής μας, της δικής μου Αριστεράς. Τα έκανε συνδυάζοντας τον αγώνα για το μικρό και το μεγάλο και τη σθεναρή αντίσταση με την ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής λογικής για το πώς μπορούν να είναι τα πράγματα. Συνέχεια ανάγνωσης

Ο ΣΥΝ στις εξετάσεις

Standard

του Αριστείδη Μπαλτά

Φωτογραφία του Αντρέ Κερτέζ, Παρίσι 1931

Φωτογραφία του Αντρέ Κερτέζ, Παρίσι 1931

Τα νέφη πάνω από τον ΣΥΝ (βεβαίως και τον ΣΥΡΙΖΑ) πυκνώνουν επικίνδυνα. Το κλίμα σχετικής νηνεμίας που επικράτησε μετά τις εκλογές –αλλά και της σχετικής πολιτικής αμηχανίας απέναντι στις εκπλήξεις που επιφύλαξε η κυβερνητική φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ– αναταράχθηκε έντονα από το δείπνο Κύρκου, από τις «ακατανόητες», τουλάχιστον ως προς το τάιμινγκ, τοποθετήσεις Κουβέλη για την Προεδρία της Δημοκρατίας και τις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης και τελικά από το εξίσου «ακατανόητο», και πάλι τουλάχιστον ως προς το τάιμινγκ,  κείμενο των 23 μελών της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ. Όσο και αν αυτές οι αναταράξεις μας ωθούν να εκφράσουμε το θυμικό μας και άρα να επιτείνουμε τη σύγχυση, είναι, πιστεύω, λυσιτελέστερο να προσπαθήσουμε να διατυπώσουμε τα πολύ πραγματικά ζητήματα στα οποία εξετάζεται σήμερα ο ΣΥΝ. Τα περί ΣΥΡΙΖΑ σε άλλη στιγμή και με άλλη αφορμή. Έχουμε και λέμε λοιπόν.

Ζήτημα Πρώτον: Εσωστρέφεια ή εξωστρέφεια;

Το δίλημμα είναι προφανώς πλαστό. Κανένα πολιτικό υποκείμενο δεν μπορεί να επιλέξει ρητά την εσωστρέφεια, επί ποινή αυτοακύρωσης. Με άλλα λόγια, η «εξωστρέφεια» συνιστά αφ’ εαυτής πολιτική αξία και η «εσωστρέφεια» πολιτική απαξία. Έτσι το εν λόγω δίλημμα τίθεται πάντοτε από τους «εξωστρεφείς» προς όσους οι ίδιοι κατηγορούν ως «εσωστρεφείς», δηλαδή προς τους πολιτικούς αντιπάλους που εγείρουν πειστικές –ή τουλάχιστον φαινομενικά πειστικές– ενστάσεις ως προς τη λειτουργία του ίδιου του πολιτικού υποκειμένου. Σε όσα μας αφορούν, το δίλημμα μπορεί να αναχθεί στο νηφάλιο ερώτημα: Αντιμετωπίζει ή όχι σήμερα ο ΣΥΝ έντονα προβλήματα λειτουργίας; Κατά τη δική μου ταπεινή γνώμη, η απάντηση είναι εμφατικά καταφατική: τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η λειτουργία του ΣΥΝ είναι σχεδόν παραλυτικά. Συνέχεια ανάγνωσης

Με αφορμή δύο βιβλία (Από)ανάπτυξη ή (μόνο) απομεγέθυνση;

Standard

του Τάκη Νικολόπουλου

Όττο Ντιξ, «Η Πράγκερ Στράσσε της Δρέσδης», 1920

Όλη η πολιτική μας αναπαράσταση, από την άκρα Δεξιά έως την άκρα Αριστερά, είναι εμποτισμένη από την έννοια της οικονομικής ανάπτυξης-μεγέθυνσης (growth-croissance), η οποία ταυτίζεται με την ανάπτυξη (development) ή θεωρείται προϋπόθεση αυτής.

Η τελευταία συστημική οικονομική κρίση (2008 -;), που βύθισε στην ύφεση και την αρνητική μεγέθυνση πολλές χώρες, έφερε στο προσκήνιο (από τις λίγες εξαιρέσεις η Ελλάδα της «πράσινης ανάπτυξης») τη συζήτηση γύρω από την «κίνηση» ή «σχολή» της αποανάπτυξης-απομεγέθυνσης (décroissance-degrowth) ως σταδιακή λύση όχι μόνο στο οικολογικό πρόβλημα αλλά και στο οικονομικό και, εν τέλει, στο ανθρωπολογικό. Ωστόσο στη Γαλλία η σχετική συζήτηση είχε ήδη (επαν)εμφανισθεί από το 2001, με πρωτοβουλία του B. Clementin και του V. Cheynet.

Δύο πρόσφατα βιβλία αποτελούν σημαντική παρέμβαση στην εντεινόμενη συζήτηση που αποκτά, σε συνθήκες κρίσης, ξεχωριστό ενδιαφέρον. Συγγραφείς τους είναι οι εκφραστές των δύο κύριων  –σε αδρές γραμμές–[1] πολιτικοφιλοσοφικών αλλά και στρατηγικών τάσεων της αποανάπτυξης: από τη μιαο συνιδρυτής, το 2004, του περιοδικού Décroissance, μεταρρυθμιστής, ρεπουμπλικανός, οικουμενιστής, κομματοεκλογεντρικός, «ατομικός και συλλογικός» V. Cheynet, και από την άλλη ο ριζοσπάστης, αντισυστημικός, αντικρατιστής, «τοπικιστής», «συλλογικός», Σ. Λατούς (με τίτλους αντίστοιχα: Le choc de la décroissance. Lhistoire immédiate, Seuil, 2008 και Το στοίχημα της αποανάπτυξης , Βάνιας/Περάσματα, 2008· σε αυτές τις εκδόσεις γίνονται οι παραπομπές στη συνέχεια του άρθρου). Συνέχεια ανάγνωσης

Η «ανοικτή ιθαγένεια» ως καταλύτης υπέρβασης της «εθνικής ταυτότητας»

Standard

του Νάσου Θεοδωρίδη  και της Μαρίας Μουρμούτη

 

Αφγανοί πρόσφυγες σε στρατόπεδο συγκέντρωσης Jalozai στο Πακιστάν. Φωτογραφία του Έρικ Ρέφνερ, 2002

Αφγανοί πρόσφυγες σε στρατόπεδο συγκέντρωσης Jalozai στο Πακιστάν. Φωτογραφία του
Έρικ Ρέφνερ, 2002

Η πολιτική κοινότητα των Ελλήνων και των Ελληνίδων την περίοδο αυτή βρίσκεται θεσμικά σε μια κρίσιμη καμπή, καθώς φαίνεται να αναμετριέται με τους ίδιους τους όρους της συγκρότησής της.  Είναι γεγονός ότι ενώ  τις προηγούμενες δεκαετίες η σταδιακή μετατροπή των περισσότερων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε χώρες υποδοχής μεταναστών/τριών είχε συμβάλει στη βαθμιαία μεταβολή της πληθυσμιακής τους σύνθεσης  και κατ’ επέκταση στην αντανάκλασή της στις επιμέρους νομοθετικές ρυθμίσεις του δικαίου της ιθαγένειας, η Ελλάδα παρέμενε πεισματικά προσηλωμένη σε ένα μοντέλο διατήρησης θεσμικών «στεγανών» ανάμεσα στις μεταναστευτικές ομάδες και τον βασικό κορμό του ελληνικού πληθυσμού. Φυσικά, ο διαχωρισμός αυτός υπήρξε άρρηκτα συνδεδεμένος με τη φαντασιακή και «κλειστή» προσέγγιση της έννοιας του «έθνους», όπως αυτή έχει επικρατήσει στον ελλαδικό χώρο κατά τους τελευταίους δύο αιώνες.

Υποστηρίζουμε ότι στη ρίζα της σκέψης των περισσότερων από αυτούς που αντιδρούν στην αδήριτη ανάγκη εγκατάλειψης του παράλογου «δικαίου του αίματος» και αντικατάστασης του από το πραγματιστικό «δίκαιο του εδάφους» δεν βρίσκεται κάποιος πρωτόγονος «φυλετισμός» που υιοθετεί, π.χ., μια αυστηρή ιεράρχηση των «φυλών», αλλά οπωσδήποτε ένας βαθιά εδραιωμένος στη νοοτροπία των Ελλήνων πολιτών «πατριωτικός» ιδεολογικός εθνικισμός,  ο οποίος μαζί με τον παράγοντα της οικονομικής εκμετάλλευσης των φτηνών εργατικών χεριών συγκροτούν το αίτιο και όχι το αιτιατό των περισσότερων φαινομένων ρατσισμού. Στην Ελλάδα ο εθνικισμός βιώνεται ως κυρίαρχη ιδεολογία που διατρέχει τη δημόσια και ιδιωτική ζωή.

Συνέχεια ανάγνωσης

Αξίωση για ιθαγένεια. Γιατί και πότε;

Standard

του Ανδρέα Τάκη

Αλέξης Ακριθάκης, «Το σάρωμα», 1973

Αλέξης Ακριθάκης, «Το σάρωμα», 1973

Το ποιοι είναι και ποιοι δεν είναι πολίτες μιας χώρας, όπως γίνεται σήμερα γενικότερα δεκτό, ιδίως στο διεθνές δίκαιο και την πολιτική θεωρία των διεθνών σχέσεων, είναι θέμα που ανήκει στον πυρήνα της κυριαρχίας του κάθε κράτους. Κι αυτό επειδή η απάντηση στο ερώτημα προσδιορίζει το ίδιο το πολιτικό υποκείμενο του κράτους, τον λαό (Michael Walzer, Spheres of Justice, Νέα Υόρκη 1983, σ. 31 κ.ε.). Βασικό κριτήριο διάκρισης του πολίτη από τον αλλοδαπό θεωρείται, σχεδόν αυτονόητα, η γέννηση από κάποιον ή κάποιους που είναι πιστοποιημένα ήδη πολίτες. Τα κριτήρια της πολιτογράφησης για τον ίδιο λόγο, δηλαδή το ότι διαπλάθουν τον λαό, προσδιορίζονται κυριαρχικά από το ίδιο το κράτος και φυσικά αντικατοπτρίζουν τόσο την εικόνα που ο κάθε λαός έχει για τον εαυτό του όσο και τις εκτιμήσεις των κυβερνώντων για το ποιο είναι το δημόσιο συμφέρον.      

Έτσι, κι εμείς ως Έλληνες συζητάμε σήμερα αν το να δώσουμε δικαίωμα ψήφου και ιθαγένειας στους αλλοδαπούς που «φιλοξενούμε», ή σε κάποιους έστω από αυτούς, είναι κάτι που πράγματι θέλουμε, μας συμφέρει ή μας αρέσει:  ωφελιμιστικές επιχειρηματολογίες που επικαλούνται τα δεδομένα επιστημονικών ερευνών, οικονομικών, κοινωνικών, δημογραφικών κ.ο.κ. μπορεί να υποδεικνύουν τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Από την άλλη, οι πολλοί που αποδίδουν μεγάλη αξία σε μια κοινωνική συνοχή στηριγμένη στην υποτιθέμενη κοινότητα ή ομοιομορφία της καταγωγής  ή της κουλτούρας των Ελλήνων, είναι μοιραίο να είναι πολύ διστακτικοί ή και αρνητικοί. Το θέμα όμως δεν είναι αν το δημόσιο συμφέρον ή η όποια μεταφυσική ουσία του γένους επιβάλλουν πρακτικά ή επιτρέπουν να κάνουμε τους αλλοδαπούς Έλληνες, αλλά το αν υπάρχουν λόγοι δεσμευτικοί, λόγοι δικαιοσύνης για τους οποίους πρέπει να το κάνουμε, ασχέτως συμφέροντος ή εθνοφοβικών ιδεοληψιών. Τέτοιοι λόγοι πιστεύω ότι υπάρχουν και απορρέουν όχι από κάποια υπερβατική ηθική, αλλά από το ίδιο το δημοκρατικό μας πολίτευμα και το Σύνταγμά του. Συνέχεια ανάγνωσης

Η παγίωση της Ιστορίας στη φωτογραφική παράσταση

Standard

Ένας εντυπωσιακός τόμος κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες από τις εκδόσεις «Μέλισσα»: Αναπαραστάσεις της Ιστορίας. Η δεκαετία του 1940 μέσα από τα αρχεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού της Τασούλας Βερβενιώτη. Υλικό άγνωστο και σημαντικό, που ξεπερνάει σαφώς την έννοια του «λευκώματος»: όχι μόνο χάρη στα εκτενή κείμενα της επιμελήτριας του τόμου Τασούλας Βερβενιώτη που αναδεικνύουν το εικονογραφικό υλικό, αλλά επειδή και καθαυτές οι φωτογραφίες με τον πλούτο, την οπτική και τη θεματολογία τους συγκροτούν μια αυτοτελή αφήγηση για την εποχή. Δημοσιεύουμε αποσπάσματα από το εισαγωγικό κείμενο του Σπύρου Ι. Ασδραχά, ο οποίος, στοχαστικά, ξετυλίγει την αξία του υλικού, προχωρώντας σε γενικότερες σκέψεις για τη σχέση φωτογραφίας και Ιστορίας. Αφού απονείμει τα εύσημα, για το «συγκλονιστικό έργο», στην Τασούλα Βερβενιώτη (που το σύνθεσε) και τις εκδόσεις Μέλισσα (η αισθητική των οποίων το ανέδειξε), χαρακτηρίζει τον τόμο «προσωπογραφία». Και εξηγεί:

Η παγίωση της Ιστορίας στη φωτογραφική παράσταση

του Σπύρου I. Ασδραχά

Koρίτσι σε καταυλισμό προσφύγων στα Γιάννενα, Ιούνιος 1949.

Koρίτσι σε καταυλισμό προσφύγων στα
Γιάννενα, Ιούνιος 1949.

Μια «προσωπογραφία» της πείνας, της καταστροφής, κυρίως του θανάτου, της εξασθένησης των ανθρώπων, της καρτερίας, αλλά και των αντιστάσεων. Πρωταγωνιστής, ο έμπειρος φωτογραφικός φακός, δηλαδή ο έμπειρος χρήστης του. Χρησιμοποίησα τον όρο «προσωπογραφία» στη φιλολογική και ιστορική του έννοια: καταγραφή προσώπων, στην κυριολεξία ονομάτων, παρωχημένων χρόνων, καταγραφή κειμενικής προέλευσης. Ωστόσο, ο φακός έδωσε κάτι, κάποτε δραματικό και συνάμα τραγικό, από ό,τι ονομάζουμε προσωπογραφία στη ζωγραφική. Στον τίτλο του βιβλίου προέχει η έννοια της «αναπαράστασης» της ιστορίας: πρόκειται, στο εικονικό πεδίο, για παραστάσεις που, στο σύνολό τους, απολήγουν σε αναπαραστάσεις ενός χρόνου που ανάγεται σε ιστορική περίοδο που συνεχίζεται και μετά την καταληκτήρια χρονιά του βιβλίου, έως το 1974.

Η συγγραφέας Τασούλα Βερβενιώτη αξιοποιεί και προσφέρει στους πολλαπλούς «χρήστες» του βιβλίου το φωτογραφικό υλικό του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, το αναφερόμενο στην τραγική δεκαετία· όχι μόνο το φωτογραφικό αλλά και το κειμενικό υλικό. Ας υπενθυμίσω ότι αυτό το υλικό από την ίδια του τη φύση δεν μπορεί να καλύψει όλες τις εκφάνσεις της ιστορικής αυτής περιόδου: λόγου χάρη τις στιγμές της έξαρσης (που πνίγονται στην απεικόνιση των ομαδικών εκδηλώσεων)· τις στιγμές αυτές φρόντισαν άλλοι φωτογράφοι να αποκρυσταλλώσουν και να σκηνοθετήσουν. Βεβαίως, ο φωτογραφικός φακός του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού δεν μπόρεσε να εμφιλοχωρήσει στις αίθουσες των βασανιστηρίων ούτε να απαθανατίσει πλήθος άλλων περιστάσεων και καταστάσεων της δεκαετίας: με δυο λόγια, η απαθανάτιση είναι εκ των πραγμάτων επιλεκτική, αλλά γι’ αυτό όχι σκοπιμοθηρική· έχει ως πεδίο παρατήρησης ό,τι εμπίπτει στις αρμοδιότητές του, στην έννοια, αλλιώς, για την «τύχη» των πληθυσμών που χρειάζονταν αρωγή για να επιβιώσουν. Αυτό δεν περιορίζει την εμβέλεια της μαρτυρίας. Το ίδιο ισχύει και για τις εκθέσεις που συνέτασσαν οι εντεταλμένοι του. Δεν εμποδίζει, επίσης, την απαθανάτιση των ατομικών παθών — τα πάθη και τα παθήματα. […] Συνέχεια ανάγνωσης