του Νάσου Θεοδωρίδη και της Μαρίας Μουρμούτη
Η πολιτική κοινότητα των Ελλήνων και των Ελληνίδων την περίοδο αυτή βρίσκεται θεσμικά σε μια κρίσιμη καμπή, καθώς φαίνεται να αναμετριέται με τους ίδιους τους όρους της συγκρότησής της. Είναι γεγονός ότι ενώ τις προηγούμενες δεκαετίες η σταδιακή μετατροπή των περισσότερων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε χώρες υποδοχής μεταναστών/τριών είχε συμβάλει στη βαθμιαία μεταβολή της πληθυσμιακής τους σύνθεσης και κατ’ επέκταση στην αντανάκλασή της στις επιμέρους νομοθετικές ρυθμίσεις του δικαίου της ιθαγένειας, η Ελλάδα παρέμενε πεισματικά προσηλωμένη σε ένα μοντέλο διατήρησης θεσμικών «στεγανών» ανάμεσα στις μεταναστευτικές ομάδες και τον βασικό κορμό του ελληνικού πληθυσμού. Φυσικά, ο διαχωρισμός αυτός υπήρξε άρρηκτα συνδεδεμένος με τη φαντασιακή και «κλειστή» προσέγγιση της έννοιας του «έθνους», όπως αυτή έχει επικρατήσει στον ελλαδικό χώρο κατά τους τελευταίους δύο αιώνες.
Υποστηρίζουμε ότι στη ρίζα της σκέψης των περισσότερων από αυτούς που αντιδρούν στην αδήριτη ανάγκη εγκατάλειψης του παράλογου «δικαίου του αίματος» και αντικατάστασης του από το πραγματιστικό «δίκαιο του εδάφους» δεν βρίσκεται κάποιος πρωτόγονος «φυλετισμός» που υιοθετεί, π.χ., μια αυστηρή ιεράρχηση των «φυλών», αλλά οπωσδήποτε ένας βαθιά εδραιωμένος στη νοοτροπία των Ελλήνων πολιτών «πατριωτικός» ιδεολογικός εθνικισμός, ο οποίος μαζί με τον παράγοντα της οικονομικής εκμετάλλευσης των φτηνών εργατικών χεριών συγκροτούν το αίτιο και όχι το αιτιατό των περισσότερων φαινομένων ρατσισμού. Στην Ελλάδα ο εθνικισμός βιώνεται ως κυρίαρχη ιδεολογία που διατρέχει τη δημόσια και ιδιωτική ζωή.
Πιστεύουμε ότι η βούληση των μεταναστών/τριών να ενταχθούν οργανικά στις κοινωνίες υποδοχής δεν είναι απλώς ένα φαινόμενο αλλά μια πολυδιάστατη διαδικασία που η κατανόησή της απαιτεί άοκνη ερευνητική ανάλυση και διαρκή βελτίωση των εργαλείων παρατήρησης και χάραξης των αναγκαίων πολιτικών. Ειδικότερα για τις χώρες που έχουν πρόσφατη εμπειρία ως εστίες υποδοχής μεταναστών/τριών, ερευνητικές μελέτες απαλλαγμένες από εθνικιστικές φοβίες μπορούν να συμβάλουν στην ανάδειξη της ωφελιμότητας μιας πιθανής κοινωνικής ένταξης μέσω απόκτησης ιθαγένειας. Θέματα όπως η διασύνδεση χαμηλής γεννητικότητας και κοινωνικής ασφάλισης, η αντιμετώπιση των φαινομένων ρατσισμού και ξενοφοβίας που απειλούν δημοκρατικές κατακτήσεις των ευρωπαϊκών κοινωνιών, καθώς επίσης και η επαναδιατύπωση της έννοιας της «εθνικής ταυτότητας» προς μια κατεύθυνση μετεξέλιξης και υπέρβασης της, θα έπρεπε να αποτελούν αυτή τη στιγμή τους κεντρικούς άξονες πραγμάτευσης του μεταναστευτικού φαινομένου στον πολιτικό διάλογο, αντί να ακούγονται επικίνδυνες γραφικές κραυγές για «λαϊκά δημοψηφίσματα.
Υπό το πρίσμα αυτό, η απονομή ιθαγένειας με ένα σύστημα αυτοδίκαιης κτήσης (όπως το αγγλοσαξωνικό) που όμως τελικά δεν τόλμησε να προτείνει η ελληνική κυβέρνηση για τη «δεύτερη γενιά» (όπως πράττει για την «τρίτη γενιά»), συνιστά εκείνη τη νομική πράξη που συγκεντρώνει τα πιο κατάλληλα εχέγγυα ώστε να προσφερθούν ίσες ευκαιρίες και δικαιώματα σε όλους τους ανθρώπους που διαμένουν και εργάζονται σε μια χώρα, δηλαδή σε όλους όσοι οικοδομούν το μέλλον μιας κοινωνίας μέσα στην οποία επιθυμούν να ζήσουν και να προκόψουν, και που μοχθούν γι’ αυτήν, γιατί την «πονούν» και τη νιώθουν «δική τους», και όχι γιατί πιστεύουν σε ένα ρευστό και απροσδιόριστο «κοινό πεπρωμένο» που τάχα «έρχεται από μακριά και πορεύεται προς το μέλλον» όπως προπαγανδίζουν ιδεολογίες που ανάγουν την αποδοχή μιας –εξορισμού κατασκευασμένης– εθνικής ταυτότητας ως προϋπόθεση για την απονομή της ιδιότητας του πολίτη (ιθαγένεια). Επομένως, ο ρητός αποκλεισμός μεγάλου αριθμού παιδιών που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα από γονείς που πληρούν μεν το κριτήριο της πραγματικής –και όχι περιστασιακής– διαμονής στη χώρα αλλά που, παρά τη θέλησή τους, δεν τους είχε δοθεί ποτέ η δυνατότητα να αποκτήσουν άδεια διαμονής και άρα να «πιστοποιήσουν» και τυπικά το υπαρκτό γεγονός της κοινωνικής τους ένταξης θα οδηγήσει μοιραία στη δημιουργία ενός παράδοξου νομικού καθεστώτος, αφού εντελώς ίδιες πραγματικές καταστάσεις θα υπάγονται σε ριζικά διαφορετικές μεταξύ τους ρυθμίσεις.
Το επιχείρημα του νομοθέτη ότι είναι αθέμιτη η αυτόματη μεταπήδηση από status «παρανομίας» σε status ιθαγένειας, δίχως δηλαδή τη διαμεσολάβηση σταδίου προσωρινής νομιμότητας, είναι έωλο, διότι το τέκνο αλλοδαπού κατά τη γέννησή του δεν διαθέτει εξ ορισμού, ούτε καν τυπικά, την εναλλακτική επιλογή της «μη παρουσίας» του στην ελληνική επικράτεια. Όσο δυσάρεστο κι αν ηχεί, οφείλουμε να υπενθυμίζουμε διαρκώς στους θιασώτες της σύζευξης εθνικής καταγωγής και ιθαγένειας τον τυχαίο χαρακτήρα του τόπου της γέννησης κάθε ανθρώπου, γεγονός που σημαίνει ότι την ευχέρεια επιλογής πατρίδας δεν την έχουν κατά τη γέννηση τους ούτε τα ελληνόπουλα. Έτσι, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η τριετής ή εξαετής σχολική φοίτηση αλλοδαπών μαθητών μπορεί να καταστεί «δώρο άδωρο» από τη στιγμή που δεν συνεπάγεται άμεση απόκτηση ιθαγένειας παρά μόνο απλή «προσημείωση δικαιώματος για μελλοντική χρήση» με αβέβαιη έκβαση, ιδίως αν κατά την ενηλικίωση δεν υφίσταται άδεια διαμονής, είναι προφανές ότι θεσμοθετείται μια ανεπίτρεπτη διάκριση ανάμεσα σε παιδιά που θα συμβιώνουν και θα ανήκουν στο ίδιο συγγενικό περιβάλλον.
Κατά συνέπεια, δεν ευσταθεί η ένσταση ότι εφόσον ακόμη και οι προτεινόμενες άτολμες ρυθμίσεις έχουν ήδη τεθεί στο στόχαστρο ακροδεξιών κύκλων θα πρέπει όλες οι προσπάθειες να συντείνουν αποκλειστικά στη «διασφάλιση» της υπερψήφισης τους και όχι σε ρηξικέλευθες βελτιωτικές αντιπροτάσεις. Και τούτο, διότι, όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία, οι θεσμικές τομές δεν επιτυγχάνονται με ημιτελείς συμβιβασμούς ή με έλλειμμα αυτοπεποίθησης αλλά μόνο όταν υπάρχει ισχυρή πολιτική βούληση που να στηρίζεται αφενός σε σφυρηλατημένες πολιτικές αναλύσεις για τα οφέλη μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας και αφετέρου σε μια δομημένη ορθολογική επιχειρηματολογία που να καταρρίπτει τους μύθους για τον δήθεν αναλλοίωτο χαρακτήρα της «εθνικής ταυτότητας», το φετίχ της «συνέχειας του έθνους» κλπ. Εξάλλου, ακόμη και η διασφάλιση της υπερψήφισης των διατάξεων κινδυνεύει εάν ο χείμαρρος των ξενοφοβικών αντιρρήσεων δεν εξισορροπηθεί από ένα πολιτικά ολοκληρωμένο και επιστημονικά επεξεργασμένο πλαίσιο ριζοσπαστικών αντιπροτάσεων που θα κατακλύσουν το δημόσιο διάλογο.
Στo πλαίσιo αυτό, μια «φιλοσοφική αντεπίθεση» που επιζητεί νομικές ρήξεις οφείλει να καταθέτει επί τάπητος τη δική της δέσμης ιδεών σχετικά με τους άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η συζήτηση. Έτσι, στη συλλογιστική που αντιμετωπίζει την ιθαγένεια ως το τέρμα μιας διαδρομής, θα μπορούσε εύλογα να αντιταχθεί μια λογική που εκλαμβάνει την ιθαγένεια ως εφαλτήριο και μοχλό επίτευξης της κοινωνικής ένταξης. Ένα νομικό καθεστώς πλήρους απόδοσης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όπως είναι η ιθαγένεια, αποτελεί τον πιο ασφαλή τρόπο ένταξης. Η ιθαγένεια δεν πρέπει να νοείται ως έπαθλο για κάποιον που θα αποδείξει «επαρκή προσήλωση» στα «ιδεώδη του έθνους» ή «επαρκή διάθεση» να γίνει κοινωνός μιας «εθνικής ταυτότητας» που τυχόν πρεσβεύει ή νομίζει ότι πρεσβεύει η πλειοψηφία, αλλά ως τεκμήριο πραγμάτωσης μιας απερίφραστης δήλωσης βούλησης ενός αλλοδαπού να μετάσχει σε μια «πολιτική κοινότητα» ανοικτή και διαρκώς εξελισσόμενη.
Ο Νάσος Θεοδωρίδης είναι δικηγόρος, Διευθυντής του Κέντρου Πληροφόρησης και Τεκμηρίωσης για το Ρατσισμό «Αντιγόνη» και μέλος του Ευρωπαϊκού Δικτύου Νομικών Εμπειρογνωμόνων στον τομέα κατά των διακρίσεων (LegalNet).
Η Μαρία Μουσμούτη είναι δικηγόρος, εκτελεστική Διευθύντρια του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου («Ίδρυμα Θεμ. και Δημ. Τσάτσου»).
Πίνγκμπακ: 18 κείμενα των «Ενθεμάτων» για τον νόμο 3838, την ιθαγένεια, την ψήφο στους μετανάστες, την προσφυγή για αντισυνταγματικότητα στο ΣΤΕ. Κατάλογ
Πίνγκμπακ: Κείμενα και συνεντεύξεις για την ιθαγένεια στα Ενθέματα | ΕΝΘΕΜΑΤΑ