του Στρατη Μπουρναζου
Την προηγούμενη Παρασκευή το Α΄ Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών αθώωσε τη Στέλλα Πρωτονοταρίου, πρώην διευθύντρια του 132ου Δημοτικού στην Γκράβα, από την κατηγορία της παράβασης καθήκοντος, επειδή είχε οργανώσει μαθήματα αλβανικών (και αραβικών) για παιδιά μεταναστών που ήταν μαθητές του σχολείου. Δεν ξέρω αν το συναίσθημα που αρμόζει είναι η ικανοποίηση ή η απογοήτευση: ικανοποίηση για την αθώωση και την πάνδημη συμπαράσταση της εκπαιδευτικής κοινότητας, απογοήτευση επειδή η πρωτεργάτρια μιας τέτοιας πρωτοβουλίας σύρθηκε στα δικαστήρια — απογοήτευση που αυξάνεται καθώς προχθές μάθαμε ότι εκκρεμεί και άλλη δίωξη για την ίδια υπόθεση, επειδή τα μαθήματα γίνονταν… υπό την εποπτεία της αλβανικής πρεσβείας, για την οποία η Στ. Πρωτονοταρίου θα απολογηθεί τις επόμενες μέρες, στο πλαίσιο της σχετικής προανάκρισης που διενεργεί η Γενική Ασφάλεια.
***
Η δίκη αυτή έχει μεγάλη συμβολική σημασία στη συγκυρία που έγινε. Λίγες μόνο μέρες πριν τη συζήτηση στη Βουλή του νομοσχεδίου για την ιθαγένεια και τα πολιτικά δικαιώματα των μεταναστών, μας δείχνει τη ζωτική ανάγκη αυτό να υποστηριχτεί από άλλες κρατικές μέριμνες: το νομοσχέδιο (παρότι θα έπρεπε να έχει κατατεθεί εδώ και χρόνια και παρότι, μ’ όλες τις ελλείψεις του, είναι πολύ σημαντικό) δεν μπορεί, ως διά μαγείας, να λύσει όλα τα ζητήματα της μεταναστευτικής πολιτικής, πολύ περισσότερο που αυτή ήταν σχεδόν ανύπαρκτη για μια εικοσαετία. Αν το καλοσκεφτούμε, η Αστυνομία υπήρξε ουσιαστικά η μόνη υπηρεσία του ελληνικού κράτους που ασχολήθηκε συστηματικά και σχεδιασμένα με τους μετανάστες. Από κει και πέρα, εκτός από μια πολύ φειδωλή νομιμοποίηση, τα πάντα αφέθηκαν στην τύχη τους. Το σχολείο είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Υπήρξε βέβαια η –στοιχειώδης και σωτήρια, αν σκεφτούμε τις συνέπειες ενός αποκλεισμού– πρόβλεψη ότι τα παιδιά των μη νόμιμων μεταναστών μπορούν να φοιτήσουν στο σχολείο. Κάπου εκεί, αν εξαιρέσουμε τα ελάχιστα διαπολιτισμικά σχολεία, εξαντλήθηκε η μέριμνα του κράτους στο κεφαλαιώδες ζήτημα «σχολείο και μετανάστες». Δεν εννοώ μόνο ότι η θεσμική πρόνοια έπρεπε να προχωρήσει σε ουσιαστικότερο επίπεδο (υποχρέωση και όχι δυνατότητα παρακολούθησης, μηχανισμοί περιορισμού της σχολικής διαρροής, ενίσχυσης της φοίτησης κλπ.), αλλά και ότι δεν υπήρξαν πολιτικές που να αντιμετωπίζουν τα μεγάλα, μαθησιακά και άλλα, ζητήματα που προκύπτουν από τη συνύπαρξη στην ίδια τάξη παιδιών από διαφορετικό γλωσσικό, πολιτισμικό και θρησκευτικό περιβάλλον.
Η απουσία αυτή κρατικής πολιτικής, εκτός όλων των άλλων, δημιουργεί εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη της ξενοφοβίας και της εχθρότητας έναντι των ξένων. Όταν λ.χ. από τη μια χρονιά στην άλλη, σε κάποια τάξη το ένα τρίτο των μαθητών είναι παιδιά μεταναστών και το όλο ζήτημα επαφίεται απλώς στον «πατριωτισμό» δασκάλων, γονιών και μαθητών, το μέλλον δεν διαγράφεται ευοίωνο: οι δάσκαλοι μπορεί να σηκώσουν τα χέρια ψηλά, οι γονείς να διαμαρτύρονται για την υποβάθμιση, κι ο καλοθελητής που ωρύεται εναντίον των λαθρομεταναστών, που βουλιάζουν τα σχολεία και τα νοσοκομεία της πατρίδας μας, ακούγεται, αν μη τι άλλο «ρεαλιστής». Και τα αδιέξοδα που δημιουργούνται δεν μπορούν να λυθούν μόνο με τον βολονταρισμό, με καμπάνιες και διαδηλώσεις (παρόλο που είναι απολύτως αναγκαίες και αυτές). Αυτό που μπορεί να αλλάξει το τοπίο είναι μια σχεδιασμένη κρατική πολιτική, η οποία θα πλαισιωθεί από πρωτοβουλίες γονιών, δασκάλων, δήμων, συλλογικοτήτων.
***
«Δεν ωφελήθηκε ούτε βλάφτηκε κανείς», ειπώθηκε στη δίκη. Φαντάζομαι ότι αυτή ήταν η νομική φόρμουλα για την αθώωση: κανένας δεν έβγαλε χρήματα ούτε υπέστη ζημία από τα μαθήματα, άρα αθώα η κατηγορουμένη. Η πραγματικότητα, βέβαια, είναι άλλη. Το όφελος από την πρωτοβουλία ήταν μεγάλο, και μας δείχνει ταυτόχρονα δυο πράγματα.
Πρώτον, πως μπορεί να γίνουν θαύματα –γιατί είναι ένα μικρό θαύμα το εγχείρημα του 132ου Δημοτικού, που αγκαλιάστηκε από συναδέλφους, γονείς και μαθητές– όταν δρουν εμπνευσμένοι άνθρωποι, πώς χτίζονται στην πράξη γέφυρες κι όχι τείχη.
Δεύτερον, η υπόθεση φωτίζει, αντιστικτικά, την κραυγαλέα υστέρηση του κράτους. Η δήλωση της υπουργού Παιδείας για τη «Δασκάλα με κεφαλαίο Δ» κλπ. (θετική ασφαλώς σε σχέση με την ακροδεξιά μικρονοϊκότητα των προηγούμενων ιθυνόντων του Υπουργείου, που φαίνεται ότι υποκίνησαν τη δίωξη) δεν φτάνει. Όχι μόνο επειδή δεν χρειάζεται να πανηγυρίζουμε για το αυτονόητο (ας θυμηθούμε επίσης τη δίωξη που εκκρεμεί και το ότι η Πρωτονοταρίου απομακρύνθηκε από τη θέση της), αλλά επειδή το Υπουργείο πρέπει, σήμερα και όχι αύριο, να παρέμβει με συγκεκριμένα μέτρα (διδασκαλία της μητρικής γλώσσας, σεμινάρια σε εκπαιδευτικούς, εκπαιδευτικό υλικό, προγράμματα ελληνικών για τους γονείς κ.ά.), σε μια ολοκληρωμένη αντίληψη για τη διαπολιτισμική ενίσχυση. Ένα τέτοιο πλαίσιο, σε συνδυασμό με την ψήφιση του νομοσχεδίου, μαζί με πρωτοβουλίες συλλογικοτήτων και ανθρώπων, μπορεί να αρχίσει να διαμορφώνει μια νέα πραγματικότητα, που έχουμε ανάγκη όλοι, μετανάστες και αυτόχθονες.