Tων Δημήτρη Δημούλη και Δημήτρη Χριστόπουλου
Στις 4 Ιανουαρίου 2010, οι βουλευτές του ΛΑΟΣ κκ. Πλεύρης και Γεωργιάδης κατέθεσαν στη Βουλή την εξής ερώτηση προς τον υπουργό Μεταφορών:
«Ιδιαίτερα ανησυχητικές και επικίνδυνες διαστάσεις έχει λάβει τον τελευταίο καιρό η μεταφορά παρανόμων εμπορευμάτων από αλλοδαπούς ιδίως εξ Αφρικής στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς στην Αθήνα. Οι αλλοδαποί ως επί των πλείστων [sic] λαθρομετανάστες μεταφέρουν τεράστιους σάκους με διάφορα είδη, με αποτέλεσμα να καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος των οχημάτων (λεωφορεία ή τρόλεϊ) και των συρμών (ΗΣΑΠ και Μετρό). Το επιβατικό κοινό αναγκάζεται να συνωστίζεται εξ αιτίας αυτής της κατάστασης, πολλοί επιβάτες είναι αδύνατον να επιβιβαστούν λόγω του ότι δεν υπάρχει χώρος, ενώ δεκάδες είναι και τα ατυχήματα τα οποία έχουν προκληθεί εξ αιτίας των σάκων οι οποίοι εμποδίζουν την διέλευση, την επιβίβαση και την αποβίβαση των επιβατών. Συνεπώς ερωτάται ο αρμόδιος Υπουργός, Πως προτίθεστε να αντιμετωπίσετε το σοβαρό αυτό πρόβλημα τόσο στο Μετρό και στον ΗΣΑΠ, όσο και στις λεωφορειακές γραμμές και τα τρόλεϊ;».
Οι ερωτώντες βουλευτές μπορούν να είναι υπερήφανοι: μάλλον κατέθεσαν την πιο ρατσιστική επερώτηση από καταβολής του ελληνικού Kοινοβουλίου. Η απάντηση στον απροκάλυπτο –στα όρια του κωμικού και ποινικά κολάσιμου– ρατσιστικού λόγου δεν μπορεί να είναι μισόλογα. Ούτε μπορεί να αγνοήσει τη βαθιά ταξικότητα της εν λόγω οπτικής, μια και οι ερωτώντες δεν επιθυμούν την καταστολή αλλοδαπών εν γένει, αλλά εκφράζουν περιφρόνηση και μίσος για αλλοδαπούς που εντάσσονται στα κατώτερα στρώματα της εργατικής τάξης. Ως γνωστόν, οι δυτικοευρωπαίοι μάνατζερ που διαμένουν στα Βόρεια Προάστια δεν συνηθίζουν να κουβαλούν στην πλάτη τους και με τρόλεϊ τα εμπορεύματα που πωλούν. Συνέχεια ανάγνωσης