του Αλεξαντερ Λη
Στα μέσα Δεκεμβρίου, ο Σύλβιο Μπερλουσκόνι δέχτηκε ένα πλήγμα που έφερε όλη τη δριμύτητα της αντίδρασης που έχει δημιουργήσει η πολιτική του. Επρόκειτο για πραγματικό χτύπημα και, καθώς έπεφτε, ακόμα και ο ίδιος ο καβαλιέρε αναγκάστηκε να συνειδητοποιήσει τα βίαια πάθη που έχει γεννήσει η επίμονη άρνησή του να παραιτηθεί.
Η επίθεση βέβαια σωστά καταδικάστηκε, αλλά είναι δύσκολο να μην συμφωνήσει κανείς με τον Αντόνιο ντι Πιέτρο –ηγέτη του κεντρώου κόμματος «Ιταλία των Αξιών»– ότι ο ίδιος ο Μπερλουσκόνι είναι υπεύθυνος για το κλίμα μίσους που οδήγησε στο χτύπημα. Τα ροζ σκάνδαλα, οι δίκες για απάτες και διαφθορά, οι συνταγματικές ατασθαλίες και οι κατηγορίες περί σχέσεων με τη μαφία, έχουν δημιουργήσει τους τελευταίους μήνες μια ατμόσφαιρα βαθιάς αγανάκτησης. Η εμμονή του Μπερλουσκόνι να παραμείνει στην εξουσία κάνει απλώς τα πράγματα χειρότερα.
Ωστόσο, ο ίδιος ο Μπερλουσκόνι είναι μόνο ένα μικρό μέρος του προβλήματος. Απορροφημένοι από την πολιτική θύελλα, λίγοι σχολιαστές στάθηκαν στις βίαιες διαδηλώσεις που προηγήθηκαν της επίθεσης και τις επιπτώσεις που θα μπορούσαν να έχουν στην Ιταλία μετά τον Μπερλουσκόνι. Σε αντίθεση με τον τρόπο με τον οποίο προβλήθηκε, η βίαιη επίθεση δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός. Όταν ο αιμόφυρτος πρωθυπουργός έπεσε στο έδαφος, το Μιλάνο είχε ήδη περάσει μια μέρα κοινωνικής αναταραχής και βίαιων συγκρούσεων. Οι συγκρούσεις αυτές ήταν εν μέρει έκφραση της αγανάκτησης που έχει προκαλέσει η διεφθαρμένη και ανίκανη διακυβέρνηση του Μπερλουσκόνι, αλλά συνιστούσαν επίσης και αντανάκλαση μιας βαθιάς ρήξης στο εσωτερικό της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης.
Οι συγκρούσεις αυτές, που συνέπεσαν με την τεσσαρακοστή επέτειο της διαβόητης βομβιστικής επίθεσης στην Πλατεία Φοντάνα που άφησε δεκαεφτά ανθρώπους νεκρούς στην κορύφωση των «μολυβένιων χρόνων» (anni di piombo), είναι αποτέλεσμα της απόστασης ανάμεσα στα κόμματα της κεντροαριστεράς και εκείνους που έχουν πληγεί περισσότερο από την οικονομική κρίση. Τα τούβλα τα έριξαν φοιτητές που αδυνατούν να βρουν δουλειά· η αστυνομία δέχτηκε επίθεση από απολυμένους εργάτες και τα συνθήματα τα φώναζαν άνεργοι, άντρες και γυναίκες, που ψάχνουν απεγνωσμένα για δουλειά.
Οι άνθρωποι αυτοί έχουν πληγεί περισσότερο από την αδράνεια του Μπερλουσκόνι μπροστά στην οικονομική κρίση, όμως τα τελευταία χρόνια, έχουν επίσης απογοητευτεί από την κεντροαριστερά. Αλλά αντί να προσανατολιστούν στις ειρηνικές πολιτικές διαδικασίες, αντί να αναζητήσουν λύσεις μέσα από την κάλπη, στράφηκαν τώρα στη βία.
Εν πρώτοις αυτό φαίνεται παράδοξο. Μετά από μια επώδυνη εκλογή ηγεσίας, το Δημοκρατικό Κόμμα (Δ.Κ.) –το μεγαλύτερο κεντροαριστερό κόμμα της αντιπολίτευσης στην Ιταλία– μοιάζει να συνέρχεται. Ο νέος του αρχηγός, Πιέρ Λουίτζι Μπερσάνι, έχει ενεργοποιήσει το κόμμα, ασκώντας πολύ δραστήρια αντιπολίτευση στον Μπερλουσκόνι. Έτσι, και ενώ η θέση του καβαλιέρε γίνεται πιο αδύναμη, φαίνεται ότι αυτοί που ψήφισαν την κεντροαριστερά θα είχαν κάθε λόγο να εμπιστευτούν τις δημοκρατικές διαδικασίες.
Ωστόσο, αυτοί που έφεραν τη βία στους δρόμους του Μιλάνου ήταν οι άνθρωποι που υποστήριξαν το Δ.Κ. στις τελευταίες εκλογές. Εν μέρει, οι συγκρούσεις στο Μιλάνο εξηγούνται από τη στρατηγική του Δημοκρατικού Κόμματος. Για τον Μπερσάνι –όπως και για τους προκατόχους του, τον Ντάριο Φραντσεσκίνι και τον Βάλτερ Βελτρόνι– το κλειδί για την επιτυχία του Δ.Κ. βρίσκεται στο να προσελκύσει ψηφοφόρους από το κυβερνών κόμμα του Μπερλουσκόνι, Λαός της Ελευθερίας. Είναι μια στρατηγική που βασίζεται στην κατάληψη του κέντρου του ιταλικού πολιτικού φάσματος. Ενώ αυτή η στρατηγική είχε εφαρμοστεί με μεγάλη επιτυχία από τον Τόνι Μπλαιρ και τον Μπιλ Κλίντον, αποτελεί, ουσιασικά, μέρος του προβλήματος. Εστιαζόμενο τόσο πολύ στον μεσαίο χώρο, το Δ.Κ. έχει χάσει την επαφή του με εκείνους ακριβώς τους ανθρώπους που βασίζονται περισσότερο σε αυτό: τους νέους, τους ανέργους και τους αγωνιζόμενους εργάτες.
Παρατηρώντας κανείς τις συγκρούσεις που ξέσπασαν τον περασμένο μήνα, διακρίνει ότι, ενώ η δυσαρέσκεια για τον Μπερλουσκόνι αυξάνεται, το Δ.Κ. έχει αποτύχει να προσελκύσει εκείνους που πλήττονται περισσότερο από τη διακυβέρνηση του τωρινού πρωθυπουργού. Αν ο Μπερλουσκόνι παραιτηθεί –κάτι που μοιάζει ολοένα και πιθανότερο– οι προοπτικές δείχνουν ανησυχητικές. Όχι μόνο φαίνεται πως μοίρα της Ιταλίας θα είναι να συρθεί περισσότερο προς τα δεξιά, αλλά υπάρχουν επίσης βάσιμοι λόγοι να αναμένει κανείς ότι θα κυλήσει περισσότερο προς το χάος, καθώς η αριστερά θα γίνει περισσότερο ριζοσπαστική και βίαιη.
Βραχυπρόθεσμα, το κενό που θα άφηνε ο Μπερλουσκόνι θα μπορούσε να καλυφθεί πολύ εύκολα. Ο κεντροδεξιός συνασπισμός –που περιλαμβάνει το κόμμα του Μπερλουσκόνι, την αντιμεταναστευτική Λίγκα του Βορρά και το Κίνημα για την Αυτονομία– έχει άνετη πλειοψηφία και στα δύο κοινοβουλευτικά σώματα και θα μπορούσε να συνεχίσει να λειτουργεί υπό έναν νέο αρχηγό.
Ο Τζιανφράνκο Φίνι –αυτή τη στιγμή πρόεδρος της Βουλής– είναι ο πιο πιθανός διάδοχος του Μπερλουσκόνι και έχει ήδη παρουσιάσει ένα κυβερνητικό πρόγραμμα. Ο Φίνι είναι μια ανησυχητική φιγούρα. Παρά την αξιοσημείωτη προσπάθεια που έχει κάνει για να προβάλει την εικόνα αξιοσέβαστου προσώπου, οι απόψεις του θα σόκαραν ακόμα και τους ορκισμένους οπαδούς του Μπερλουσκόνι.
Αν και έχει απορροφηθεί από το κόμμα του Μπερλουσκόνι, ο Φίνι ήταν προηγουμένως ηγέτης της νεοφασιστικής Εθνικής Συμμαχίας. Για χρόνια προκαλούσε διενέξεις εγκωμιάζοντας δημόσια τον Μουσολίνι και δίνοντας στο κόμμα του το στίγμα του σημαιοφόρου του σύγχρονου φασισμού. Έχει ήδη εισαγάγει νέους σκληρούς μεταναστευτικούς νόμους, ενώ έχει προτείνει υποχρεωτική νοσηλεία για όλους τους εξαρτημένους από ναρκωτικά. Με τον Φίνι να κρατάει τα ηνία, η Ιταλία μάλλον θα επέστρεφε στο φασιστικό της παρελθόν, χωρίς να υπάρχουν πολλοί τρόποι να ανακοπεί το διογκούμενο κύμα της βίας και της αναταραχής.
Αλλά ακόμα να γίνουν και εκλογές, η ελπίδα να απομακρυνθούν από την εξουσία το κόμμα του Μπερλουσκόνι και οι πολιτικοί του σύμμαχοι είναι μικρή. Ενώ είναι λογικό να αναμένει κανείς ότι το Δ.Κ. θα ωφεληθεί από τις εκλογές, ωστόσο στις κρίσιμες ευρωπαϊκές και δημοτικές εκλογές του Ιουνίου υπέστη σημαντικότατες απώλειες, παρά το γεγονός ότι είχε ήδη αρχίσει να αποκαλύπτεται η ανάμιξη του Μπερλουσκόνι στα σκάνδαλα. Μετά από τις ταραχές του Μιλάνου, φαίνεται να βρίσκεται σε ακόμα πιο δυσχερή θέση. Ακόμα και με έναν ενεργητικό πρόεδρο, το ρήγμα που έχει ανοίξει μεταξύ του Δ.Κ. και της εκλογικής του βάσης δείχνει ότι η διαρροή υποστηρικτών θα συνεχιστεί. Με βάση τις πρόσφατες εκλογές, η κυβερνώσα παράταξη –υπό τον Φίνι– θα μπορούσε να κερδίσει σε μια μελλοντική αναμέτρηση.
Αλλά ακόμα πιο ανησυχητικό είναι ότι μια νίκη του Φίνι θα επιδείνωνε την κοινωνική αναταραχή και τη βία. Από τη μια μεριά, μια κυβέρνηση που πιθανότατα θα μετακινηθεί ακόμα δεξιότερα, θα οδηγηθεί σε μετωπική σύγκρουση με τους διαδηλωτές. Από την άλλη, ο συνεχής αποκλεισμός του Δ.Κ. από την εξουσία, σε συνδυασμό με την κεντρώα του στάση, είναι πιθανό να αποξενώσει εκείνους που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση. Διχασμένη με το ίδιο της τον εαυτό, και με ένα διαρκώς ριζοσπαστικοποιημένο εκλογικό σώμα που νιώθει την απόσταση που το χωρίζει από τα κεντροαριστερά κόμματα, η Ιταλία θα βυθιστεί περισσότερο στο χάος.
Αν η Ιταλία θέλει να αποφύγει κάτι τέτοιο, η παραίτηση του Μπερλουσκόνι δεν είναι αρκετή: το Δ.Κ. πρέπει να μάθει από το παρελθόν. Πολλοί σχολιαστές έχουν καλέσει το Δ.Κ. να συνεχίσει να κινείται προς το κέντρο και να υιοθετήσει τη λογική της «διμέτωπης πολιτικής» του Ομπάμα. Κάτι τέτοιο, όμως, θα έθετε σε καταστροφικό κίνδυνο όχι μόνο το Δημοκρατικό Κόμμα αλλά και την Ιταλία. Το Δ.Κ. χρειάζεται να ξανασκεφτεί την ταυτότητα του και να επαναπροσεγγίσει τις ελπίδες των νέων, των σκληρά εργαζόμενων και των ανέργων. Πρέπει να κινηθεί όχι προς το κέντρο, αλλά προς τα αριστερά· και πρέπει να υιοθετήσει πολιτικές που όχι μόνο θα αντιμετωπίσουν τη γενικότερη οικονομική κρίση αλλά και θα βελτιώσουν τις ζωές εκείνων που παλεύουν να διατηρήσουν τα προς το ζην. Αν το Δημοκρατικό Κόμμα αποτύχει σ’ αυτό, τότε, έπειτα από λίγο καιρό, ο Μπερλουσκόνι δεν θα είναι ο μόνος με ματωμένη μύτη.
Ο Alexander Lee είναι ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Warwick της Αγγλίας, εκδότης του περιοδικού The Utopian (www.the-utopian.org) και ειδικεύεται στην ιστορία της Ιταλίας.
Το άρθρο «I Predict a Riot: Italy after Berlusconi», που δημοσιεύεται εδώ με μικρές περικοπές, δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του περιοδικού «dissent», στις 8.1.2010.