Ελληνική εθνική ανεξαρτησία ή πολιτική αυτονομία της Ελλάδας;

Standard

Του Νικου Κοταριδη

Δεν πρόκειται για λογοπαίγνιο. Είναι όμως τραγικό: Η Αριστερά οφείλει να υπερασπιστεί τον δημόσιο χώρο, αυτόν που διαχειρίζονται οι εθνικές δυνάμεις του δικομματισμού, αυτοί που μας οδήγησαν στην ουσιαστική αναίρεση της πολιτικής μας αυτονομίας. Πού καταντήσαμε!  Εδώ και κάτι αιώνες, το εθνικό κράτος λογίζεται ως ενσάρκωση και εγγυητής της πολιτικής αυτονομίας του έθνους, ενός πολιτικού υποκειμένου ικανού να διεκδικεί και να απολαμβάνει πολιτική αυτονομία. Μάλιστα, το Σύνταγμα, όπως και κάθε άλλη ιδρυτική και καταστατική συνθήκη, είναι υπεράνω εσωτερικών διαφοροποιήσεων και δεν συναρτά την άσκηση της εξουσίας με κατεστημένες κοινωνικές ιεραρχίες. Σε κάθε περίπτωση, παρά τις εμπειρίες και τις ιστορικές πραγματικότητες, συνιστά εθνική ύβρι η αναγωγή επιμέρους συμφερόντων στο καθεστώς του εθνικού. Έτσι, ο «αταξικός» και, στο επίπεδο των πολιτικών τουλάχιστον δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, «εξισωτικός» χαρακτήρας του εθνικού κράτους συνιστά εξαρχής τον κοινό παρονομαστή των εθνικισμών παντός καιρού. Η Αριστερά βέβαια, ιδίως στις αναρχοκομμουνιστικές της εκδοχές, και χωρίς να εγκαταλείπει τις εξισωτικές αξιώσεις της πολιτείας μας, υποσημείωνε ανέκαθεν ότι ανάλογες αντιλήψεις   συντρέχουν την ταξική εκμετάλλευση.

Χαρακτικό του Ότο Νίκελ, από το λεύκωμα «Πεπρωμένο» (1932).

Χαρακτικό του Ότο Νίκελ, από το λεύκωμα «Πεπρωμένο» (1932).

Η αφετηριακή αντίληψη της Αριστεράς περί της σχέσεως κράτους και ταξικότητας, την τοποθέτησε εκτός των πολιτικών κέντρων όπου διαμορφώνεται το εθνικό συμφέρον, μόνιμο ή περιστασιακό. Αρχής γενομένης από τον εθνάρχη Βενιζέλο έως τον Μεταξά, από τις μετακατοχικές κυβερνήσεις έως το μπλοκ των εθνικών δυνάμεων που απέκλεισε τον Κωνσταντόπουλο από την Προεδρία της Δημοκρατίας, Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της και εθνικό σε όλες τις παραλλαγές του δεν πολυταίριαξαν. Είτε γιατί η συνάντηση αυτή δοκίμαζε τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους είτε γιατί ο διεθνισμός της Αριστεράς δεν έτυχε ανάλογης με τον διεθνισμό του κεφαλαίου νομιμοποίησης στο εσωτερικό της χώρας  είτε, τέλος, γιατί ποτέ δεν συναίνεσε η Αριστερά στην «εθνική» φύση ταξικών συμφερόντων ούτε στη νόθευση των καταστατικών αρχών της πολιτείας. Δεν είναι παράξενο που και τώρα το εθνικό συμφέρον είναι περίπου οι συμπτώσεις του τρικομματισμού. Συνέχεια ανάγνωσης

Ορθώς κείμενα

Standard

Δ. Ν. Μαρωνίτης, συνέντευξη στην Άννα Γριμάνη, περ. Κάππα, της Κυριακάτικης Καθημερινής, 3.1.2010

Έργο του Νίκου Εγγονόπουλου

Έργο του Νίκου Εγγονόπουλου

H ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;

Η λέξη «ελληνικότητα» είναι, κατά τη γνώμη μου, γλωσσικά δύσκαμπτη, σημασιολογικά ασαφής και ιδεολογικά επιβαρυμένη. Αντ’ αυτής προτιμώ τον όρο «ρωμιοσύνη», τόσο για το ιστορικό του απόθεμα όσο και για το συνειδησιακό του βάθος. Τον καθιέρωσαν εξάλλου στα νεοελληνικά μας γράμματα δύο μείζονες ποιητές: ο Γιώργος Σεφέρης και ο Γιάννης Ρίτσος. Ο Σεφέρης μιλώντας για το ψηφιδωτό και τον καημό της ρωμιοσύνης· ο Ρίτσος ομολογώντας: τη ρωμιοσύνη μην την κλαις. 

Tι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα;

Το μονόχωρο, νοικιασμένο σπίτι στη Δήλου 4 (συνοικισμός Ευαγγελιστρίας, Θεσσαλονίκη), όπου πέρασα δύσκολα παιδικά χρόνια (γερμανική κατοχή, κατοχική πείνα), διαβάζοντας τα πρώτα βιβλία, καθισμένος σ’ ένα παλιό μπαούλο, ακουμπώντας στον υγρό τοίχο του ενός δωματίου.

Η υπέροχη εκδοχή του Έλληνα.

Δεν συμμερίζομαι την ιδεολογία περί ελληνικής υπεροχής, ούτε διαχρονικά (με αναφορές στην ελληνική αρχαιότητα) ούτε συγχρονικά (έναντι των βαλκανικών γειτόνων και των Ευρωπαίων εταίρων). Ενδιαφέρει, κατά τη γνώμη μου, περισσότερο το πραγματικό «έχειν» μας (που φαίνεται να διατηρεί ακόμη έναν ανθεκτικό πυρήνα) από το φανταστικό «υπερέχειν» μας (που καιρός είναι να το προσγειώσουμε, αφαιρώντας του την παραπλανητική πρόθεση «υπέρ»). Συνέχεια ανάγνωσης

Η μικρή Ελένη

Standard

Της Ελένης Αριστείδη Μπαλτά

Πρέπει να υπήρξαν πολύ τυχερά και πολύ λίγα τα κοριτσάκια και τα αγοράκια που δεν βρέθηκαν ποτέ στη θέση της μικρής Ελένης που κάθεται και κλαίει γιατί δεν την παίζουν οι φιλενάδες της. Αλλά, από την άλλη μεριά, όσο κι αν η μικρή Ελένη δεν το ξέρει την ώρα που σπαράζει στο κλάμα, η ζωή συνεχίζεται. Έτσι η ίδια μάλλον θα έφτασε να αποκτήσει κάποτε τα εφόδια που επιτρέπουν την εκ των υστέρων αποτίμηση τέτοιων παθημάτων. Δηλαδή, μεγαλώνοντας, η μικρή Ελένη μάλλον θα έμαθε ότι γενικώς υπάρχουν κανόνες στα παιχνίδια και ότι η συμμετοχή σ’ αυτά προϋποθέτει κατά κάποιο τρόπο τη γνώση και την αποδοχή τους. Θα έμαθε ακόμη ότι απαιτείται μια ορισμένη επιδεξιότητα στη χρήση των κανόνων αλλά και ότι η υπέρμετρη επιδεξιότητα μπορεί κάποιες φορές να χαλάσει το παιχνίδι. Θα έμαθε, τέλος, ότι οι κανόνες κάποιες φορές παραβιάζονται αυθαίρετα ενώ μερικές φιλενάδες αγνοούν αμέριμνες την παραβίαση και συνεχίζουν το παιχνίδι σα να μη συμβαίνει τίποτε.

Γιώργος Γουναρόπουλος, «Κορίτσια που κεντούν», 1920-1922

Γιώργος Γουναρόπουλος, «Κορίτσια που κεντούν», 1920-1922

Στηριγμένη σε αυτή τη γνώση, η μικρή Ελένη μάλλον θα έμαθε επιπλέον όχι μόνον να τηρεί τους ρητούς κανόνες αλλά και να αναγνωρίζει βλέμματα, να διαβάζει τη σωματική γλώσσα και να καταλαβαίνει υπαινιγμούς σχετικά με το πόσο καλά ή κακά τα πάει η ίδια στο παιχνίδι. Έτσι, στα νέα παιχνίδια που βρέθηκε ή επέλεξε να παίζει, μάλλον θα έχει αποκτήσει την ικανότητα να διορθώνει κατά περίπτωση τη συμπεριφορά της και να προφυλάσσει τη θέση της ή ακόμη και να αναλαμβάνει γόνιμες πρωτοβουλίες συναφώς. Όμως όχι πάντα. Η μικρή Ελένη, μεγαλώνοντας, είναι μεν υποχρεωμένη να πορεύεται προσπαθώντας να συντηρήσει το παιχνίδι ή, στις ευτυχέστερες περιπτώσεις, να καταστήσει το ίδιο πιο ενδιαφέρον και τους κανόνες του ασφαλέστερους και καθολικά αποδεκτούς, αλλά τίποτε δεν εγγυάται ότι δεν θα βρεθεί ξανά στην ίδια με προηγουμένως συνθήκη χωρίς, για μια ακόμη φορά, να μπορεί να εντοπίσει επακριβώς το γιατί. Το αναπάντεχο, το απρόβλεπτο, το αστάθμητο καραδοκούν σε κάθε γωνία και τίποτε δεν μπορεί να εξασφαλίσει εσαεί τη μικρή Ελένη από το να βρεθεί ξανά να κάθεται να κλαίει –έστω μόνο μεταφορικά τούτη τη φορά– γιατί δεν την παίζουν οι νέες τώρα φιλενάδες της. Συνέχεια ανάγνωσης

«It’s the politics, stupid!»…

Standard

Εθνικές και ευρωπαϊκές πολιτικές για την κρίση. Αναζητώντας μια αριστερή στρατηγική

Δημοσιεύουμε σήμερα το κείμενο του Γιώργου Ιωαννίδη, που εντάσσεται στη σειρά άρθρων σχετικά με την αναζήτηση μιας αριστερής πολιτικής στρατηγικής για την οικονομική κρίση, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Την επόμενη Κυριακή θα δημοσιευθούν τα άρθρα του Μάκη Καβουριάρη και του Βασίλη Πεσμαζόγλου.

«Ε»

Tα περιθώρια άσκησης εθνικής πολιτικής

1. Όπως σχολίασε ο Γιώργος Σταθάκης, στο πρώτο κείμενο αυτής της σειράς σημειωμάτων (7.2.2010), η οικονομική κρίση είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωση στην πράξη των βασικών πυλώνων της οικονομικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την «επανεθνικοποίηση» της εθνικής οικονομικής πολιτικής και την έναρξη διαπραγματεύσεων ανάμεσα στα κράτη. Η υιοθέτηση συνεπώς της μιας ή της άλλης εθνικής πολιτικής σχετίζεται στενά και με το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης. Στην περίπτωση της Ελλάδας νομίζω ότι δύο είναι τα σημαντικά στοιχεία.

Όσκαρ Σλέμερ, «Κοκκινο-γαλαζιο-κίτρινο πεδίο», 1931

Όσκαρ Σλέμερ, «Κοκκινο-γαλαζιο-κίτρινο
πεδίο», 1931

Το πρώτο αφορά τις αντικειμενικές «ιδιαιτερότητες» της ελληνικής περίπτωσης. Τον συνδυασμό, δηλαδή, υψηλού ελλείμματος με υψηλό χρέος και τη μνημειώδη αναξιοπιστία των ελληνικών στατιστικών στοιχείων: η απογραφή του 2004 και η προς τα πάνω αναθεώρηση του χρέους, η πρόταση για αναθεώρηση του ΑΕΠ κατά 25%, η παραδοχή, μετά τις εκλογές, ότι το έλλειμμα δεν ήταν ούτε 4% ούτε 8%, αλλά 12%. Τα παραπάνω όμως δεν δικαιολογούν επαρκώς το στενό μαρκάρισμα της ελληνικής κυβέρνησης. Η απάντηση θα μπορούσε ίσως να αναζητηθεί στο γενικότερο πολιτικό πεδίο και τα ενδεχόμενα που ανοίγει η οικονομική κρίση. Είναι σύμπτωση ότι οι χώρες που κυρίως πιέζονται σήμερα έχουν σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις; Συνέχεια ανάγνωσης

Ιστορίες του αντιδικτατορικού Tύπου

Standard

του Βαγγελη Καραμανωλακη

Διαδήλωση κατά της χούντας, στην Αμε- ρική (ΑΣΚΙ).

Διαδήλωση κατά της χούντας, στην Αμε-
ρική (ΑΣΚΙ).

Διαβάζοντας κανείς αντιδικτατορικά έντυπα συναντά ιστορίες που μοιάζει να έχουν ξεχαστεί μέσα σε μια γενική συναίνεση για το απεχθές της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας. Συγκρούσεις, καταγγελίες, κατηγορίες για μονοπώληση της αντίστασης, φόβοι και σχέδια για την επόμενη ημέρα. Ιστορίες πικρές οι περισσότερες για παραχαράξεις, πλαστές εκπροσωπήσεις, ακόμη και υπόγειες συνδιαλλαγές με το στρατιωτικό καθεστώς. Ρήγματα και κενά σε ένα μέτωπο που ο χρόνος που πέρασε το κάνει να μοιάζει αρραγές. Και όμως δεν ήταν. Ακόμη κι αν οι μνήμες των ανθρώπων, ησυχασμένες πια από τη χρονική απόσταση αποφεύγουν τα ενοχλητικά, ακόμη κι αν οι διθύραμβοι για το Πολυτεχνείο και το φοιτητικό κίνημα σκεπάζουν τις κατηγορίες για «προβοκάτσια», οι αντιθέσεις και οι διαφωνίες υπήρξαν, και αποτελούσαν απόρροια διαφορετικών πολιτικών επιλογών.  Κι αν επιμένω σ’ αυτά είναι για να επισημάνω πόσο σημαντική πηγή μπορεί να είναι ο Τύπος, η ταυτόχρονη σχεδόν παρουσίαση των όσων γίνονταν για την κατανόηση όλων εκείνων που στις μέρες μας τα έχει μισοκαλύψει η λήθη.

Δεν ήταν μόνο αυτά. Εκκινώντας από την Νέα Ελλάδα του ΠΑΜ και φτάνοντας μέχρι τα τελευταία αριστερίστικα φύλλα πριν την πτώση της Χούντας, συγκροτεί κανείς ένα χρονικό της περιόδου, αποδελτιώνει πλήθος πληροφορίες για ηρωικές αντιστασιακές πράξεις, για συνεργασίες μεταξύ αντιδικτατορικών δυνάμεων, για κινήσεις του καθεστώτος και τη διεθνή αντίδραση. Ξενόγλωσσα περιοδικά, όπως το Athenes Presse Libre, το Greek Report, το Hellenic Review, το Griechische Dokumente  συνετέλεσαν καθοριστικά στην ενημέρωση του διεθνούς κοινού για τα ελληνικά πεπραγμένα, αφύπνισαν συνειδήσεις.  Οι θέσεις των νέων πολιτικών και αντιστασιακών σχηματισμών που συγκροτήθηκαν στην επταετία, οι ιδεολογικές ζυμώσεις και αντιθέσεις, οι κομματικές διαφωνίες βρήκαν τη θέση τους στις εφημερίδες, στα περιοδικά, στα φυλλάδια, στα δελτία που κυκλοφόρησαν στα ελληνικά ή σε άλλες γλώσσες.  Μέσα από τα δεκάδες περιοδικά που εκδόθηκαν στο εξωτερικό, νέα ιδεολογικά ρεύματα, συνδεδεμένα με την κοσμογονία της δεκαετίας, διακινήθηκαν ανάμεσα στους έλληνες φοιτητές στο εξωτερικό και, μετά την άρση της προληπτικής λογοκρισίας, στους συναδέλφους τους στο εσωτερικό. Παράλληλα με τις πληροφορίες, μέσα από τα συγκεκριμένα έντυπα μεταφέρεται όμως στον σημερινό αναγνώστη, το κλίμα της εποχής: συναισθήματα, αντιδράσεις, ιδεολογικές στάσεις, προσωπικές και συλλογικές αναζητήσεις, όπως φιλτράρονται και καταγράφονται στις σελίδες τους.  Πολύτιμα στοιχεία για τον τρόπο που οι άνθρωποι βίωσαν τη δικτατορία,  που μπλέχτηκαν –όπως μπλέκονται στα ταξινομικά κουτιά τα περιοδικά και οι εφημερίδες διαφορετικών σχημάτων και χαρτιών–, στην έκδοση των εντύπων. Συνέχεια ανάγνωσης

Για τον Μαρξ και τον μαρξισμό

Standard

Μια συνέντευξη  του  Κώστα Αξελου στον Χρήστο Μέμο

Ο Κώστας Αξελός. Πίνακας του F. Gilot

Ο Κώστας Αξελός. Πίνακας του F. Gilot

«Το μόνο πράγμα που παίρνει μαζί του πεθαίνοντας ο άνθρωπος», όπως θα γράψει με το μοναδικό του τρόπο ο Ελύτης, «είναι […] κάτι λίγες αισθήσεις ή στιγμές∙ δυο τρεις νότες κυμάτων, την ώρα που το μαλλί το παίρνει ο αέρας με τα γλυκά ψιθυρίσματα μες στο σκοτάδι∙ […] ένα τραγούδι βαρύθυμο, σαν βράχος μαύρος∙ και το δάκρυ, το δάκρυ της μιας φοράς, το για πάντοτε». Και τι αφήνει πίσω του αυτός που «φεύγει»; Τι αφήνει πίσω του o Κώστας Αξελός; Ποια ίχνη από το πέρασμά του μας αφορούν και θα μπορούσαν να αποδειχθούν γόνιμα και δημιουργικά για τη ριζοσπαστική σκέψη και πράξη; Το έργο του Αξελού και κυρίως η στάση του απέναντι στον Μαρξ και τον μαρξισμό –σε μια παράλληλη πορεία με τον Καστοριάδη και τον Παπαϊωάννου, με τους οποίους ο Αξελός θα μοιραστεί όχι μόνο κοινούς θεωρητικούς προβληματισμούς, αλλά και κοινές ανεπάρκειες και αδυναμίες– θα μπορούσε να ενταχθεί στην προσπάθεια μιας κριτικής και «αριστερής» επαναπροσέγγισης του Μαρξ και του μαρξισμού που θα λάβει χώρα στη μεταπολεμική Γαλλία .

Ο Αξελός θα υπερασπισθεί με αποφασιστικότητα τη σκέψη του Μαρξ από τις «ορθόδοξες» και δογματικές ερμηνείες και εφαρμογές της, δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι ο Μαρξ δεν είναι ορθόδοξος μαρξιστής. Παράλληλα, ο Αξελός θα ασκήσει κριτική σ’ εκείνα τα στοιχεία της μαρξικής σκέψης που διευκόλυναν την εμφάνιση των σοβιετικού τύπου κοινωνικών σχηματισμών. Σύμφωνα με τον Αξελό, η επανεξέταση της σχέσης του Χέγκελ με τον Μαρξ μας δείχνει ότι ο Μαρξ αντιτάχθηκε στη μεταφυσική σκέψη του Χέγκελ αποδίδοντας μεταφυσική σημασία στην έννοια της τεχνικής. Η ιστορία δεν νοείται, πλέον, ως εκδήλωση του απόλυτου πνεύματος, αλλά μετατρέπεται σε ιστορία της ανάπτυξης της τεχνικής. Ο τεχνικισμός του Μαρξ αναδύεται στα νεανικά του έργα μέσω της ιδιαίτερης έμφασής του στις έννοιες της «εργασίας», «βιομηχανίας» και «ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων» και διαπερνά όλο το μετέπειτα έργο του. Ο Μαρξ στηρίζεται σε μεταφυσικές προϋποθέσεις και δίνοντας προτεραιότητα στον υλικό και πρακτικό κόσμο, αναπαράγει το δυϊσμό θεωρίας-πράξης και τον ευρωκεντρισμό της δυτικής μεταφυσικής σκέψης. Ο Αξελός θα διερευνήσει την προβληματική της αλλοτρίωσης στον Μαρξ, και θα υπερασπισθεί τη λειτουργία της αρνητικότητας και της φιλοσοφίας ως κριτικής, ανοιχτής και ερωτηματικής σκέψης, σε μια προσπάθεια να θέσει τα πάντα υπό ερώτημα και να διατηρήσει το ερώτημα ανοιχτό. Oδηγώντας τη σκέψη του Μαρξ, ως μέρος μιας νέας ριζοσπαστικής σκέψης/πράξης, σε μια βαθιά περιπλάνηση, καταλήγει σε μια πλανητική σκέψη που υπερβαίνει (με την έννοια της χεγκελιανής «Aufhebung») όλες τις μαρξιστικές, λενινιστικές, σταλινικές, τροτσκιστικές και αναρχικές σχηματοποιήσεις, τη στενότητα και το σεχταρισμό. Τέλος, αντλώντας από την προσωκρατική φιλοσοφική παράδοση, κι όχι μόνο, ο Αξελός θα μας υπενθυμίσει την ανάγκη μιας ποιητικής διάστασης της ερωτηματικής και ανατρεπτικής σκέψης που αντιτίθεται αποφασιστικά στον ξύλινο και εξουσιαστικό λόγο της «αριστερής μελαγχολίας» του περασμένου αιώνα. Συνέχεια ανάγνωσης