ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Ο Νίκος Μπελογιάννης και το ξένο κεφάλαιο

Standard

του  Γιάννη Αντωνίου

Τις μέρες αυτές κυκλοφορεί, σε νέα επιμελημένη έκδοση, από τις εκδόσεις «Άγρα», η μελέτη του Νίκου Μπελογιάννη Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα, έκδοση η οποία βασίζεται σε δύο νέα χειρόγραφα (το πρωτότυπο του Νίκου Μπελογιάννη και ένα αντίγραφο), που βρέθηκαν το 2006: την περιπέτεια αυτή αφηγείται γλαφυρά στον Πρόλογο ο γιος του συγγραφέα, Νίκος Μπελογιάννης. Με μεγάλη χαρά και συγκίνηση, δημοσιεύουμε σήμερα ένα άρθρο του Γιάννη Αντωνίου, ο οποίος έχει γράψει και την εισαγωγή στον τόμο, καθώς και ένα απόσπασμα από το κείμενο Μπελογιάννη.
Τη Μεγάλη Τρίτη 30 Μαρτίου, στη Στοά του Βιβλίου (ώρα 12.30) θα παρουσιαστούν Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα και το Σχέδιο για μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας του Νίκου Μπελογιάννη, καθώς και το βιβλίο της Έλλης Παππά «Ο Λένιν χωρίς λογοκρισία και εκτός μαυσωλείου». Η εκδήλωση έχει χαρακτήρα φιλολογικού μνημοσύνου, καθώς πραγματοποιείται την επέτειο της εκτέλεσης του Νίκου Μπελογιάννη. Θα μιλήσουν ο Γιάννης Αντωνίου (ιστορικός), η Χριστίνα Ντουνιά (συγγραφέας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων) και ο Νίκος Μπελογιάννης (χημικός μηχανικός), ενώ αποσπάσματα θα διαβάσει ο ηθοποιός Νίκος Καραμίχος.

Το βιβλίο του Νίκου Μπελογιάννη Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα είναι ένα βιβλίο της φυλακής. Η συγγραφή του ξεκίνησε πιθανόν στα τέλη της δεκαετίας του 1930, το 1938, όταν άρχισε η πενταετής περίοδος φυλάκισης του συγγραφέα από τη μεταξική δικτατορία και τις κατοχικές αρχές στη συνέχεια. Η πρώτη εκδοχή του χειρογράφου πρέπει να είχε ολοκληρωθεί πριν τη δραπέτευση του συγγραφέα από το νοσοκομείο Σωτηρία το 1943. Η συγγραφή συμπληρώθηκε πιθανόν στο μικρό διάστημα που μεσολάβησε από τη δραπέτευση μέχρι την έξοδο στο βουνό το 1943, ενώ το βιβλίο πήρε την τελική μορφή του αμέσως μετά την Απελευθέρωση, το 1944-1945, οπότε και αντίγραφό του υποβλήθηκε προς δημοσίευση στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση. Το πρωτότυπο χειρόγραφο μαζί μ’ ένα ακόμη αντίγραφο θα ακολουθήσουν περιπετειώδη πορεία, μέχρι το 2006, που έφτασαν στα χέρια του γιου του συγγραφέα, Νίκου Μπελογιάννη.

Το ιστοριογραφικό σχήμα του Μπελογιάννη και η «αστικοδημοκρατική επανάσταση»

Το ιστοριογραφικό σχήμα μέσα στο οποίο εντάσσει ο Μπελογιάννης την αφήγησή του είναι αυτό που διαμορφώθηκε και κυριάρχησε στις αρχές της δεκαετίας του 1930, μετά την επέμβαση της Κομιντέρν στα εσωτερικά του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Σύμφωνα μ’ αυτό, η Επανάσταση του 1821, παρά τη λαογέννητη αφετηρία της και την έμπνευσή της από τις ιδέες του Διαφωτισμού, δεν ευοδώθηκε. Η εθνική ανεξαρτησία δεν καταχτήθηκε τελικά, το κράτος που ιδρύθηκε το 1830 ήταν προϊόν του συμβιβασμού των κοτζαμπάσηδων και της αστικής τάξης — του μετώπου του «αστικοτζαμπασισμού», σύμφωνα με την κομμουνιστική διάλεκτο της εποχής– και των μηχανορραφιών των μεγάλων δυνάμεων. Στο πλαίσιο αυτής της παραδοχής, η αστική τάξη δεν εκπλήρωσε την ιστορική της αποστολή, την αστικοδημοκρατική επανάσταση, η πραγματοποίηση της οποίας πλέον εγγραφόταν στα καθήκοντα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, ως αναγκαίο στάδιο προς τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Το σχήμα αυτό αποκρυσταλλώθηκε το 1934 με τη μελέτη του Γιάννη Ζεύγου Γιατί η επανάσταση στην Ελλάδα θ’ αρχίσει σαν αστικοδημοκρατική, κλονίζοντας τη μέχρι τότε ισχύουσα θεώρηση, ότι στην Ελλάδα η αστικοδημοκρατική επανάσταση είχε ήδη συντελεστεί, η αστική τάξη ολοκλήρωσε την ιστορική αποστολή της και ότι στις συνθήκες πλέον του ώριμου καπιταλισμού ιστορικό καθήκον της εργατικής τάξης αποτελούσε η πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής προλεταριακής επανάστασης, κύριος εκφραστής της οποίας υπήρξε ο Γιάνης Κορδάτος, με το βιβλίο του Η κοινωνική σημασία της Επαναστάσεως του 1821, που εκδόθηκε το 1924.


Η ουσιοκρατία της ταξικής πάλης

Στη μία ή την άλλη εκδοχή του πάντως, το μαρξιστικό σχήμα ερμηνείας της ιστορίας των ελλήνων κομμουνιστών του Μεσοπολέμου στην αντιπαράθεσή του με το επίσημο εθνικό αφήγημα της τριχοτομημένης, πλην όμως αρραγούς συνέχειας, της μεγάλης ουσίας του έθνους του Κ. Παπαρρηγόπουλου, αντιπαρέβαλε μια άλλη δική του μεγάλη ουσία, την ουσία της ταξικής πάλης. Στην ουσιοκρατία του αστισμού οι μαρξιστές απαντούσαν με τη δική τους ουσιοκρατία. Όλα έπρεπε να βολευτούν μέσα σ’ αυτό το σχήμα και να υποταγούν στο σιδερένιο ντετερμινισμό των νόμων της Ιστορίας. Στο πλαίσιο αυτό, η αδικία και η δικαιοσύνη υποστασιοποιούνταν και γίνονταν αντιληπτές ως σταθερές υποβάθρου των υποτιθέμενων φορέων τους. Οι κυρίαρχοι ταυτίζονταν με το άδικο και οι κυριαρχούμενοι, ο λαός εν γένει, με τη δικαιοσύνη. Εν προκειμένω η έκβαση της αναμέτρησης ανάμεσα σ’ αυτές τις μεγάλες ουσίες και τους φορείς τους ήταν προδιαγεγραμμένη. Ο θρίαμβος της δικαιοσύνης και η λύτρωση του λαού ήταν βέβαιη, γιατί ήταν ιστορικά αναγκαία. Όπως έγραφε ο Άγγελος Ελεφάντης, ο λόγος του ΚΚΕ στον Μεσοπόλεμο δεν απείχε από την πολιτική μεταφυσική. Στην εποχή του σταλινισμού η μεταμόρφωση της κομμουνιστικής επαγγελίας σε εκκοσμικευμένη θρησκεία είχε ολοκληρωθεί, εξ ου και οι προφήτες, οι πατερούληδες, οι μάρτυρες και οι αποσυνάγωγοι. Ούτως ή άλλως η έντονη ενδοκομμουνιστική διαμάχη για το χαρακτήρα της ελληνικής επανάστασης και τον κοινωνικό ρόλο της αστικής τάξης δεν αφορούσε τόσο αυτές καθ’ εαυτές τις ιστορικές πλευρές του ζητήματος, όσο κυρίως την πολιτική του χρήση στο ιστορικό παρόν και την ανάλογη διατύπωση της γραμμής του κόμματος. Το σχήμα Ζεύγου, εκτός του ότι ευθυγραμμιζόταν με τις αναλύσεις της Κομιντέρν και της Βαλκανικής Διεθνούς για τον ιστορικό συμβιβασμό της αστικής τάξης με τη φεουδαρχία, απογύμνωνε τον ελληνικό αστισμό από οποιοδήποτε πρόσημο προοδευτικότητας, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα ως μοναδικά υποκείμενα του κοινωνικού μετασχηματισμού τους προλετάριους και τους αγρότες. Στο πολιτικό επίπεδο η αφήγηση αυτή νομιμοποιούσε, τουλάχιστον μέχρι το 1935, τον μοναχικό δρόμο των κομμουνιστών, την άρνηση της οποιασδήποτε πολιτικής συνεργασίας με υπαρκτές πολιτικές δυνάμεις εκτός ΚΚΕ, οι οποίες κατατάσσονταν σε ποκιλώνυμες φασιστικές ή φασίζουσες συνομοταξίες: «μοναρχοφασίστες», «βενιζελοφασίστες», «σοσιαλφασίστες» κλπ. Στο πλαίσιο αυτό, η αντιπαράθεση των κομμουνιστών με το φάντασμα του πανφασισμού προβαλλόταν ως πολιτικός μονόδρομος. Η πολιτική των λαϊκών μετώπων που εισηγήθηκε το 1935 η Κομιντέρν και υιοθετήθηκε και από το ΚΚΕ δεν οδήγησε ωστόσο και στην αλλαγή της εκτίμησης για τον ιστορικό ρόλο της αστικής τάξης στην Ελλάδα και την πορεία του κράτους από την ανεξαρτησία έως το Μεσοπόλεμο. Ο Νίκος Μπελογιάννης γράφει ένα βιβλίο για το ρόλο του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα για να επιβεβαιώσει, στο πεδίο της οικονομίας και στη συνάφειά της με την κοινωνία και την πολιτική, το παραπάνω θεώρημα. Έτσι λοιπόν, κατά το συγγραφέα, ο ανολοκλήρωτος αστικοδημοκρατικός μετασχηματισμός, η αρπακτικότητα της «αστοκοτζαμπάσικης» συμμαχίας, οι δεσμοί εξάρτησης και υποταγής στον ξένο παράγοντα που ως εγγυητή τους είχαν τη μοναρχία, και ως ιδεολογικό επικάλυμμα τη Μεγάλη Ιδέα, επίσης η θεωρία της εγγενούς φτώχειας, στηλιτεύονται ως οι μεγάλοι ένοχοι για την ψεύτικη ανεξαρτησία, την οικονομική καχεξία της χώρας και τη δυστυχία του λαού. Η υλικότητα της οικονομίας και μάλιστα το μέρος που σχετίζεται με τον δανεισμό και τη διαχείριση των σχετικών πόρων επιλέγονται ως προνομιακό πεδίο για την κορύφωση της κριτικής του Μπελογιάννη στο κυρίαρχο πολιτικοοικονομικό σύμπλεγμα και τη συμμαχία του με το ξένο κεφάλαιο, η δράση των οποίων σκιαγραφείται ως ένα αμοραλιστικό συνεχές συνωμοσιών και δολοπλοκιών σε βάρος του λαού. Ο Μπελογιάννης φιλοδοξεί να αναμετρηθεί με την οικονομική σκέψη του ελληνικού αστισμού, διατυπώνοντας ταυτόχρονα τον αντίπαλο οικονομικό λόγο των κομμουνιστών.

Η διάρθρωση του βιβλίου

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο εξετάζει τη διείσδυση του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα από το 1824 έως το 1940, από τα δάνεια της ανεξαρτησίας έως και τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ακολουθώντας την περιοδολόγηση της ιστορίας των δανείων την οποία πρωτοδιατύπωσε ο Ανδρεάδης και συμπλήρωσαν ο Στεφανίδης και ο Αγγελόπουλος, δηλαδή πρώτη περίοδος 1823-1893, δεύτερη 1893-1922 και τρίτη 1922-1932. Η πινακοθέτηση των σχετικών περιόδων με το ύψος των δανείων, τα ονομαστικά και πραγματικά κεφάλαια, τους τόκους κλπ., είναι πιστή αναπαραγωγή των πινάκων που παραθέτει ο Ά. Αγγελόπουλος στο βιβλίο του Το δημόσιον χρέος της Ελλάδος, στο οποίο αναφέρεται ρητά ο Μπελογιάννης. Στο δεύτερο μέρος, ο συγγραφέας επιχειρεί μια συστηματική αποτίμηση των συνεπειών του δανεισμού, δημόσιου και ιδιωτικού, για την ελληνική οικονομία, επικεντρωνόμενος σε θέματα όπως η αγροτική οικονομία, η Εθνική Τράπεζα, τα δημόσια οικονομικά κ.ο.κ. Μελετώντας κανείς τη σχετική οικονομική βιβλιογραφία της εποχής (Ανδρεάδης, Αγγελόπουλος, Ζολώτας, Στεφανίδης), που αποτέλεσε τη βασική πηγή για τη συγγραφή του πονήματος του Μπελογιάννη, διαπιστώνει ότι ο συγγραφέας δεν κομίζει κάτι καινούργιο από την άποψη του πραγματολογικού υλικού, όσον αφορά το ύψος των δανείων και τους επαχθείς όρους δανειοδότησης. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, υιοθετεί και τις ίδιες εκτιμήσεις σχετικά με τη διασπάθιση των σχετικών κεφαλαίων και τον αρνητικό ρόλο των δανείων στην αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της χώρας, που υποστηρίζουν οι αστοί οικονομολόγοι του Μεσοπολέμου με τους οποίους συνομιλεί. Η διαφορά έγκειται κυρίως στην υπαγωγή όλης αυτής της περιπέτειας του δανεισμού σ’ ένα μεγάλο σχέδιο, μια μεγάλη συνωμοσία των ξένων με το εντόπιο κυρίαρχο πολιτικοοικονομικό μπλοκ, που, κατά το συγγραφέα, είχε ως στόχο του την υπονόμευση της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας και την εκμετάλλευση του λαού. Και είναι ακριβώς αυτό το πεδίο στο οποίο διαλέγει ν’ αντιπαρατεθεί με τους συνομιλητές του, κυρίως με τους φιλελεύθερους Ανδρεάδη, Αγγελόπουλο και Ζολώτα, όταν, παρά τις διαπιστώσεις τους για τους επαχθείς όρους του δανεισμού, την κακοδιαχείριση των σχετικών πόρων, τους άστοχους δημοσιονομικούς χειρισμούς των κυβερνήσεων, ή ακόμα την άσκηση οικονομικής πολιτικής με εξωοικονομικά κριτήρια δεν αρνούνται την αναγκαιότητα του δανεισμού αλλά και τη συμβολή του στη μακρά διάρκεια στον εκσυγχρονισμό και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Αντίθετα, πολλές φορές δεν τσιγκουνεύεται θετικά σχόλια για την αντικειμενικότητα της κριτικής και του γενικού σκεπτικισμού για την πολιτική του δανεισμού που εκφράζει ο προστατευτιστής και οπαδός του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου Δ. Στεφανίδης. Το εγχείρημα του Ν. Μπελογιάννη, εκτός από την αυτονόητη κατάταξή του στην παράδοση της κομμουνιστικής φιλολογίας του Μεσοπολέμου, εκ των πραγμάτων εντάσσεται και σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο, οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό που χαρακτηρίζεται από την υποχώρηση του οικονομικού φιλελευθερισμού και την κυριαρχία των οικονομικών συνταγών του προστατευτισμού, της αυτάρκειας και της ιδεολογίας του οικονομικού εθνικισμού που ηγεμόνευσαν στη δεκαετία του 1930 και στην Ελλάδα. Η κυριαρχία αυτών των τάσεων βεβαίως δεν εξαντλήθηκε στο οικονομικό επίπεδο αλλά συμπαρέσυρε και όλη την πολιτική παράδοση του φιλελευθερισμού, προς δόξαν των ποικίλων ολοκληρωτισμών της εποχής. Η συντεταγμένη νεωτερικότητα ερχόταν να αντικαταστήσει τη φιλελεύθερη που δοκιμάστηκε σκληρά στη δεκαετία του 1920. Οι κομμουνιστές και ο Μπελογιάννης βεβαίως διαλέγουν το στρατόπεδο του οικονομικού εθνικισμού, όχι τόσο για λόγους οικονομικούς αλλά κυρίως για πολιτικούς. Η αυτάρκεια, ο προστατευτισμός, η εθνική περιχαράκωση προβάλλονται ως τα κατεξοχήν εμπόδια για την ανάσχεση της κοσμοπολίτικης επεκτατικότητας του κεφαλαίου, της οποίας ο δανεισμός αποτελούσε τη σωματοποιημένη αποτύπωση. Στο πλαίσιο αυτό, η δαιμονοποίηση του ξένου κεφαλαίου αποτελούσε οργανικό στοιχείο της κριτικής στο οικονομικό και πολιτικό σύστημα αλλά και μια βασική αφετηρία για τη διατύπωση της επαγγελίας της επανάστασης και του λαοκρατικού μέλλοντος της χώρας, η οποία ωστόσο δεν ευοδώθηκε, γιατί απλώς ήταν αδύνατη.

***

Η έκδοση του βιβλίου στις παρούσες συνθήκες, με τα δελτία των οχτώ να παίζουν κάθε βράδυ παραλλαγές της φρικαλέας προοπτικής της οικονομικής κατάρρευσης της χώρας, αποκτά εκ των πραγμάτων μια επικαιρότητα, η οποία προκαλεί μοιραία συνειρμούς, παρωθώντας σε παραλληλισμούς ανάμεσα στις περιπέτειες του τότε και στα πάθη του σήμερα. Όσο με αφορά, πρόθεσή μου ήταν να τοποθετήσω το βιβλίο στο πλαίσιο της εποχής, στην ευρύτερη ιδεολογική διαμάχη του Μεσοπολέμου για το κράτος και τα δημόσια οικονομικά, αντιμετωπίζοντας με κριτικό τρόπο τον λόγο του Μπελογιάννη και των κομμουνιστών, και όχι να αναδείξω τις όποιες ομοιότητες ανάμεσα στο τότε και στο σήμερα, με στόχο τη δικαίωση της οπτικής του συγγραφέα και για τότε και πολύ περισσότερο για το σήμερα. Η επιλογή μου αυτή δεν σχετίζεται μόνο με το ότι ο αναχρονισμός αποτελεί βαρύ ατόπημα στη σύγχρονη ιστοριογραφία, αλλά και επειδή θεωρώ ότι ο οποιοσδήποτε παραλληλισμός εν προκειμένω, αν δεν τον παρακινεί η πολιτική ιδιοτέλεια, είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένος, απλουστευτικός και εν τέλει άστοχος.

Ο Γιάννης Αντωνίου είναι ιστορικός και διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Το κείμενο αποτελεί σύνοψη της εισαγωγής του στο βιβλίο του Νίκου Μπελογιάννη «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα».

Νίκος Μπελογιάννης
Ο ρόλος του ΔΟΕ
(απόσπασμα από  τη μελέτη «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα», Άγρα 2010, σ. 370-371)

Ο ΔΟΕ είναι ένα από τα δώρα που χάρισε στην Ελλάδα η πολιτική των αστοκοτζαμπάσηδων και το ξένο κεφάλαιο. Είναι το σήμα κατατεθέν της ιεράς συμμαχίας των ντόπιων με τους ξένους κεφαλαιούχους. Όλος ο κόσμος βουίζει πως η επιβουλή του αποτέλεσε και αποτελεί σοβαρή μείωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας. Και όμως εμείς, η «επίσημη» Ελλάδα, καμαρώνουμε γιατί τάχα ο ΔΟΕ έσωσε την Ελλάδα!
Δεν είναι λίγοι οι αστοί πολιτικοί και οικονομολόγοι που τον υμνήσανε και τον δοξολογήσανε επειδή, καθώς λένε, έσωσε τον τόπο μας από την οικονομική καταστροφή.
Ανάφερα αρκετά στο κεφάλαιο που περιγράφω τον τρόπο της επιβολής του. Ακόμα κι ο Άγγελος Αγγελόπουλος το 1937 έγραφε ότι «η εγκαθίδρυσις του ελέγχου είχεν αναμφισβητήτως αγαθά αποτελέσματα επί της ελληνικής οικονομίας».
Το πιο αξιοθρήνητο για την κυρίαρχη τάξη είναι που προσπαθεί να ξεμοναχιάσει την οικονομική πλευρά του ζητήματος, χωρίς να δίνει καμιά σημασία στην πολιτική, χωρίς να δίνει καμιά σημασία στην πολιτική, προσπαθεί να ξεχωρίσει το ΔΟΕ από τους ξένους τοκογλύφους, λες κι αποτελεί κανένα ανεξάρτητο οικονομικό οργανισμό που δουλεύει για τα συμφέροντα της χώρας.
Εκεί είναι πιο εύκολο να θολώσεις τα νερά με χίλιους δυο ταχυδακτυλουργικούς λογαριασμούς και με γελοία σοφίσματα. Η αλήθεια όμως είναι πολύ διαφορετική.
Ο ΔΟΕ επιβλήθηκε με τη βία από το ξένο κεφάλαιο και τους ντόπιους αστοκοτζαμπάσηδες, με μοναδικό σκοπό να εξασφαλίσει μια για πάντα τα συμφέροντα των ξένων και ντόπιων τοκογλύφων. Όταν πάρουμε σαν βάση αυτή την ολοφάνερη διαπίστωση, τότε αμέσως βγαίνει το συμπέρασμα ότι όποιος παινεύει το ΔΟΕ ή είναι άθλιος πράκτορας αυτών που μας τον επιβάλανε ή δεν ξέρει τι του γίνεται και λέει κουραφέξαλα.
Γιατί είναι αφάνταστο ένας ληστρικός οργανισμός, που μοναδικός του σκοπός είναι να ξεζουμίζει το λαϊκό εισόδημα μιας χώρας, να συντελεί ταυτόχρονα και στην πρόοδο αυτής της χώρας!
Όλο τον 20ό αιώνα, ο λαός μας γίνεται όλο φτωχότερος και μια από τις κυριότερες αιτίες είναι ότι το ότι ένας μεγάλο μέρος από το εθνικό εισόδημα πήγαινε στο εξωτερικό ή συγκεντρώθηκε στα χέρια των ντόπιων πλουτοκρατών. Και το έργο αυτό ανάλαβε να το εκτελεί ο ΔΟΕ. Έτσι, σιγά σιγά, το αγαπημένο τούτο παιδί τους γινόταν ο εισπράκτορας και ταμίας του λαϊκού ιδρώτα, που τον μάζευε με τη μορφή φόρων και δασμών, για να τον στείλει στους ξένους, μα και στους δικούς μας τοκογλύφους.
Οι θεωρητικοί απολογητές του όμως δεν περιορίζονται σε γενικές γνώμες, μα φέρνουν και συγκεκριμένα επιχειρήματα. Εκείνο που κανοναρχάνε πιο συχνά είναι ότι ο ΔΟΕ πέτυχε τη νομισματική και συναλλαγματική μας εξυγίανση. Απ’ αυτή όμως την εξυγίανση μόνο ο ΔΟΕ βγήκε περισσότερος κερδισμένος, γιατί έτσι, καθώς είδαμε, μας άρμεγε καλύτερα και συστηματικότερα. Δεν την προκάλεσε όμως αυτός, ίσα ίσα, το άγριο ξεζούμισμα του αναιμικού μας προϋπολογισμού θα ’φερνε με μαθηματική ακρίβεια καινούργιο πληθωρισμό μόλις θα ’λειπαν καινούργια δάνεια. Τη σταθεροποίηση της δραχμής την προκάλεσε την περίοδο εκείνη πρώτα πρώτα η αύξηση του εθνικού εισοδήματος και των εξαγωγών μας και κοντά σ’ αυτό τα κέρδη της ναυτιλίας και τα εμβάσματα των ομογενών, που άρχισαν τότε να μπαίνουν στην Ελλάδα.

Σχολιάστε