ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
του Σπύρου Καράβα
Το βιβλίο του Σπύρου Καράβα «Μακάριοι οι κατέχοντες την γην». Γαιοκτητικοί σχεδιασμοί προς απαλλοτρίωση συνειδήσεων στη Μακεδονία 1880-1909 (εκδ. Βιβλιόραμα), καρπός μακρόχρονης ερευνητικής ενασχόλησης του συγγραφέα με το θέμα, θα βρίσκεται από αύριο στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Πρόκειται για μελέτη αποκαλυπτική, με ιστοριογραφική και μεθοδολογική βαρύτητα: με τρόπο γλαφυρό και σαφή, ο Σπ. Καράβας, εκκινώντας από τα επίσημα κείμενα, εξετάζει στερεότυπα και αντιφάσεις της ελληνικής εθνικιστικής ιδεολογίας και, ταυτόχρονα, τους τρόπους με τους οποίους εργαλειοποιείται η Μεγάλη Ιδέα. Προδημοσιεύουμε λοιπόν, με ιδιαίτερη χαρά, αποσπάσματα από το Προλογικό Σημείωμα, καθώς και από το κεφάλαιο «Ού η χώρα εκείνου και η θρησκεία».
Στρ. Μπ.

- Από το εξώφυλλο του βιβλίου: Αγρόκτημα στην Κορφούλα (Νοβοσέλο) Καστοριάς. Φωτογραφίες: Σπύρος Καράβας, μακέτα εξωφύλλου: Εριφύλη Αράπογλου
ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Αφορμή για τις σελίδες που ακολουθούν στάθηκε η επιθυμία να επανεμφανιστεί στην αγορά των ιδεών το φυλλάδιο του Αθανάσιου Ευταξία Το Έργον του Ελληνισμού εν Μακεδονία (Αθήνα 1880). Σχεδιάστηκαν, επομένως, ως προλεγόμενα σε μια ενδεχόμενη ανατύπωση.
Στη συνέχεια, και ακριβώς επειδή η ριζική, καινοτόμα και πολλά υποσχόμενη πρόταση του Ρουμελιώτη δημοσιολόγου και πολιτικού, η οποία μεταφέρει στα καθ’ ημάς τους προβληματισμούς και τις λύσεις που δόθηκαν σε ανάλογα ζητήματα στην Εσπερία, προσφέρεται για την ιστορικοποίηση των φαινομένων και, εντέλει, την κατανόηση των μηχανισμών που διέπουν πρακτικές και νοοτροπίες του ελληνικού αλυτρωτισμού, το αρχικό σχέδιο διευρύνθηκε.
Πλαισιώθηκε, λοιπόν, με ένα κεφάλαιο, «αντί εισαγωγής», που προοικονομεί το θέμα, δια του υπομνήματος του Ιωάννη Θεοδωρίδη (1859). Το κείμενο αυτό, στον απόηχο των ανακατατάξεων που σήμανε ο Κριμαϊκός Πόλεμος για τη Βαλκανική, εικονογραφεί με τρόπο καίριο τη συνειδητοποίηση των προβλημάτων και την υιοθέτηση των αναμενόμενων πρωταρχικών μεθοδεύσεων (μέσω των σχολείων και της εκκλησίας) στην κατεύθυνση του εξελληνισμού των υπό διεκδίκηση έκπαλαι ελληνικών χωρών. Έπεται η σταδιακή αποκρυστάλλωση της αντίληψης πως οι μεθοδεύσεις αυτές δεν επαρκούν από μόνες τους, ιδίως από την επαύριον της Ανατολικής Κρίσης (1875-1878). Η προσφυγή στην ιδιοποίηση της γης και τον εποικισμό της προτείνονται έκτοτε ως τα απαραίτητα αλεξιφάρμακα, προσβλέποντας, σε πρώτη φάση, στην ιδιωτική πρωτοβουλία και εν συνεχεία στον κρατικό προϋπολογισμό. Έτσι, ενώ το κοινωνικόν μας ζήτημα, στην αγροτική του διάσταση, έχει κάνει αισθητή και επίφοβη την παρουσία του στο ελληνικό πρότυπο Βασίλειο, το Μακεδονικό Ζήτημα γίνεται βαθμιαία σαφές ότι διαπλέκεται μαζί του.
Με αυτόν, συνεπώς, τον άξονα, με σημείο έναρξης το κείμενο του Ευταξία και κατάληξη, στις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, την προξενική έκθεση του Αντώνιου Σακτούρη (1909), κωδικοποιήθηκαν όσες συναφείς μαρτυρίες επιτρέπουν να σκιαγραφηθούν κατά κάποιο τρόπο οι ρητορικοί τόποι, τα στερεότυπα και οι αντιφάσεις της ελληνικής εθνικιστικής ιδεολογίας, αφενός, και, αφετέρου, η συγκεκριμένη τακτική που υιοθετείται, και οι εξορθολογιζόμενοι γεωπολιτικοί σχεδιασμοί, με τα οποία επιχειρείται να εργαλειοποιηθεί η Μεγάλη Ιδέα. Εργαλειοποίηση με τους τρόπους που προσφέρει ο αναπτυσσόμενος καπιταλισμός στη Βαλκανική, στο πλαίσιο των εθνικών αντιπαραθέσεων που αυτός υποδαυλίζει και των αντίρροπων εδαφικών διεκδικήσεων των ενεχόμενων κρατών.
ΟΥ Η ΧΩΡΑ ΕΚΕΙΝΟΥ ΚΑΙ Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ

- Ο Αθανάσιος Ευταξίας
Όσα είδαμε να έχουν προταθεί έως εδώ από τον Ευταξία για την εξελλήνιση της Μακεδονίας δεν αποτελούν παρά μόνο τις περιφερειακές κινήσεις της εθνικής ενεργείας. Και μάλιστα κινήσεις άμεσα εξαρτημένες, οικονομικά, από την κεντρική πρόταση. Μια πρόταση που συνιστά το κύριο προϊόν του πειράματός του και αναλύεται συστηματικά στο τελευταίο κεφάλαιο — το εκτενέστερο, όπου και συμπυκνώνεται «το ήμισυ του παντός έργου του ελληνισμού εν Μακεδονία».
Πράγματι οι μέχρι τώρα εκτεθείσες προτάσεις δεν είναι εκείνες που μπορούν να λειτουργήσουν δραστικά επί του φρονήματος της ογκωδέστερης και επίδικης πληθυσμιακής ομάδας, δηλαδή του αγροτικού βουλγαρικού λαού της Μακεδονίας.
Ούτε οι ενάρετοι κληρικοί ούτε τα πρότυπα σχολεία ούτε τα παρθεναγωγεία ούτε οι εθνικοί απόστολοι ούτε τα επενδυτικά προγράμματα στον εμπορικό τομέα ούτε οι τραπεζικές εργασίες περί τους γαιοκτήμονες ούτε, πολύ περισσότερο, η έμπρακτη ελληνοτουρκική συνέργεια, είναι ικανά να συγκινήσουν τον χειρώνακτα «βούλγαρο» κολλήγο, τον απόλυτα εξαρτημένο και δεμένο συγχρόνως, ψυχικά και σωματικά, με τη γη που καλλιεργεί και δεν του ανήκει. Αυτός αποτελεί το σήμα κατατεθέν της μακεδονικής υπαίθρου, αυτός συγκροτεί την πληθυσμιακή της πλειονότητα, αυτός συνιστά το κοινωνικό πρόβλημα της Μακεδονίας, αυτός αποτελεί το μήλον της έριδος μεταξύ Πατριαρχείου και Εξαρχίας, μεταξύ ελληνισμού και βουλγαρισμού. Και αυτού του προλετάριου της μακεδονικής γης, με τον αραμπά και το βόδι, δεν μπορούν οι προτάσεις Ευταξία να του αλλάξουν τη μοίρα. Τουτέστιν την πίστη, και με τα δύο της σημαινόμενα.
Όλα αυτά ο Ευταξίας τα είδε και τα γνώρισε από κοντά, όπως ακριβώς και οι περιηγητές της Εσπερίας που τα περιγράφουν παραστατικά. Εκείνος, όμως, «εξ έρωτος» προς τη Μακεδονία και τον «ελληνισμό», θα θέσει σε λειτουργία ένα πιλοτικό σχέδιο εξελλήνισης της μακεδονικής γης. Ένα πρακτικότατο κατά τον ίδιο σχέδιο, που απευθύνεται στους κεφαλαιούχους Έλληνες, ημεδαπής και αλλοδαπής, τους εθνικά σκεπτόμενους ομοφύλους του. Έμμεσος αποδέκτης του σχεδίου του και το Υπουργείο Εξωτερικών, ιδίως το παράρτημά του, ο προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων Σύλλογος.
H «εξελλήνιση» της Μακεδονίας μέσω της γης
Και το δραστικώτατον πάντων των μέσων προς πραγμάτωσιν του σκοπού μας, τονίζει ο Ευταξίας, είναι «η αγορά αγροτικών κτημάτων» στη Μακεδονία από τους Έλληνες. Διότι η εξελλήνιση της Μακεδονίας περνά, κατά τον Ευταξία, μέσω της γης. Πρώτα πρέπει να εξελληνισθεί η γη, αλλάζοντας ιδιοκτησιακό καθεστώς και, στη συνέχεια, το φρόνημα των κατοίκων. Το τελευταίο θα είναι υποκείμενο πλέον στις διαθέσεις του καινούργιου αφεντικού. Όπως χαρακτηριστικά αποφαίνεται ο συγγραφέας «ου η χώρα εκείνου και η θρησκεία».
Βασική πεποίθηση του Ευταξία είναι ότι, ναι μεν το εθνικό φρόνημα υπόκειται στην καταγωγή, αλλά μπορεί να διαμορφωθεί κατά το δοκούν ή και να αλλάξει ριζικά. Η βάση της συλλογιστικής του στηρίζεται στο γνωστό αξίωμα «ανάγκα και θεοί πείθονται».
Για τον Ευταξία η οικονομική και η πνευματική διείσδυση στη διεκδικούμενη χώρα είναι αλληλένδετες. Η επέκταση του Βασιλείου πρέπει να προπαρασκευαστεί δημιουργώντας τις κατάλληλες υποδοχές στις υπό πρόσκτηση χώρες. Η βασική προϋπόθεση του όλου σχεδιασμού έγκειται, λοιπόν, στην αγορά τσιφλικιών και στη μετατροπή τους σε «εστίες εθνικής ελληνικής ζωής».
Ο Ευταξίας, απευθυνόμενος στους έλληνες κεφαλαιούχους, τους οποίους παροτρύνει να φανούν «κρείττονες των εβραίων» ως προς το εθνικό φιλότιμο, εκθέτει την κατάσταση πραγμάτων, μέσα από την προσωπική του εμπειρία. Όπως σημειώνει, τα δύο τρίτα της Μακεδονίας, και μάλιστα οι γονιμότερες εκτάσεις της, καλύπτονται από τσιφλίκια. Οι ιδιοκτήτες τους, κυρίως μουσουλμάνοι, λόγω προησιόδειας μεθόδου και περιορισμένης καλλιέργειας των κτημάτων –στο 1/4 ή 1/8 της έκτασής τους–, με συνέπεια τις περιορισμένες αποδόσεις. λόγω κακοδιαχείρισης, με μόνιμο τον κίνδυνο να απολεσθούν από τους τοκογλύφους. λόγω της νωχελικής και μοιρολατρικής νοοτροπίας και, τέλος, λόγω της αβεβαιότητας που τους προκαλεί η τρέχουσα πολιτική κατάσταση, επιθυμούν την εκποίηση των κτημάτων τους. Προς το παρόν, όμως, δεν υπάρχει ζήτηση από τους ομοφύλους τους, ενώ δεν αποκλείει ο Ευταξίας μελλοντικά να εμφανιστούν «ζητηταί βούλγαροι και άλλοι ευρωπαίοι».
Οι τιμές των τσιφλικιών είναι άκρως συμφέρουσες, καθότι είναι υποτιμημένες· αυτό ίσχυε και στο παρελθόν, αλλά τη στιγμή που γράφει η αξία τους βαίνει μειούμενη. Αντίθετα είναι υπερτιμημένο το χρήμα. […]
Ο στόχος βεβαίως για τον Ευταξία δεν είναι το προσωπικό κέρδος των ομογενών, αλλά η με το αζημίωτο υποστήριξη της εθνικής ενεργείας. Γιατί ο μελλοντικός αγοραστής κεφαλαιούχος θα υποχρεώνεται να παραχωρεί ετησίως το 6% (εφόσον το καθαρό κέρδος είναι 12%) «δια τους εθνικούς σκοπούς». Ενώ σε περίπτωση μεταπώλησης του κτήματος, έπειτα από μία δεκαπενταετία, λόγου χάριν, και στο βαθμό όπου αυτό θα έχει υπερτιμηθεί, το ήμισυ του καθαρού κέρδους προβλέπεται να διατεθεί στην «ίδρυσιν ταμείου των εθνικών ενεργειών εν τη χώρα». Παράλληλα, εντός του τσιφλικιού θα διεξάγεται απρόσκοπτα η διαδικασία εθνικού (ελληνικού) φρονηματισμού των κολλήγων, με παπά και δάσκαλο κατάλληλα παρασκευασμένους. […]
Από τη στιγμή, λοιπόν, που το μεγαλύτερο μέρος της χώρας αποτελείται από τσιφλίκια, είναι ευνόητο, υποστηρίζει ο Ευταξίας ότι όποιος «λαός» τα κατέχει, ο ίδιος «δύναται να έχη την μεγίστην ροπήν επί το καθόλου φρόνημα των κατοίκων» της Μακεδονίας.
«Τεχνάσματα» για να κερδηθεί το φρόνημα των καλλιεργητών
Το φρόνημα των καλλιεργητών, που αποτελεί και το επίδικο ζήτημα, μπορεί να κερδηθεί και χωρίς να εκβιαστεί. Τούτο εξαρτάται από την προσωπικότητα, τις δεξιότητες και την πολιτική δύναμη του τσιφλικούχου, στο μέτρο που θα λειτουργήσει ως αφέντης-προστάτης των κολλήγων του. Στο μέτρο που θα τους παράσχει πολιτική προστασία, απέναντι στις αυθαιρεσίες και τις καταπιέσεις από την κεντρική εξουσία και από τα παρακλάδια της. Ακόμη και στην περίπτωση όπου ο εν λόγω ιδιοκτήτης δεν διαθέτει είτε τις αναγκαίες διασυνδέσεις στον οθωμανικό μηχανισμό είτε την απαιτούμενη προξενική κάλυψη ισχυρού κράτους, λόγω υπηκοότητας, ο Ευταξίας προτείνει μια λύση-«τέχνασμα», όπως ο ίδιος την αποκαλεί: την εικονική ενοικίαση του κτήματος σε άλλον ομογενή με υπηκοότητα ισχυρού ευρωπαϊκού κράτους. Ό,τι, δηλαδή, ο ίδιος δοκίμασε επιτυχώς, χρησιμοποιώντας την γερμανική υπηκοότητα του συνεταίρου του. Διά του τεχνάσματος αυτού η προστασία των καλλιεργητών εξασφαλίζεται και η οικείωσή τους με τον «ελληνισμό» επιτυγχάνεται. […]
Και βέβαια η αγορά κτημάτων δέον να πραγματοποιηθεί στο τμήμα της «ελληνικής Μακεδονίας», όπως ήδη το προσδιόρισε. Πιο συγκεκριμένα: «Δέον ν’ αγορασθώσι το κατ’ αρχάς εν μια εκάστη περιφερεία του νοτιοδυτικού τμήματος της Μακεδονίας ανά έν κτήμα, όπερ συν τοις άλλοις θα είχε και επίκαιρον την θέσιν εις εθνικάς ενεργείας». Οι δε εθνικές ενέργειες πρέπει όλες να κατατείνουν «προ πάντος εις την επίρρωσιν μεν του φρονήματος των ελλήνων, εις εξελλήνισιν δε τελείαν των μη ελληνοφρονούντων ή μηδέ φρόνημα εθνικόν εχόντων αλλογλώσσων κατοίκων [των τσιφλικιών]».
Είναι ρητή, λοιπόν, ανάγκη, για τον Ευταξία, να ελληνοφρονήσουν άπαντες οι χριστιανικοί λαοί της «ελληνικής Μακεδονίας». Η διαφορά ανά λαό έγκειται στο μέγεθος της προσπάθειας που απαιτείται για την ελληνοφρόνησή του, δηλαδή στην απόσταση που τους χωρίζει από το επιθυμητό σημείο κατάληξης. Απορίας άξιο είναι πώς συνδυάζεται η αντίληψη αυτή με όσα προηγουμένως εξέθετε ο Ευταξίας περί κεκτημένων. Εκτός εάν τα τελευταία υπακούουν περισσότερο στις ρητορικές συνήθειες παρά στα πράγματα αυτά καθεαυτά.
***
Η μακιαβελική του πρόταση, στον αντίποδα της στρατιωτικής κατάκτησης που επιχείρησε τριάντα χρόνια αργότερα ο στρατηλάτης διάδοχος Κωνσταντίνος, ως ιδέα τουλάχιστον, δεν είναι καινούργια. Υπό διαφορετικούς όρους, χωρίς όμως να υλοποιηθεί, είχε ήδη διατυπωθεί περιστασιακά. Ο ίδιος ο Ευταξίας μας το αποκαλύπτει στο «ως χειρόγραφον» πόνημά του. Όμως εκείνη η πρόταση αγοράς «δι’ εθνικούς σκοπούς» προέβλεπε ένα νομικό καθεστώς μετοχικής εταιρείας, παντελώς ακατάλληλο και το ενδιαφέρον των κεφαλαιούχων να κεντρίσει και το επικερδές του πράγματος να εξασφαλίσει.[…]
Ωστόσο, η πρόταση Ευταξία, χωρίς να αποτελεί, όπως θα δούμε, ελληνική πρωτοτυπία, πρέπει να είναι η πρώτη που στα καθ’ ημάς, εν απορρήτω, αλλά δημοσίως, διατυπώνεται, τεκμηριωμένα, εξηγώντας βήμα προς βήμα ολόκληρο το τέχνασμα, το οποίο εξασφαλίζει τόσο τα κεφάλαια των επενδυτών όσο και τον επιδιωκόμενο σκοπό. Επιπλέον η πρόταση αυτή στηρίζεται στην προσωπική του εμπειρία: «Δεν πρόκειται περί επινοήματός τινος εξ απίνης και εική επελθόντος ημίν». Στο φυλλάδιό του εκθέτει τα «συμπεράσματα μακράς και συντόνου μελέτης».
Ο διά των κεφαλαίων εισοδισμός στη Μακεδονία
Ο Ευταξίας, όπως είδαμε, είχε πείσει φίλο του γερμανό κεφαλαιούχο ν’ αγοράσει στη Μακεδονία ένα τσιφλίκι, το οποίο διεύθυνε στη συνέχεια ο ίδιος, μαζί με τον αδελφό του Χαράλαμπο, λειτουργώντας ως ενοικιαστής.
Η δοκιμή ημών ην από διετίας ήδη και επέκεινα ποιούμεθα, επέτυχε πληρέστατα, μετά θάρρoυς δε λέγομεν νυν προς πάντα, «έρχου και ίδε» οποίον το φρόνημα των πριν κεκηρυγμένων βουλγάρων κατοίκων των κτημάτων, ά διαχειριζόμεθα, τί δε δι’ αυτών δυνάμεθα ενταύθα.
Συνεπώς ο Ευταξίας προχωρά σε ανοικτή πρόσκληση, για όποιον έχει την παραμικρή αμφιβολία ως προς την αλλαγή του φρονήματος των γηγενών καλλιεργητών του, να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι το επιτελεσθέν εθνικό έργο. Έχει πάντως τη σημασία του το γεγονός ότι παραμένει αδιευκρίνιστο το βάθος της προκείμενης αλλαγής. Δεν γνωρίζουμε, δηλαδή, αν οι κεκηρυγμένοι βούλγαροι μεταβλήθηκαν σε κεκηρυγμένους έλληνες. Σε κάθε περίπτωση, η απουσία ρητής αναφοράς στο «νέο» φρόνημα των «βουλγαροφώνων ελλήνων» μεν, βουλγαροφρόνων μέχρι πρότινος δε, είναι αρκούντως κατατοπιστική για το τί πίστευε ο ίδιος ο συγγραφέας. Εκείνο που γνωρίζουμε, όμως, είναι ότι το φρόνημα των κεκηρυγμένων βουλγάρων στο τσιφλίκι Τεμεσβάρ, όποια αλλαγή και αν υπέστη επί των ημερών του Ευταξία, δεν διαφοροποιήθηκε παρά εφήμερα. Και πάντως οι αρμόδιες ελληνικές αρχές δεν φαίνεται να είχαν ποτέ βάσιμες προσδοκίες να αποδώσει καρπούς η σχετική προπαγάνδα στον καζά του Τίκβες.
Ο «φρονηματίας και φιλόπατρις δημοσιογράφος» Ευταξίας, ταυτιζόμενος απόλυτα με τον ελληνικό αλυτρωτισμό, υποστηρίζει ότι εάν ο «ελληνισμός» περιορισθεί «ες αεί εις μόνην την γωνίαν γης» την οποία τώρα κατέχει, δηλαδή το Βασίλειο, «θα διήγεν εν αυτή, ως και νυν, βίον αβίωτον». Ενώ επιπλέον θα καραδοκούσε μονίμως ο φόβος μήπως «εκπέση εις παντελή μαρασμόν». Είναι ως εκ τούτου κατεπείγον να «πράξωμέν τι γενναίον υπέρ της πατρίδος του Αλεξάνδρου και του Αριστοτέλους». Όταν μάλιστα τα πράγματα είναι τόσο επείγοντα, ώστε «αν αμελήσωμεν, τετέλεσται το παν δι’ ημάς», ο μόνος τρόπος που απομένει για την αναγκαία αλλαγή φρονήματος είναι ο εκβιασμός, ο πειθαναγκασμός, η απειλή της απώλειας της πατρώας, σε επίπεδο χρήσης, γης των βουλγάρων.
Εάν περιήρχοντο (τα τσιφλίκια) εις ελληνικάς χείρας, ούτω δε ήσαν ηναγκασμένοι οι νυν καλλιεργηταί αυτών ή να ομοφρονήσωσιν ημίν, ή να καταλίπωσιν αυτά εις την διαδοχήν ελλήνων γεωργών, ους εν τοιαύτη περιπτώσει θα μετωκίζομεν εις αυτά.
Κοντολογίς, με την αγορά και εκμετάλλευση τσιφλικιών όσον οίον τε περισσοτέρων, η γη γίνεται νομικά ελληνική, εξευρίσκονται οι αναγκαίοι αδροί και πάγιοι πόροι για την προπαγάνδα, χωρίς να χρεώνονται τα δημόσια οικονομικά του Βασιλείου και, το σπουδαιότερο, οι βουλγαρόφωνοι εξομοιώνονται με τον ελληνισμό, ομοφρονώντας με τους ιδιοκτήτες τους. Προβλέπεται, επιπρόσθετα, ότι σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή εμμείνουν οι βουλγαρόφωνοι στα δικά τους πάτρια και δεν αλλαξοφρονήσουν, θα εξοβελιστούν από τα εν λόγω κτήματα και αυτά θα εποικιστούν από έλληνες γεωργούς του Βασιλείου.
Η πιθανότητα αντικατάστασης τμήματος του ανεπιθύμητου πληθυσμού ίσως να ηχεί εξωπραγματική, τολμηρή και απροσδόκητη, ιδίως όταν αυτή σχεδιάζεται επί ξένου εδάφους. Από την άλλη όμως πλευρά, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι για την ελληνική εθνική ενέργεια η προοπτική αυτή φαντάζει ιδανική.
Προς το παρόν ας κρατήσουμε το ριζοσπαστικό της συγκεκριμένης πρότασης-εκδοχής του «εν Μακεδονία υπερασπιστή τόσων αγροτικών πληθυσμών» Ευταξία. Η ιστορία της αντικατάστασης του πληθυσμού ή του εποικισμού της Μακεδονίας έχει και προϊστορία και μέλλον. Θα την ξαναβρούμε μπροστά μας πολύ σύντομα.
Ο διά των κεφαλαίων εισοδισμός στη Μακεδονία θεωρείται από τον Ευταξία βέβαιο ότι θα επιτύχει, καθώς κρίνεται εξασφαλισμένη η τοποθέτηση και η απόδοσή τους, αλλά και επειδή προβλέπεται στο άμεσο μέλλον υπερτίμηση της γης. Το επιτυχές του πράγματος θα κεντρίσει το ενδιαφέρον των κεφαλαιούχων που θα οσμισθούν βέβαιο κέρδος. Το φαινόμενο της χιονοστιβάδας, από εκεί και πέρα, θεωρείται δεδομένο. Εξ ού και οι αναγκαίοι πόροι για τα παρθεναγωγεία, τα γυμνάσια, τα πρότυπα σχολειά, την ιερατική σχολή, την ελληνοτουρκική εφημερίδα, τις επενδύσεις στο εμπόριο κτλ. κτλ.
Όπως θα φανεί στη συνέχεια, η πρόταση Ευταξία έτυχε καταπληκτικής υποδοχής, λόγω αλλά όχι έργω, από τους έλληνες ιθύνοντες. Η γη πράγματι υπερτιμήθηκε, αλλά άργησε κατά τρεις δεκαετίες, ενώ η πολιτική αβεβαιότητα βάρυνε περισσότερο απ’ όσο το εθνικό συμφέρον στις αποφάσεις των ομογενών κεφαλαιούχων.
Ο Σπύρος Καράβας διδάσκει Ιστορία στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Για λόγους χώρου, έχουν γίνει μικρές περικοπές και έχουν απαλειφθεί οι υποσημειώσεις. Οι μεσότιτλοι είναι των «Ενθεμάτων».
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...