Η Ιρλανδική Δημοκρατία αποικία των κομισσαρίων

Standard

του Μπρένταν Ο’Νηλ

μετάφραση: Κώστας Σπαθαράκης

 

Το «ιρλανδικό θαύμα» τελείωσε: το χαϊδεμένο παιδί των απανταχού νεοφιλελεύθερων βρίσκεται πλέον υπό την ασφαλή κηδεμονία της τρόικας. Διαλέξαμε σήμερα και δημοσιεύουμε το  κείμενο του Μπρένταν Ο’Νηλ, επειδή επικεντρώνεται στο κρίσιμο ζήτημα της υπονόμευσης της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας από τις εξελίξεις αυτές. Η πιο θεαματική επίθεση εναντίον της θεμελιώδους για τις δυτικές δημοκρατίες αρχής ήταν η απόφαση της ιρλανδικής κυβέρνησης να ψηφίσει πρώτα τον προϋπολογισμό και το τετραετές πακέτο λιτότητας και ύστερα να προκηρύξει εκλογές: εκλογές δηλαδή που θα αφορούν πια μόνο το όνομα του κατ’ επίφασιν διαχειριστή, και όχι την πολιτική κατεύθυνση της χώρας. Την «υπεύθυνη» αυτή απόφαση χαιρέτησε άλλωστε και ο Γ. Παπανδρέου, λέγοντας πως η ιρλανδική κυβέρνηση κάνει εκείνο που δεν έκανε η Ν.Δ. το 2009. Η υποχώρηση και η υπονόμευση της λαϊκής κυριαρχίας δεν προέρχεται από τις κανονιοφόρους των πιστωτών αλλά από την πολιτική λογική του «μονόδρομου» και τη μεταφορά της εξουσίας στους ειδικούς της οικονομίας.

 

Κ.Σ.

 

Φερνάν Λεζέ, "Αφηνιασμένη αγελάδα"

Η Ιρλανδική Δημοκρατία, ένα, υποτίθεται, ανεξάρτητο κυρίαρχο κράτος, καταλήφθηκε από τους «ανθρώπους με τα μαύρα» (ή τους «Γερμανούς», όπως τους λένε οι θυμωμένοι Ιρλανδοί), από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι άνθρωποι αυτοί θα αποτελούν στο εξής την ανώτατη αρχή στην Ιρλανδία, με εξουσία να ελέγξουν εξονυχιστικά και να «τροποποιήσουν» το πακέτο λιτότητας και τα σχέδια της ιρλανδικής κυβέρνησης για την ανάκαμψη της ιρλανδικής οικονομίας. Μια χώρα που για αιώνες βρισκόταν υπό την κυριαρχία της Βρετανίας, μετατρέπεται τώρα ξανά σε αποικία και υποβιβάζεται από κυρίαρχο κράτος σε μια επιχείρηση υπό πτώχευση υποταγμένη στις αυστηρές εντολές των τραπεζιτών.

Συνέχεια ανάγνωσης

Για ποια Αριστερά του 40% μιλάμε;

Standard

Aπάντηση στο άρθρο του Γ. Σταθάκη (Ενθέματα, 14.11.2010)

 

του Βένιου Αγγελόπουλου

 

Πολλές σωστές παρατηρήσεις, χωρίς αναγκαστικά τα σωστά ματογυάλια.

Και κάποιες προκαταλήψεις: Αντίθετα με ό,τι λες, υπήρξαν «σταλινικά» κόμματα που κάναν επαναστάσεις. Άλλες νίκησαν, άλλες ηττήθηκαν: Κίνα, Βιετνάμ, Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα, Ισπανία. Το αν σύρθηκαν εκεί, αν ηττήθηκαν ή νίκησαν, αν είχαν σωστή τακτική και στρατηγική, είναι άλλου παπά βαγγέλιο. Και πολλή συζήτηση σηκώνει το τι σημαίνει «σταλινικός»: Χάριν συντομίας, όμως, υπήρξε κόμμα της τρίτης Διεθνούς που να μην ήταν;

Κατά τα άλλα, πώς ορίζεις την «Αριστερά»; Αν ο τίτλος αρκεί, τότε και το ΠΑΣΟΚ είναι Αριστερά, κυβερνητική Αριστερά, αλλά πάντως Αριστερά, όπως όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διεθνώς — ενώ, από την άλλη, οι Οικολόγοι αρνούνται την ετικέτα του αριστερού. Η ΔΗΑΡΙ είναι μη κυβερνητική Αριστερά; (ας απαντήσουν οι ίδιοι). Η λέξη Αριστερά είναι τουλάχιστον αμφίσημη: αφενός δηλώνει το τμήμα της κοινωνίας που θέλει (ή που έχει συμφέρον) την αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων, αφετέρου τις οργανώσεις, διαφόρων μεγεθών, που έχουν αυτό τον πολιτικό στόχο. Και όλοι παίζουμε με αυτή την αμφισημία στις αναλύσεις μας.

Παραφράζοντας τον ορισμό του Σαρτρ περί εβραίων, αριστερός είναι αυτός που οι Άλλοι τον αναγνωρίζουν ως αριστερό. Μπορούμε λοιπόν να αθροίζουμε ποσοστά με όλες τις δυνατές ομαδοποιήσεις και να βάλουμε τα αποτελέσματα στο συρτάρι ή στη βιτρίνα, ως πολιτικά άχρηστα: Διότι για να αθροιστούν πολιτικά, πρέπει και στα μάτια των Άλλων (άρα και μεταξύ τους) να αναγνωρίζονται ως αριστεροί (ή, γενικότερα, ως κάτι που σηματοδοτείται πολιτικά: στην Κατοχή η διαίρεση ήταν πατριώτες-συνεργάτες).

Συνέχεια ανάγνωσης

Η ακροδεξιά απειλή και ο ΛΑ.Ο.Σ.

Standard

του Αλέξανδρου Κεσσόπουλου

 

Σχέδιο του Μωρίς Ανρύ, 1934

Μετά την απροσδόκητη εκλογική άνοδο της Χρυσής Αυγής στον Δήμο της Αθήνας, θεωρώ απαραίτητη μια προσπάθεια ερμηνείας της απήχησης του ακροδεξιού λόγου στην ελληνική κοινωνία και της δυναμικής των πολιτικών οργανώσεων που τον εκφράζουν. Μια τέτοια προσέγγιση της συγκυρίας στη χώρα μας παρουσιάζει ορισμένες θεωρητικές δυσκολίες, καθώς στο πλαίσιο της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης έχουν δοθεί δεκάδες ορισμοί της έννοιας «άκρα δεξιά». Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 παρουσιάσθηκε μια νέα, πιο ήπια, εκδοχή του ακροδεξιού φαινομένου σε σχέση με τον Μεσοπόλεμο, που κατέστησε ασαφή τα κριτήρια με βάση τα οποία εντάσσεται ένας πολιτικός χώρος στην άκρα δεξιά.[1]

 

Τι είναι η ακροδεξιά;

Ως πληρέστερο θεωρώ τον ορισμό που, εκτός από τον εθνικισμό και το ρατσισμό, απαιτεί τη συνδρομή άλλων δύο στοιχείων, προκειμένου να χαρακτηρίσει μια οργάνωση ακροδεξιά: την αντι-δημοκρατία και το ισχυρό κράτος.[2] Ακροδεξιό πολιτικό κόμμα, επομένως, είναι εκείνο που έχει ως στόχο του το μετασχηματισμό του κράτους μέσω της κατάργησης των υπαρχόντων πολιτικών θεσμών και της αντικατάστασής τους με νέους, αυταρχικής αντίληψης. Απαραίτητο συστατικό στοιχείο αυτού του πολιτικού χώρου, λοιπόν, αποτελεί και η εχθρότητα απέναντι στα κόμματα, τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και τις ατομικές ελευθερίες. Για την ακροδεξιά ιδεολογία προϋποτίθεται ότι υπάρχει ένας αδιαίρετος Λαός με ενιαίο συμφέρον, το οποίο πρέπει να εκφράζεται άμεσα από τον Ηγέτη, καθώς η ύπαρξη των πολιτικών κομμάτων και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός προκαλεί τη διαίρεση των μελών της πολιτικής κοινότητας. Σε φιλοσοφικό επίπεδο, η Αλήθεια θεωρείται μία και απόλυτη, ταυτίζεται με την κρατική βούληση και, συνεπώς, προστατεύεται από το νόμο έναντι κάθε διαφορετικής ιδέας ή πράξης που εξ αντικειμένου υπονομεύει την ενότητα του Έθνους. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η άκρα δεξιά δεν είναι πολέμια μόνο του μαρξισμού και της θεωρίας για την πάλη των τάξεων, αλλά και του φιλελευθερισμού, που πρεσβεύει τη σχετικότητα της αλήθειας και επιτρέπει στον καθένα να εκφράζει τις πεποιθήσεις του είτε σε ατομικό επίπεδο είτε μέσω της συμμετοχής του σε πολιτικές οργανώσεις.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ανθρωπιστικές σπουδές: η κρίση είναι εδώ

Standard

του Στάνλεϋ Φις

μετάφραση: Κ. Σπαθαράκης, Στρ. Μπουλαλάκης

Τζορτζ Γκρος, σχέδια κοστουμιών για τους χαρακτήρες "Ελάφι" και "Γάτα" στο θεατρικό έργο "Μαθουσάλας" του Υβάν Γκολλ, 1922.

Σε ολόκληρο τον κόσμο διεξάγεται μια μεγάλη συζήτηση για την πορεία και τη θέση των ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών σε ένα πανεπιστήμιο που μεταβάλλεται γοργά, και λόγω της κρίσης, σε ένα αυστηρό σύστημα παροχής συγκεκριμένων δεξιοτήτων. Στο πλαίσιο της συζήτησης αυτής, που έχει ανοίξει και στην Ελλάδα, δημοσιεύουμε σήμερα ολόκληρο το άρθρο του Στάνλευ Φις «The crisis of the humanites officialy arrived», καθώς και ένα απόσπασμα από τη συνέχεια του άρθρου με τίτλο «Crisis of the humanites ΙΙ» (το δεύτερο άρθρο γράφτηκε απαντώντας σε σχόλια αναγνωστών για το πρώτο — επιλέξαμε την κατάληξή του, που αναφέρεται στον τρόπο που υπερασπιζόμαστε τις ανθρωπιστικές σπουδές». Ο Stanley Fish  (γενν. 1938) είναι από τους πιο γνωστούς αμερικανούς θεωρητικούς της λογοτεχνίας και του δικαίου. Τα άρθρα δημοσιεύθηκαν στους New York Times, στις 11 και στις 18 Οκτωβρίου 2010. Οι μεσότιτλοι είναι των «Ενθεμάτων». Ευχαριστούμε  τον φίλο Δημήτρη Δημητρόπουλο που μας τα επισήμανε.

«E»

 

Απαντώντας στο άρθρο μου της περασμένης εβδομάδας με θέμα το «Ουρλιαχτό», την ταινία για το διάσημο ποίημα του Άλεν Γκίνσμπεργκ, ο Τσάρλυ από το Μπίνχαμτον ρώταγε, στην ηλεκτρονική έκδοση των New York Times: «Τι συνέβη με τη δημόσια χρηματοδότηση των ανθρωπιστικών επιστημών και την πεποίθηση ότι οι ανθρωπιστικές επιστήμες αναβαθμίζουν τον πολιτισμό μας, την κοινωνία μας, την ανθρωπιά μας;». Συνέχιζε προβλέποντας ότι «θα είναι κάτι θλιβερό, πολύ θλιβερό να αφήσουμε τις ανθρωπιστικές επιστήμες να καταρρεύσουν». Εκείνο που δεν ήξερε, τη στιγμή που διατύπωνε την ερώτηση, ήταν ότι αυτό είχε ήδη συμβεί την 1 Οκτωβρίου, όταν ο Τζωρτζ Μ. Φίλιπ, πρόεδρος του SUNY Albany, ανακοίνωσε ότι τα Τμήματα Γαλλικών, Ιταλικών, Ρωσικών, Κλασικών και Θεατρικών σπουδών  καταργούνται.  Για κάποιον της γενιάς μου, η εξάλειψη των τμημάτων Γαλλικών Σπουδών ήταν το μεγάλο σοκ. Τη δεκαετία του 1960 και του 1970, τα Τμήματα αυτά αποτέλεσαν χώρο με πολύ μεγάλη πνευματική κινητικότητα. Διδάσκοντες και φοιτητές άλλων κλάδων αναζητούσαν έμπνευση στους γάλλους φιλοσόφους και κριτικούς· καταβρόχθιζαν αμέσως την τελευταία λέξη που έφτανε από το Παρίσι και ξεκινούσαν ατέλειωτες συζητήσεις επ’ αυτής. Οι ισπανικές σπουδές ήταν, την εποχή εκείνη, στο περιθώριο, ένας κλάδος που θεωρούνταν ανιαρός και άνευ ενδιαφέροντος.

Σήμερα, οι ισπανικές σπουδές είναι το μόνο Τμήμα που εξασφαλίζει εργασιακή ασφάλεια. Η βαρύτητα των ρωσικών σπουδών ελαττώθηκε, θα υπέθετε κανείς, επειδή τα τελευταία χρόνια το επίκεντρο της πολιτικής (και, σε κάποιο βαθμό, και της πολιτισμικής) προσοχής μας έχει μετατοπιστεί από τη Ρωσία προς την Κίνα, την Ινδία, το Πακιστάν, το Ιράν, το Ιράκ. Οι κλασικές σπουδές περιλαμβάνονται στον κατάλογο των ειδών υπό εξαφάνιση εδώ και δεκαετίες. Όσο για το θέατρο, το πρώτο πράγμα που περικόπτεται σε ένα αυστηρό ανταποδοτικό σύστημα είναι βέβαια οι παραστάσεις.

 

Συνέχεια ανάγνωσης

Πώς πρέπει να υπερασπιζόμαστε τις ανθρωπιστικές σπουδές

Standard

της Βάσως Κιντή

 

Στα Ενθέματα της 21ης Νοεμβρίου, το μέλος της Συντακτικής Ομάδας Κώστας Σπαθαράκης τιτλοφορεί την παρουσίαση που κάνει της εκδήλωσης του Ιστορείν για τις ανθρωπιστικές σπουδές με μια φράση μου («είμαστε το άλας της γης;») που χρησιμοποίησα σε μια σύντομη παρέμβασή μου από το ακροατήριο. Στο σώμα του κειμένου, χωρίς να με κατονομάζει, μου καταλογίζει, για την ίδια φράση, ειρωνεία και ψευδή μετριοφροσύνη, ενώ με μέμφεται ότι δεν συνηγορώ στην καλλιέργεια φιλοσοφικού ήθους. Είναι απορίας άξιο πώς από μια παρέμβαση ενός λεπτού μπόρεσε ο συνεργάτης σας να συναγάγει τόσα συμπεράσματα. Θα ήθελα, ωστόσο, να διευκρινίσω τα παρακάτω:

Η παρέμβασή μου αφορούσε το πώς πρέπει να υπερασπιζόμαστε τις ανθρωπιστικές σπουδές γενικά και δεν είχε σχέση, ούτε καν έθιξε, τα σχέδια μεταρρύθμισης που εισηγείται το υπουργείο για τα πανεπιστήμια, όπως αυθαιρέτως υποθέτει ο Κ.Σ. Ισχυρίστηκα ότι όσοι ενδιαφερόμαστε για τις ανθρωπιστικές σπουδές και δουλεύουμε σ’ αυτόν το χώρο δεν πρέπει να τις υποστηρίζουμε λέγοντας αυτάρεσκα ότι είμαστε το άλας της γης, ότι κάνουμε κάτι πολύ σπουδαίο, χωρίς να ενδιαφερόμαστε να εξηγήσουμε τη χρησιμότητά τους. Δεν είμαστε στο μεσαιωνικό πανεπιστήμιο, όπου θρησκευόμενοι και μοναχοί έδιναν λογαριασμό μόνο στο Θεό, ούτε στο πανεπιστήμιο του 19ου αιώνα, όπου η ελίτ που σπούδαζε δεν ενδιαφερόταν να δώσει λογαριασμό σε κανένα. Είναι ευθύνη μας και δημοκρατικό μας καθήκον να δείξουμε στην κοινωνία που μας χρηματοδοτεί από το υστέρημά της γιατί οι ανθρωπιστικές σπουδές είναι σημαντικές. Η κατάδειξη της σημασίας τους δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι πρέπει να δείξουμε ότι προσφέρουν άμεσα χρηματικά οφέλη. Αυτό θα ακύρωνε το τι είναι οι ίδιες οι ανθρωπιστικές σπουδές. Δεν πρέπει να ταυτίζουμε, υποστήριξα, τη χρησιμότητα με την εμπορευματοποίηση της γνώσης. Το να εξηγήσουμε τη χρησιμότητα σημαίνει, μεταξύ άλλων, να εξηγήσουμε την ιδιοτυπία των ανθρωπιστικών σπουδών, ότι δηλαδή ακόμη και πράγματα που μπορεί να φαίνονται εντελώς άχρηστα σε μια εποχή μπορεί να αποδειχθούν πολύ χρήσιμα σε άλλη. Έφερα μάλιστα το παράδειγμα της μελέτης δογματικών ζητημάτων του ισλάμ που αποδείχτηκαν να έχουν καίρια γεωπολιτική σημασία, αφού θρησκευτικές διαφορές ανάμεσα σε σιίτες, σουνίτες, ουαχαμπίτες κρίνουν σήμερα ζωτικά θέματα στο Ιράν, στο Ιράκ ή στη Σαουδική Αραβία. Το κατά πόσον η παρέμβασή μου ήταν ειρωνική, μετριόφρων ή όχι, αν υποβίβαζε το πανεπιστήμιο σε ερευνητικό κέντρο ή αν το αποσυνέδεε από το Διαφωτισμό εγκαταλείποντας το φιλοσοφικό ήθος, όπως διαπιστώνει ο συνεργάτης σας, το αφήνω στην κρίση των αναγνωστών.

Συνέχεια ανάγνωσης

Εβδομάδα δωρεάν πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας: Νέα μορφή αντίστασης και ενότητας

Standard

του Αλέξη Μπένου

Ανρί Ματίς, "Ο κόκκινος χορευτής"

Οι ενώσεις νοσοκομειακών γιατρών μάς εντυπωσίασαν την προηγούμενη εβδομάδα με τις εύστοχες και καινοτόμες κινητοποιήσεις τους. Σε διάφορα νοσοκομεία της χώρας προσπάθησαν, με τη δυναμική παρουσία τους, να ακυρώσουν τη συνεχώς διογκούμενη οικονομική επιβάρυνση των αρρώστων που αναζητούν συγκεκριμένες υπηρεσίες με βάση τις ανάγκες τους. Να υλοποιήσουν δηλαδή στην πράξη τη δωρεάν πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, σε αντίθεση με το νόμο που επιβάλλει την οικονομική επιβάρυνση των αρρώστων.

Η κινητοποίηση αυτή είχε ένα ιδιαίτερο συμβολισμό ο οποίος υπερβαίνει τελείως  τις πιθανές οργανωτικές αδυναμίες στην υλοποίηση των στόχων της.

Για πρώτη φορά οι εργαζόμενοι σε μια δημόσια υπηρεσία εκφράζουν την αντίθεσή τους στην κυβερνητική πολιτική, όχι κλείνοντας την υπηρεσία, αλλά αντίθετα ανοίγοντάς την σε όλους όσους την είχαν ανάγκη, με την κινητοποίηση ακύρωσης των οικονομικών φραγμών στην πρόσβαση που επιβάλλουν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Αντίθετα, σήμερα, το παραδοσιακό κλείσιμο –με τη μορφή της απεργίας– των δημόσιων υπηρεσιών υγείας (και όχι μόνον) μάλλον χαροποιεί τα κερδοσκοπικά συμφέροντα και τους κυβερνητικούς υποστηρικτές τους, επιτείνοντας τη δυσφήμιση και απαξίωσή τους με τη βοήθεια βέβαια της αντίστοιχης προπαγάνδας των ΜΜΕ.

Συνέχεια ανάγνωσης

Οι τηλεοπτικοί χανσενικοί

Standard

ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ

 

του Βαγγέλη Καραμανωλάκη

 

Bλέποντας τις κοκκινίλες στην πλάτη της Κατερίνας Λέχου, στο τελευταίο επεισόδιο του Νησιού, σκεφτόμουν ότι τώρα που η αρρώστια μπήκε για τα καλά στο σήριαλ αρχίζοντας να τσαλακώνει και τους πρωταγωνιστές του, το πράγμα μοιάζει να είναι πιο κοντά σε εκείνο που θα ήταν η Σπιναλόγκα. Λείπουν βέβαια ακόμη η δυσμορφία, η βρώμα, η αποφορά, τα ακρωτηριασμένα και σαπισμένα μέλη: όλα εκείνα, δηλαδή, που συνόδευσαν τη λέπρα στη μακραίωνη πορεία της στον πλανήτη μας. Όλα εκείνα που θα μπορούσαν σε ένα βαθμό να αιτιολογήσουν την επιλογή της απομόνωσης ως λύσης, από μια ανίσχυρη ιατρική, τη δημιουργία αυτών των ιδιότυπων αποικιών όπου βρέθηκαν όσοι έφεραν το στίγμα ή την πιθανότητα του στίγματος της νόσου. Όλα εκείνα που έκαναν τους τόπους εγκλεισμού των αρρώστων λιγότερο ειδυλλιακούς από τα υπέροχα πλάνα της σειράς, τον τρόμο των υγιών απέναντι στην αρρώστια κάτι εντελώς συγκεκριμένο και χειροπιαστό.

Και έτσι, μέσα από την εικόνα, τόσα χρόνια μετά, μπορούμε πια να επισκεφτούμε, τουριστικά περίπου, τον τόπο του εγκλεισμού τους χωρίς μέτρα προφύλαξης. Να τους υποδεχθούμε θερμά εκεί από όπου για πάντα ήταν αποκλεισμένοι: στα σπίτια μας, στα σαλόνια μας, στις κρεβατοκάμαρές μας. Τώρα που ο κύκλος της αρρώστιας στην πράξη έχει κλείσει, οι εικόνες της σβήστηκαν από τη συλλογική μνήμη, το τραύμα επουλώθηκε, μπορούμε πια να τους λυπηθούμε, να κλάψουμε για τις προσωπικές ιστορίες τους, που είχαν ξεχαστεί κάτω από το βάρος της αρρώστιας που έφεραν. Να πενθήσουμε για τις ματαιωμένες ζωές αυτών των τηλεοπτικών χανσενικών. Δείγμα ενός διάχυτου ανθρωπισμού, μιας ευαισθησίας και συμπόνιας, που όμως το πιο πιθανό είναι να κρυφτεί πάλι όταν μια νέα νόσος κάνει την εμφάνισή της, κουβαλώντας το φόβο της μετάδοσης, είτε αυτό είναι το AIDS, είτε ακόμη και ο ιός της «νέας γρίπης» που έδειξε να απειλεί, για λίγο έστω, για λίγο έστω, τις ζωές μας πέρσι το χειμώνα. Αποδεικνύοντας έτσι, για άλλη μια φορά, τη σταθερότητα της στάσης των ανθρώπων απέναντι στην πιθανότητα της αρρώστιας, απέναντι σε ό,τι μπορεί να τους απειλήσει.

 

Αναδιάρθρωση της ιδεολογίας;

Standard

του Νικόλα Σεβαστάκη

 

Μπορεί να κάνει κανείς παρακινδυνευμένες υποθέσεις για αυτό που συμβαίνει τώρα, στον παρόντα χρόνο, στη συγχρονία; Θα έλεγα ότι είναι ίσως η στιγμή που χρειάζεται για κάτι τέτοιο, παρά τη δυσπιστία που γεννούν πάντοτε οι ασκήσεις πολιτικής φαντασίας σε συγκυρίες αστάθειας και άδηλων εξελίξεων.

Ξεκινώ λοιπόν από κάτι που λίγοι θα το αμφισβητούσαν: ο κυβερνητικός δρόμος ή αλλιώς η εφαρμοσμένη μνημονιακή «αναμόρφωση» δεν φαίνεται να διαθέτει ενεργητικά κοινωνικά στηρίγματα, ισχυρές και κυρίως θετικές συναινέσεις. Από την αρχή σχεδόν επιχειρείται στη βάση της ψυχολογίας του φόβου, των επαγγελματικών κερματισμών, των ατομικών αναδιπλώσεων που φτιάχνουν ποικίλες στρατηγικές αυτοσυντήρησης ή διάφορες τεχνολογίες απόδρασης και αποστασιοποίησης από ένα καταθλιπτικό συλλογικό σκηνικό.

Η παγωμένη κοινωνική ατμόσφαιρα, αυτός ο χώρος μεταξύ δυσθυμίας, κυνικής απαρέσκειας και μαρμαρωμένης αποδοχής του αναπόφευκτου, είναι συνάρτηση των δυο μεγάλων εποχικών μεταβλητών: του ακραίου κερματισμού από τη μια και των αυτοσυντηρητικών ή «αναχωρητικών» διαθέσεων από την άλλη.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν το συγκεκριμένο υπέδαφος ευνοεί ή δυσχεραίνει ιδεολογικές αναδιαρθρώσεις. Και αν υποθέσουμε ότι τούτο συμβαίνει, ένα δεύτερο ερώτημα αφορά τους προσανατολισμούς που διευκολύνονται ή αναστέλλονται.

Συνέχεια ανάγνωσης

Schooligans: άλλο ένα γαλατικό χωριό έπεσε

Standard

Το πρώτο τεύχος του περιοδικού

Πριν από λίγες μέρες παύθηκε άλλο ένα ένθετο εφημερίδας: οι Schooligans έπαψαν να κυκλοφορούν μαζί με Τα Νέα. Αυτό το ανεξάρτητο ένθετο των μαθητών έχει ήδη βγάλει 18 τεύχη (ξεκινώντας από την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία).

Λόγος της διακοπής, κατά τον διευθυντή της εφημερίδας, Χρήστος Μεμής, ήταν ότι «το ένθετο δεν φέρνει κέρδη και ότι, τελικά, δεν θέλει να έχει ένα ένθετο το οποίο δεν μπορεί να ελέγχει πλήρως» (όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα των Schooligans).

Ιδού λοιπόν άλλο ένα χτύπημα στην ουσιαστική ελευθεροτυπία. Άλλο ένα μετά τη διακοπή του «Ιού» της Ελευθεροτυπίας, εξίσου απροκάλυπτο και ωμό — σε άλλο επίπεδο και άλλης σημασίας, βεβαίως. Φαίνεται λοιπόν ότι τα λίγα γαλατικά χωριά του έντυπου Τύπου πέφτουν ένα ένα κάτω από τη σπάθα της φίμωσης που καμουφλάρεται με το αίμα των «περικοπών».

Οι Schooligans πάντως υπόσχονται ότι θα κυκλοφορήσουν το 19ο τεύχος τους. Ως τότε, μπορείτε να τους παρακολουθείτε στο διαδίκτυο (www.theschooligans.gr).

Ι. Μ.

Πέρα από την εκλογική αριθμητική, τα νέα μέτωπα

Standard

του Νικόλα Σεβαστάκη

 

Χαρακτικό του Ραούλ Ρουσό

Οι εκλογές της μαζικής αποχής (πάνω από το μισό των εγγεγραμμένων) δεν προσφέρονται για ασφαλή και απλοϊκά συμπεράσματα. Δίνουν ωστόσο κάποια ιδέα για τις βαθύτερες διεργασίες στην κοινωνία σε συνθήκες όπου κυριαρχούν οι ελάχιστες προσδοκίες και ρευστοποιούνται, με ταχύτητα, πολλά από τα δεδομένα του παρελθόντος. Το αποτέλεσμα λοιπόν φαίνεται να συμπυκνώνει την αμφισημία της περιόδου: για παράδειγμα, τη συνύπαρξη μιας τάσης μαζικής αποχώρησης από το «πολιτικό σύστημα» παράλληλα και από κοινού με την αναζήτηση ανώδυνων παρακαμπτηρίων από το επαχθές βάρος των κεντρικών πολιτικών διλημμάτων της συγκυρίας. Ο αμιγής «αυτοδιοικητισμός» και οι εκκεντρικές  υποψηφιότητες τύπου Αμυρά εντάσσονται σε αυτή τη λογική.

Μια δεύτερη παράμετρος είναι ότι ο στόχος των δυνάμεων που αναζητούν την παθητική, έστω, νομιμοποίηση των σημερινών «αναμορφώσεων» (μέσα από το Μνημόνιο αλλά και πέρα από αυτό) επικεντρώνεται στην με κάθε τίμημα αγορά σταθερότητας και ανοχών. Και όπως ξέρουμε η λειτουργία κάθε ανταγωνιστικής εκλογικής αγοράς –αυτό είναι η «δημοκρατία» κατά τους ορθόδοξους πολιτικούς επιστήμονες– δεν διαταράσσεται ούτε με την αλματώδη αύξηση της αποχής ούτε με τις διαφοροποιήσεις της ψήφου προς τις λεγόμενες ανεξάρτητες και διαμαρτυρόμενες υποψηφιότητες. Όπως ήδη φάνηκε, για τον Παπανδρέου και την κυβέρνησή του, είναι μάλλον ευτύχημα η μετατόπιση του κέντρου βάρους κάποιων αναμετρήσεων από τις κοινωνικοοικονομικές διαστάσεις της κρίσης στη σφαίρα των συμβολικών-πολιτισμικών ευαισθησιών. Αυτή η μετατόπιση φαίνεται να είναι κάτι διαφορετικό από την παλιά πόλωση μεταξύ δεξιάς και αντιδεξιάς, δεξιάς και «προοδευτικών δυνάμεων». Στηρίζεται κατά ένα μέρος σε μια δυναμική αθέατων ενίοτε συγκλίσεων μεταξύ απογοητευμένων από τον σαμαρικό λαϊκισμό συντηρητικών αστικών στρωμάτων, μερίδων της «φιλελεύθερης» αριστεράς και νεομποέμ χαλαρών ακροατηρίων των μεγάλων πόλεων. Τέτοιου τύπου συναντιλήψεις διαμορφώνουν από καιρό τώρα ένα ακροατήριο που δεν αποδίδει πλέον προτεραιότητα σε κρίσιμα ζητήματα ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης, δεν ενδιαφέρεται καθόλου για καπιταλισμούς, σοσιαλισμούς και άλλα «ιδεολογήματα» –όπως τα βαφτίζουν– όσο για πραγματιστικές επιδιορθώσεις στις κλίμακες ποιότητας της καθημερινότητας.

Συνέχεια ανάγνωσης

Eίμαστε το άλας της γης; Οι ανθρωπιστικές σπουδές υπό κρίση

Standard

του Κώστα Σπαθαράκη

Α. Μοντιλιάνι, "Καρυάτις"

«Πολιτικές αλλαγών στο πανεπιστήμιο – Διεκδικώντας μέλλον για τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές σπουδές» ήταν ο τίτλος της συζήτησης που οργάνωσε το περιοδικό Ιστορείν το Σάββατο 13 Νοεμβρίου. Ομιλητές ήταν η Αθηνά Αθανασίου, η Ελένη Βαρίκα, ο Πολυμέρης Βόγλης, η Έφη Γαζή, ο Κώστας Γαβρόγλου, ο Μάκης Κουζέλης, η Ιωάννα Λαλιώτου, ο Αντώνης Λιάκος, ο Αντώνης Μόλχο, η Ρίκα Μπενβενίστε και η Ρίκη βαν Μπούσχοτεν. Τόσο οι εισηγήσεις όσο και η συζήτηση ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, καθώς αποτυπώθηκε ένα ευρύ φάσμα απόψεων σχετικά με την κρίση των ανθρωπιστικών σπουδών στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Επίσης, συζητήθηκαν οι αντιφάσεις και τα προβλήματα που προκαλεί η πρόταση μεταρρύθμισης του υπουργείου Παιδείας. Θα επιχειρήσω να συμπυκνώσω σε λίγες γραμμές τα ποικίλα ερωτήματα και τις προβληματικές που αναπτύχθηκαν.

Το κεντρικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η υπεράσπιση των κριτικών ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών σήμερα είναι επιστημολογικής τάξης. Οι ριζοσπαστικές επιστημολογίες που επικράτησαν στις ανθρωπιστικές σπουδές μετά την αλλαγή Παραδείγματος που έφερε η δεκαετία του ’60, με δυο λόγια η κριτική αποδόμηση του παραδοσιακού ανθρωπισμού, άφησαν τις ανθρωπιστικές σπουδές χωρίς το ισχυρό θεμέλιο που τις συνείχε από την εποχή της Αναγέννησης: η κριτική στον παραδοσιακό ανθρωπισμό γέννησε μεν ριζοσπαστικές κατευθύνσεις και προβληματικές, αλλά αποδιάρθρωσε την «κοινωνική χρησιμότητα» των σπουδών αυτών. Τώρα, στη στιγμή της κρίσης, υπάρχει μια τάση υπεράσπισης των ανθρωπιστικών σπουδών με επιχειρήματα από το οπλοστάσιο του παραδοσιακού ανθρωπισμού. Η αντίφαση αυτή αναδείχθηκε ανάγλυφα σε όλη τη συζήτηση και επισημάνθηκε η ανάγκη να καταδειχθεί ο κριτικός και αναστοχαστικός ρόλος  που επιτελούν οι ανθρωπιστικές σπουδές τόσο εντός του πανεπιστημίου όσο και γενικότερα.

Ένα δεύτερο σημείο που συζητήθηκε εκτενώς είναι το πρόβλημα της αυτονομίας του πανεπιστημίου: η αυτονομία δεν νοείται μόνο ως ανεξαρτησία από την αγορά, από τις άμεσες επιταγές του κοινωνικού. Το νεωτερικό πανεπιστήμιο ως θεσμός που προήλθε από τον Διαφωτισμό διεκδικεί ένα χώρο συλλογικής αυτονομίας «μια απροϋπόθετη ελευθερία, όσον αφορά την ερωτηματοθεσία και τις προτάσεις, και δη ακόμη περισσότερο, το δικαίωμα να λέγει δημοσίως καθετί που απαιτούν η έρευνα, η μάθηση και η σκέψη όσον αφορά την αλήθεια» (Ντερριντά). Πώς συμβιβάζεται ένα τέτοιο αίτημα με τις αυστηρές προδιαγραφές ενός μοντέλου κόστους/οφέλους, με τα «πτυχία με αντίκρισμα», με συγκεκριμένες δηλαδή και μετρήσιμες ικανότητες του πτυχιούχου ή με τη μορφή διοίκησης του πανεπιστημίου που προτείνει το υπουργείο Παιδείας;

Συνέχεια ανάγνωσης

Και τώρα, τι;

Standard

του Παναγιώτη Νούτσου

 

Καρλ Σμιτ-Ρότλουφ, "Οι τρεις μάγοι", 1917

Τέσσερις είναι οι κυριότεροι τρόποι να συμμετάσχεις σε έναν «διάλογο», όσο προσχηματικός» κι αν είναι από την πλευρά αυτών που τον εγκαινιάζουν. Ο πρώτος είναι να αυτοαποκλεισθείς διατυπώνοντας με «καθαρότητα» τους λόγους αυτής της επιλογής.  Μόνο που κινδυνεύεις, αντί να αποσείσεις, να πάρεις μάλλον στους ώμους σου την ευθύνη επιβολής των προτάσεων που παρέκαμψες. Ο δεύτερος αποκρυσταλλώνεται ως συναίνεση, μέσα από πολλές πρακτικές γνωστοποίησης μιας τέτοιας επιδοκιμασίας. Ο τρίτος στοιχειοθετείται με το να αρκείσαι στην αυτοδυναμία του μονολόγου, επαρκούς ή όχι, χωρίς να απαντάς ή να ανταπαντάς κατευθείαν σε ό,τι από την πλευρά της κρατικής εξουσίας προβάλλεται ως «ατζέντα» ή ως «ημερήσια διάταξη» του «διαλόγου».  Μόνο που κι εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος, ιδίως στο πεδίο της δημοσιότητας, να εμφανισθείς  ότι προκρίνεις το «άλλα λόγια ν’αγαπιόμαστε». Για την ώρα δεν συμπεριλαμβάνω εδώ το «Ψήφισμα» της 65ης Συνόδου των Πρυτάνεων, η οποία «δεσμεύθηκε» να καταθέσει «ολοκληρωμένη πρόταση που θα αφορά στην  ανασυγκρότηση του Πανεπιστημίου με γνώμονα το συμφέρον της Παιδείας και της Ελληνικής Κοινωνίας», ιδίως αν η πρόταση αυτή επαναλαμβάνει –αυτολεξεί ή όχι– τις «αλλαγές στη λειτουργία των Πανεπιστημίων» που προτάθηκαν από Επιτροπή της 63ης Συνόδου.

Ο τέταρτος προϋποθέτει διαρκή εγρήγορση για να αιτιολογείς, αναλυτικά όσο γίνεται, την άρνησή σου να συγκατανεύσεις στις προτάσεις που «κατατίθενται σε διάλογο και δημόσια διαβούλευση», απογυμνώνοντας έτσι τον εξουσιαστικό λόγο που έχει σχεδιασθεί να απολήξει σε νομοθέτημα, μάλιστα με την ανάκληση της ποδοσφαιρικής φρασεολογίας (μια και αλλού δεν χρησιμοποιείται πια) ότι θα διεξαχθεί η «μητέρα όλων των μαχών».  Συνέχεια ανάγνωσης

Η Τέταρτη Ρομφαία του μαρξισμού, το Φωτεινό Μονοπάτι του μέλλοντος και η διπλή ήττα των νικημένων

Standard

του Κώστα Αθανασίου

Η Τέταρτη Ρομφαία, του Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, αφηγείται την αποτυχημένη προσπάθεια του συγγραφέα να πάρει συνέντευξη από τον Αμπιμαέλ Γκουσμάν, τον έγκλειστο στην «ασφαλέστερη φυλακή στον κόσμο» ηγέτη του Φωτεινού Μονοπατιού. Το βιβλίο λειτουργεί συμπληρωματικά με τον Κόκκινο Απρίλη, ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο: τη δράση του Φωτεινού Μονοπατιού, τα ταραγμένα χρόνια της ένοπλης σύγκρουσης στο Περού. Στον Κόκκινο Απρίλη, παρακολουθούμε την περιπέτεια ενός αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών που μετατίθεται στις περιοχές όπου δρα το Φωτεινό Μονοπάτι και ανακαλύπτει, έκπληκτος, ότι, σε αντίθεση με όσα λέγονται επισήμως, η σύγκρουση συνεχίζει να πυρπολεί την περιοχή και (κυρίως, ίσως;) τη μνήμη.

Στην Τέταρτη Ρομφαία, ο Ρονκαλιόλο αφήνει κατά μέρος την ασπίδα της μυθοπλασίας και βουτάει στην καρδιά του ζητήματος. Η χώρα του, το Περού, συγκλονίστηκε από έναν εμφύλιο πόλεμο που άφησε πίσω του σχεδόν 70.000 νεκρούς και από τις δύο πλευρές: αυτό θεωρεί πως αποτελεί μια καλή ιστορία, που μπορεί να επικεντρωθεί στο πρόσωπο του αρχηγού του αντάρτικου, του Αμπιμαέλ Γκουσμάν, που σήμερα βρίσκεται φυλακισμένος στη ναυτική βάση του Καγιάο. Ο νεαρός δημοσιογράφος Ρονκαλιόλο αποπειράται το ακατόρθωτο: να πάρει συνέντευξη από τον Γκουσμάν. Ταξιδεύει στο Περού και αρχίζει να μετράει τους τοίχους πάνω στους οποίους πέφτει, μιας και τίποτα δεν τον διευκολύνει και όλα τον δυσκολεύουν. Ταυτόχρονα, όμως, αρχίζει να βυθίζεται στις πιο σκοτεινές πτυχές της πρόσφατης ιστορίας της χώρας του και κατόπιν αναδύεται με πολύ λιγότερες βεβαιότητες απ’ όσες είχε στην αρχή. Ο συγγραφέας δεν είναι καθόλου φιλικός προς το Φωτεινό Μονοπάτι· ίσα-ίσα. Ωστόσο, αναπλάθοντας την κτηνώδη, πολλές φορές, βία του κράτους και των μηχανισμών του, αρχίζει να αντιλαμβάνεται πως τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά από το πώς τα σκιαγραφεί η επίσημη ιστορία των νικητών. Φτάνουν στιγμές, λέει ο αντιεισαγγελέας στον Κόκκινο Απρίλη, που δεν ξεχωρίζω εμάς από τον εχθρό. Αυτό, από το στόμα ενός αντιεισαγγελέα, είναι μομφή για το κράτος· στα αυτιά ενός αριστερού, όμως, είναι μομφή για το αντάρτικο. Γιατί η αλήθεια είναι πως μεγάλο μέρος της Αριστεράς κράτησε –δικαίως, κατά τη γνώμη μου– ιδιαίτερα αρνητική στάση απέναντι στο Φωτεινό Μονοπάτι και τις μεθόδους του.

Η δημιουργία και η πτώση του Φωτεινού Μονοπατιού

Το Φωτεινό Μονοπάτι κάνει την πρώτη ένοπλη ενέργειά του τον Μάιο του 1980, την ημέρα των εκλογών που θα ξαναέφερναν στην εξουσία τον πρόεδρο Μπελαούντε Τέρι, που είχε ανατραπεί το 1968. Η κατάσταση στο Περού δεν είναι μια ομαλή δημοκρατία. Έχουν προηγηθεί πραξικοπήματα, υπάρχει φτώχια και καταστολή. Η κατάσταση θα κορυφωθεί με το «αυτοπραξικόπημα» του Φουχιμόρι. Μάλιστα, όπως λέει ο Ρονκαλιόλο, «εδώ οι κυβερνήσεις που διέταξαν την πιο σκληρή καταστολή ήταν δημοκρατικές».Ταυτόχρονα, σε όλη τη Λατινική Αμερική οι άνεμοι της ελπίδας για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο που, απέναντι στη συστηματική βία του κράτους, μπορούσε να νικήσει μόνο με τη δύναμη των όπλων του εξεγερμένου λαού, είχαν ανανεωθεί χάρη στη νίκη των Σαντινίστας στη Νικαράγουα που, το 1979, κατόρθωσαν να ανατρέψουν τη δικτατορία του Σομόσα. Έτσι κι αλλιώς, η νίκη της Κουβανικής Επανάστασης, ο θάνατος του Τσε στη Βολιβία και άλλα γεγονότα είχαν ανοίξει σε ολόκληρη την ήπειρο ένα τεράστιο κεφάλαιο ηρωικών και τραγικών αντάρτικων κινημάτων.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, μια ομάδα (ιδρυμένη το 1969, προϊόν πολλαπλών διασπάσεων) διεκδικεί αποκλειστικά τον τίτλο του ΚΚ Περού, αν και θα γίνει παγκοσμίως γνωστή ως Φωτεινό Μονοπάτι. Η ηγεσία της, υπό τον Αμπιμαέλ Γκουσμάν (ο οποίος αργότερα θα αποκληθεί Πρόεδρος Γκονσάλο και θα θεωρήσει πως είναι η «Τέταρτη Ρομφαία» ή το «Τέταρτο Ξίφος» του μαρξισμού, μετά τον Λένιν, τον Στάλιν και τον Μάο), κηρύσσει έναν σκληροπυρηνικό μαοϊσμό, λατρεύει τον Στάλιν, θεωρεί τον Τσε «γελοίο ανθρωπάκι» και την Κούβα «αστικό κράτος» και προετοιμάζεται για έναν λαϊκό πόλεμο κατά τον οποίο οι πόλεις θα περικυκλωθούν από την ύπαιθρο. Έτσι, το Φωτεινό Μονοπάτι αρχίζει να οργανώνεται στην ύπαιθρο, όπου σύντομα κατορθώνει να έχει σημαντική επιρροή ανάμεσα στους χωρικούς. Η απόλυτη διαφθορά και ανυπαρξία του κράτους στην ύπαιθρο, η βαρβαρότητα του στρατού, των παραστρατιωτικών και  της αστυνομίας, οι εξαφανίσεις και τα βασανιστήρια, τροφοδοτούν για ένα διάστημα τις τάξεις του Φ.Μ. Όπως λέει ο Ρονκαλιόλο, «οι μέθοδοι της αστυνομίας στράφηκαν ενάντια στο κράτος του Περού και συνέβαλαν στο να νομιμοποιήσουν το Φωτεινό Μονοπάτι στο λαό». Μετά από μια σειρά δολοφονίες τραυματισμένων ανταρτών, λέει ο Ρονκαλιόλο, «οι αστυνομικοί μετατράπηκαν [στη συνείδηση του κόσμου] από θύματα σε γκάνγκστερ. Τώρα, για την κοινή γνώμη, τα μέλη του Μονοπατιού ήταν τολμηροί ήρωες. Και οι αστυνομικοί, δειλοί δολοφόνοι».

Συνέχεια ανάγνωσης

Μια περιπλάνηση στις φυλακές

Standard

του Σαντιάγο Ρονκαλιόλο

μετάφραση: Κώστας Αθανασίου

Το κείμενο του Σ. Ρονκαλιόλο δημοσιεύεται αποκλειστικά στα «Ενθέματα». Έχουν γίνει μικρές περικοπές για λόγους χώρου.

 

Ο Αμπιμαέλ Γκουσμάν, ηγέτης του "Φωτεινού Μονοπατιού"

Το να γράψει κανείς μια πραγματική ιστορία είναι πιο περίπλοκο από το να γράψει μυθιστόρημα. Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι φανταστικοί. Ό,τι και να τους συμβαίνει, δεν έχουν άλλη επιλογή από το να συμμορφώνονται με τη μοίρα τους. Οι χαρακτήρες της πραγματικής ιστορίας, από την άλλη, βρίσκονται κάπου εκεί έξω. Διαβάζουν τι γράφεις γι’ αυτούς και μπορεί να δυσαρεστηθούν ή να εξοργιστούν. Έχουν την επιλογή να σε καταγγείλουν. Και αυτοί του βιβλίου μου Η τέταρτη ρομφαία ξέρουν να χρησιμοποιούν όπλα.

Όταν Η τέταρτη ρομφαία κυκλοφόρησε στο Περού, αποφάσισα να πάω και να την παρουσιάσω στις φυλακές της χώρας, εκεί όπου βρίσκεται έγκλειστη η πλειονότητα των χαρακτήρων που εμφανίζονται σε αυτή, τόσο τρομοκράτες όσο και στρατιωτικοί. Δεν το έκανα από φόβο αλλά εξαιτίας ενός αισθήματος αμοιβαιότητας: αυτοί οι άνθρωποι μου είχαν εκμυστηρευτεί την ιστορία τους. Πολλοί μου είχαν αφηγηθεί πράγματα που μπορούσαν να περιπλέξουν σε σημαντικό βαθμό τις ποινικές τους δίκες. Το ελάχιστο που μπορούσα να κάνω εγώ σε αντάλλαγμα ήταν να αντιμετωπίσω τις συνέπειες. Να επιστρέψω στις φυλακές με το βιβλίο ήδη δημοσιευμένο και να ακούσω τι γνώμη είχαν γι’ αυτό.

Σε προσωπικό επίπεδο, ευχόμουν το βιβλίο να τους έχει αρέσει: εγώ αφηγήθηκα την ιστορία τους έτσι ακριβώς όπως τη διηγήθηκαν οι ίδιοι, χωρίς να διατυπώνω άποψη και χωρίς να τους κρίνω. Δεν με ενδιέφερε να γράψω ένα βιβλίο για να πω τη γνώμη μου, αλλά για να ακούσω τους δήμιους και να καταλάβω πώς φτάνει κανείς να βασανίζει, να εξαφανίζει και να σκοτώνει πιστεύοντας πως αυτό είναι το σωστό. Ήλπιζα να αισθανθούν ότι το βιβλίο τούς σεβόταν. Τουλάχιστον, αν δεν τους άρεσε, θα είχαν την ευκαιρία να μου το πουν καταπρόσωπο

Συνέχεια ανάγνωσης

Αναμνήσεις από τη γερμανική επίθεση

Standard

του Νικήτα Χρουστσόφ

μετάφραση: Χρήστος Κεφαλής

 

Ο Οκτώβρης και η Εποχή μας, που  μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος (πρόλογος-εισαγωγή-επιμέλεια: Χρήστος Κεφαλής, 599 σελίδες) είναι μια συλλογή κειμένων για την Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά και την περίοδο μετά την επικράτηση του Στάλιν, ως τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Περιλαμβάνει κείμενα μπολσεβίκων ηγετών από τα 1917-24· μεταγενέστερες προοδευτικές μαρτυρίες και αναλύσεις και πρόσφατες μελέτες μαρξιστών ερευνητών. Το έργο τοποθετείται εντός της μαρξιστικής παράδοσης, επιχειρώντας να φωτίσει τα αίτια αποτυχίας του πρώτου σοσιαλιστικού εγχειρήματος και να συμβάλει στην καλύτερη γνωριμία του κοινού με τα γεγονότα. Η κριτική του σταλινισμού συνδυάζεται με την ανάδειξη εναλλακτικών ιστορικών δυνατοτήτων, αλλά και της συνεισφοράς του Οκτώβρη. Δημοσιεύουμε σήμερα αποσπάσματα των «Αναμνήσεων» του Ν. Σ. Χρουστσόφ (Memoirs of Nikita Khrushchev, τόμ. 1: Commissar, Pennsylvania University Press, 2004), από τη συλλογή.

 

Ο Ν. Χρουστσόφ με τον Στάλιν, το 1936

Ο Στάλιν εκτιμούσε τη μαχητική ετοιμότητα του στρατού μας λαθεμένα, επηρεασμένος από εντυπώσεις από κινηματογραφικές εικόνες που έδειχναν τις παρελάσεις μας και τις στρατιωτικές μανούβρες μας. Για καιρό ο Στάλιν δεν είχε δει τίποτα από την αληθινή ζωή. Ποτέ δεν έφευγε από τη Μόσχα. Πήγαινε έξω από το Κρεμλίνο μόνο για να μεταβεί στην ντάτσα του στο Σότσι, πουθενά αλλού. Έπαιρνε τη σχετική πληροφόρησή του μόνο από τον Βοροσίλοφ. Ο τελευταίος έκανε επίσης λάθος εκτίμηση της κατάστασης του Κόκκινου Στρατού. Θεωρούσε ότι ήταν σε υψηλό επίπεδο, ικανός να αποκρούσει μια εισβολή του Χίτλερ. Και πριν τον πόλεμο ένας τεράστιος αριθμών πραγμάτων δεν έγιναν.

Συνέχεια ανάγνωσης

Η αναγκαιότητα αλλαγής των ταξικών συσχετισμών και το αδιέξοδο του καθεστωτικού μεταρρυθμισμού

Standard


του Γιάννη Μηλιού

Καθεστωτικός και ριζοσπαστικός μεταρρυθμισμός. Ο μεταρρυθμισμός αποτελεί βασικό άξονα της παρέμβασης της Αριστεράς, διότι στο πλαίσιο του καπιταλισμού είναι νοητή η βελτίωση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής θέσης των δυνάμεων της εργασίας.

 

Τζόρτζιο ντε Κίρικο, "Άσωτος υιός", 1922

Ο ριζοσπαστικός μεταρρυθμισμός αντιλαμβάνεται τα συμφέροντα της εργασίας ως αυτοτελείς ταξικούς στόχους, στον «ορίζοντα» των οποίων βρίσκεται η ανατροπή του καπιταλισμού. Οι αλλαγές που επιζητεί δεν εστιάζονται γενικώς στην «πρόοδο της χώρας», διότι η «χώρα» είναι ένας καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός κι η «πρόοδός» της συνδέεται με την ενίσχυση της καπιταλιστικής συσσώρευσης και εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Οι μεταρρυθμίσεις που προτείνει στοχεύουν στη μετατόπιση του ταξικού συσχετισμού δύναμης, «δείχνουν» τη δυνατότητα και δυναμική της αντικαπιταλιστικής προοπτικής: «Οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη», για μια «οικονομία των κοινωνικών αναγκών και του κοινωνικού ελέγχου», σε αντιδιαστολή με την οικονομία της μεγιστοποίησης του κέρδους.

Σε αντίθεση με αυτή τη στρατηγική, ο καθεστωτικός μεταρρυθμισμός είτε θεωρεί τη βελτίωση των όρων ύπαρξης της εργατικής τάξης ως «προϋπόθεση» για την πρόοδο του εγχώριου καπιταλισμού (η αύξηση των μισθών θα επιφέρει αύξηση της ζήτησης, επομένως ταχύτερους ρυθμούς συσσώρευσης κεφαλαίου), είτε αντιλαμβάνεται την πρόοδο του εγχώριου καπιταλισμού ως προϋπόθεση για τη βελτίωση των όρων ύπαρξης της εργασίας. Η «ορθή ανάπτυξη της οικονομίας» θα ωφελήσει, υποτίθεται, και τους εργαζόμενους.

Ο καθεστωτικός μεταρρυθμισμός της Αριστεράς: «Έξοδος από το ευρώ και την Ε.Ε.». Η συντηρητική «πατριωτική εκδοχή» του καθεστωτικού μεταρρυθμισμού αναπαράγεται αυτοτελώς από τα κόμματα εξουσίας. Όλες οι πολιτικές λιτότητας παρουσιάζονται ως «μεταρρυθμίσεις» για την «πρόοδο της χώρας», από την οποία θα προέκυπτε κατόπιν «βελτίωση της ζωής των εργαζομένων».

Συνέχεια ανάγνωσης

Η μακριά σκιά ενός μύθου

Standard

της Ιωάννας Μεϊτάνη

O υπουργός Εξωτερικών του Ράιχ, Γιόαχιμ φον Ρίμπεντροπ, ο ιταλός ομόλογός του Γκαλεάτσο Τσιάνο, ο Χίτλερ και ο Γκέρινγκ.

Στα τέλη Οκτωβρίου παρουσιάστηκε στο Βερολίνο, σε ένα κατάμεστο θέατρο, η μελέτη, έκτασης 890 σελίδων, που συνέταξε επιτροπή ιστορικών με τίτλο Το Υπουργείο Εξωτερικών και το παρελθόν. Οι γερμανοί διπλωμάτες στο Τρίτο Ράιχ και την ΟΔΓ (Eckart Conze, Norbert Frei, Peter Hayes, Moshe Zimmermann, Das Amt und die Vergangenheit. Deutsche Diplomaten im Dritten Reich und in der Bundesrepublik, εκδ. Blessing, Βερολίνο 2010). Την εντολή για τη σύσταση της επιτροπής και την εκπόνηση της μελέτης την είχε δώσει το 2005 ο τότε υπουργός εξωτερικών, Γιόσκα Φίσερ. Στο βιβλίο, λοιπόν, αποκαλύπτεται ότι το διάστημα 1939-1945 το Υπουργείο Εξωτερικών ήταν ένας «εγκληματικός οργανισμός», αναμεμειγμένος κανονικότατα στα εγκλήματα των εθνικοσοσιαλιστών, ότι οι γερμανοί διπλωμάτες σε όλες τις χώρες της Ευρώπης συμμετείχαν ενεργά στην εφαρμογή της «τελικής λύσης» και στη συστηματική εξόντωση των Εβραίων, και ότι όλοι οι υπάλληλοι, και όχι μεμονωμένοι αξιωματούχοι, γνώριζαν τα πάντα για το Ολοκαύτωμα από την πρώτη μέρα. Επίσης, ότι μετά το ’45, φανατικοί ναζί όχι μόνο συνέχισαν να δουλεύουν στο υπουργείο, αλλά κατάφεραν να δημιουργήσουν εκεί δομές νομικής προστασίας συναδέλφων τους εγκληματιών και να βοηθούν καταζητούμενους ναζί δολοφόνους.

Εσωτερικό έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών, όπου ως σκοπός ταξιδιού αναφέρεται «Εξολόθρευση των Εβραίων, πράγμα που αποδεικνύει ότι η «τελική λύση» ήταν κοινό μυστικό μέσα στην υπηρεσία.

Τι το περίεργο, θα αναρωτηθεί οποιοσδήποτε μη Γερμανός. Στη Γερμανία όμως, η συλλογική ενοχή είναι ακόμη βαριά. Τα αποτελέσματα της μελέτης καταρρίπτουν έναν συστατικό μύθο της ίδρυσης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, τον οποίον καλλιέργησαν, μεταξύ άλλων, και οι ίδιοι οι υπάλληλοι του υπουργείου και είναι ένας από τους μακροβιότερους μύθους περί το Τρίτο Ράιχ: ότι δηλαδή το υπουργείο αυτό επί Χίτλερ έκανε τάχα ό,τι μπορούσε για να αποτρέψει τα χειρότερα, ήταν εστία αντίστασης με σχετικά αυτόνομη υπόσταση, και ότι οι γερμανοί διπλωμάτες δεν γνώριζαν τις λεπτομέρειες των χιτλερικών εγκλημάτων.

Δεν αποτελεί βέβαια είδηση ότι μεταπολεμικά στη Γερμανία σε όλα τα υπουργεία παρέμειναν αξιωματούχοι και υπάλληλοι με ναζιστικό παρελθόν, ότι η «αποναζιστικοποίηση» δεν συντελέστηκε πλήρως και σε βάθος και ότι το γεγονός αυτό δεν θιγόταν επισήμως. Από το 1971 κιόλας, διάφοροι ιστορικοί έχουν μελετήσει το θέμα — πάντα όμως είχαν να αντιμετωπίσουν το καθεστώς των διπλωματών που διαμαρτύρονταν και ένα κράτος που τους διέψευδε και τους αντιμαχόταν ώστε να συντηρήσει το μύθο του. Αφορμή για τη σύσταση της τωρινής επιτροπής, η οποία, σημειωτέον, ερεύνησε μόνο ό,τι αφορά το Υπουργείο Εξωτερικών και δεν ασχολήθηκε καθόλου με άλλες υπηρεσίες, στάθηκε η επιμονή μιας ηλικιωμένης υπαλλήλου του υπουργείου, που επισήμανε με επιστολή της στον Φίσερ, τότε υπουργό, και κατόπιν στον καγκελάριο Σρέντερ ότι στη νεκρολογία ενός διπλωμάτη δεν αναφερόταν λέξη για το ναζιστικό του παρελθόν. Συνέχεια ανάγνωσης

Οι γερμανοί διπλωμάτες στο Γ΄ Ράιχ

Standard

των Eckart Conze, Norbert Frei, Peter Hayes, Moshe Zimmermann

μετάφραση: Ιωάννα Μεϊτάνη

(Απόσπασμα από την εισαγωγή της μελέτης  Das Amt und die Vergangenheit. Deutsche Diplomaten im Dritten Reich und in der Bundesrepublik, εκδ. Blessing, Βερολίνο 2010)

 

Βερολίνο, 1933

Σε ένα φυλλάδιο με τίτλο Η εξωτερική πολιτική σήμερα, που εξέδωσε το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών το 1979 –ένα χρόνο μετά την έρευνα του Κρίστοφερ Μπράουνινγκ,[1] η οποία δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας–, συνοψίζεται σε μερικές προτάσεις η ιστορία του υπουργείου το διάστημα 1933-1945: «Το Υπουργείο Εξωτερικών πρόβαλλε σκληρή και επίμονη αντίσταση στα σχέδια των αξιωματούχων του εθνικοσοσιαλισμού, δεν κατάφερε ωστόσο να αποτρέψει τα χειρότερα. Το υπουργείο παρέμεινε για καιρό μια “απολιτική” υπηρεσία και οι εθνικοσοσιαλιστές το θεωρούσαν θύλακα αντιπολίτευσης. Στην είσοδο του καινούργιου υπουργείου στη Βόννη βρίσκεται αναρτημένη μια αναμνηστική πινακίδα για τους συνεργάτες του Υπουργείου Εξωτερικών που θυσίασαν τη ζωή τους στον αγώνα ενάντια στη δικτατορία του Χίτλερ». Ακόμη και με την ευμενέστερη ματιά, αυτή ήταν μόνο η μισή αλήθεια. Γιατί η ιστορία του Υπουργείου Εξωτερικών την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού δεν είναι γραμμένη με το μελάνι της αντίστασης και της αντιπολίτευσης. Η εικόνα που καλλιεργούσε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία το ίδιο το Υπουργείο Εξωτερικών για την ιστορία του είναι ένας μύθος.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ένας ευεργετικός ιός

Standard

του Στρατή Μπουρνάζου

 

"Κόντρες". Φωτογραφία του Ρομπέρ Ντουανό

Σε ένα χρονολόγιο με τα πολιτικά και δημοσιογραφικά γεγονότα του έτους, μικρά και μεγάλα, φαντάζομαι ότι στις εγγραφές της προηγούμενης εβδομάδας θα περιλαμβάνονταν, εκτός από τις εκλογές, η έξωση των σελίδων του «Ιού» από την Ελευθεροτυπία. Aκούγεται ίσως υπερβολικό, και γι’ αυτό σπεύδω να εξηγήσω το γιατί — και ειδικότερα γιατί η εξέλιξη αυτή αποτελεί γεγονός όχι μόνο δημοσιογραφικό, αλλά και πολιτικό, τουλάχιστον για όσους και όσες μιλάμε από την πλευρά της Αριστεράς. Τι ήταν λοιπόν εκείνο το ιδιαίτερο που έκανε την ομάδα του «Ιού» να ξεχωρίζει;

***

Πρώτα απ’ όλα, η ανεξαρτησία της: από το κράτος, τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, τους κομματικούς και επιχειρηματικούς «παράγοντες». Ιδιότητα ανεκτίμητη, σε μια εποχή που οι «διοχετεύσεις», οι «δηλώσεις κύκλων», η συμμόρφωση «προς τας υποδείξεις» πυκνώνουν, κι έτσι, συχνά, διαβάζοντας ένα άρθρο, προσπαθείς να σκεφτείς ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που γράφτηκε, ή –ακόμα χειρότερα– το διαβάζεις όχι για όσα λέει, αλλά για εκείνα που διακρίνεις πίσω από τις γραμμές. Μια ανεξαρτησία που δημιουργεί στον αναγνώστη την αναγκαία συνθήκη εμπιστοσύνης, τον κάνει να ξέρει ότι τα όποια ελαττώματα της στήλης οφείλονται στην άποψη, στο σφάλμα, την αδυναμία ή τον υπερβάλλοντα ζήλο των συντακτών, αλλά όχι σε εξυπηρέτηση αλλότριων και κρύφιων συμφερόντων.

Συνέχεια ανάγνωσης

Φονταμενταλισμός εναντίον επιστήμης

Standard

του Κώστα Σταμάτη

 

Πωλ Κλέε, "Τυμπανιστής", 1933

Θεοκρατικός φονταμενταλισμός. Το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν απαγόρευσε πρόσφατα την καλλιέργεια των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών, της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης, καθώς και της φιλοσοφίας. Αιτιολογικό ήταν ότι τέτοιοι κλάδοι γνώσης προέρχονται από την «υλιστική» και ελευθερόφρονα Δύση. Διακονούν την επιστήμη με την ανίερη ιδέα ότι μπορεί και να μην υπάρχει Θεός. Και το κάνουν επικαλούμενοι τα θεμελιώδη δικαιώματα, η ενάσκηση των οποίων αφήνεται «αυθαίρετα» στον φορέα τους.

Ματαιοπονία είναι να προσπαθήσει κανείς να ανασκευάσει μια δογματική τοποθέτηση, με σκοπό να μεταπείσει τους πιστούς της. Ας αρκεστούμε αντ’ αυτού σε μια τετριμμένη αντιδιαστολή. Σε δημοκρατική κοσμική χώρα ελεύθερων και ίσων πολιτών ουδείς νομιμοποιείται να επιβάλλει νόημα ζωής στους άλλους ή να αμφισβητήσει το απαράγραπτο δικαίωμα καθενός να δώσει στον εαυτό του τέτοιο νόημα με τρόπο αυτόνομο. Το κράτος δεν είναι απλώς ανεξίθρησκο, αλλά αναγνωρίζει ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης για όλους. Οποιοσδήποτε είναι ελεύθερος να έχει ή να μην έχει θρησκευτικές πεποιθήσεις, να τις εκφράζει και να τις διαδίδει ελεύθερα. Η επιστήμη και η έρευνα ασκούνται ελεύθερα επί παντός του επιστητού. Αντίστοιχα, το εκπαιδευτικό σύστημα δέον να είναι ανοιχτό σε ολόκληρο τον πλούτο των επιδόσεων ανθρώπινης σκέψης, επιστήμης και πολιτισμού, όπως διαμορφώνονται ιστορικά. Με ζητούμενο να διαπλάσει τους νέους ανθρώπους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες, όπως εξαγγέλλει το άρθρο 16 του ελληνικού Συντάγματος.

Τα παραπάνω θα άρμοζε να είναι αυτονόητα για οποιονδήποτε πολιτισμένο άνθρωπο στον πλανήτη, μέσα ή έξω από τη λεγόμενη Δύση. Τα θεμελιώδη δικαιώματα για όλους συνέχονται με την ελεύθερη δημόσια κριτική των πάντων. Ακριβώς αυτό είναι που βδελύσσεται οποιοδήποτε θεοκρατικό καθεστώς. Παρά ταύτα, εάν μείνει κανείς σ’ αυτή την εκτίμηση, τότε επαναπαύεται σε μια στάση καθησυχαστική, αποστρέφοντας το βλέμμα από αντίστοιχες παθογενείς και αυταρχικές αντιλήψεις στην ίδια τη Δύση. Φωνές ή νοοτροπίες θρησκευτικού σκοταδισμού ή κοσμοθεωρητικής μισαλλοδοξίας εκδηλώνονται ακόμη και σε καθεστώτα φιλελεύθερα και δημοκρατικά (όπως στις ΗΠΑ ή την Ελλάδα).

Συνέχεια ανάγνωσης