του Κώστα Αθανασίου
Η Τέταρτη Ρομφαία, του Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, αφηγείται την αποτυχημένη προσπάθεια του συγγραφέα να πάρει συνέντευξη από τον Αμπιμαέλ Γκουσμάν, τον έγκλειστο στην «ασφαλέστερη φυλακή στον κόσμο» ηγέτη του Φωτεινού Μονοπατιού. Το βιβλίο λειτουργεί συμπληρωματικά με τον Κόκκινο Απρίλη, ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο: τη δράση του Φωτεινού Μονοπατιού, τα ταραγμένα χρόνια της ένοπλης σύγκρουσης στο Περού. Στον Κόκκινο Απρίλη, παρακολουθούμε την περιπέτεια ενός αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών που μετατίθεται στις περιοχές όπου δρα το Φωτεινό Μονοπάτι και ανακαλύπτει, έκπληκτος, ότι, σε αντίθεση με όσα λέγονται επισήμως, η σύγκρουση συνεχίζει να πυρπολεί την περιοχή και (κυρίως, ίσως;) τη μνήμη.
Στην Τέταρτη Ρομφαία, ο Ρονκαλιόλο αφήνει κατά μέρος την ασπίδα της μυθοπλασίας και βουτάει στην καρδιά του ζητήματος. Η χώρα του, το Περού, συγκλονίστηκε από έναν εμφύλιο πόλεμο που άφησε πίσω του σχεδόν 70.000 νεκρούς και από τις δύο πλευρές: αυτό θεωρεί πως αποτελεί μια καλή ιστορία, που μπορεί να επικεντρωθεί στο πρόσωπο του αρχηγού του αντάρτικου, του Αμπιμαέλ Γκουσμάν, που σήμερα βρίσκεται φυλακισμένος στη ναυτική βάση του Καγιάο. Ο νεαρός δημοσιογράφος Ρονκαλιόλο αποπειράται το ακατόρθωτο: να πάρει συνέντευξη από τον Γκουσμάν. Ταξιδεύει στο Περού και αρχίζει να μετράει τους τοίχους πάνω στους οποίους πέφτει, μιας και τίποτα δεν τον διευκολύνει και όλα τον δυσκολεύουν. Ταυτόχρονα, όμως, αρχίζει να βυθίζεται στις πιο σκοτεινές πτυχές της πρόσφατης ιστορίας της χώρας του και κατόπιν αναδύεται με πολύ λιγότερες βεβαιότητες απ’ όσες είχε στην αρχή. Ο συγγραφέας δεν είναι καθόλου φιλικός προς το Φωτεινό Μονοπάτι· ίσα-ίσα. Ωστόσο, αναπλάθοντας την κτηνώδη, πολλές φορές, βία του κράτους και των μηχανισμών του, αρχίζει να αντιλαμβάνεται πως τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά από το πώς τα σκιαγραφεί η επίσημη ιστορία των νικητών. Φτάνουν στιγμές, λέει ο αντιεισαγγελέας στον Κόκκινο Απρίλη, που δεν ξεχωρίζω εμάς από τον εχθρό. Αυτό, από το στόμα ενός αντιεισαγγελέα, είναι μομφή για το κράτος· στα αυτιά ενός αριστερού, όμως, είναι μομφή για το αντάρτικο. Γιατί η αλήθεια είναι πως μεγάλο μέρος της Αριστεράς κράτησε –δικαίως, κατά τη γνώμη μου– ιδιαίτερα αρνητική στάση απέναντι στο Φωτεινό Μονοπάτι και τις μεθόδους του.
Η δημιουργία και η πτώση του Φωτεινού Μονοπατιού
Το Φωτεινό Μονοπάτι κάνει την πρώτη ένοπλη ενέργειά του τον Μάιο του 1980, την ημέρα των εκλογών που θα ξαναέφερναν στην εξουσία τον πρόεδρο Μπελαούντε Τέρι, που είχε ανατραπεί το 1968. Η κατάσταση στο Περού δεν είναι μια ομαλή δημοκρατία. Έχουν προηγηθεί πραξικοπήματα, υπάρχει φτώχια και καταστολή. Η κατάσταση θα κορυφωθεί με το «αυτοπραξικόπημα» του Φουχιμόρι. Μάλιστα, όπως λέει ο Ρονκαλιόλο, «εδώ οι κυβερνήσεις που διέταξαν την πιο σκληρή καταστολή ήταν δημοκρατικές».Ταυτόχρονα, σε όλη τη Λατινική Αμερική οι άνεμοι της ελπίδας για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο που, απέναντι στη συστηματική βία του κράτους, μπορούσε να νικήσει μόνο με τη δύναμη των όπλων του εξεγερμένου λαού, είχαν ανανεωθεί χάρη στη νίκη των Σαντινίστας στη Νικαράγουα που, το 1979, κατόρθωσαν να ανατρέψουν τη δικτατορία του Σομόσα.
Έτσι κι αλλιώς, η νίκη της Κουβανικής Επανάστασης, ο θάνατος του Τσε στη Βολιβία και άλλα γεγονότα είχαν ανοίξει σε ολόκληρη την ήπειρο ένα τεράστιο κεφάλαιο ηρωικών και τραγικών αντάρτικων κινημάτων.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, μια ομάδα (ιδρυμένη το 1969, προϊόν πολλαπλών διασπάσεων) διεκδικεί αποκλειστικά τον τίτλο του ΚΚ Περού, αν και θα γίνει παγκοσμίως γνωστή ως Φωτεινό Μονοπάτι. Η ηγεσία της, υπό τον Αμπιμαέλ Γκουσμάν (ο οποίος αργότερα θα αποκληθεί Πρόεδρος Γκονσάλο και θα θεωρήσει πως είναι η «Τέταρτη Ρομφαία» ή το «Τέταρτο Ξίφος» του μαρξισμού, μετά τον Λένιν, τον Στάλιν και τον Μάο), κηρύσσει έναν σκληροπυρηνικό μαοϊσμό, λατρεύει τον Στάλιν, θεωρεί τον Τσε «γελοίο ανθρωπάκι» και την Κούβα «αστικό κράτος» και προετοιμάζεται για έναν λαϊκό πόλεμο κατά τον οποίο οι πόλεις θα περικυκλωθούν από την ύπαιθρο. Έτσι, το Φωτεινό Μονοπάτι αρχίζει να οργανώνεται στην ύπαιθρο, όπου σύντομα κατορθώνει να έχει σημαντική επιρροή ανάμεσα στους χωρικούς. Η απόλυτη διαφθορά και ανυπαρξία του κράτους στην ύπαιθρο, η βαρβαρότητα του στρατού, των παραστρατιωτικών και της αστυνομίας, οι εξαφανίσεις και τα βασανιστήρια, τροφοδοτούν για ένα διάστημα τις τάξεις του Φ.Μ. Όπως λέει ο Ρονκαλιόλο, «οι μέθοδοι της αστυνομίας στράφηκαν ενάντια στο κράτος του Περού και συνέβαλαν στο να νομιμοποιήσουν το Φωτεινό Μονοπάτι στο λαό». Μετά από μια σειρά δολοφονίες τραυματισμένων ανταρτών, λέει ο Ρονκαλιόλο, «οι αστυνομικοί μετατράπηκαν [στη συνείδηση του κόσμου] από θύματα σε γκάνγκστερ. Τώρα, για την κοινή γνώμη, τα μέλη του Μονοπατιού ήταν τολμηροί ήρωες. Και οι αστυνομικοί, δειλοί δολοφόνοι».
Συνέχεια ανάγνωσης →
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...