Η «κρίση στον Τύπο» και ο πειραματικός σωλήνας των ελληνικών ΜΜΕ

Standard

του Γιώργου Καράμπελα

Αμεντέο Μοντιλιάνι, «Γονατιστή Καρυάτιδα, που κάθεται στις φτέρνες της», π. 1911-1913

Με το πέρας του καλοκαιριού, η αναμενόμενη ως μοιραία εισβολή της «εποχής του Μνημονίου» σε όλους τους τομείς της ελληνικής κοινωνίας άρχισε να υλοποιείται δραστικά και στον χώρο των ΜΜΕ. Τα ελληνικά ΜΜΕ, που την τελευταία εικοσαετία αποδείχθηκαν προπύργιο της διαπλοκής οικονομικής και πολιτικής εξουσίας στη χώρα, και ταυτόχρονα βασικός πυλώνας της καταναλωτικής, ιδιωτεύουσας κουλτούρας που σφράγισε τα χρόνια της «ισχυρής Ελλάδας», μετατρέπονται σήμερα σε πεδίο «πυρηνικών δοκιμών» ενόψει της γενικής αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου που επιχειρείται με όχημα τον «μηχανισμό στήριξης» της χώρας και ιδεολογικό προκάλυμμα την αποφυγή του πολυπρόσωπου φαντάσματος της «χρεοκοπίας» (δημοσιονομική χρεοκοπία, χρεοκοπία των ασφαλιστικών ταμείων, χρεοκοπία επιχειρήσεων κ.ο.κ.).

Χρειάζεται να τονίσουμε τον διττό χαρακτήρα αυτού που εννοούμε εδώ ως «πεδίο πυρηνικών δοκιμών», ή ως «πειραματικό σωλήνα», αν προτιμά κανείς την πιο μετριοπαθή διατύπωση του τίτλου: δεν πρόκειται απλώς για επιμέρους εφαρμογή ενός γενικού σχεδίου, αλλά επίσης –και συγχρόνως– για απόπειρα παραγωγής του ίδιου του γενικού σχεδίου μέσα σε έναν επιμέρους τομέα, με τη μέθοδο της δοκιμής και του σφάλματος, και με εκμετάλλευση όλων των εγγενών ιδιαιτεροτήτων και δυνατοτήτων αυτού του τομέα. Κανείς δεν ήξερε στην πραγματικότητα τι ακριβώς είναι μια ατομική βόμβα, μέχρι που δοκιμάστηκε· και η δοκιμή αυτή ναι μεν βασίστηκε σε μια θεωρία, αλλά, από όλες τις πρακτικές απόψεις, «γέννησε» την ίδια την πυρηνική εποχή στην οποία εντάσσεται με τον πολύ ειδικό τρόπο του ορίου, της απαρχής. Ειρωνικά, έχουμε να κάνουμε εδώ με την αμφισημία εκείνη που διατύπωσε με φιλοσοφικούς όρους η καντιανή θεωρία της κρίσης: μια κρίση μπορεί να είναι προσδιοριστική, να εφαρμόζει τον γενικό νόμο σε μια ιδιαίτερη περίπτωση, όπως μπορεί να είναι και αναστοχαστική, να παράγει τον γενικό νόμο από μια ιδιαίτερη περίπτωση. Σε μεγάλο βαθμό, η τρέχουσα καπιταλιστική κρίση έχει αυτήν ακριβώς την καντιανή δομή: παράγεται από και παράγει το κεφάλαιο, σε μια διαδικασία αναδιάρθρωσης (της σχέσης-κεφάλαιο) που γι’ άλλους εκδηλώνεται ως επίθεση και όλεθρος και γι’ άλλους ως «ευκαιρία»… Συνέχεια ανάγνωσης

Η Μάρτα Χάρνεκερ στην Ελλάδα

Standard

 

 

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η εισαγωγική ομιλία του Ν. Θεοτοκά στη διάλεξη της Μάρτα Χάρνεκερ με θέμα «Οι προκλήσεις της Αριστεράς τον 21ο αιώνα: Η περίπτωση της Λατινικής Αμερικής» (Πάντειο Πανεπιστήμιο, 9.12.2010), που οργάνωσαν το Ινστιτούτο «Νίκος Πουλαντζάς», η Αυτόνομη κίνηση Μεταπτυχιακών «Manifesto» και το  δίκτυο transform!europe, με την υποστήριξη του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου. Σχετικά, βλ. και  τη συνέντευξη της Μ. Χάρνεκερ, που δημοσιεύεται σήμερα, σε άλλη σελίδα του κυριακάτικου φύλλου.

του Νικου Θεοτοκα

 

 

Χαρακτικό του Καρλ Σμιτ-Ρότλουφ

Ευχαριστώ θερμά, εκ μέρους του Τμήματος και του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου, για την παρουσία σας εδώ σήμερα. Επιτρέψτε μου να πω δυο αμήχανα λόγια για την ομιλήτρια, που η παρουσία της είναι τιμή και έμπνευση για το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ομολογώ ότι βλέποντάς την ανάμεσά μας, ακαταπόνητη και μαχητική, εκπληρώνεται μια ανομολόγητη επιθυμία: ν’ αντικρίσω τη μορφή της πολύτιμης δασκάλας που δεν συναντήθηκε ποτέ με την ευγνωμοσύνη των ανώνυμων μαθητών της. Συγνώμη για τον ανεπίτρεπτο, σε τέτοιες εκδηλώσεις, προσωπικό τόνο. Διακρίνω εδώ στο ακροατήριο αρκετές και αρκετούς τέτοιους μαθητές.

***

Η Μάρτα Χάρνεκερ είναι μια σημαντική διανοούμενη της Ευρώπης και του τόπου της. Ή, καλύτερα, των τόπων της. Των τόπων της Νότιας Αμερικής όπου, πριν διακόσια χρόνια, απλώθηκε η δυναμική των επαναστάσεων. Μια δυναμική η οποία, παράγοντας πρωτόγνωρες πυκνώσεις και επιταχύνσεις, απλώθηκε σ’ ολόκληρο τον κόσμο: Από τις Ενωμένες Επαρχίες της Νοτίου Αμερικής ως την Ιβηρική και τα Βαλκάνια. Αυτό το ρεύμα για την ισότητα, την ελευθερία, την κοινή ευτυχία –για να θυμηθούμε τον Σαιν Ζυστ– και την ανεξαρτησία έκανε τον Τζέρεμυ Μπένθαμ να γράφει, το 1821, στον Σιμόν Μπολίβαρ πως οι πιο πιστοί σύμμαχοί του είναι η ελευθερωμένη Αϊτή και η επαναστατημένη Ελλάδα. Συνέχεια ανάγνωσης

Ο Κλωντ Λεφόρ (1924-2010), στοχαστής της Αριστεράς και της δημοκρατίας

Standard

 

του Μιχάλη Πάγκαλου

Ο Κλωντ Λεφόρ, που πέθανε στις 3 Οκτωβρίου, είναι ένας από τους μεγαλύτερους στοχαστές της Αριστεράς και της δημοκρατίας του 20ού αιώνα. Μαρξιστής στη νεότητά του, τροτσκιστής στη συνέχεια, συνιδρυτής με τον Κορνήλιο Καστοριάδη της ομάδας (και του περιοδικού) «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», θα απομακρυνθεί οριστικά από τον τροτσκισμό μέσα από τη σκληρή κριτική στον σταλινισμό και την ΕΣΣΔ, αλλά και μετά τη γνωριμία του με το έργο του Σολτζενίτσιν. Έκτοτε,  αφιερώθηκε στη φιλοσοφική μελέτη και ανάλυση των πιο κρίσιμων ερωτημάτων και  διλημμάτων της εποχής μας. Μελέτησε βαθιά τους πολιτικούς στοχαστές της νεωτερικότητας, από τον Μακιαβέλι και τον Τοκβίλ ως τον Καντόροβιτς και τη Χάννα Άρεντ. Δίδαξε πολιτική φιλοσοφία στην École des hautes Études en Sciences Sociales.

Με όλη του τη ζωή και το έργο  ο Λεφόρ υπερασπίστηκε την ιδέα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αλλά συγχρόνως και τη θέση ότι η δημοκρατία χρειάζεται την κίνηση και τα κινήματα, τη συζήτηση και την «επινόηση» και ότι η ανάδυση νέων μορφών δημοκρατικής πολιτικής και νέων δημοκρατικών σημασιών (μιας νέας, παραδείγματος χάριν, νοηματοδότησης της έννοιας των δικαιωμάτων και ενός αγώνα για αυτά σε ολόκληρο τον κόσμο)  αποτελεί ουσιώδες μέρος της πάντα ανοιχτής αυτής δημοκρατικής συζήτησης. Από το πλούσιο έργο του, στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία: Τι είναι η γραφειοκρατία, μετ. Βασίλης Τομανάς, Εκδοτική Ομάδα, Θεσσαλονίκη 1995 και Η προλεταριακή εμπειρία, μετ. Ιάσωνας Βελλής, εκδ. Στάσει Εκπίπτοντες, Αθήνα 2008.

Ακολουθούν εκτενή αποσπάσματα από τα κείμενα της Isabelle Garo  (συνδιευθύντριας του περιοδικού Contretemps και του σεμιναρίου «Ο Μαρξ στον 21ο αιώνα), του Philippe Reynod (Παν. Paris 2-Panthéon-Assas) και του Michaël Foessel (Παν. της Βουργουνδίας), που δημοσιεύθηκαν στην εφ. Le Monde στις 9.10.2010.

 

Από τη δημοκρατία στα ανθρώπινα δικαιώματα, μέσω του ολοκληρωτισμού

Standard

του Φιλίπ Ρεϋνώ

μετάφραση: Μιχάλης Πάγκαλος

Ο Κλωντ Λεφόρ κατελάμβανε μια μοναδική θέση στη σύγχρονη γαλλική φιλοσοφία, την οποία δεν μπορούμε να κατανοήσουμε αν παραβλέψουμε την πρωτοτυπία της πολιτικής του διαδρομής. Υπήρξε ένας από τους λιγοστούς γάλλους φιλοσόφους που έκαναν την πολιτική το κεντρικό θέμα του φιλοσοφικού τους έργου, χωρίς ωστόσο να αποδεχτεί την αγωνιστική έννοια της φιλοσοφίας που θριάμβευσε τη δεκαετία του ’70. Υπήρξε επίσης, και προπαντός, ένας από τους ελαχιστότατους Γάλλους διανοούμενους που παρέμειναν πιστοί στην Αριστερά, χωρίς ποτέ να εκφράσουν την παραμικρή συμπάθεια για τη ρητορική του «προοδευτισμού» που άλωσε τη Γαλλία μεταπολεμικά.

Ο Κλωντ Λεφόρ υπήρξε, μαζί με τον Κορνήλιο Καστοριάδη, ένας από τους ιδρυτές της ομάδας «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» που γεννήθηκε από μια διάσπαση του γαλλικού τροτσκιστικού κινήματος. Παρόλο που η ομάδα αυτή ήθελε να είναι επαναστατική, δεν έπεσε ποτέ θύμα της αγαπημένης αυταπάτης των αριστερισμών της δεκαετίας του ’70, σύμφωνα με την οποία το Κομμουνιστικό Κόμμα θα γινόταν ένα «ρεφορμιστικό κόμμα» και θα έπρεπε να του υπενθυμίσουμε τα καθήκοντά του ωθώντας το να πραγματοποιήσει, παρά τη θέλησή του, μια επανάσταση την οποία θα είχε προδώσει. Ο Καστοριάδης και οι φίλοι του διέρρηξαν τις σχέσεις τους με την τροτσκιστική ορθοδοξία διότι έβλεπαν στην ΕΣΣΔ ένα νέο πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς που δεν έμοιαζε πλέον σε τίποτε με το «κράτος των εργατών» και που δεν τύγχανε της υπεράσπισης των κομμουνιστικών κομμάτων παρά στο βαθμό που αυτά τα ίδια απέβλεπαν στο να εγκαθιδρύσουν πανομοιότυπα καθεστώτα. Ο Καστοριάδης κατάλαβε αμέσως ότι η αναγνώριση του ολοκληρωτικού χαρακτήρα της ΕΣΣΔ συνεπαγόταν αναγκαστικά την εγκατάλειψη της ολότητας του μαρξισμού, αλλά κατεύθυνε τη σκέψη του σε έναν επανακαθορισμό του επαναστατικού σχεδίου που ο Λεφόρ, από τη μεριά του, εγκατέλειψε για να γίνει ο φιλόσοφος της δημοκρατίας, την οποία προσπάθησε να σκεφτεί μέσα στη ριζική της καινοφάνεια και χωρίς να οπισθοχωρεί απέναντι στο ερώτημα της σχέσης της με τις ολοκληρωτικές εμπειρίες του 20ού αιώνα.

Από αυτή την άποψη, αν θέλουμε να αποκτήσουμε μια ιδέα της πολιτικής του Λεφόρ, πρέπει να διαβάσουμε κατά προτεραιότητα, εκτός από το L’Invention démocratique (Η δημοκρατική ανακάλυψη, 1981) και την επιβλητική συλλογή άρθρων Le Temps présent, (Ο παρών καιρός, 2007) όπου συγκεντρώνονται τα πολιτικά γραπτά του που δημοσιεύτηκαν από το 1945 ώς το 2005. Θαυμάζουμε στο βιβλίο τη σιγουριά της ματιάς που τον έκανε να αποφύγει τα περισσότερα από τα λάθη στα οποία υπέπεσαν οι επιφανέστεροι από τους συγχρόνους του. Οξύς κριτικός του «προοδευτικού» Σαρτρ, που δημοσίευσε το 1952 στο περιοδικό Les Temps modernes το άρθρο «Οι κομμουνιστές και η ειρήνη», ο Λεφόρ υπήρξε ένας από τους καλύτερους αναλυτές της ουγγρικής εξέγερσης του 1956 που ήταν, πράγματι, η μόνη επαναστατική εμπειρία την οποία υποστήριξε αληθινά. Στρατευμένος υπέρ της ανεξαρτησίας της Αλγερίας, δεν είχε ποτέ αυταπάτες για το FLN [Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Αλγερίας], ενώ κατάλαβε από πολύ νωρίς το ρόλο που θα έπαιζε ο Ντε Γκωλ στη λήξη του πολέμου της Αλγερίας και στον εκσυγχρονισμό της γαλλικής κοινωνίας. Στήριξε τον Μάη του 1968 χωρίς να τρέφει όμως ψευδαισθήσεις για τις αρετές των αριστερίστικων μικρο-γραφειοκρατιών και ήταν ένας από τους πρώτους που κατάλαβαν τη σημασία του αγώνα των σοβιετικών αντιφρονούντων και το έργο του Σολζενίτσιν. Τις παραμονές της ανόδου του Φρανσουά Μιττεράν στην εξουσία, ο Λεφόρ ανέλυε διεισδυτικά την επιρροή που είχαν στην ενότητα της Αριστεράς οι αυταπάτες του προοδευτικού φιλοκομμουνισμού.

Συνέχεια ανάγνωσης

Για μια διαφορετική εμπειρία της πολιτικής

Standard

του Μικαέλ Φεσέλ

 

Δεν πιστεύουμε πλέον ότι η πολιτική εμπειρία είναι δυνατή. Λυτρωμένοι από τα πάντα, και πρωτίστως από τις αυταπάτες, δυσπιστούμε απέναντι στα συλλογικά σχέδια και στα συλλογικά αισθήματα: υπερβολικά ρομαντικά, ασύμβατα με τη μετριοπαθή διαύγεια του 21ου αι., ενίοτε εγκληματικά.

Το έργο και το ύφος του Κλωντ Λεφόρ ορθώνονται ενάντια σε αυτή την έλλειψη πίστης που τις περισσότερες φορές τρέπεται σε κυνισμό. Η αντιολοκληρωτική σκέψη έχει συχνά κατηγορηθεί ως υπεύθυνη για τον θρίαμβο του εμπορικού ρεαλισμού. Δεν υπάρχει χειρότερη διαστρέβλωση. Πρώτον διότι ο αντιολοκληρωτισμός δεν συγκροτεί σύστημα: δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στον βεβιασμένο μοραλισμό των νέων φιλοσόφων και σε αυτόν τον υπομονετικό γεωμέτρη του πολιτικού που ήταν ο Κλωντ Λεφόρ. Έπειτα, επειδή συγχέουμε την πολιτική εμπειρία με την επανάσταση, και την επανάσταση με τον ενωτικό ξεσηκωμό των μαζών. Το πρώτο, λοιπόν, δίδαγμα του Λεφόρ είναι ότι η επανάσταση έχει πραγματοποιηθεί, ότι είναι δημοκρατική και ότι  προεκτείνεται σήμερα, παρά τις απόπειρες να αποδυναμωθούν τα αποτελέσματά της.

Σε μια δημοκρατία, ούτε ο διανοούμενος ούτε ο  ειδικός κατέχουν τα μυστικά της κοινωνίας: είναι μια επίπονη κατάσταση για αυτούς που ισχυρίζονται ότι καθοδηγούν το πραγματικό από τη θέση των βεβαιοτήτων τους.

Υπάρχουν λοιπόν ακόμη πολιτικές εμπειρίες, αλλά δεν ανήκουν κατ’ αποκλειστικότητα ούτε σε ορισμένους τόπους ούτε σε ορισμένους δρώντες.

Συνέχεια ανάγνωσης

Οι συμβολές και τα όρια ενός μείζονος στοχαστή

Standard

της  Ιζαμπέλ Γκαρό

μετάφραση: Μιχάλης Πάγκαλος

Ο Κλωντ Λεφόρ τη δεκαετία του 1970

Τοποθετημένη μεταξύ του Ψυχρού Πολέμου και της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ, η θεωρητική διαδρομή του Κλωντ Λεφόρ υιοθετεί και, συγχρόνως, συμβάλλει στην αποτύπωση της πορείας μιας ήττας, ήτοι της ήττας της αριστεράς του κοινωνικού μετασχηματισμού. Αν, ωστόσο, τρέψουμε αυτή τη διαπίστωση σε ανοιχτό ερώτημα, ερώτημα επίσης θεμελιωδώς «ακαθόριστο», τότε μας οδηγεί στο να θέσουμε το πιο επίκαιρο από όλα τα ζητήματα: πώς να οικοδομήσουμε και ταυτόχρονα να επανακαθορίσουμε μια αλτερνατίβα σε αυτόν τον καπιταλισμό της κρίσης και των καταστροφικών σπασμών; Διότι, ενώπιον της κρίσης και του ίδιου του αντιολοκληρωτικού λόγου, που θριάμβευσε σε βαθμό που να χάσει το αντικείμενο και ταυτόχρονα τον αντίπαλό του, μπορεί και πρέπει να τεθεί ξανά υπό ερώτηση τόσο η κρίση μιας σοσιαλδημοκρατίας που προσηλυτίστηκε στο φιλελευθερισμό, όσο και η συναφής κρίση όλης της Αριστεράς.

Ο Κλωντ Λεφόρ, από τη μεριά του, είχε καταγγείλει πίσω από την «άγρια δυναμική» του καπιταλισμού τον κίνδυνο ενός οικονομισμού που θα καταργεί την πολιτική. Και αυτό είναι το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε σήμερα, διότι τις παλαιές δημοκρατικές υποσχέσεις τις διαδέχτηκε ο ρατσισμός του κράτους, οι πολιτικές της καταστολής και η στρατιωτικοποίηση του κόσμου στην προοπτική της απορρόφησης της έκρηξης των ανισοτήτων. Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα; Το ερώτημα τίθεται εκ νέου, εν μέρει εξαιτίας αυτών που, όπως ο Κλωντ Λεφόρ, πήραν το ρίσκο να ομολογήσουν τους «ευτυχείς» αρραβώνες καπιταλισμού και δημοκρατίας.

 


Τι είναι η οικολογική δημοκρατία

Standard

του Τάκη Νικολόπουλου

Ποια σχέση μπορεί να έχει το οικολογικό πρόβλημα (παρά την αυξανόμενη  τελευταία, αλλά μειοψηφική εντούτοις, αμφισβήτησή του, είτε από ευρωπαίους σκεπτικιστές επιστήμονες είτε –στο πλαίσιο της γενικότερης κατά το περιοδικό  Nature απαξιωμένης  επιστήμης («science scorned»)[1]— από  συντηρητικούς αμερικανούς «εμπόρους της αμφιβολίας»)[2] με την κριτική που υφίσταται εδώ και αρκετά χρόνια, από δεξιά και αριστερά, η δημοκρατία  στην αντιπροσωπευτική της εκδοχή (και η οποία συνοδεύεται και με άλλα «κοσμητικά» επίθετα: συναλλακτική, επαγγελματική, τηλεδημοκρατία κ.ά); Μήπως η λύση ή βελτίωση του οικολογικού προβλήματος, που είναι εν τέλει πολιτικό πρόβλημα,  είναι άμεσα συναρτημένη με μια αλλαγή  του μοντέλου της πολιτικής δημοκρατίας,  ούτως ώστε να μιλάμε, όπως πριν μερικά χρόνια, εκπλήσσοντάς μας θετικά, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας,  για οικολογική δημοκρατία; Και εάν ναι, σε ποιο βαθμό και σε ποιο επίπεδο, Τοπικό; Εθνικό; Παγκόσμιο;.  Τρεις θεωρήσεις καταγράφονται:

Α. Μια πρώτη θεώρηση της οικολογικής  δημοκρατίας έχει περιβαλλοντικό χαρακτήρα και ταυτίζεται  αφενός με αυτό που ο αείμνηστος καθηγητής  Γ.  Παπαδημητρίου  πρώτος είχε ονομάσει «περιβαλλοντικό  σύνταγμα» (άρθρο 24  Σ),  και αφετέρου,  περιεχομενικά,  ιδεολογικά  και στρατηγικά, με την αμφιλεγόμενη και αμφισβητούμενη έννοια της  βιώσιμης  ή αειφόρου –οι όροι μάλλον δεν ταυτίζονται– ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, εδώ  η οικολογική δημοκρατία  εμπεριέχεται στο (και υλοποιείται από το) κράτος, την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, την οικονομική μεγέθυνση μέσω της λεγόμενης (κλασικής) περιβαλλοντικής οικονομίας (Hotelling, Pigou) ή αργότερα οικολογία της αγοράς (κανόνες, οικονομικά εργαλεία της αγοράς)  και πράσινη ανάπτυξη, στην τεχνο-επιστήμη. Ειδικότερα, στο πλαίσιο του περιβαλλοντικού συντάγματος  και της περιβαλλοντικής διακυβέρνησης (βλ. παρακάτω) το κράτος αυτής της δημοκρατίας παρεμβαίνει σε επείγουσες οικολογικές καταστάσεις, όπως άλλωστε και σε χρηματοπιστωτικές, για να σώσει τις υποτιθέμενες αυτορρυθμιζόμενες αγορές (φυσικών πόρων).

Συνέχεια ανάγνωσης

Η βία του Δεκέμβρη: μύθος και πραγματικότητα

Standard

του Δημήτρη Παπανικολόπουλου

 

Αν έλειπαν κάποια από τα συστατικά στοιχεία της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, ίσως να μη μιλούσαμε σήμερα για την εξέγερση του Δεκέμβρη. Θα κινητοποιούνταν τόσο μαζικά οι μαθητές, αν δεν ήταν μαθητής ο νεκρός; Θα στήριζαν τους μαθητές οι γονείς και οι καθηγητές τους; Θα έκλειναν τα σχολεία με εντολή του ίδιου του Υπουργείου; Όλοι αυτοί οι παράγοντες διευκόλυναν τις μαθητικές κινητοποιήσεις.

Θα υπήρχε πάνδημη κατακραυγή εναντίον του δράστη αστυνομικού, και σε μεγάλο βαθμό και της αστυνομίας και της κυβέρνησης, αν το παιδί δεν είχε δολοφονηθεί «χωρίς λόγο», αλλά είχε διαπράξει «κάποιο παράπτωμα», όπως ήταν και η αρχική εκδοχή των συμβατικών ΜΜΕ; Θα κινητοποιούνταν τόσος κόσμος χωρίς αυτή την έσχατη αδικία; Θα ξεδιπλωνόταν σε τέτοιο εύρος το βίαιο διεκδικητικό ρεπερτόριο χωρίς την πολιτική ευκαιρία που συνιστούσε η μαζική κατακραυγή και κινητοποίηση; Θα υπήρχε άραγε αυτή η κινητοποίηση αν δεν υπήρχαν μάρτυρες και δεν γινόταν ευρέως γνωστό, και μάλιστα αμέσως; Θα ήταν δυνατή η αστραπιαία διάχυση της πληροφορίας και ο συντονισμός, πριν καν αντιδράσει η κυβέρνηση, χωρίς τη διάδοση των νέων τεχνολογιών;

Αν όλα αυτά λάμβαναν χώρα αρκετά χρόνια πριν, χωρίς την ύπαρξη των νέων τεχνολογιών και άρα με σχετική καθυστέρηση, δεν είναι πιθανό ότι η κυβέρνηση θα είχε χρόνο να οργανώσει την αντίδρασή της με καλύτερο τρόπο; Αν η δολοφονία δεν είχε γίνει στα Εξάρχεια, αλλά σε άλλη περιοχή της Αθήνας ή σε άλλη πόλη της Ελλάδας, θα υπήρχαν συγκρούσεις με την αστυνομία λίγη ώρα μετά τη δολοφονία; Αν δεν είχε εγκαινιαστεί το σπιράλ «βία-καταστολή» από τις πρώτες ήδη ώρες, θα είχε δημιουργηθεί τέτοια πόλωση που απομόνωνε την κυβέρνηση και έφερνε κοντά μετριοπαθείς και ριζοσπαστικές δυνάμεις; Αν μια απονομιμοποιημένη κυβέρνηση δεν αποφάσιζε να αντιμετωπίσει το ζήτημα ως απλό ζήτημα «νόμου και τάξης», αλλά το αντιμετώπιζε ως πολιτικό, θα είχε δημιουργήσει τέτοια πόλωση σαν αυτή που επέτρεψε τη δημιουργία μιας –πλαδαρής έστω — συμμαχίας εναντίον της; Αν η κυβέρνηση δεν ήταν τόσο απονομιμοποιημένη και απορριπτέα για τα έργα και τις ημέρες της, δεν είναι πιθανό να μπορούσε να ασκήσει μια πιο αποφασιστική πολιτική πυγμής;

Χωρίς λοιπόν την πολιτική ευκαιρία που συνιστούσε η μαζική κατακραυγή της κυβέρνησης και η σύμπηξη μιας άτυπης συμμαχίας στη βάση αυτής, η οποία μάλιστα πλημμύρισε τους δρόμους της χώρας, πώς μπορεί να νοηθεί η βίαιη δράση σε τέτοια έκταση συνήθως μη βίαιων διαδηλωτών; Πώς μπορεί να νοηθεί  η δράση των αντιεξουσιαστών χωρίς τις μάζες των διαδηλωτών που προστάτευαν με τη φυσική παρουσία τους  τούς αντιεξουσιαστές και χωρίς τη μαζική κατακραυγή της κυβέρνησης που τους πρόσφερε την απαραίτητη νομιμοποίηση; Οι αντιεξουσιαστές προσπαθούσαν να εκτρέψουν, ως συνήθως, τους πολλούς σε πιο ριζοσπαστικές μορφές δράσης. Αυτό δεν προϋποθέτει την παρουσία των πολλών σε συνθήκες μάλιστα κινητοποίησης και πόλωσης με την κυβέρνηση;

Συνέχεια ανάγνωσης

Τα κακά κείμενα

Standard

Έργο του Ανρί Ματίς (λεπτομέρεια

της Ιωάννας Μεϊτάνη

Η επιμέλεια κειμένων είναι ένα επάγγελμα. Όπως τα περισσότερα επαγγέλματα, είναι κι αυτό χρήσιμο. Για να το ασκήσεις δεν αρκεί να «ξέρεις καλά ελληνικά», όπως νομίζουν πολλοί. Εκτός από άριστη γνώση της γλώσσας απαιτεί και εξαιρετικά  ευαίσθητο γλωσσικό αισθητήριο, ευρεία καλλιέργεια, υπομονή, επιείκεια και κριτική διάθεση μαζί, κατανόηση, γερά νεύρα ενίοτε. Στον επαγγελματία που το ασκεί αφήνει μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια, πόνους στον αυχένα και στη μέση, πιασίματα, κρύα πόδια, ενίοτε τενοντίτιδες, αλλά, κυρίως, χαμηλές αποδοχές, περιόδους ανεργίας χωρίς επίδομα, σαββατοκύριακα, γιορτές και αργίες που δεν διαφέρουν από τις εργάσιμες ημέρες.

Στην Ελλάδα η επιμέλεια δεν είναι αναγνωρισμένο επάγγελμα· δεν υπάρχει καν αντίστοιχος κωδικός στην εφορία, αν πας να ανοίξεις βιβλία και δηλώσεις επιμελήτρια, θα σε κοιτάξουν παράξενα. Οι επιμελητές αντιμετωπίζουν μια άγρια πραγματικότητα: απαξίωση και υποτίμηση της δουλειάς τους –προσφάτως και κατάργησή της ως άχρηστης: ορισμένοι εκδοτικοί οίκοι ανακοινώνουν ότι κόβουν τις επιμέλειες–, άνισες και σκληρές ατομικές διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες, λίγα χρήματα για πολλές ώρες εργασίας, ενώ ταυτόχρονα οι απαιτήσεις για ένα καλό αποτέλεσμα είναι υψηλές.

Δέκα χρόνια τώρα, έχω κουραστεί να εξηγώ ποιο είναι το αντικείμενο της δουλειάς των επιμελητών. Αντί να το περιγράψω λοιπόν ξανά, θα επιχειρήσω τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις:

1) Ποιο είναι το πιο σύντομο ανέκδοτο που μπορείτε να πείτε σε έναν επιμελητή; «Το κείμενο είναι μια χαρά και δεν χρειάζεται επιμέλεια».

2) Πρόσκληση σε μια μικρή βόλτα στο μυαλό ενός επιμελητή: με τη φράση «Εάν θέλουμε να διορθώσουμε τα κακά κείμενα, πρέπει να εργαστούμε σκληρά», οποιοσδήποτε άνθρωπος θα καταλάβαινε ότι ένα κακό κείμενο θέλει σκληρή δουλειά για να βελτιωθεί. Ο δαιμόνιος επιμελητής (γιατί πάντα είναι δαιμόνιος) θα υποπτευτεί –και είναι πολύ πιθανόν να έχει δίκιο– ότι σημαίνει: για να διορθώσουμε τα κακώς κείμενα χρειάζεται σκληρή δουλειά. Ένα γράμμα λάθος.

3) Παλιότερα, όταν απαντούσα «επιμελήτρια» στην ερώτηση «τι δουλειά κάνεις;», εισέπραττα συχνα βλέμματα απορίας. Παλιότερα, όταν απανταχουσα επιμελήτρια στην ερώτηση τί δουλειά κάνεις;, συχνά εισέπραττα βλέμματα απορίας.. Βλέμματα απορίας εισέπραττα συχνά παλιότερα , όταν απαντούσα «επμελητρια» στην ερώτηση «τί δουλειά κάνεις;». Παλιότερα , ρωτώντας με «τι δουλειά κάνεις;», απατούσα «επιμελήρτια» και εισέπρατα συχνά βλεμματα απορίας. Παλιότερα, ότνα με ρωτούσαν «τί δουλεία κάνεις;», και απατνούσα «επιμελίτρια», εισέπρατα συχνά βλέμματα απορείας.

Η βόλτα τελείωσε. Πίσω στην πραγματικότητα: Τα κακά κείμενα διορθώνονται. Με επιμέλεια. Τα κακώς κείμενα του επαγγέλματος της επιμέλειας, δυσκολότερα. Χρειάζεται οργάνωση, αγώνας συλλογικός και επίμονος, ειδικά τώρα που η δουλειά απαξιώνεται ακόμη περισσότερο. Το επάγγελμα της επιμέλειας δεν είναι λόξα και εμμονή φιλολογική, είναι απαραίτητο στάδιο πριν από τη δημοσιοποίηση οποιουδήποτε κειμένου. Εάν εκλείψει, τα κακώς κείμενα θα έχουν ως αποτέλεσμα κακά κείμενα – και μια ακόμη φουρνιά ανέργων.

 

Την Πέμπτη

Μεταξύ γραφής και ανάγνωσης: Μια συζήτηση  του ΣΜΕΔ για την επιμέλεια

Ο Σύλλογος Μεταφραστών, Επιμελητών, Διορθωτών (ΣΜΕΔ) οργανώνει εκδήλωση για την επιμέλεια και τους επαγγελματίες που κρύβονται πίσω από κάθε βιβλίο ή κείμενο που έχει γραφτεί ή μεταφραστεί στα ελληνικά.

Θέματα που θα συζητηθούν: • Τι είναι επιμέλεια και ποια τα όριά της • Μετάφραση και επιμέλεια, συγγραφή και επιμέλεια  • Εξέλιξη του επαγγέλματος στην Ελλάδα • Επαγγελματικές συνθήκες και εργασιακό καθεστώς. Ομιλητές:

Δημοσθένης Κερασίδης, επιμελητής

Θωμάς Σκάσσης, συγγραφέας, μεταφραστής

Κωστούλα Σκλαβενίτη, ιστορικός, επιμελήτρια

Κώστας Σπαθαράκης, μεταφραστής, επιμελητής

Γιάννης Χάρης, μεταφραστής, επιμελητής

Η εκδήλωση θα γίνει στο Σπίτι της Κύπρου (Ηρακλείτου 10), την Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου, στις 7.30 μ.μ.

Οι ιεραπόστολοι και ο νέος πολίτης

Standard

του Νικόλα Σεβαστάκη

Από τις συστάσεις του Στρως-Καν ως τα τακτικά διαγγέλματα του έλληνα πρωθυπουργού μαθαίνουμε αυτό που ήδη γνωρίζαμε: ότι ο στόχος της μεγάλης συλλογικής θεραπείας είναι μια νέα μορφή συνείδησης ή μια νέα ιδιότητα του πολίτη. Κατά κάποιον τρόπο με μια τέτοια φιλόδοξη αναφορά στoν νέο πολίτη, η δήλωση του διευθυντή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου περί «νίκης της Αριστεράς» στις πρόσφατες περιφερειακές και δημοτικές εκλογές μοιάζει λιγότερο ειρωνική και σχεδόν ακριβής. Παντού στην Ευρώπη προκρίνονται πολιτικές, μέτρα, ρυθμίσεις οι οποίες προσομοιάζουν με τις δικές μας. Πουθενά ωστόσο δεν εμφανίζεται με τέτοια ένταση και έμφαση η αξίωση για έναν νέο άνθρωπο, για την παραγωγή ενός άλλου εαυτού που θα ενσωματώνει επιτέλους την αναγκαιότητα ως ελευθερία. Η συντηρητική ή δεξιά λογική της λιτότητας είναι πολύ λιγότερο ιδεολογική από την αντίστοιχη εκδοχή της «αριστερής» (με την έννοια που δίδουν στον όρο Dominique και Γιώργος) αναμόρφωσης.

Εκτιμώ ότι αυτό το στοιχείο είναι καθοριστικό για να κατανοήσουμε τη διαφορά της σημερινής στιγμής από τις παλιότερες εφαρμογές περιοριστικών οικονομικών πολιτικών. Η σημερινή στιγμή, πέρα από το γεγονός της κρίσης του χρέους και των όρων του Μνημονίου, υπάγεται άμεσα σε μια ηθική Ιδέα, αν όχι σε μια θεωρία για τον ελληνικό χαρακτήρα και την αλλαγή του. Η δεξιά λιτότητα είναι συνήθως η πραγματιστική συμμόρφωση στους φετφάδες της ορθόδοξης οικονομικής θεωρίας. Μένει ικανοποιημένη με την τυπική συμφωνία ή την ελέω ρουτίνας νομιμοφροσύνη των απλών ανθρώπων σε πραγματικότητες που θεωρούνται φύσει ατελείς και κατά βάση μυστηριώδεις. Αντίθετα η «αριστερή» θέαση διαθέτει άλλου μεγέθους και κλίμακας αξιώσεις. Η υιοθέτηση των φιλελεύθερων τομών από «σοσιαλιστές» είναι μη φιλελεύθερη με την έννοια ότι συγχέει συστηματικά το πολιτικό με το θρησκευτικό, τον δημόσιο λόγο με την ηθικοπλαστική κατήχηση, την εκάστοτε μεταρρύθμιση με μια σωτηριολογική κλήτευση.

Συνέχεια ανάγνωσης