του Δημήτρη Παπανικολόπουλου
Αν έλειπαν κάποια από τα συστατικά στοιχεία της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, ίσως να μη μιλούσαμε σήμερα για την εξέγερση του Δεκέμβρη. Θα κινητοποιούνταν τόσο μαζικά οι μαθητές, αν δεν ήταν μαθητής ο νεκρός; Θα στήριζαν τους μαθητές οι γονείς και οι καθηγητές τους; Θα έκλειναν τα σχολεία με εντολή του ίδιου του Υπουργείου; Όλοι αυτοί οι παράγοντες διευκόλυναν τις μαθητικές κινητοποιήσεις.
Θα υπήρχε πάνδημη κατακραυγή εναντίον του δράστη αστυνομικού, και σε μεγάλο βαθμό και της αστυνομίας και της κυβέρνησης, αν το παιδί δεν είχε δολοφονηθεί «χωρίς λόγο», αλλά είχε διαπράξει «κάποιο παράπτωμα», όπως ήταν και η αρχική εκδοχή των συμβατικών ΜΜΕ; Θα κινητοποιούνταν τόσος κόσμος χωρίς αυτή την έσχατη αδικία; Θα ξεδιπλωνόταν σε τέτοιο εύρος το βίαιο διεκδικητικό ρεπερτόριο χωρίς την πολιτική ευκαιρία που συνιστούσε η μαζική κατακραυγή και κινητοποίηση; Θα υπήρχε άραγε αυτή η κινητοποίηση αν δεν υπήρχαν μάρτυρες και δεν γινόταν ευρέως γνωστό, και μάλιστα αμέσως; Θα ήταν δυνατή η αστραπιαία διάχυση της πληροφορίας και ο συντονισμός, πριν καν αντιδράσει η κυβέρνηση, χωρίς τη διάδοση των νέων τεχνολογιών;
Αν όλα αυτά λάμβαναν χώρα αρκετά χρόνια πριν, χωρίς την ύπαρξη των νέων τεχνολογιών και άρα με σχετική καθυστέρηση, δεν είναι πιθανό ότι η κυβέρνηση θα είχε χρόνο να οργανώσει την αντίδρασή της με καλύτερο τρόπο; Αν η δολοφονία δεν είχε γίνει στα Εξάρχεια, αλλά σε άλλη περιοχή της Αθήνας ή σε άλλη πόλη της Ελλάδας, θα υπήρχαν συγκρούσεις με την αστυνομία λίγη ώρα μετά τη δολοφονία; Αν δεν είχε εγκαινιαστεί το σπιράλ «βία-καταστολή» από τις πρώτες ήδη ώρες, θα είχε δημιουργηθεί τέτοια πόλωση που απομόνωνε την κυβέρνηση και έφερνε κοντά μετριοπαθείς και ριζοσπαστικές δυνάμεις; Αν μια απονομιμοποιημένη κυβέρνηση δεν αποφάσιζε να αντιμετωπίσει το ζήτημα ως απλό ζήτημα «νόμου και τάξης», αλλά το αντιμετώπιζε ως πολιτικό, θα είχε δημιουργήσει τέτοια πόλωση σαν αυτή που επέτρεψε τη δημιουργία μιας –πλαδαρής έστω — συμμαχίας εναντίον της; Αν η κυβέρνηση δεν ήταν τόσο απονομιμοποιημένη και απορριπτέα για τα έργα και τις ημέρες της, δεν είναι πιθανό να μπορούσε να ασκήσει μια πιο αποφασιστική πολιτική πυγμής;
Χωρίς λοιπόν την πολιτική ευκαιρία που συνιστούσε η μαζική κατακραυγή της κυβέρνησης και η σύμπηξη μιας άτυπης συμμαχίας στη βάση αυτής, η οποία μάλιστα πλημμύρισε τους δρόμους της χώρας, πώς μπορεί να νοηθεί η βίαιη δράση σε τέτοια έκταση συνήθως μη βίαιων διαδηλωτών; Πώς μπορεί να νοηθεί η δράση των αντιεξουσιαστών χωρίς τις μάζες των διαδηλωτών που προστάτευαν με τη φυσική παρουσία τους τούς αντιεξουσιαστές και χωρίς τη μαζική κατακραυγή της κυβέρνησης που τους πρόσφερε την απαραίτητη νομιμοποίηση; Οι αντιεξουσιαστές προσπαθούσαν να εκτρέψουν, ως συνήθως, τους πολλούς σε πιο ριζοσπαστικές μορφές δράσης. Αυτό δεν προϋποθέτει την παρουσία των πολλών σε συνθήκες μάλιστα κινητοποίησης και πόλωσης με την κυβέρνηση;
Αξίζει στο σημείο αυτό να επεκταθώ προκειμένου να ελεγχθούν δύο απ’ τους πρώτους μύθους που δημιουργήθηκαν σε σχέση με το Δεκέμβρη. Πρόκειται αφενός για την ταύτιση της εξέγερσης με τις καταστροφές και αφετέρου με τους αντιεξουσιαστές. Όπως φαίνεται και από τα διαγράμματα, οι βίαιες δράσεις αποτέλεσαν ένα μικρό ποσοστό των συνολικών δράσεων, οι οποίες αυξομειώνονταν σε ευθέως ανάλογο βαθμό με την αυξομείωση του συνόλου των συγκρουσιακών γεγονότων. Πιο συγκεκριμένα, το βίαιο ρεπερτόριο αφορά ένα 18% του συνολικού ρεπερτορίου, καθώς μόνο 79 συγκρουσιακά γεγονότα στα 440 καταγεγραμμένα εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία, ενώ τις περισσότερες φορές η βίαιη δράση προκύπτει ως προέκταση μιας προηγουμένως συμβατικής ή παρεμποδιστικής δράσης. Τα ποσοστά αυτά μάλιστα θα άλλαζαν συντριπτικά υπέρ της παρεμποδιστικής δράσης, αν συμπεριλαμβάναμε και τις καταλήψεις σε σχολεία (περίπου 900) και σχολές (περίπου 100), για τις οποίες όμως είναι πολύ δύσκολο να έχουμε ακριβή στοιχεία. Σε μια τέτοια περίπτωση πάντως, το ποσοστό των βίαιων δράσεων δεν θα ξεπερνούσε το 5,5%. Η ταύτιση λοιπόν της εξέγερσης του Δεκέμβρη με τη βία και τις καταστροφές δεν απορρέει από την πραγματικότητα, αλλά από την πλαισίωσή της από τα τηλεοπτικά ΜΜΕ, που αφιέρωσαν τη συντριπτική πλειονότητα του τηλεοπτικού χρόνου στο 5,5% των συγκρουσιακών γεγονότων, καθώς και στην κυβέρνηση και μέρος του κομματικού συστήματος που προωθούσαν μια πλαισίωση που αγνοούσε επιδεικτικά το υπόλοιπο 94,5% των δράσεων.
Όσον αφορά δε στους δράστες των βίαιων γεγονότων, είτε πρόκειται για επιθέσεις είτε για καταστροφές είτε για συγκρούσεις, αυτές συμβαίνουν στις 53 από τις 104 κινητοποιήσεις που συμμετέχουν οι μαθητές, στις 45 από τις 110 κινητοποιήσεις που συμμετέχουν οι φοιτητές και οι αριστεροί και στις 77 από τις 109 κινητοποιήσεις που συμμετέχουν οι αντιεξουσιαστές. Ειδικότερα για τις φθορές, μικρές ή εκτεταμένες, αυτές συμβαίνουν στο 51% των κινητοποιήσεων που συμμετέχουν μαθητές, στο 60% των κινητοποιήσεων που συμμετέχουν φοιτητές και αριστεροί και στο 74% των κινητοποιήσεων που συμμετέχουν αντιεξουσιαστές. Κατά 41% οι μαθητές ήταν χωρίς τους αντιεξουσιαστές, ενώ το ίδιο ισχύει και για τους φοιτητές και τους αριστερούς (36%). Χωρίς μαθητές, φοιτητές ή άλλους ήταν και οι αντιεξουσιαστές στο 78% των περιπτώσεων που συμμετείχαν σε κάποια μορφή φθοράς. Όλα αυτά μας δείχνουν ότι, παρόλο που οι αντιεξουσιαστές είχαν μια προνομιακή σχέση με το βίαιο ρεπερτόριο, δεν ήταν μόνοι ούτε ήταν οι μόνοι. Ήταν αναμφίβολα αυτοί που ανέδειξαν στη δημόσια σφαίρα –ως αναπόδραστο μάλιστα– το ζήτημα της δολοφονίας μέσω ενός ρεπερτορίου που έμελλε να γίνει παραδειγματικό. Δεν θα μπορούσε ωστόσο να γίνει παραδειγματικό χωρίς τη μαζική κινητοποίηση και την πόλωση που δημιουργούσαν την υλική και αξιακή πολιτική ευκαιρία αντίστοιχα. Δεν θα μπορούσε να γίνει παραδειγματικό, αν η διάχυτη και σκληρή καταστολή, που τροφοδοτούσε την πόλωση και ενέτεινε την κινητοποίηση, δεν προσδιόριζε για την πλατιά συμμαχία των κινητοποιούμενων ένα συνεχώς διευρυνόμενο μείγμα απειλών και ευκαιριών. Η βίαιη αντίδραση, που ίσως a priori ήταν επιθυμητή, δίκαιη και δυνατή για κάποιους, έγινε επιθυμητή και δυνατή για περισσότερους και δίκαιη για πολύ περισσότερους. Όταν μετά τις πρώτες μέρες η κοινωνική και γεωγραφική διάχυση της εξέγερσης άρχισε να υποχωρεί, άρχισαν να υποχωρούν με τους ίδιους ρυθμούς και οι βίαιες διαμαρτυρίες.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο).
Το κείμενο είναι απόσπασμα από το άρθρο «Contentious December’s causal mechanisms» που περιλαμβάνεται στον υπό έκδοση συλλογικό τόμο των εκδόσεων Ashgate Publishing, επιμ. Hank Johnston και Seraphim Seferiades.
Διάγραμμα 1: Ποσοστό των διαφόρων τύπων ρεπερτορίου χωρίς καταλήψεις (α΄ στήλη) και με τις καταλήψεις (β΄ στήλη)
Διάγραμμα 2: εξέλιξη των διαφορετικών τύπων του ρεπερτορίου δράσης