του Φιλίπ Ρεϋνώ
μετάφραση: Μιχάλης Πάγκαλος
Ο Κλωντ Λεφόρ κατελάμβανε μια μοναδική θέση στη σύγχρονη γαλλική φιλοσοφία, την οποία δεν μπορούμε να κατανοήσουμε αν παραβλέψουμε την πρωτοτυπία της πολιτικής του διαδρομής. Υπήρξε ένας από τους λιγοστούς γάλλους φιλοσόφους που έκαναν την πολιτική το κεντρικό θέμα του φιλοσοφικού τους έργου, χωρίς ωστόσο να αποδεχτεί την αγωνιστική έννοια της φιλοσοφίας που θριάμβευσε τη δεκαετία του ’70. Υπήρξε επίσης, και προπαντός, ένας από τους ελαχιστότατους Γάλλους διανοούμενους που παρέμειναν πιστοί στην Αριστερά, χωρίς ποτέ να εκφράσουν την παραμικρή συμπάθεια για τη ρητορική του «προοδευτισμού» που άλωσε τη Γαλλία μεταπολεμικά.
Ο Κλωντ Λεφόρ υπήρξε, μαζί με τον Κορνήλιο Καστοριάδη, ένας από τους ιδρυτές της ομάδας «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» που γεννήθηκε από μια διάσπαση του γαλλικού τροτσκιστικού κινήματος. Παρόλο που η ομάδα αυτή ήθελε να είναι επαναστατική, δεν έπεσε ποτέ θύμα της αγαπημένης αυταπάτης των αριστερισμών της δεκαετίας του ’70, σύμφωνα με την οποία το Κομμουνιστικό Κόμμα θα γινόταν ένα «ρεφορμιστικό κόμμα» και θα έπρεπε να του υπενθυμίσουμε τα καθήκοντά του ωθώντας το να πραγματοποιήσει, παρά τη θέλησή του, μια επανάσταση την οποία θα είχε προδώσει. Ο Καστοριάδης και οι φίλοι του διέρρηξαν τις σχέσεις τους με την τροτσκιστική ορθοδοξία διότι έβλεπαν στην ΕΣΣΔ ένα νέο πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς που δεν έμοιαζε πλέον σε τίποτε με το «κράτος των εργατών» και που δεν τύγχανε της υπεράσπισης των κομμουνιστικών κομμάτων παρά στο βαθμό που αυτά τα ίδια απέβλεπαν στο να εγκαθιδρύσουν πανομοιότυπα καθεστώτα. Ο Καστοριάδης κατάλαβε αμέσως ότι η αναγνώριση του ολοκληρωτικού χαρακτήρα της ΕΣΣΔ συνεπαγόταν αναγκαστικά την εγκατάλειψη της ολότητας του μαρξισμού, αλλά κατεύθυνε τη σκέψη του σε έναν επανακαθορισμό του επαναστατικού σχεδίου που ο Λεφόρ, από τη μεριά του, εγκατέλειψε για να γίνει ο φιλόσοφος της δημοκρατίας, την οποία προσπάθησε να σκεφτεί μέσα στη ριζική της καινοφάνεια και χωρίς να οπισθοχωρεί απέναντι στο ερώτημα της σχέσης της με τις ολοκληρωτικές εμπειρίες του 20ού αιώνα.
Από αυτή την άποψη, αν θέλουμε να αποκτήσουμε μια ιδέα της πολιτικής του Λεφόρ, πρέπει να διαβάσουμε κατά προτεραιότητα, εκτός από το L’Invention démocratique (Η δημοκρατική ανακάλυψη, 1981) και την επιβλητική συλλογή άρθρων Le Temps présent, (Ο παρών καιρός, 2007) όπου συγκεντρώνονται τα πολιτικά γραπτά του που δημοσιεύτηκαν από το 1945 ώς το 2005. Θαυμάζουμε στο βιβλίο τη σιγουριά της ματιάς που τον έκανε να αποφύγει τα περισσότερα από τα λάθη στα οποία υπέπεσαν οι επιφανέστεροι από τους συγχρόνους του. Οξύς κριτικός του «προοδευτικού» Σαρτρ, που δημοσίευσε το 1952 στο περιοδικό Les Temps modernes το άρθρο «Οι κομμουνιστές και η ειρήνη», ο Λεφόρ υπήρξε ένας από τους καλύτερους αναλυτές της ουγγρικής εξέγερσης του 1956 που ήταν, πράγματι, η μόνη επαναστατική εμπειρία την οποία υποστήριξε αληθινά. Στρατευμένος υπέρ της ανεξαρτησίας της Αλγερίας, δεν είχε ποτέ αυταπάτες για το FLN [Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Αλγερίας], ενώ κατάλαβε από πολύ νωρίς το ρόλο που θα έπαιζε ο Ντε Γκωλ στη λήξη του πολέμου της Αλγερίας και στον εκσυγχρονισμό της γαλλικής κοινωνίας. Στήριξε τον Μάη του 1968 χωρίς να τρέφει όμως ψευδαισθήσεις για τις αρετές των αριστερίστικων μικρο-γραφειοκρατιών και ήταν ένας από τους πρώτους που κατάλαβαν τη σημασία του αγώνα των σοβιετικών αντιφρονούντων και το έργο του Σολζενίτσιν. Τις παραμονές της ανόδου του Φρανσουά Μιττεράν στην εξουσία, ο Λεφόρ ανέλυε διεισδυτικά την επιρροή που είχαν στην ενότητα της Αριστεράς οι αυταπάτες του προοδευτικού φιλοκομμουνισμού.
Το φιλοσοφικό έργο του Κλωντ Λεφόρ επικεντρώνεται στην αντίθεση δημοκρατία-ολοκληρωτισμός, την οποία ανανεώνει χάρις σε μια πρωτότυπη θέαση της δημοκρατίας που γεννήθηκε από την απρόσμενη συνάντηση της φαινομενολογικής κληρονομιάς με τη σκέψη του Μακιαβέλλι.
Από τον Μερλώ Ποντύ (και αναμφίβολα από τον Χάιντεγκερ) ο Λεφόρ έμαθε να δυσπιστεί ταυτόχρονα απέναντι στη μεταφυσική του ορθολογισμού και στην αυταπάτη μιας άμεσης σύλληψης του νοήματος των ανθρώπινων πραγμάτων.
Από τον Μακιαβέλλι κράτησε την ιδέα ότι όλες οι κοινωνίες οργανώνονται γύρω από την αντίθεση μεταξύ των «μεγάλων» και του «λαού», που δεν διαθέτει αφ’ εαυτού τη δύναμη να υπερβεί αυτή την πόλωση που αποτελεί ωστόσο την πηγή της ελευθερίας του, στο βαθμό που ο λαός ορίζεται αρνητικά από την επιθυμία να μην είναι καταπιεσμένος. Από εδώ απορρέει και η κεντρική θέση του Λεφόρ: αν η «πρωτογενής διχοτομία» του κοινωνικού είναι καθ’ εαυτή αξεπέραστη, αυτό δεν σημαίνει ότι η μοντέρνα δημοκρατία αντιπροσωπεύει λιγότερο μια ριζικά νέα εμπειρία, στο βαθμό που προσλαμβάνει αυτή τη διχοτομία και παράγει δίκαιο σε ένα πλαίσιο που σημαδεύεται από τη «διάλυση των σημείων αναφοράς των βεβαιοτήτων».
Τέλος, πάνω στα συντρίμμια της πρωτόλειας μορφής του κράτους και της βασιλικής κυριαρχίας, η δημοκρατία οικοδομεί έναν πλουραλιστικό κόσμο που σημαδεύεται από την εμπειρία μιας θεμελιώδους ακαθοριστίας. Μετασχηματίζει έτσι την εξουσία σε έναν «άδειο τόπο» που καμία δύναμη δεν μπορεί να κατέχει οριστικά. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ολοκληρωτισμός, που σπεύδει να παρουσιαστεί ως εκπλήρωση της δημοκρατίας, φανερώνεται πράγματι ως η ριζική της άρνηση, ισχυριζόμενος ότι δημιουργεί επιτέλους τον «Ένα» λαό, υπό την κηδεμονία μιας εξουσίας που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει απευθείας την κοινωνία. Τώρα καταλαβαίνουμε το λόγο της αδιαλλαξίας του Κλωντ Λεφόρ απέναντι σε οποιοδήποτε χαρακτηριστικό της επαναστατικής παράδοσης που έτεινε προς την κατεύθυνση των φαντασιώσεων της ενότητας και της διαφάνειας.
Αυτό είναι επίσης που, σε ένα διάσημο άρθρο, θα τον οδηγήσει στην αποκατάσταση της προβληματικής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για τα οποία ήταν ο πρώτος που έδωσε μια διατύπωση ταυτόχρονα «φιλελεύθερη» και «ριζοσπαστική». Εναντίον του Μαρξ, ο Λεφόρ υπερασπίζεται την «τυπική» ελευθερία και ισότητα, δείχνοντας ότι, μακράν του να παραπέμπουν σε εγωιστικά άτομα, «ατομικιστές» εξαιτίας της ιδιοκτησίας και των μηχανισμών της αγοράς, τα δικαιώματα αυτά διαθέτουν εξαρχής μια πολιτική διάσταση, όπως αποδεικνύεται από τη σημασία της ελευθερίας του λόγου και του Τύπου.
Υπογραμμίζει επίσης ότι αυτό εναντίον του οποίου βάλλουν όλες οι κριτικές των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αντιδραστικές ή επαναστατικές, δηλαδή η αφηρημένη συζήτηση για τον «άνθρωπο», αποτελεί στην πραγματικότητα την προέλευση της δυναμικής της δημοκρατίας που, αντίθετα από τον ολοκληρωτισμό, δεν υποκύπτει στην αυταπάτη μιας τέλειας και τελεσίδικης ενότητας. Ο Κλωντ Λεφόρ μπορούσε έτσι, υπερασπιζόμενος τους σοβιετικούς αντιφρονούντες να είναι, ταυτόχρονα, ανοιχτός σε όλες τις μελλοντικές διεκδικήσεις. Κατανοούμε λοιπόν το λόγο για τον οποίο αυτός ο βαθύς και διεισδυτικός στοχαστής μπορεί να γοητεύει ένα τμήμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς την ίδια στιγμή που διατηρεί την εκτίμηση όχι μόνο των φιλελεύθερων, αλλά ακόμη και των φωτισμένων συντηρητικών.