Ο προϋπολογισμός στην εποχή του Μνημονίου: Μόνιμη παρουσία της ύφεσης, της ανεργίας και του χρέους;

Standard

Όπως κάθε χρόνο, το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, ενόψει της συζήτησης του προϋπολογισμού, κατέθεσε τις απόψεις και τις προτάσεις του. Το κείμενο, μια πολυσέλιδη μελέτη (200 σελ.), αποτελεί ουσιαστική συμβολή σε  θέματα όπως ο χαρακτήρας της κρίσης στην Ελλάδα, οι ευρωπαϊκές της διατάσεις και οι επιπτώσεις του Μνημονίου,  η εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2010, οι συνιστώσες του δημοσιονομικού προβλήματος, το φορολογικό σύστημα, το δημόσιο χρέος, οι ανισότητες, η φτώχεια και η κοινωνική συνοχή. Την επιστημονική ομάδα που συνέταξε τη μελέτη αποτέλεσαν οι:  Γιάννης Δραγασάκης, Θόδωρος Μητράκος, Ελισάβετ Μαυρίδου, Παναγιώτης Μπισμπίκος, Σταύρος Ντεγιαννάκης, Γαβριήλ Σακελλαρίδης, ενώ σε επιμέρους ζητήματα συνέδραμαν ο Γιάννης Ευσταθόπουλος, ο Απόστολος Καψάλης, ο Άγγελος Κούρος και ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης. Δημοσιεύουμε σήμερα αποσπάσματα από το εισαγωγικό κεφάλαιο της σημαντικής αυτής μελέτης, τα οποία αναφέρονται στις επιπτώσεις της πολιτικής του Μνημονίου.

«EΝΘΕΜΑΤΑ»


μια επίκαιρη και σημαντική μελέτη

του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας

 

Ευχετήρια κάρτα, από το Σανατόριο «Σωτηρία», Δεκέμβριος 1964, έργο του Γιώργη Τρικαλινού (από το ημερολόγιο των ΑΣΚΙ για το 2011)

Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα βεβαιώνουν ότι το «Μνημόνιο» λειτουργεί ως μηχανισμός αναδιανομής και δημιουργίας ύφεσης, με αποτέλεσμα τόσο το χρέος όσο και η ανεργία να εκτινάσσονται σε πρωτοφανή επίπεδα. Το «Μνημόνιο» φαίνεται να προσδοκά την αντιστάθμιση στις τάσεις αυτές με την αύξηση των εξαγωγών, αλλά οι προσδοκίες αυτές δεν επιβεβαιώνονται. Γι’ αυτό και ο κίνδυνος να περάσουμε από το «δημοσιονομικό εκτροχιασμό» σε έναν εκτροχιασμό της ύφεσης, της ανεργίας και του χρέους δεν μπορεί να αποκλεισθεί, αν δεν υπάρξει αναπροσαρμογή της πολιτικής προς την απασχόληση και την πραγματική οικονομία.

Εσωτερική υποτίμηση. Πυρήνας της πολιτικής του «Μνημονίου» είναι η λεγόμενη «εσωτερική υποτίμηση», δηλαδή η ταυτόχρονη μείωση των μισθών και των τιμών, ως μέσο για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Η στρατηγική αυτή υποθέτει ότι το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι κυρίως πρόβλημα τιμών, παραβλέποντας τις διαρθρωτικές του διαστάσεις, που συνδέονται με την ισχνή και στρεβλή παραγωγική βάση, το χαμηλό τεχνολογικό και ερευνητικό επίπεδο κτλ. Πέραν αυτού, η «εσωτερική υποτίμηση» μέχρι τώρα στην πράξη λειτουργεί αποκλειστικά σε βάρος των μισθών, όχι όμως και σε βάρος των τιμών, γεγονός που καθιστά την εσωτερική υποτίμηση μηχανισμό αναδιανομής και έντασης της ύφεσης. Συγκεκριμένα το κείμενο του προϋπολογισμού εκτιμά ότι ο δείκτης τιμών καταναλωτή θα αυξηθεί κατά 4,6% το 2010 και κατά 2,2% το 2011. Την ίδια περίοδο οι μισθοί αναμένεται να σημειώσουν σημαντική μείωση (στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος).

Η καθίζηση της εσωτερικής ζήτησης  και η σύνθλιψη μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Η ιδιωτική κατανάλωση βρίσκεται σε συνεχή πτώση από το 2009 (-1,8% το 2009, -4,1% το 2010) και αναμένεται να σημειώσει περαιτέρω πτώση το 2011, κατά 4,3%. Η δημόσια κατανάλωση επίσης, μετά τη μείωσή της κατά 9%, αναμένεται να μειωθεί κατά 8,5% το 2011, -6% το 2012 και -1,0 το 2013. Ανάλογες τάσεις προβλέπονται και για τις επενδύσεις.

Συνέχεια ανάγνωσης

Ο καπιταλισμός ως θεσμικό κακό: από τον Μαξ Βέμπερ στους επισκόπους της Βραζιλίας

Standard

του Μικαέλ Λεβί

 

Έγκον Σίλε, "Όρθιος γυμνός άντρας", 1914

Υπάρχει μια εμπεδωμένη παράδοση στο δυτικό πολιτισμό, η ηθική κρίση να ερμηνεύεται αποκλειστικά σε συσχετισμό προς την ατομική ευθύνη. Κάθε φορά που κάτι δεν πάει καλά στη σφαίρα της πολιτικής ή της οικονομίας, θεωρείται ότι η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί στη διαφθορά ή στις ανήθικες πράξεις κάποιων προσώπων. Για παράδειγμα, η πρόσφατη οικονομική κρίση προκάλεσε την εμφάνιση ενός πλήθους ηθικολογούντων σχολίων, που κατήγγειλαν την κακή και ανεύθυνη συμπεριφορά των τραπεζιτών και των κερδοσκόπων. Ο κύριος Σαρκοζί και άλλοι πολιτικοί αρχηγοί έγιναν η αιτία να δημιουργηθεί ένα κίνημα προς την ηθικοποίηση του καπιταλισμού.

Πριν από έναν σχεδόν αιώνα, ο Μαξ Βέμπερ έγραψε ένα σοβαρό και μαζί ιδιαίτερα διαφωτιστικό σχόλιο σχετικά με τη φύση του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος, τονίζοντας, στο Οικονομία και Κοινωνία, τον ριζικά απρόσωπο χαρακτήρα του συστήματος:

«Η ανταγωνιστικότητα (Konkurrenzfähigkeit), η αγορά –η αγορά της εργατικής δύναμης, η χρηματιστηριακή/χρηματοπιστωτική αγορά, η αγορά των εμπορευμάτων– και άλλοι αντικειμενικοί λόγοι καθορίζουν τη συμπεριφορά των ατόμων σε αποφασιστικά σημεία και εμβάλλουν μεταξύ των ανθρώπινων όντων απρόσωπες δυνάμεις. Οι παρατηρήσεις αυτές δεν είναι ούτε ηθικές ούτε ανήθικες, απλώς δεν έχουν να κάνουν τίποτα με την ηθική· είναι ξένες προς κάθε έννοια ηθικής. Η “δουλεία χωρίς αφέντη” στην οποία ο καπιταλισμός φυλακίζει τον εργαζόμενο ή τον οφειλέτη μπορεί να αναλυθεί μόνο ως θεσμικό φαινόμενο (…).»[1]

Παρά το γεγονός ότι ο Βέμπερ δεν αποκαλεί ρητά τον καπιταλισμό «θεσμικό κακό», ο ορισμός του περί δουλείας-χωρίς-αφέντη αποτελεί σχόλιο ισχυρό από ηθική και πολιτική άποψη, απολύτως ξένο προς κάθε είδους απολογητικό λόγο, ο οποίος εξακολουθεί να κυριαρχεί σήμερα και ο οποίος επιμένει να εξισώνει τον καπιταλισμό με την ελευθερία. Στο δοκίμιό του για την κατάσταση της αστικής δημοκρατίας στη Ρωσία (1906), ο Βέμπερ καταρρίπτει ειρωνικά τη σχετική συμβατική φιλελεύθερη/ αστική θέση στο θέμα αυτό. Σύμφωνα με τον Βέμπερ, «είναι απολύτως γελοίο να αποδίδεται στον σημερινό καπιταλισμό με τη μορφή που αυτός εισήχθη στη Ρωσία ή που εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ […] οποιαδήποτε εκλεκτική συγγένεια προς την έννοια της “δημοκρατίας” ή ακόμη και της “ελευθερίας”». Αντίθετα, αυτό που πρέπει να γίνει είναι να τεθεί το ερώτημα κατά ποιοN τρόπο οι έννοιες αυτές θα μπορούσαν μακροπρόθεσμα να ισχύσουν σε συνθήκες καπιταλιστικής κυριαρχίας.[2]

Συνέχεια ανάγνωσης

Το Πανεπιστήμιο λογοδοτεί όχι στο παρόν, αλλά στο παρελθόν και στο μέλλον

Standard

Στο πλαίσιο των αντιδράσεων και της έντονης συζήτησης που έχει προξενήσει, στους κόλπους των πανεπιστημίων, οι προτάσεις του Υπουργείου Παιδείας για την ανώτατη εκπαίδευση, δημοσιεύουμε σήμερα αποσπάσματα από ένα παλιότερο, αλλά εξαιρετικά επίκαιρο κείμενο: την ομιλία της Catherine Drew Gilpin Faust, ιστορικού ειδικευμένης στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο – κατά την επίσημη τελετή ανάληψης των καθηκόντων της ως 28ης προέδρου του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, 12.10.2007. Το πλήρες κείμενο είναι προσιτό στη διεύθυνση http://www.president.harvard.edu/speeches/faust/071012_installation.php )

«ΕΝΘΕΜΑΤΑ»

της Κάθριν Ντριου Γκίλπιν Φάουστ

μετάφραση: Ελένη Καλαφάτη

Τα Πανεπιστήμια, πράγματι, έχουν την υποχρέωση της λογοδοσίας. Αλλά εμείς, στην ανώτατη εκπαίδευση, χρειάζεται να πάρουμε την πρωτοβουλία να ορίσουμε για ποιο πράγμα λογοδοτούμε. Μας ζητούν να αναφέρουμε ποσοστά αποφοίτησης, στατιστικά στοιχεία για την εισαγωγή στα προπτυχιακά τμήματα, αποτελέσματα τυποποιημένων τεστ που αποσκοπούν στην εκτίμηση της «προστιθέμενης αξίας» των χρόνων φοίτησης, τα δολάρια από την έρευνα, τον αριθμό των δημοσιεύσεων των διδασκόντων. Αλλά τέτοια μετρήσιμα μεγέθη δεν μπορούν να συλλάβουν τα επιτεύγματα, πόσο μάλλον τις επιδιώξεις των πανεπιστημίων. Πολλές από αυτές τις μετρήσεις είναι χρήσιμες και ρίχνουν φως σε συγκεκριμένες όψεις του εγχειρήματός μας. Οι στόχοι μας, όμως, είναι πολύ πιο φιλόδοξοι και ως εκ τούτου είναι πολύ πιο δύσκολο να εξηγήσουμε την ευθύνη μας.

Επιτρέψτε μου να αποτολμήσω έναν ορισμό. Η ουσία του πανεπιστημίου είναι ότι λογοδοτεί αποκλειστικά στο παρελθόν και το μέλλον –όχι απλώς ή έστω κυρίως στο παρόν. […]. Ένα πανεπιστήμιο κοιτάζει και προς τα πίσω και προς τα εμπρός με τρόπους που πρέπει –που θα όφειλε– να έρχονται σε σύγκρουση με τις με τις άμεσες ανησυχίες ή απαιτήσεις ενός κοινού. Τα πανεπιστήμια αναλαμβάνουν δεσμεύσεις δεν έχουν συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα, κι αυτές οι επενδύσεις έχουν αποδόσεις που δεν μπορούμε να προβλέψουμε και συχνά δεν μπορούμε να μετρήσουμε […] Αισθανόμαστε αμήχανοι όταν επιχειρούμε να δικαιολογήσουμε αυτές τις προσπάθειες με όρους αποτελεσματικότητας, ως μετρήσιμα χρήσιμες σε ιδιαίτερες σύγχρονες ανάγκες. Αντίθετα, τις συνεχίζουμε «γι’ αυτές τις ίδιες», γιατί ορίζουν εκείνο που στο πέρασμα των αιώνων μάς έκανε ανθρώπους, όχι γιατί μπορεί να αυξήσουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητά μας […].

Από τη φύση τους, τα πανεπιστήμια καλλιεργούν μια κουλτούρα ανησυχίας, ακόμη και ανυποταξίας. Αυτό βρίσκεται στην καρδιά της ευθύνης τους προς το μέλλον. Εκπαίδευση, έρευνα, διδασκαλία είναι πάντα προσανατολισμένες στην αλλαγή […]

Δεν εύκολο να πείσεις ένα έθνος ή τον κόσμο να σεβαστεί, και πολύ περισσότερο να χρηματοδοτήσει, θεσμούς που προορισμός τους είναι να αμφισβητούν τις θεμελιώδεις παραδοχές της κοινωνίας.

 


 

 

Ράλλης Κοψίδης: οι κρίσιμες αποφάσεις

Standard

Παραμονή του Δεκαπενταύγουστου του 2010 έφυγε από κοντά μας ο χαράκτης, ζωγράφος και αγιογράφος Ράλλης Κοψίδης (1929-2010), ένας σεμνός και σημαντικός δημιουργός, που υπηρέτησε ουσιαστικά τη νεοελληνική τέχνη. Έχοντας από καιρό κατά νου να μιλήσουμε για τον Κοψίδη και το έργο του, καθώς μάλιστα ήταν  δυσανάλογα λίγα όσα γράφτηκαν στον Τύπο, απευθυνθήκαμε, καθώς πλησίαζαν οι μέρες των Χριστουγέννων, σε τρεις εκλεκτούς φίλους και γνώστες του έργου του, τον Σταύρο Ζουμπουλάκη, τον Ν. Π. Παΐσιο και τον Χρήστο Μπουλώτη και τους ζητήσαμε τον οβολό τους. Τους ευχαριστούμε θερμά για την πρόθυμη ανταπόκρισή τους.

«ΕΝΘΕΜΑΤΑ»

 

Του Ν. Π. Παΐσιου

Στην πορεία του Ράλλη Κοψίδη, πορεία που μοιάζει ταξίδι σε γαληνεμένη θάλασσα, στέκουν ξέχωρα τρεις κρίσιμες αποφάσεις που ξεπροβάλλουν ως φάροι –ας θυμηθούμε το, αφιερωμένο σε ζωγράφους, περίφημο ποίημα του Μπωντλαίρ, Les Phares— και συνοψίζουν την εξέλιξή του στη ζωγραφική. Σε αυτές τις κρίσιμες αποφάσεις θα αναφερθούμε σύντομα, ως φόρο τιμής και μνήμης στο ζωγράφο που, παραμονές του φετινού Δεκαπενταυγούστου, πέρασε τις Αραχνιασμένες Πόρτες (Ερωτόκριτος).

Το 1953, ο Κοψίδης μετρά ήδη τέσσερα χρόνια στην ΑΣΚΤ: έναν χρόνο στο προκαταρκτικό με καθηγητή τον Γιάννη Μόραλη και τρία χρόνια στο εργαστήριο του Ανδρέα Γεωργιάδη (1892-1981), του υπογραφόμενου «Ανδρέας Γεωργιάδης ο Κρης», για να δηλώσει την καταγωγή του, αλλά κυρίως για να εκφράσει τον ευσεβή (ή βέβηλο) πόθο του να ακολουθήσει, με τους ακαδημαϊκούς μανιερισμούς του,  το γράμμα (όχι το πνεύμα) του Θεοτοκόπουλου. Τη χρονιά αυτή, ο Κοψίδης θα γνωρίσει από κοντά τον Κόντογλου, αφού προηγήθηκε, λίγο νωρίτερα, η γνωριμία με το έργο του. Ο Γεωργιάδης θα βάλει στον Κοψίδη ένα τρομερό δίλημμα (ουκ εις δυσίν κυρίοις δουλεύειν), δίλημμα που ο ίδιος ο Κοψίδης θα επιβάλλει στον εαυτό του: «Μέσα μου γινότανε μια πάλη. Άρχισε να σβήνει μέσα μου ο ενθουσιασμός για την τέχνη της “Ευρώπης” που μας δίδασκε η Σχολή. Καταλάβαινα πως θά  ‘πρεπε να διαλέξω. Τη Σχολή ή τον άγνωστο δάσκαλό μου».[1]

Η απόφαση του Κοψίδη να ακολουθήσει τον Κόντογλου δείχνει το μέτρο της γενναιότητας και εντιμότητας του άνδρα. Από έναν εξωτερικό παρατηρητή, η εγκατάλειψη της Σχολής από τον πρώτο εισακτέο του 1949, φαίνεται σαν τρέλα ή βήμα στο κενό. Στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης και του ψυχροπολεμικού διχασμού, το πτυχίο της ΑΣΚΤ τουλάχιστο θα του εξασφάλιζε το μισθό ενός καθηγητή τεχνικών στη μέση εκπαίδευση. Το καταφύγιο αυτό, που το είχε χρησιμοποιήσει, για παράδειγμα, ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος στους χαλεπούς καιρούς της Κατοχής, ο Κοψίδης το αρνείται. Άρνηση που γίνεται ακόμα πιο σημαντική, αν αναλογιστούμε ότι ο Κοψίδης θα μπορούσε κάλλιστα να μην είχε ομολογήσει ποτέ στο Γεωργιάδη τη λατρεία του για τον Κόντογλου.

Μερικά χρόνια αργότερα, έχει έρθει η ώρα του απογαλακτισμού από τον Κόντογλου. Το χρονικό σημείο δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ιδιαίτερη ακρίβεια, πάντως θα πρέπει οπωσδήποτε να συμβαίνει μετά την επιστροφή του Κοψίδη (1961) από τη διετή παραμονή του στο Chevetogne του Βελγίου, όπου, με παραίνεση του Κόντογλου, πήγε για να τοιχογραφήσει το καθολικό της Μονής των Βενεδικτίνων μοναχών. Παρόλο που ο Κοψίδης έχει μαθητεύσει πιστά στον Κόντογλου —παρά τους πόδας Γαμαλιήλ— τα μάτια της ψυχής του έχουν παραμείνει ανοιχτά και άγρυπνα. Στο κείμενο που έγραψε για να σκιαγραφήσει τον χαμένο του δάσκαλο –ένα έξοχο υπόδειγμα αγάπης και γενναιοφροσύνης μαθητή προς δάσκαλο– δηλώνει με ευγένεια τις αντιρρήσεις του: «Με δισταγμό συχνά του έλεγα πως τα καλύτερά του έργα τά ’κανε νέος, μολονότι ένα τέτοιο πράμα δεν είναι εύκολο να το πεις. Μα λίγο λίγο με τα χρόνια είχε πάψει να κάνει αυτό που ονόμαζε “κοσμική ζωγραφική”. Η ορθοδοξία τον υποχρεώνει στην άρνησή της. “ Η αγιογραφία τι είναι” έλεγε, “δεν είναι ζωγραφική;” Ξεχνούσε όμως τον κίνδυνο του φορμαλισμού που καραδοκούσεΚι αν εκείνος, δυνατός τεχνίτης με έντονο προσωπικό ύφος, γλύτωνε τις κακοτοπιές, ο κίνδυνος αυτός για τους άλλους μπορούσε να γίνει αιτία να σβηστούνε ολότελα».[2] Τα χρόνια κοντά στον Κόντογλου, ο Κοψίδης σκόρπισε απλόχερα εικονογραφήσεις σε δεκάδες θρησκευτικά έντυπα και τοιχογράφησε εκατοντάδες μέτρα φρέσκου σε εκκλησίες. Κατόρθωνε όμως πάντα να ξεχωρίζει από το δάσκαλό του. «Να σβηστούνε ολότελα»: ο κίνδυνος αυτός τον οδηγεί στην απόφαση να αποκτήσει ένα εντελώς προσωπικό, δικό του ύφος, πάνω στις αρχές την μεταβυζαντινής βαλκανικής τέχνης των ανωνύμων που γεφυρώνει με αρτιότερο τρόπο το χάσμα (που επισήμανε ο Κόντογλου με το έργο του) στη νεοελληνική συνείδηση και τέχνη. Συνέχεια ανάγνωσης

«Τα αγιορειτικά» του Ράλλη Κοψίδη

Standard

του Σταύρου Ζουμπουλάκη

Ο εντοπισμός και η καταγραφή των πρωτότυπων έργων με τα οποία ζωγράφοι και χαράκτες στόλισαν λογής λογής βιβλία και έντυπα δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση, διότι τα βιβλία, όπως ξέρουμε, έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα –το οποίο σήμερα γίνεται όλο και βραχύτερο–, αποσύρονται από τα βιβλιοπωλεία και χάνονται, για να αρχίσει μετά το παλαιοβιβλιοπωλικό κυνήγι τους, ένα άθλημα ου παντός, από πολλές απόψεις. Αφήνω κατά μέρος ότι τα εξώφυλλα και η εικονογράφηση των βιβλίων αλλάζουν συχνά από έκδοση σε έκδοση, γι’ αυτό και πρέπει να τις ελέγξεις ουσιαστικά όλες, αν θέλεις να βγάλεις άκρη και να είσαι σίγουρος για ό,τι λες. Τα πράγματα θα ήταν βεβαίως διαφορετικά, αν ήταν διαφορετική η κατάσταση των δημόσιων βιβλιοθηκών της πατρίδας μας.

Όλες οι περιπτώσεις αναζήτησης αυτών των ζωγραφικών έργων δεν είναι προφανώς το ίδιο δύσκολες, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είναι εξίσου δυσεύρετα όλα τα βιβλία. Η περίπτωση πάντως του Ράλλη Κοψίδη ανήκει στις δυσκολότερες, διότι το μεγαλύτερο μέρος των χαρακτικών και των σχεδίων του εκόσμησε θρησκευτικά βιβλία ή έντυπα, δηλαδή εκδόσεις που πολύ συχνά δεν πήραν την κανονική οδό παραγωγής και εμπορίας. Θέλω να πω πως πολλά από αυτά τα βιβλία δεν εκδόθηκαν από κανονικούς εκδότες, αλλά από μοναστήρια, θρησκευτικά σωματεία ή και ιδιώτες, και δεν έφτασαν τα περισσότερα στους πάγκους των γενικών βιβλιοπωλείων.[1] Θα φέρω ένα παράδειγμα. Το 1958 εκδόθηκε το βιβλίο Ο πολύτιμος μαργαρίτης. Βιογραφία των οσίων πατέρων ημών Βαρλαάμ και Ιωάσαφ, προλεγόμενα-μετάφρασις-σημειώσεις αρχιμ. Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, έκδοση του περιοδικού Χριστιανική Σπίθα. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι το βιβλίο αυτό είναι κατάμεστο με δεκάδες θαυμάσια σχέδια του Κοψίδη; Το βιβλίο κυκλοφορεί ακόμη, σε φωτομηχανική ανατύπωση (4η έκδοση 2007), με όλα τα σχέδια του Κοψίδη, κακοτυπωμένα πια, αλλά ποιος φιλότεχνος διαβάζει βιβλία του Καντιώτη;

Ο Κοψίδης αγαπούσε το Όρος και το επισκεπτόταν, για πολυήμερες μάλλον παραμονές. «Τρεις φορές έχω πάει εκεί πέρα τραβηγμένος απ’ την τέχνη του και το βαθύ του μυστήριο», γράφει ο ίδιος στο βιβλιαράκι του Ο εξαίσιος Άθωνας (Αθήνα 1964, σ. 10). Οι τρεις αυτές φορές είναι: Αύγουστος 1955, Σεπτέμβριος 1956, Αύγουστος 1963. Δεν γνωρίζω αν ξαναπήγε μετά το 1963. Ο Κοψίδης έκανε στο Όρος ό,τι κάνει κάθε άλλος επισκέπτης ή προσκυνητής, μα επιπλέον σχεδίαζε πολύ. Με κριτήριο βιβλιολογικό, σε ποια δηλαδή βιβλία πρωτοδημοσιεύτηκαν, θα μπορούσαμε να κατατάξουμε (και να αναζητήσουμε περαιτέρω) τα αγιορείτικα έργα του σε τρεις ομάδες.

Α. Εκείνα που βρίσκονται στα βιβλία του ίδιου για το Άγιο Όρος.

Β. Εκείνα που περιέχονται σε βιβλία άλλων συγγραφέων για το Όρος.

Γ. Όσα περιέχονται σε βιβλία άλλων συγγραφέων, τα οποία δεν είναι αποκλειστικώς αφιερωμένα στο Όρος, αλλά συνδέονται με αυτό εμμέσως ή μερικώς, ή, σε άλλες περιπτώσεις, δεν έχουν καμία σχέση με αυτό.

Θα ασχοληθούμε παρακάτω με τις δύο πρώτες ομάδες. Η τρίτη είναι πολύ εκτεταμένη και χρειάζεται άλλο χώρο η παρουσίασή της.

Α. Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τρία μικρά βιβλία:

1. Σταυροί εις τον Άθωνα, έκδοσις Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαιδείας, Αθήνα 1963, σ. 26. Είναι αφιερωμένο στον Κόντογλου και προλογίζεται από τον Ν.Κ. Μουτσόπουλο. Εκδίδεται «επί τη χιλιετηρίδι του Αγίου Όρους» ως «συμβολή εις την μελέτην της λαϊκής τέχνης του Άθωνος». Περιέχει πολλές δεκάδες σχέδια που αντιγράφουν, κατά κατηγορίες, διάφορους τύπους αγιορειτικών σταυρών (κεραμοπλαστικούς, ανάγλυφους σε πέτρα ή μάρμαρο, ολόγλυφους σε μάρμαρο, σιδερένιους συμπαγείς ή διάτρητους, κεντητούς κ.λπ.).

2. Ο εξαίσιος Άθωνας, Αθήνα 1964, σ. 32, με δεκατέσσερα χαρακτικά (τα περισσότερα hors-texte), εκ των οποίων δύο έγχρωμα. Αφιερωμένο στον Νίκο Μουτσόπουλο, τον προλογιστή του προηγούμενου βιβλίου, «που σκέφτεται ελληνικά». Τα αγιορείτικο οδοιπορικό του συγγραφέα, τυπωμένο σε πλήρως ατονικό σύστημα, εκφράζει μια προσέγγιση αισθητική και ελληνοκεντρική:

Συνέχεια ανάγνωσης

Το στερνό όνειρο του Ράλλη Κοψίδη

Standard

του Χρήστου Μπουλώτη

Πλακάτο απλώνεται χαρακτικά το φως, μελίχρωμο· πίσω απ’ το βενετσιάνικο κάστρο προβάλλει το κεφάλι κοριτσιού, δεξιόστροφα, προς Ρωμέικο Γιαλό, αιφνίδια προβάλλει, κι ενός πουλιού κεφάλι, είκοσι φορές πάνω απ’ το φυσικό –τι είκοσι; πενήντα κι άλλο τόσο. Το κορίτσι κράζει σαν τις κουρούνες σε μποστάνι αυγουστιάτικο, ανθρώπινα λαλάει το πουλί κι αρθρώνουνε μαζί την ωραία πολιτεία. Μύρινα, Μύρινα! του φωνάζουν. Πού είμαι; λέει εκείνος έντρομος από νοσταλγία και τρέχοντας, δεκάχρονο παιδί μες στα σοκάκια, τοπογραφεί γραμμή γραμμή τα χρόνια με γραφίτη. Ποιος σάρωσε τα πρόσωπα; Ούτε πνοή, ούτε σκιάς ξεφτίδι. Ξοπίσω του μόνο βήματα πεταλωμένα στις μύτες, στα τακούνια. Στρέφει το βλέμμα. Ένα άλλο αγόρι είναι, ομήλικο, τιραντοφόρο, με τσίγκινη καράβα στα χέρια του σαν αφιέρωμα ακριβό, σαν τάμα. Είσαι ο Νίκος; το ρωτάει. Όχι, ο Ράλλης είμαι. Τότε εγώ ποιος είμαι; Άργησες, κυλήσαν γρήγορα οι αιώνες. Επισκοπεί τα γύρω ριπηδόν. Τα παλιά σφαγεία πάνω από το λιμάνι τώρα μπαρ, και το σινέ-Κύμα μπαρ κι αυτό. Θαμπή μια εικόνα εισβάλλει τότε από ψηλά: κουρελιασμένη η χιτλερική σημαία με τον αγκυλωτό στην κορυφή του κάστρου, είκοσι άντρες κληρωτοί για εκτέλεση, χάραμα, πέφτει κηλίδα μελανή στο χάραμα, σκεπάζεται η Μύρινα. Όχι δεν είναι σαμποτάζ, φωνάζει μ’ όλη του τη φωνή, κοιτάξτε πώς τη σημαία ραμφίζει το πουλί, που δεν αντέχει κόκκινο και μαύρο πάνω στο γαλάζιο. Εγώ είμαι ο Ράλλης; Όχι, εγώ. Τότε εγώ ποιος είμαι; Θυμάται ξαφνικά το τζιτζίκι που είχε θάψει με κατάνυξη και ψαλμωδίες βυζαντινές στη σχισμή του τοίχου, πλάι στην εξώπορτα του πατρικού του, λιοπύρι προπολεμικό. Αν το ’βρω στη σχισμή κι αναστηθεί, θα με  ’βρω, αλλιώς δεν θα ’μαι. Αρχινάει να τζιτζικίζει ο ίδιος ασταμάτητα έως τις εκβολές του ύπνου του.

Εκεί τον περιμένει ο μέγας ύπνος.

Μύρινα, 20 Αυγούστου 2010

 

 

 

 

 

 

 

Η χρονοεικόνα του κινηματογράφου

Standard

 

Ο κινηματογράφος για τον Ζιλ Ντελέζ δεν είναι μια γλώσσα που απαιτεί ερμηνεία, αναζήτηση κρυφών νοημάτων·  μπορεί να εννοηθεί ως μια σύνθεση από προλεκτικά σημεία και εικόνες. Με αυτή του την προσέγγιση ο Ντελέζ προσφέρει μια θεώρηση που αποτελεί ισχυρή εναλλακτική λύση απέναντι στις κυρίαρχες μέχρι σήμερα ψυχαναλυτικές και σημειολογικές προσεγγίσεις περί κινηματογράφου. Στο έργο του Ο κινηματογράφος, αντλώντας από τη φιλοσοφία του Μπερξόν, προσφέρει μια συναρπαστική ανάλυση για την αναπαράσταση του χρόνου στο φιλμ και την κινηματογραφική αντιμετώπιση της μνήμης, της σκέψης και του λόγου, χρησιμοποιώντας παραδείγματα από σπουδαίους δημιουργούς όπως ο Ρομπέρ Μπρεσόν, ο Σεργκέι Αϊζενστάιν, ο Φεντερίκο Φελίνι, ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο Μπάστερ Κίτον, ο Ακίρα Κουροσάβα, ο Φριτς Λανγκ, ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι, ο Ρομπέρτο Ροσελίνι, ο Φρανσουά Τριφό, ο Όρσον Γουέλς

Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «νήσος» ο δεύτερος τόμος του έργου με τίτλο Η χρονοεικόνα (μετάφραση: Μιχάλης Μάτσας, επιμέλεια: Κική Καψαμπέλη). Δημοσιεύουμε σήμερα αποσπάσματα από το τελευταίο κεφάλαιο, με τίτλο «Συμπεράσματα».

«ΕΝΘΕΜΑΤΑ»

 

Φωτογραφία της Όζα και της Μάρτιν Τζόνσον, π. 1936

του Ζιλ Ντελέζ

μετάφραση: Μιχάλης Μάτσας

Ο κινηματογράφος δεν είναι ούτε γλωσσικό σύστημα (langue), παγκόσμιο ή πρωτόγονο, ούτε καν γλώσσα (langage). Φέρνει στο φως μια νοητή ύλη, που αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ένα προαπαιτούμενο, μια προϋπόθεση, ένα αναγκαίο σύστοιχο, διαμέσου του οποίου η γλώσσα κατασκευάζει τα δικά της «αντικείμενα» (σημαίνουσες μονάδες και διεργασίες). Αυτό το σύστοιχο όμως, αν και αδιαχώριστο, είναι πολύ ειδικό: συνίσταται σε κινήσεις και σε διεργασίες της σκέψης (προγλωσσικές εικόνες), καθώς και σε οπτικές γωνίες ως προς αυτές τις κινήσεις και τις διεργασίες (προσημαίνοντα σημεία). Συγκροτεί μια ολόκληρη «ψυχομηχανική», το πνευματικό αυτόματο ή το δυνάμενο να εκφερθεί ενός γλωσσικού συστήματος, που διαθέτει τη δική του λογική. […]

Συνέχεια ανάγνωσης

Για τα ΑΣΚΙ

Standard

ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ


του Βαγγέλη Καραμανωλάκη

Ευχετήρια κάρτα, Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ, χ.χ. Έργο της Ζιζή Μακρή.

Δύσκολα μιλάς για το σπίτι σου σε ώρες κρίσιμες. Όταν οι ένοικοί του λιγοστεύουν, όταν τα πράγματα στα δωμάτιά του μένουν στοιβαγμένα. Ένα σπίτι που χρόνια τώρα χτίστηκε από πολλούς ανθρώπους που μοιράστηκαν όνειρα, επιδιώξεις, καλές και κακές στιγμές. Δύσκολα. Κι ακόμη πιο πολύ όταν αυτό που θες να υπερασπιστείς μοιάζει σχεδόν πολυτέλεια: Πώς να μιλήσεις για τα ΑΣΚΙ και τη δύσκολη οικονομική τους κατάσταση μπροστά στο φάσμα της ανεργίας, τις περικοπές των μισθών, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων; Πώς να εξηγήσεις ότι και τα Αρχεία πλήττονται από όλα αυτά, πως ό,τι χτίστηκε κινδυνεύει να συρρικνωθεί, απειλώντας ανθρώπους και έργα; Γιατί και αυτές οι πενιχρές επιχορηγήσεις, με τις οποίες ξεκίνησαν, συρρικνώθηκαν σταδιακά, αντικαταστάθηκαν από τα περίφημα ευρωπαϊκά προγράμματα,  για να φτάσουμε στην ουσιαστική  διακοπή τους. Ωσάν η δημόσια χρηματοδότηση να είναι ελεημοσύνη ή ρουσφέτι, και όχι υποχρέωση ενός κράτους που θα έπρεπε να σέβεται το αναφαίρετο δικαίωμα του πολίτη να γνωρίζει, όπως τόνιζε ο Φίλιππος Ηλιού, την ιστορία του. Στον «πολιτιστικό δαρβινισμό», που επιβάλλεται σήμερα, μπορεί να επιβιώσει ο ισχυρότερος φορέας∙ είτε ο πιο εφεκτικός προς κάθε εξουσία είτε ο πιο εύπορος. Και τα ΑΣΚΙ δεν είναι τίποτε από τα δυο.

Τα Αρχεία ξεκίνησαν με δυο σκοπούς παράλληλους, με τη σύνδεση ενός πολιτικού προτάγματος με ένα επιστημονικό. Τα «ανοιχτά αρχεία» δεν ήταν κεκτημένο, ήταν ζητούμενο, το οποίο έπρεπε να το κατακτήσουμε από κοινού, υπερβαίνοντας νοοτροπίες και αντιλήψεις.  Προς την κατεύθυνση αυτή έγιναν πολλά, σωστά και λάθη. Νέες συλλογές αποκτήθηκαν, οι δραστηριότητες διευρύνθηκαν με συνέδρια, εκδόσεις, μεταπτυχιακά σεμινάρια, διαδικτυακά προγράμματα,  καινούργια μέλη προστεθήκαμε στο εγχείρημα. Συλλέκτες μαρτυριών και τεκμηρίων, τις απλώσαμε στο δημόσιο ενδιαφέρον για να τις δούμε με ικανοποίηση και χαρά, κάποτε όμως και με προβληματισμό, να ταξιδεύουν σε άρθρα, βιβλία, ντοκιμαντέρ, τηλεοπτικές εκπομπές. Συλλέκτες μαρτυριών και συναισθήματων ενός κόσμου που ήθελε να σώσει το παρελθόν αλλά και να σταθεί κριτικά απέναντί του, με άλλους όρους από εκείνους που οι διαδρομές της Αριστεράς στην Ελλάδα είχαν οικοδομήσει.

Σε αυτό τον κόσμο απευθυνόμαστε με αυτό το διήμερο εκδηλώσεων. Ζητώντας το δικό του μικρό χάδι, τη δική του ανάσα. Ζητώντας ξανά τη βοήθειά του. Για να μπορούμε να συνεχίσουμε να μαζεύουμε στάλα στάλα το λάδι που χρειάζεται για να ανάβει το καντήλι κυρίως όσων δεν μπόρεσαν να μιλήσουν: φευγαλέα απεικάσματα, όπως έγραφε ο Σπύρος Ασδραχάς, μιας ιστορίας που όλοι είμαστε τα υποκείμενά της.

Το ημερολόγιο των ΑΣΚΙ, 2011: Ευχετήριες κάρτες πολιτικών κρατουμένων τα μετεμφυλιακά χρόνια

Standard

της Ιωάννας Παπαθανασίου

Ευχετήρια κάρτα, Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ, χ.χ.

Ευχετήρια δελτάρια: ένας καθιερωμένος, τυπικός τρόπος επικοινωνίας, η ανταλλαγή ευχών το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, «επί τη ονομαστική εορτή» αλλά και με πολλές άλλες ευκαιρίες, διέρρηξε, ήδη από τα χρόνια του Eμφυλίου, τα όρια της συμβατικής αλληλογραφίας μέσα από τις φυλακές και τις εξορίες. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και για είκοσι πέντε περίπου χρόνια, άνοιξε ένα παράθυρο επικοινωνίας ανάμεσα στις μικροκοινωνίες των εγκλείστων και στους «έξω», μετέφερε συναισθήματα, κοινώνησε την άσβεστη ελπίδα για το τέλος των διώξεων, καθώς και τη φλόγα της εσωτερικής αντίστασης.

Φιλοτεχνημένες από τους ίδιους τους πολιτικούς κρατούμενους, οι ευχετήριες κάρτες νοηματοδοτούνται ως οι συμβολικές παραστάσεις μιας εποχής και μιας ιδιαίτερης συνθήκης ζωής που επιστράτευσε την εικόνα για να υπερβεί τις απαγορεύσεις της αναγκαστικής λογοκρισίας. Χρώματα και λουλούδια, στάμπα και γκομπλέν, κολλάζ και άλλα χειροτεχνήματα με μέσα πενιχρά, ανεξάρτητα από το  αισθητικό αποτέλεσμα, κρύβουν μέσα τους ώρες δουλειάς, αξίες, εφευρετικότητα και φαντασία.

Το μικρό δείγμα που κοσμεί αυτό το ημερολόγιο αντλήθηκε από τις συλλογές της Ζωής Αρσένη, της Φώφης Λαζάρου, του Κυριάκου Τσακίρη και από το αρχείο της προδικτατορικής ΕΔΑ, που απόκεινται στα ΑΣΚΙ.


(Από το εισαγωγικό σημείωμα του επιτοίχιου ημερολογίου των ΑΣΚΙ για το 2011, που μόλις κυκλοφόρησε, με κάρτες πολιτικών κρατουμένων από τα μετεμφυλιακά χρόνια)

Χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις των ΑΣΚΙ

Standard

Βιβλιοπαρουσιάσεις, Προβολές ντοκιμαντέρ, Συζητήσεις, Παζάρι βιβλίων, Εκπλήξεις και Δώρα

27 και 28 Δεκεμβρίου στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων

Βιβλία και ιδέες, χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, μελομακάρονα, λαχνοί και εκδηλώσεις! Τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) γιορτάζουν τα 18 τους χρόνια και, μαζί με τους Φίλους των ΑΣΚΙ, οργανώνουν στις 27 και 28 Δεκεμβρίου παζάρι βιβλίων σε ένα διήμερο γεμάτο εκδηλώσεις στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων. Από τις 11 το πρωί έως τις 9  το βράδυ θα είμαστε εκεί για να κουβεντιάσουμε, να αγοράσουμε παλιά και νέα βιβλία και περιοδικά (λογοτεχνικά, πολιτικά, ιστορικά) και, ιδίως, σπάνιες και εξαντλημένες εκδόσεις για τη σύγχρονη ιστορία και την ιστορία της Αριστεράς στην Ελλάδα. Παράλληλα, θα φυλλομετρήσουμε τα νέα βιβλία που θα παρουσιαστούν, θα δούμε ντοκιμαντέρ, θα συζητήσουμε, συνδέοντας τη μνήμη με τον σύγχρονο στοχασμό. Θα γιορτάσουμε δηλαδή, θα ανταλλάξουμε ιδέες και θα συναντηθούμε, σε μια συγκυρία μοιάζει να μην αφήνει τίποτα ανεπηρέαστο και πλήττει τις συλλογικότητες  — ανάμεσά τους και  τα ΑΣΚΙ, που χρειάζονται περισσότερο από ποτέ τη στήριξή μας.

ΔΕΥΤΕΡΑ 27 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

ΠΡΩΙ: Οι εκδηλώσεις ξεκινάν στις 12.00 το πρωί, με τους χαιρετισμούς του Σπύρου Ι. Ασδραχά και του Νίκου Πετραλιά. Θα ακολουθήσει η παρουσίαση του νέου βιβλίου των ΑΣΚΙ και του Ινστιτούτου «Ν. Πουλαντζάς»  σε συνεργασία με τις εκδόσεις το Θεμέλιο: Η ελληνική νεολαία στον 20ό αιώνα. Πολιτικές διαδρομές, κοινωνικές πρακτικές και πολιτιστικές εκφράσεις. Θα μιλήσουν η Έφη Αβδελά, ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης και ο Ηλίας Νικολακόπουλος. Την εκδήλωση θα συντονίσει ο Γιάνης Γιανουλόπουλος.

ΑΠΟΓΕΥΜΑ: 17.30: Προβολή του ντοκιμαντέρ του Ηλία Γιαννακάκη και της Εύης Καραμπάτσου Μακρόνησος. Μετά την προβολή, η οποία είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Ηλία Στάβερη, θα ακολουθήσει συζήτηση, στις 19.30. Θα μιλήσουν ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, ο Ηλίας Γιαννακάκης, o Στρατής Μπουρνάζος και ο Τάσος Σακελλαρόπουλος.

ΤΡΙΤΗ 28 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

ΠΡΩΙ: Στις 12.00, εκδήλωση Αρχείο Μπέικου: Μνήμες και ιστορία. Μια εκδήλωση μνήμης και τιμής, με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου της Μαρίας Μπέικου Αφού με ρωτάτε, να θυμηθώ… (Καστανιώτης). Ομιλητές: Τασούλα Βερβενιώτη, Μαρία Μπέικου, Ιωάννα Παπαθανασίου, Ανταίος Χρυσοστομίδης. Αποσπάσματα διαβάζει ο Στάθης Γράμψας. Συντονιστής: Φώτης Προβατάς.

ΑΠΟΓΕΥΜΑ: Στις 17.30 θα γίνει η προβολή του ντοκιμαντέρ του Φώτου Λαμπρινού Καπετάν Κεμάλ, ο σύντροφος. Μετά την προβολή θα ακολουθήσει συζήτηση, στις 19.00, με τον Μάνο Ζαχαρία, τον Φώτο Λαμπρινό και την Άννα Φραγκουδάκη.

Στις 20.00 η βραδιά θα κλείσει με την κλήρωση της λαχειοφόρου αγοράς και με πολλές εκπλήξεις.

***

Σας περιμένουμε λοιπόν για να συναντηθούμε ξανά, να συζητήσουμε και να ενισχύσουμε οικονομικά τα ΑΣΚΙ που χρειάζονται τη βοήθειά μας σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία. Πληροφορίες,  ΑΣΚΙ,  210-3223062.

Οι σεισμοί, ο Πικιώνης και οι κοπάνες του 25ου

Standard

της Πατρίτσιας Καλαφατά

1954. Ναξιώτες μαρμαράδες, πελεκάνοι, παραδοσιακοί τεχνίτες και ένας οραματιστής αρχιτέκτονας-ζωγράφος-γλύπτης-στοχαστής χτίζουν ψηφίδα ψηφίδα έναν από τους πιο ιδιαίτερους και υποβλητικούς χώρους της Αθήνας. Το έργο είναι «καλλιτεχνικόν, εμπεριέχον πολλήν χειρωναξίαν» λέει ο Πικιώνης στην εισηγητική του έκθεση για τη διαμόρφωση των χώρων γύρω από την Ακρόπολη και τον λόφο Φιλοπάππου, την οποία απευθύνει στον τότε υπουργό Δημοσίων Έργων Κων/νο Καραμανλή. Οι τεχνίτες του υπηρετούν το όραμά του και κεντούν λιθόστρωτα μυστικιστικής ομορφιάς, ενσωματώνουν θραύσματα και σπαράγματα ερειπίων, συνθέτουν με λίθους ειδικής υφής, σχήματος και χρώματος αναπαυτήρια-καφενεία, αφηγούνται ιστορίες. Ιστορίες που άλλοι τις κατανοούν και άλλοι όχι. Οι μεν τον κατηγορούν για ελληνοκεντρισμό, οι δε για μοντερνισμό. Τα γνωστά.

Φωτογραφία του Χάρη Σαββίδη, από το μπλογκ "αντίδωρος τέχνη" (antidorostechne.blogspot.com)

1981. Οι πρώτοι μεγάλοι σεισμοί στην Αθήνα. Οι πρώτες ρωγμές, τα πρώτα ακατάλληλα κτίρια. Το 25ο Γυμνάσιο-Λύκειο Αθήνας στην Πλάκα, όπου και φοιτώ, δεν τη γλιτώνει. Κρίνεται ακατάλληλο και, μέχρι να επισκευαστούν οι ζημιές, τα μαθήματα φιλοξενούνται σε ένα σχολείο κάτω από το Αστεροσκοπείο με θέα πιάτο όλη την Αθήνα. Το επιστέγασμα σε όλη αυτήν την αναπάντεχη αλλαγή στη σχολική ρουτίνα είναι η γειτνίαση με του Φιλοπάππου. Σχεδόν κάθε μέρα μετά το σχόλασμα σκαρφαλώνουμε την πλαγιά του λόφου για να κόψουμε δρόμο από το Αστεροσκοπείο και να βρεθούμε λίγο μετά Στου Λουμπαρδιάρη για καφέ και σεράνο.

Αν είναι αλήθεια ότι τυχαία γεγονότα σε ευαίσθητες ηλικίες σηματοδοτούν την κατοπινή οπτική μας, άνετα θα έβαζα την εικόνα αυτή ανάμεσα στις πιο επιδραστικές της εφηβείας μου. Εκείνο το ξύλινο περίπτερο-«αναπαυτήριο» (όπως το αποκαλούσε ο Πικιώνης), που θύμιζε κάτι από απωανατολίτικο σκηνικό, αλλά με σαφείς αναφορές στην ελληνική παράδοση, που καμία σχέση δεν είχε με τις καφετέριες της εποχής και σου υπέβαλλε την αίσθηση ότι ήσουν προνομιούχος που μπορούσες να πιεις εκεί τον καφέ σου ή να κάνεις εκεί τις κοπάνες σου. Ή εκείνο το πλακόστρωτο που απλωνόταν μπροστά μας, μια γραμμή που ένωνε τα βήματά μας με την Ακρόπολη απέναντι. Α, αυτό το πλακόστρωτο! Ένα ποίημα. Χαζεύαμε τα θραύσματα, τις πέτρες που αντανακλούσαν απόκοσμα το φως, τα σχήματα, τις ψηφίδες που το συνθέτανε – το ένιωθες πως τίποτα δεν ήτανε τυχαίο σε εκείνο το λίθινο κολάζ.

Κάποιος από την παρέα μάς είχε πει ότι όλα αυτά γύρω μας ήταν του Πικιώνη. Έκτοτε o Πικιώνης ταυτίστηκε στο μυαλό μου όχι ακριβώς με τον αρχιτέκτονα αλλά με τον καλλιτέχνη  που κατάφερε να φτιάξει με τρόπο μαγικό έναν χώρο που με γαλήνευε και επέβαλλε ψιθυριστά την αισθητική του. Το όνομά του το συνέδεσα με την καθησυχαστική αίσθηση που μου δημιουργούσε εκείνη η διαδρομή σαν διάλειμμα στη δίνη των εφηβικών υπερβολών.

Τα θυμήθηκα όλα αυτά λίγες ημέρες πριν με αφορμή τη μεγάλη αναδρομική έκθεση που οργανώνει το Μουσείο Μπενάκη για τον Πικιώνη. Αυτόν τον μυστήριο, ευγενή καλλιτέχνη (πώς αλλιώς να τον πω δεν ξέρω), που μου αποκάλυψε τότε εκείνο που πιστεύω ακράδαντα έκτοτε: ότι ο πολιτισμός δημιουργεί πολιτισμό, η αισθητική εμπνέει αισθητική, ότι όλα τα μεγάλα και ουσιαστικά έργα συγκινούν και αγγίζουν και «καλλιεργούν» ακόμα και τον πιο αδαή, ότι εντέλει η τέχνη δεν είναι εκ περισσού.

Στο καφενείο αυτό δεν ξαναπήγα έκτοτε, ούτε και ξαναπερπάτησα στα λιθόστρωτα του Φιλοπάππου.  Δεν έτυχε.  Ίσως ήταν και η ανάγκη να διαφυλάξω αλώβητη αυτήν την εικόνα στη μνήμη μου, δεν ήθελα να τη διαψεύσει ο χρόνος. Μπορεί και να με καταρράκωναν κι εκείνα τα ιλιγγιώδη γυαλιστερά τζιπ που έβλεπα περνώντας από εκεί, παρκαρισμένα πάνω στην αρχή του πλακόστρωτου, και δεν μου έκανε καρδιά να ανηφορίσω παραπέρα.

Δυστυχώς, το καφενείο-αναπαυτήριο που σχεδίασε ο Πικιώνης δίπλα στον ναό του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη έχει δεινοπαθήσει έκτοτε. Μπορεί να κηρύχτηκε μνημείο το 1996, αλλά από το 2005 παραμένει κλειστό και ρημάζει από την εγκατάλειψη. Βέβαια και κατά τη λειτουργία του, για σαράντα περίπου χρόνια, από την οικογένεια Κανέλλου (στην οποία είχαν εκμισθώσει το περίπτερο ο ΕΟΤ και στη συνέχεια η ΕΤΑ ΑΕ) υπέστη ουκ ολίγα: αυθαίρετες αισθητικές επεμβάσεις και επεκτάσεις, καταπατήσεις του γύρω αρχαιολογικού χώρου κτλ. Λέγεται μάλιστα ότι όταν ο ίδιος ο Πικιώνης είχε παραπονεθεί, ήδη από τότε, για τις συρόμενες τζαμαρίες που είχαν προστεθεί στο κτίσμα, ο Κανέλλος τού παρουσίασε υπογραφές πελατών που υποστήριζαν ότι το μέρος ήταν πιο όμορφο έτσι…

Χρόνια τώρα η δραστήρια επιτροπή κατοίκων Φιλοπάππου καταγγέλλει τις αυθαιρεσίες και τις καταπατήσεις, διεκδικώντας τα αυτονόητα.  Σήμερα το αναπαυτήριο του Πικιώνη βρίσκεται υπό κατάρρευση. Αυτό που φοβόμουν και δεν περνούσα τόσα χρόνια από εκεί επαληθεύτηκε τελικά. Παρόλο που έχει εγκριθεί από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεότερων Μνημείων η μελέτη για την επισκευή και αποκατάσταση του μνημείου στην αρχική του μορφή, δεν έχει γίνει τίποτα γιατί αναμένεται η ένταξη σε ΕΣΠΑ για χρηματοδότηση, χωρίς την οποία δεν μπορεί να ξεκινήσει καμία εργασία.

Δεν ξέρω αν σε περιόδους κρίσης είναι πολυτέλεια να μιλάει κανείς για χρηματοδοτήσεις με σκοπό την αποκατάσταση ιστορικών καφενείων. Μήπως όμως σε αυτές τις περιόδους ακριβώς είναι που χρειαζόμαστε όσο τίποτα άλλο τέτοια «αναπαυτήρια» για τις ψυχές μας;

 

Σημείωση: Η έκθεση «Δημήτρης Πικιώνης 1887-1968», που παρουσιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη (Κτίριο Οδού Πειραιώς), θα διαρκέσει μέχρι τις 13 Μαρτίου 2011.

 

Η Πατρίτσια Καλαφατά είναι φιλόλογος-επιμελήτρια.

 

Ορθώς κείμενα: «Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη»

Standard

του Παντελή  Μπουκάλα

(αναδημοσίευση από την Καθημερινή, 21.12.2010)

Δύσκολα τα Χριστούγεννα του τεμπέλη.  Όχι, δεν πρόκειται για τον μαστρο-Παύλο τον Πισκολέτο, τον ήρωα του Παπαδιαμάντη, που αν συνέτασσε «τον κανονισμόν της εβδομάδος, θα ώριζε την Κυριακήν διά σχόλην, την Δευτέραν διά χουζούρι, την Τρίτην διά σουλάτσο, την Τετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν δι’ εργασίαν, και το Σάββατον διά ξεκούρασμα». Για τον ανώνυμο τεμπέλη Έλληνα πρόκειται, τον τεμπέλληνα, όπως μονολεκτικά τον ονομάζει η ειρωνεία των κατά φαντασίαν δουλευταράδων του τόπου.

Έτσι δεν ζωγραφίζουν, χρόνια τώρα, τον μέσο πολίτη όσοι δεν έτυχε να ακούσουν ότι πολλοί εκπαιδευτικοί δουλεύουν και ταξί τα βράδια για να τα βγάλουν πέρα; Σαν εξ επαγγέλματος άεργους δεν μυκτηρίζουν οι «επιτυχημένοι» όσους εξωθούνται από την ανεργία σε δύο και τρεις ανασφάλιστες δουλειές, κούριερ ή ό,τι άλλο, για να μη χάσουν εντελώς τον αυτοσεβασμό τους; Και σαν παράσιτα δεν αντιμετωπίζουν τους συνταξιούχους που ούτε να ονειρευτούν δεν τολμούν την παπαδιαμαντική «ραστώνη, το δόλτσε φαρ νιέντε των αδελφών Ιταλών»; Ναι, μια χαρά κρατούν οι αστικοί μύθοι. Να, ακόμα μιλούν επιτιμητικά οι κήνσορες για το «ένα-ενάμισι εκατομμύριο των δημοσίων υπαλλήλων», κι ας μετρήθηκαν πολύ λιγότεροι. Και δεν είναι βέβαια οι μισοί αργόσχολοι και οι υπόλοιποι διεφθαρμένοι, όπως τους κατηγορούν οι αυθεντίες των τηλεδικείων.

Ο τεμπέλης του Παπαδιαμάντη καταφεύγει στην ταβέρνα, «διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθερά του, δαρμένος από τον κουνιάδο του, ξωρκισμένος από την σπιτονοικοκυράν του και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του». Κάπως έτσι, διωγμένος, υβρισμένος, δαρμένος, ξορκισμένος και φασκελωμένος, νιώθει και ο «τεμπέλληνας» της παραπολιτικής μυθοπλασίας, αλλά όχι από τους συγγενείς (μόνο οι σπιτονοικοκύρηδες μένουν ίδιοι, να απαιτούν τα καθυστερούμενα νοίκια). Διωγμένος με συνοπτικές ή και εκβιαστικές διαδικασίες από τη δουλειά του· δαρμένος και χημικοβομβαρδισμένος από τα ΜΑΤ· φασκελωμένος από τους Ευρωπαίους «εταίρους»· υβρισμένος από όσους δογματίζουν πως του χρειάζεται μαστίγιο για να αναμορφωθεί. «Μου φαίνεται πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουν διωρισμένα τα πράγματα» λέει πάντως ο Παπαδιαμάντης.