Ο προϋπολογισμός στην εποχή του Μνημονίου: Μόνιμη παρουσία της ύφεσης, της ανεργίας και του χρέους;

Standard

Όπως κάθε χρόνο, το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, ενόψει της συζήτησης του προϋπολογισμού, κατέθεσε τις απόψεις και τις προτάσεις του. Το κείμενο, μια πολυσέλιδη μελέτη (200 σελ.), αποτελεί ουσιαστική συμβολή σε  θέματα όπως ο χαρακτήρας της κρίσης στην Ελλάδα, οι ευρωπαϊκές της διατάσεις και οι επιπτώσεις του Μνημονίου,  η εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2010, οι συνιστώσες του δημοσιονομικού προβλήματος, το φορολογικό σύστημα, το δημόσιο χρέος, οι ανισότητες, η φτώχεια και η κοινωνική συνοχή. Την επιστημονική ομάδα που συνέταξε τη μελέτη αποτέλεσαν οι:  Γιάννης Δραγασάκης, Θόδωρος Μητράκος, Ελισάβετ Μαυρίδου, Παναγιώτης Μπισμπίκος, Σταύρος Ντεγιαννάκης, Γαβριήλ Σακελλαρίδης, ενώ σε επιμέρους ζητήματα συνέδραμαν ο Γιάννης Ευσταθόπουλος, ο Απόστολος Καψάλης, ο Άγγελος Κούρος και ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης. Δημοσιεύουμε σήμερα αποσπάσματα από το εισαγωγικό κεφάλαιο της σημαντικής αυτής μελέτης, τα οποία αναφέρονται στις επιπτώσεις της πολιτικής του Μνημονίου.

«EΝΘΕΜΑΤΑ»


μια επίκαιρη και σημαντική μελέτη

του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας

 

Ευχετήρια κάρτα, από το Σανατόριο «Σωτηρία», Δεκέμβριος 1964, έργο του Γιώργη Τρικαλινού (από το ημερολόγιο των ΑΣΚΙ για το 2011)

Τα μέχρι τώρα αποτελέσματα βεβαιώνουν ότι το «Μνημόνιο» λειτουργεί ως μηχανισμός αναδιανομής και δημιουργίας ύφεσης, με αποτέλεσμα τόσο το χρέος όσο και η ανεργία να εκτινάσσονται σε πρωτοφανή επίπεδα. Το «Μνημόνιο» φαίνεται να προσδοκά την αντιστάθμιση στις τάσεις αυτές με την αύξηση των εξαγωγών, αλλά οι προσδοκίες αυτές δεν επιβεβαιώνονται. Γι’ αυτό και ο κίνδυνος να περάσουμε από το «δημοσιονομικό εκτροχιασμό» σε έναν εκτροχιασμό της ύφεσης, της ανεργίας και του χρέους δεν μπορεί να αποκλεισθεί, αν δεν υπάρξει αναπροσαρμογή της πολιτικής προς την απασχόληση και την πραγματική οικονομία.

Εσωτερική υποτίμηση. Πυρήνας της πολιτικής του «Μνημονίου» είναι η λεγόμενη «εσωτερική υποτίμηση», δηλαδή η ταυτόχρονη μείωση των μισθών και των τιμών, ως μέσο για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Η στρατηγική αυτή υποθέτει ότι το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι κυρίως πρόβλημα τιμών, παραβλέποντας τις διαρθρωτικές του διαστάσεις, που συνδέονται με την ισχνή και στρεβλή παραγωγική βάση, το χαμηλό τεχνολογικό και ερευνητικό επίπεδο κτλ. Πέραν αυτού, η «εσωτερική υποτίμηση» μέχρι τώρα στην πράξη λειτουργεί αποκλειστικά σε βάρος των μισθών, όχι όμως και σε βάρος των τιμών, γεγονός που καθιστά την εσωτερική υποτίμηση μηχανισμό αναδιανομής και έντασης της ύφεσης. Συγκεκριμένα το κείμενο του προϋπολογισμού εκτιμά ότι ο δείκτης τιμών καταναλωτή θα αυξηθεί κατά 4,6% το 2010 και κατά 2,2% το 2011. Την ίδια περίοδο οι μισθοί αναμένεται να σημειώσουν σημαντική μείωση (στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος).

Η καθίζηση της εσωτερικής ζήτησης  και η σύνθλιψη μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Η ιδιωτική κατανάλωση βρίσκεται σε συνεχή πτώση από το 2009 (-1,8% το 2009, -4,1% το 2010) και αναμένεται να σημειώσει περαιτέρω πτώση το 2011, κατά 4,3%. Η δημόσια κατανάλωση επίσης, μετά τη μείωσή της κατά 9%, αναμένεται να μειωθεί κατά 8,5% το 2011, -6% το 2012 και -1,0 το 2013. Ανάλογες τάσεις προβλέπονται και για τις επενδύσεις.

Ο συνδυασμός μείωσης των μισθών, των δημόσιων δαπανών, των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και αύξησης των έμμεσων φόρων και συρρίκνωσης της πιστωτικής επέκτασης, οδηγεί σε καθίζηση της ζήτησης και δημιουργεί συνθήκες ασφυξίας στην αγορά. Οι ως τώρα ενδείξεις δείχνουν ότι όσο θα παρατείνονται αυτές οι συνθήκες, τόσο θα αυξάνει ο κίνδυνος για μαζική καταστροφή μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και αύξηση της ανεργίας ενώ παράλληλα θα αυξάνουν οι κίνδυνοι και για το τραπεζικό σύστημα λόγω αυξανόμενης αδυναμίας εξυπηρέτησης των δανείων.

Η επιδιωκόμενη «ανάκαμψη μέσω εξαγωγών», κατά την εκτίμηση της Έκθεσης του ΟΕΕ, δεν φαίνεται να συνιστά βιώσιμη απάντηση στην κρίση, πρώτον λόγω του μικρού ειδικού βάρους των εξαγωγών στη σύνθεση της εγχώριας παραγωγής. Δεύτερον λόγω της μεγάλης εξάρτησης των εξαγωγικών επιχειρήσεων από την εγχώρια ζήτηση, η οποία συρρικνώνεται. Τρίτον λόγω της γενίκευσης της εφαρμογής πολιτικής λιτότητας στον ευρωπαϊκό χώρο, γεγονός που περιορίζει τη ζήτηση και τέταρτον λόγω των ανατιμητικών τάσεων του ευρώ. Για τους λόγους αυτούς η αναγκαία αύξηση των εξαγωγών δεν φαίνεται να μπορεί να επιτευχθεί με τον τρόπο που επιδιώκεται.

Οι προοπτικές της ύφεσης και της ανεργίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προοπτικές για την οικονομική ανάκαμψη είναι θολές και αβέβαιες, ενώ οι προοπτικές για την ανεργία διαγράφονται ζοφερές. Σε ό,τι αφορά στην ύφεση, ο προϋπολογισμός προβλέπει μείωση του ΑΕΠ για το 2011 κατά 3%, τη στιγμή που για το 2010 η μείωση αυτή θα ανέλθει στο 4,2%. Δηλαδή μέσα σε μία τριετία (2009-2011), η συνολική μείωση του παραγόμενου προϊόντος της χώρας υπολογίζεται σε 9,5 ποσοστιαίες μονάδες. Η μεγάλη πτωτική τάση του ΑΕΠ προκαλείται κυρίως από την δραματική μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων (-11,4% το 2009, -17,4% το 2010 και  -7,5% το 2011), την μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης  και την περιστολή της δημόσιας κατανάλωσης.

Σύμφωνα με το «Μνημόνιο» και το προσχέδιο του προϋπολογισμού, η επίσημη καταγεγραμμένη ανεργία προσεγγίζει ήδη το 12,1% από 9,1% που ήταν το 2009 και αναμένεται να φτάσει το 14,8% το 2012. Όμως το μέγεθος αυτό ίσως δεν είναι και το τελικό. Οι εκτιμήσεις της Έκθεσης  του ΟΕΕ συγκλίνουν με ανάλογες εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ και άλλων Οργανισμών, σύμφωνα με τις οποίες δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο η ανεργία να υπερβεί ακόμη και το 18% αν δεν υπάρξει αναπροσανατολισμός της πολιτικής.

Η ραγδαία αύξηση της ανεργίας και η διαγραφόμενη τάση μετανάστευσης, κυρίως νέου επιστημονικού δυναμικού, συνιστούν σήμερα μέγιστο κίνδυνο, καθόσον, αν δεν αποτραπούν, πέραν των σοβαρών κοινωνικών και πολιτιστικών συνεπειών, συνεπάγονται όχι μόνο  τη συρρίκνωση της παρούσας οικονομικής δραστηριότητας αλλά και την υπονόμευση της αναπτυξιακής προοπτικής. […]

Άνιση, άδικη και στρεβλή δημοσιονομική προσαρμογή. Οι αναδιανεμητικές και υφεσιακές λειτουργίες της πολιτικής του «Μνημονίου» επιτείνονται από τον τρόπο με τον οποίο επιχειρείται η δημοσιονομική προσαρμογή.

Το ΟΕΕ όχι μόνο διαφωνεί αλλά και εκφράζει την έντονη ανησυχία του ιδιαίτερα για το γεγονός ότι η αύξηση των φορολογικών εσόδων επιχειρείται κυρίως μέσω των ισοπεδωτικών και κοινωνικά άδικων έμμεσων φόρων, με αποτέλεσμα η σχέση έμμεσων-άμεσων φόρων να αυξάνει δραματικά υπέρ των πρώτων.

Ενδεικτικά αναφέρουμε πως για το 2010, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό που ψήφισε η Βουλή, αναμενόταν μία βελτίωση της αναλογίας έμμεσων προς άμεσους φόρους, αφού τα φορολογικά έσοδα που αναμένονταν από τους πρώτους υπολογίζονταν στο 43,8% των συνολικών, ενώ για τους δεύτερους στο 56,2%. Η εφαρμογή του Μνημονίου όμως δημιούργησε μία άλλη πραγματικότητα. Μόλις το 39,4% των φορολογικών εσόδων θα προέρχεται από άμεσους φόρους για το 2010, ενώ το 60,6% από έμμεσους. Συνεπώς, η επιβάρυνση της αύξησης των φορολογικών εσόδων, έπεσε ακόμα μία φορά στους ώμους των χαμηλών εισοδημάτων.

Τέλος, η επιχειρούμενη μείωση των δαπανών γίνεται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, σε βάρος των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και των κοινωνικών δαπανών, με ταυτόχρονη διατήρηση ή και επιδείνωση των συνθηκών που δημιουργούν τη σπατάλη και την κοινωνική αναποτελεσματική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Οι μισθοί και οι συντάξεις του δημοσίου μειώνονται το 2011 κατά 2,6%, ακολουθώντας μία μείωση το 2010 της τάξης του 10%. Αντίστοιχα οι δαπάνες για ασφάλιση, περίθαλψη και κοινωνική προστασία περικόπτονται το 2011, την στιγμή που ήδη από το 2010 είχαν μειωθεί σημαντικά.

Το ΟΕΕ επισημαίνει τη μείωση των δημόσιων επενδύσεων, η οποία μάλιστα μείωση προβλέπεται από το «Μνημόνιο» να συνεχισθεί και πέραν του 2013, ως το 2015 τουλάχιστον (3,9% του ΑΕΠ το 2013, 2,5% το 2014 και 1,9% το 2015, σύμφωνα με το ΔΝΤ).  Η μείωση αυτή θα επηρεάσει αρνητικά το ρυθμό μεγέθυνσης, την απασχόληση καθώς και το απόθεμα και την ποιότητα των υποδομών (σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΕΕ η μείωση των δημόσιων επενδύσεων την περίοδο 2009-2015 θα επηρεάσει το ΑΕΠ περίπου κατά 8,5%). Το ΟΕΕ θεωρεί εξαιρετικά αρνητικό να μειώνονται οι μισθοί στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και ταυτόχρονα να μειώνονται οι πόροι για υποδομές, που είναι βασικός προσδιοριστικός παράγοντας της τελευταίας.

Διεύρυνση των ανισοτήτων και της φτώχειας. Το ΟΕΕ με ανησυχία διαπιστώνει την επιδείνωση των εισοδηματικών ανισοτήτων και της φτώχειας στην Ελλάδα, ακόμα και πριν από την κρίση. Με βάση τα επίσημα στατιστικά στοιχεία  το 20% του πληθυσμού της Ελλάδας το 2008  βρισκόταν κάτω από το χρηματικό όριο της φτώχειας, την στιγμή που για την ΕΕ-15 το ποσοστό αντιστοιχούσε στο 15% του πληθυσμού.  Κάτι ανάλογο ισχύει και για τις εισοδηματικές ανισότητες, αφού η Ελλάδα είχε έναν από τους υψηλότερους δείκτες ανισοκατανομής Gini στην Ευρωπαϊκή Ένωση (33 έναντι 30 της ΕΕ-15). Επίσης, ο δείκτης που εξετάζει το μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού και το συγκρίνει με το φτωχότερο 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 5,9 για την Ελλάδα το 2008, έναντι 4,9 για την ΕΕ-15.

Ιδιαίτερα ανησυχητική για την χώρα μας είναι η πτυχή της φτώχειας που αναφέρεται στους «εργαζόμενους φτωχούς». Το ποσοστό των εργαζομένων στην Ελλάδα που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας για το 2008 ήταν 14% έναντι 8% στην ΕΕ-15, ενώ ο κίνδυνος φτώχειας για τους μερικώς απασχολούμενους είναι εξαιρετικά υψηλός για την Ελλάδα (24%) σε σχέση με την ΕΕ-15 (11%). Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει επίσης να δοθεί στις αυξητικές τάσεις που παρουσιάζει η παιδική φτώχεια στη χώρα μας.

Το ΟΕΕ προβαίνει στην εκτίμηση ότι οι πολιτικές που ακολουθούνται στα πλαίσια του Μνημονίου θα επιδεινώσουν σημαντικά την ήδη εύθραυστη κοινωνική συνοχή και θα διευρύνουν τις ανισότητες και την φτώχεια. Η αύξηση της ανεργίας, η μείωση μισθών και συντάξεων, η επίπτωση της αύξησης των τιμών στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα σε σχέση με τα υψηλότερα και κυρίως η αναποτελεσματικότητα του κοινωνικού κράτους στην καταπολέμηση της φτώχειας και των ανισοτήτων δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα στα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας.

Πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις της κρίσης

Οι οικονομικές κρίσεις δεν είναι φυσικά φαινόμενα. Υπογραμμίζοντας τις κοινωνικές και τις πολιτικές αιτίες της τρέχουσας κρίσης, το ΟΕΕ επισημαίνει ότι αυτή που ζούμε είναι ταυτόχρονα και κρίση του μοντέλου πολιτικής που κυριάρχησε από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, γνωστό και ως «συναίνεση της Ουάσιγκτον». Το μοντέλο αυτό, στηρίχθηκε στο τρίπτυχο «απελευθέρωση των αγορών, ιδιωτικοποίηση, μακροοικονομική σταθερότητα» και συνοδεύθηκε από άνιση διανομή των εισοδημάτων, καθώς και από τη λεγόμενη «χρηματιστικοποίηση» της οικονομίας, με αντίστοιχη υποβάθμιση της πραγματικής οικονομίας.

Η ταχεία ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων και η επέκταση του δανεισμού, δημόσιου και ιδιωτικού, αρχικά λειτούργησε ως παράγοντας μεγέθυνσης της οικονομίας, για να γίνει όμως τελικά σημαντικός παράγοντας κρίσης.

Η προσπάθεια του κράτους να στηρίξει τις τράπεζες και άλλους τομείς της οικονομίας, διόγκωσε το ήδη υψηλό χρέος, γεγονός που, σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες όπως η μείωση των εσόδων, το έλλειμμα αξιοπιστίας κτλ., συνέβαλε στη μετατροπή της χρηματοπιστωτικής κρίσης σε δημοσιονομική.

Η απάντηση στη δημοσιονομική κρίση με σκληρές περιοριστικές πολιτικές λιτότητας, με έντονα αναδιανεμητικά χαρακτηριστικά –όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα– μετατρέπει ταχύτατα τη δημοσιονομική κρίση σε κοινωνική, με μοχλούς τη δραματική αύξηση της ανεργίας, τη μείωση των χαμηλών εισοδημάτων, την επέκταση της φτώχειας και τον κίνδυνο αποδιάρθρωσης του παραγωγικού και του κοινωνικού ιστού.

Οι δημόσιες δαπάνες

Η διαχρονική εξέλιξη των δημόσιων δαπανών, δείχνει ότι, παρά την έντονα καλλιεργούμενη αντίθετη άποψη, το μέγεθος των δημόσιων δαπανών στην Ελλάδα δεν βρίσκεται σε απόκλιση από τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. Μέχρι και το 2008, μάλιστα, οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, βρίσκονται σε πλήρη αντιστοιχία με το αντίστοιχο ποσοστό των χωρών της ευρωζώνης, και μάλιστα υπολείπονται των τελευταίων κατά  2-3 ποσοστιαίες μονάδες. Το ίδιο ισχύει σχετικά και με τις κοινωνικές δαπάνες, οι οποίες επίσης βρίσκονται σε αντιστοιχία με τις αντίστοιχες δαπάνες την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μεγάλη υστέρηση παρουσιάζουν οι δαπάνες για παιδεία, τεχνολογία και έρευνα, ενώ μεγαλύτερες είναι οι δαπάνες για εξοπλισμούς και τόκους για την εξυπηρέτηση του Δημόσιου Χρέους. Η συμβολή επομένως των δημόσιων δαπανών στο δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας θα πρέπει να κατανοηθεί με όρους κυρίως ποιοτικούς, συνίσταται δηλαδή στην ανορθολογική διάρθρωση, τη σπατάλη και τελικά τη χαμηλή  κοινωνική και παραγωγική αποτελεσματικότητα των δημόσιων δαπανών. Ακριβώς γι αυτό, οι οριζόντιες και ισοπεδωτικές περικοπές των δημόσιων δαπανών έχουν σοβαρές επιπτώσεις υφεσιακού και αναδιανεμητικού χαρακτήρα.

 

Σχολιάστε