Χωρίς χαρτιά, χωρίς δικαιώματα, χωρίς τίποτε

Standard

Στις 18 Μαρτίου 1996, 330 Αφρικανοί «χωρίς χαρτιά», άντρες γυναίκες και παιδιά, μπήκαν στην εκκλησία του Αγίου Αμβροσίου στο Παρίσι. Η γαλλική αστυνομία εκκένωσε την εκκλησία στις 22 Μαρτίου. Ακολούθησαν ανάλογες κινητοποιήσεις, όπως η απεργία πείνας τριακοσίων Αφρικανών «χωρίς χαρτιά» στην εκκλησία του Αγίου Βερνάρδου στις 28 Ιουνίου· εκδιώχθηκαν στις 23 Αυγούστου. Στις 21 Δεκεμβρίου 1996, και ενώ κορυφώνονταν οι διαμαρτυρίες εναντίον του διαβόητου νομοσχεδίου Ντεμπρέ, σύμφωνα με το οποίο όποιος παρείχε στέγη σε μετανάστες «χωρίς χαρτιά» έπρεπε να το δηλώσει στο οικείο αστυνομικό τμήμα, ειδάλλως διέπραττε «αδίκημα φιλοξενίας», στο Théâtre des Amandiers στη Ναντέρ, πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη εκδήλωση αλληλεγγύης. Η εκεί ομιλία του Ζακ Ντερριντά με τίτλο «Παραλείψεις του δικαιώματος στη δικαιοσύνη (μα τι λείπει λοιπόν στους “χωρίς χαρτιά”;)» περιλαμβάνεται στον τόμο Jacques Derrida, Πέραν του κοσμοπολιτισμού, μετάφραση-σημειώσεις: Βαγγέλης Μπιτσώρης, Κριτική, Αθήνα 2003, σ. 130-157.

Αλληλέγγυοι στους μετανάστες απεργούς πείνας της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, με τη σκέψη μας στο ζοφερό ανθρωποφαγικό κλίμα που απειλεί βέβαια πολύ περισσότερα από τα δικαιώματα των μεταναστών, δημοσιεύουμε αποσπάσματα από το στοχαστικό αυτό κείμενο, φωτεινό δείγμα της παρέμβασης του διανοούμενου και πολίτη Ζακ Ντερριντά. Ο τίτλος είναι των «Ενθεμάτων».

«ΕΝΘΕΜΑΤΑ»

Χαρακτικό του Λώρενς Χάυντ, από το λεύκωμα «Σταυρός του Νότου», 1951

του Ζακ Ντεριντά

Δεν γνωρίζω ποιος επινόησε τούτη τη διατύπωση –«χωρίς χαρτιά»–, και πώς εδραιώθηκε σταδιακά, ώστε να νομιμοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, η τρομακτική έκφραση «χωρίς χαρτιά». […] Όταν κατονομάζεται –με μία λέξη– ένας «χωρίς χαρτιά», υποθέτουμε ότι κάτι του λείπει. Αυτός είναι «χωρίς». Αυτή είναι «χωρίς». Τι του λείπει, τι της λείπει, ακριβώς; Το έλλειμμά τους θα πρέπει να είναι αυτό που αντιπροσωπεύει το εν λόγω χαρτί. Το δικαίωμα, το δικαίωμα στο δικαίωμα. Υποθέτουμε ότι ο «χωρίς χαρτιά» τελικά είναι «χωρίς δικαίωμα» και δυνάμει εκτός νόμου. Η αμφισβήτηση της φυσιολογικής του κατάστασης και της ταυτότητάς του ως πολίτη λίγο απέχει από την αμφισβήτηση απλώς της ταυτότητάς του. Θα έλεγε κανείς ότι του λείπει κάτι περισσότερο από ένα ορισμένο πράγμα, ένα πράγμα μεταξύ άλλων πραγμάτων: είναι γυμνός και εκτεθειμένος, χωρίς δικαιώματα, χωρίς καταφυγή, εν ελλείψει του ουσιαστικού πράγματος. Χωρίς τίποτε. Αυτό που του λείπει, στ’ αλήθεια, αυτή η έλλειψη που του αποδίδει κανείς και θέλει να την κολάσει, να την τιμωρήσει –ας μην το κρύβουμε από τους εαυτούς μας, μάλιστα θα ήθελα να το δείξω χρησιμοποιώντας εσκεμμένα τούτη την πολύ συγκεκριμένη λέξη– είναι η αξιοπρέπεια. Ο «χωρίς χαρτιά» φαίνεται να έχει έλλειψη αξιοπρέπειας. Ποια αξιοπρέπεια; Τίνος πράγματος είναι ανάξιος ο «χωρίς χαρτιά»; Και γιατί ένας «χωρίς χαρτιά» υποτίθεται ότι είναι ανάξιος-αναξιοπρεπής; Γιατί, εν ονόματι ποίου πράγματος του αρνείται κανείς την αξιοπρέπεια; Διότι ο νόμος και η γαλλική αστυνομία δεν αρκούνται να μεταχειρίζονται σκληρά τους «χωρίς χαρτιά», να τους αναγκάζουν να στοιβάζονται σε τόπους που μόλις και μετά βίας είναι κατοικήσιμοι, πριν τους συγκεντρώσουν σε ένα είδος στρατοπέδων διαλογής, στρατοπέδων «μετάβασης», πριν τους καταδιώξουν, πριν τους εκδιώξουν από τις εκκλησίες και την επικράτεια, πριν τους αντιμετωπίσουν περιφρονώντας συχνά τα δικαιώματα του ανθρώπου, θέλω να πω ακριβώς τα δικαιώματα που εγγυάται η Σύμβαση της Γενεύης και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 3), περιφρονώντας τα εν λόγω δικαιώματα του ανθρώπου και περιφρονώντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια — η οποία, και το λέω ζυγίζοντας αυτές τις λέξεις, κυριολεκτικά δεν τους αναγνωρίζεται, τους αμφισβητείται ρητά. […] Συνέχεια ανάγνωσης

Άνθρωποι χωρίς χαρτιά

Standard

του Παντελή Μπουκάλα

(αναδημοσίευση από την Καθημερινή, 27.1.2011

 

Απορία πρώτη: Αν καταλαμβανόταν η Ακρόπολη ή η Μητρόπολη από Τούρκους αλεξιπτωτιστές στο πλαίσιο κάποιας «Βαριοπούλας», πόσο μεγαλύτερος θα μπορούσε να γίνει ο ηθικοεθνικός μας πανικός, όταν τώρα η παρουσία των 237 μεταναστών σε κτίριο της Νομικής που δεν χρησιμοποιούνταν στην εκπαιδευτική διαδικασία οδήγησε αστραπιαία στην κατάχρηση (από πολιτικούς και δημοσιογράφους) ενός εθνικοαπελευθερωτικού λεξιλογίου που του στερεί κάθε νόημα η ίδια η κατάφωρη υπερβολή του; Αν τώρα η «ιερή αγανάκτηση» μιλάει για «ανακατάληψη» ή «απελευθέρωση της Νομικής» (από ανθρώπους, παρεμπιπτόντως, που συμφωνούν στη μετακίνησή τους σε άλλο δημόσιο κτίριο), πού θα βρεθούν λέξεις ικανές να αποδώσουν την οργή όταν θα συμβεί κάτι όντως οριακό, απίστευτο κ.λπ.;

Απορία δεύτερη: Όσοι τώρα, μηνίοντες, διατείνονται ότι «μόνο στην Ελλάδα γίνονται τέτοια αδιανόητα πράματα», δεν διαθέτουν υπολογιστή; Υπάρχει πάντως η λύση των ίντερνετ καφέ. Αν πληκτρολογήσουν στο ψαχτήρι τις λεξούλες «sans-papiers», θα θυμηθούν ότι και στη Γαλλία «γίνονται τέτοια αδιανόητα πράγματα». Το 1996, στην κορύφωση του κινήματος των «ανθρώπων χωρίς χαρτιά», τριακόσιοι μετανάστες κατέλαβαν την εκκλησία του Αγίου Βερνάρδου, με αιτήματα ίδια με των απεργών πείνας της Νομικής. Αν η κατάληψη ενός ναού κριθεί ύβρις, τι είναι άραγε, για το σύστημα σκέψης οιουδήποτε χριστιανού, η εισβολή στην παρισινή εκκλησία 1.500 αστυνομικών, οι οποίοι, πιθανόν σταυροκοπηθέντες πρώτα, μπούκαραν και «χειροτόνησαν» τους καταληψίες; Μάλλον δεν γνώριζαν τι έπραξαν οι Σπαρτιάτες εναντίον του κατηγορηθέντος για δοσοληψίες με τον Ξέρξη στρατηγού Παυσανία, που είχε προσφύγει ικέτης σε ναό: έχτισαν την είσοδο και τα παράθυρα και τον οδήγησαν σε θάνατο από ασιτία. Είναι μια λύση.

Απορία τρίτη: Άραγε, δεν μπορούμε να κρύψουμε το αίσθημα υπεροχής μας έναντι των ξένων ούτε και όταν δηλώνουμε ότι τους νοιαζόμαστε; Μάλλον. Αλλιώς δεν εξηγείται η σιγουριά όλων των βοώντων εν τη τηλεοπτική ερήμω ότι τους μετανάστες «τους καθοδήγησαν» και τους «παραπλάνησαν». Τους θεωρούμε δηλαδή πρόβατα προς διαβουκόληση, ανίκανους να έχουν πολιτική σκέψη, ανίκανους να κάνουν λόγο την ανάγκη και την αγωνία τους, να διεκδικήσουν. Και όμως, διαβάζοντας δηλώσεις τους σε εφημερίδες άλλα πληροφορείσαι. Ιδού η δήλωση του Μαροκινού Νουά στον προχθεσινό «Ελεύθερο Τύπο»: «Το 2008 έκανα απεργία πείνας γιατί δεν μου έδιναν άδεια παραμονής στην Ελλάδα, που δικαιούμουν. Τελικά η αίτησή μου έπειτα από πολλές προσπάθειες έγινε αποδεκτή. Ήρθα να συμπαρασταθώ στους μετανάστες που αν και πληρούν τις προϋποθέσεις, η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτε».  Λοιπόν, αν αντιστρέψει κανείς όχι τα πράγματα, αλλά τον τρόπο που τα βλέπουμε, ίσως το κτίριο της Νομικής είναι αυταπόδεικτα το καταλληλότερο: Εκεί δεν διδάσκεται το Δίκαιο;

 


Για το Πειραματικό εργαστήρι έρευνας της κινηματογραφικής τέχνης

Standard

Λάβαμε και δημοσιεύουμε την ακόλουθη διευκρινιστική επιστολή της Ομάδας Παιδείας των «Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη». Η απάντηση του Νίκου Πολίτη θα δημοσιευτεί την επόμενη Κυριακή.

Ανρί Ματίς, «Το ανοιχτό παράθυρο», 1905

Στο άρθρο του της 23.1.2011 με τίτλο «Κινηματογραφιστές στην ομίχλη και το ομιχλώδες κινηματογραφικό τοπίο», ο συνεργάτης σας κ. Νίκος Πολίτης, πέραν των όποιων προσωπικών του θέσεων και εκτιμήσεων για την δράση και τους στόχους των «Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη», παρουσιάζει μια εξαιρετικά ανακριβή εικόνα της πρότασής μας για την ίδρυση «Πειραματικού εργαστηρίου έρευνας της κινηματογραφικής τέχνης». Επισημαίνουμε τις ανακρίβειες και διευκρινίζουμε καλόπιστα κάποια βασικά σημεία της πρότασης που θεωρούμε ότι δεν έχει κατανοήσει:

1. Ουδέποτε αμφισβητήσαμε την αξία του Τμήματος Κινηματογράφου του ΑΠΘ, ενώ το εγχείρημα που προτείνουμε δεν έχει καμιά πρόθεση να το υποκαταστήσει ή να το ανταγωνιστεί. Αντιθέτως, όπως ρητά αναφέρεται στο σχετικό κείμενο, στόχος μας είναι μεταξύ άλλων «η βελτίωση της υπάρχουσας κινηματογραφικής παιδείας στη χώρα μας», στην οποία συμπεριλαμβάνεται και το συγκεκριμένο πανεπιστημιακό Τμήμα.

2. Πολλά από τα μέλη της Ομάδας Παιδείας των Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη είναι διδάσκοντες του Τμήματος Κινηματογράφου του ΑΠΘ, κάποιοι μάλιστα από το ιδρυτικό έτος λειτουργίας του, και γνωρίζουν πολύ καλά τις συνθήκες που επικρατούν, το αξιόλογο έργο που επιτελεί, αλλά και τις σοβαρές δομικές αδυναμίες του. Υπηρετούν με αφοσίωση το Τμήμα με τη διδασκαλία τους, αλλά και με τη συνεχή προσπάθεια βελτίωσής του. Παρεμπιπτόντως, έκπληξη προκαλεί η δήλωση του κ. Πολίτη ότι το Τμήμα «είναι πολύ καλά εξοπλισμένο» (!), όταν είναι κοινή διαπίστωση μεταξύ διδασκόντων και φοιτητών ότι η μόνιμη υπο-χρηματοδότηση και οι σημαντικές ελλείψεις βασικού εξοπλισμού αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες στη δουλειά τους. (Και μια διόρθωση: το Τμήμα δεν θα «βγάλει φέτος τους πρώτους αποφοίτους του». Αυτό έχει ήδη συμβεί).

3. Το συνέδριο στο οποίο αναφέρεται ο κ. Πολίτης είχε για θέμα τη Σημασία της Οπτικοακουστικής Παιδείας και διοργανώθηκε από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου. Το συνέδριο αυτό αφιέρωσε ένα από τα στρογγυλά τραπέζια του στην ανώτατη κινηματογραφική παιδεία στη χώρα μας, στο οποίο συμμετείχαν ως ομιλητές και πολλοί διδάσκοντες του Τμήματος Κινηματογράφου του ΑΠΘ. Η πρότασή μας για το πειραματικό εργαστήρι ανακοινώθηκε στο τέλος αυτής ακριβώς της συνεδρίας και προκάλεσε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, στην οποία διασαφηνίστηκε ο χαρακτήρας του εγχειρήματος και έγινε απόλυτα κατανοητό ότι δεν στοχεύει στην απαξίωση, αλλά αντίθετα στην υποστήριξη του Τμήματος Κινηματογράφου του ΑΠΘ.

4. Το «Πειραματικό εργαστήριο» είναι ένα πείραμα συγκεκριμένης διάρκειας, που βασίζεται στην εθελοντική προσφορά των διδασκόντων και στην προσφορά εξοπλισμού από τον κινηματογραφικό χώρο. Ερευνητικός στόχος του είναι η διεξαγωγή συμπερασμάτων για την καινοτόμο διδασκαλία της κινηματογραφικής τέχνης.

5. H τριετής διάρκεια αναφέρεται στην λειτουργία του «Πειραματικού εργαστηρίου» και όχι στη διάρκεια σπουδών μιας μελλοντικής «Πρότυπης Ανώτατης Σχολής Κινηματογράφου και Οπτικοακουστικών Τεχνών», για την οποία το εργαστήριο φιλοδοξούμε να χρησιμεύσει ως ερευνητική βάση. Ως προς το ερώτημα του κ. Πολίτη για το αν «χρειαζόμαστε στην Ελλάδα δύο πανεπιστημιακές σχολές κινηματογράφου», η απάντησή μας είναι θετική. Σημειώνουμε ότι η ανάγκη καλλιέργειας της τέχνης δεν υπαγορεύεται από το μέγεθος της αγοράς και ότι η συνύπαρξη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη τον ανταγωνισμό, αλλά μπορεί να προωθεί την αλληλοστήριξη και τη συνεργασία.

 

Με εκτίμηση,

Ομάδα Παιδείας των «Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη»

 

 

 

Ανρί Ματίς, «Το ανοιχτό παράθυρο», 1905

Το ψωμί των ανθρώπων

Standard

Αν τρως ψωμί χωρίς ελπίδα και πάλι αργοπεθαίνεις από πείνα

Περλ  Μπακ

 

του Μπάμπη Μπιλίνη

Αγήνωρ Αστεριάδης, «Αλώνι στην Τεγέα», 1945

Σύμφωνα με  τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών,[1] προβλέπεται εντός του 2011 μια ακόμη επισιτιστική κρίση, που θα δημιουργήσει χειρότερες συνθήκες για το ένα δισεκατομμύριο ανθρώπων που υποσιτίζονται, κάποιοι μάλιστα ζουν σε καθεστώς διαρκούς πείνας. Οι επιπτώσεις της επισιτιστικής κρίσης δεν είναι μόνο ότι οι φτωχοί οδηγούνται στην πείνα, αλλά και ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι ωθούνται στη φτώχεια, λόγω της μεγάλης αύξησης των τιμών των τροφίμων. Η κρίση εξαπλώνεται.

Αποτέλεσμα είναι οι εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες των λαών για τις υψηλές τιμές των τροφίμων.  Στα τέλη του περασμένου έτους υπήρξαν διαμαρτυρίες για τις υψηλές τιμές του γεύματος σε σχολεία στην «πλούσια» Κίνα. Ακολούθησαν η εξέγερση του λαού της Αλγερίας με θανάτους και τραυματισμούς διαδηλωτών, και τελευταία η εξέγερση στην Τυνησία, που οδήγησε στην πτώση του Προέδρου της χώρας. Συνέχεια ανάγνωσης

Μια συνάντηση για το Μεσοπόλεμο

Standard

ΚΟΜΗΤΕΣ ΚΑΙ ΠΛΑΝΗΤΕΣ ΑΣΤΕΡΕΣ

του Πολυμέρη Βόγλη

Πριν ένα χρόνο, το Φόρουμ Κοινωνικής Ιστορίας είχε διοργανώσει μια συνάντηση με θέμα τη δεκαετία του 1940 («Δεκαετία 1940: Η εποχή των ρήξεων», Αθήνα, 16-17 Ιανουαρίου 2010). Όταν η συνάντηση τελείωσε, ήταν κοινή διαπίστωση των διοργανωτών ότι η συζήτηση για την δεκαετία του 1940 ήταν σε μεγάλο βαθμό αποκομμένη από την ευρύτερη ιστοριογραφία και ότι η αφετηρία πολλών κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων που συνέβησαν στη δεκαετία του 1940 βρισκόταν στον Μεσοπόλεμο. Επιπλέον, ο Μεσοπόλεμος για πολλά χρόνια δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο ενός συνεδρίου ιστορικών –το τελευταίο σημαντικό συνέδριο για τον Μεσοπόλεμο (ή, ακριβέστερα, για τον βενιζελισμό) είχε διοργανωθεί το 1986 (τα πρακτικά του οποίου εκδόθηκαν στο συλλογικό τόμο υπό την επιμέλεια του Γ. Μαυρογορδάτου και του Χ. Χατζηιωσήφ: Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, Ηράκλειο, 1988). Με αυτές τις σκέψεις, το Φόρουμ Κοινωνικής Ιστορίας προχώρησε στη διοργάνωση της συνάντησης «Νέες προσεγγίσεις στην ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου, 1922-1940» (Αθήνα, 14-16 Ιανουαρίου 2011). Συνέχεια ανάγνωσης

Το Πανεπιστήμιο της νέας εποχής στην Ελλάδα και στον κόσμο

Standard

Οι βαθύτερες τάσεις και λογικές πίσω από το Σχέδιο Διαβούλευσης

Δεύτερο Μέρος

Νίκος Κοταρίδης: Ξαναγυρνάω στην αρχή, στην τοποθέτηση της Ιφιγένειας Καμτσίδου, σε σχέση με τα μοντέλα πανεπιστημίων που διαμορφώθηκαν στην Ευρώπη, όταν είπε ότι η επίκλησή τους δεν έχει άμεση-χρηστική αξία, καθώς και εξελίχθηκαν και προσαρμόστηκαν σε αντινομικές κοινωνικές πραγματικότητες και ραγδαίες ιστορικές εξελίξεις. Φαντάζομαι ότι, όταν μιλάμε για αλλαγή μοντέλου, εννοούμε μάλλον μια ριζική τομή που έχει ήδη συντελεστεί και αναφέρεται περισσότερο στις εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών και λιγότερο στην παράδοση, τα σταθερά δομικά χαρακτηριστικά των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων.

Ιφιγένεια Καμτσίδου: Το δεύτερο μοντέλο, το λειτουργικό, εξελίχθηκε σε δημοκρατικό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν ομοιογενές ή ότι λειτουργεί απρόσκοπτα· έχει αντιφάσεις, οι οποίες έχουν οξυνθεί, με αποτέλεσμα το πανεπιστήμιο να βρίσκεται σε κρίση. Τις τελευταίες δεκαετίες, όπως επισημαίνει ο Νίκος, επιχειρείται μια συνολική αναδιάρθρωση της παγκοσμιοποιούμενης οικονομίας και επικοινωνίας, ενώ  η ηγεμονεύουσα τάξη επιδιώκει  να μεταλλάξει και το πανεπιστήμιο, ώστε αυτό να εξυπηρετεί άμεσα τις παρούσες ανάγκες της, δηλαδή να προσανατολιστεί στην κατάρτιση ατόμων που θα μπορούν να λειτουργούν ως προσωπικό με πιστοποιημένα προσόντα στις μετακινούμενες επιχειρήσεις: έτσι ώστε μια ευρωπαϊκή επιχείρηση να  μπορεί να μετεγκατασταθεί εύκολα και κερδοφόρα σε άλλη χώρα, βρίσκοντας εκεί καλά εκπαιδευμένους τεχνίτες, όχι επιστήμονες.

Ακόμη, η αναμόρφωση της πανεπιστημιακής νομοθεσίας φαίνεται να προβάλλει το μοντέλο της νέας διακυβέρνησης· οι σχετικοί κανόνες θα αποτελέσουν ένα χρήσιμο υπόδειγμα για το πώς οργανώνεται θεσμικά ένα πεδίο που ανήκει μεν στη δημόσια σφαίρα, αλλά καλείται να πραγματώσει σκοπούς που συνδέονται με τις επιδιώξεις  των αγορών ή των κυβερνώντων. Στο νέο αυτό πλαίσιο, το Πανεπιστήμιο έχοντας χάσει κάποια από τα δομικά του χαρακτηριστικά, θα τείνει να λειτουργεί κυρίως ως ιδεολογικός μηχανισμός της εξουσίας, να παράγει πρότυπα πολιτικής οργάνωσης και συλλογικής επικοινωνίας που δεν θα στηρίζονται σε ισότιμα μέλη του κοινωνικού συνόλου και φορείς ίσης αξιοπρέπειας, αλλά σε πρόσωπα που, αντί για κριτική σκέψη, αναπτύσσουν δεξιότητες, και για τον λόγο αυτό συμμετέχουν στον δημόσιο χώρο και λόγο διά της ομάδας στην οποία κάθε φορά εντάσσονται.

Ελένη Καλαφάτη: Σήμερα, αυτό που προτάσσεται είναι η «ατομική υπευθυνότητα», που συνοδεύεται από έννοιες όπως αυτονομία, αυτοδιαχείριση, αυτοαξιολόγηση. Έτσι, στην εκπαίδευση το ιεραρχημένο σχολικό σύστημα  αντικαθίσταται από την ατομική μαθησιακή πορεία, μέσα από τις πολιτικές της διά βίου μάθησης που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Τώρα, αν είσαι άνεργος, φταις εσύ, αφού δεν επέλεξες την μαθησιακή πορεία που θα σε καθιστούσε απασχολήσιμο.

 

Ένας νέος ανθρωπολογικός τύπος

Ι. Καμτσίδου: Φαίνεται να διαμορφώνεται ένας νέος ανθρωπολογικός τύπος. Ο πολίτης, που έχει κοινωνική καταγωγή και ιστορία, καθώς και τη δυνατότητα να θέτει και να διεκδικεί ατομικούς και συλλογικούς στόχους, χάνει την προτεραιότητά του ως υποκείμενο των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων. Την θέση του καταλαμβάνει το άτομο επιτέλους ελεύθερο, όπως λέγεται, απαλλαγμένο από τον πατερναλισμό του κοινωνικού κράτους, υπεύθυνο για την προσωπική του πορεία,  ένας καταναλωτής γνώσεων, προϊόντων, παροχών, επικοινωνίας — δεν είναι τυχαίο ότι έχει επικρατήσει η αντίληψη πως τα ΜΜΕ είναι μια αγορά, την οποία ο καταναλωτής τη ρυθμίζει ανάλογα με τις προτιμήσεις του. Το Πανεπιστήμιο, δεδομένης της αντίφασης που ενσωματώνει, καλείται να εξυπηρετήσει αυτή τη στόχευση της ηγεμονεύουσας ομάδας, να πάψει πια να προετοιμάζει επιστήμονες ικανούς να θεραπεύουν έναν κλάδο αναστοχαζόμενοι κριτικά τις μεθόδους και τα πορίσματα της επιστήμης τους, τις αξίες και τους θεσμούς της κοινωνίας για την ευημερία της οποίας ασκούν το επάγγελμά τους, αλλά άτομα τα οποία απλώς μπορούν να εφαρμόσουν αποτελεσματικά τις δεξιότητές τους.

Κουρτ Σβίττερς, «Πίνακας με τροχό», 1920

Δημήτρης Παπαλεξόπουλος: Η ελπίδα, πάντως, βρίσκεται στο ότι δεν φαίνεται ακόμη πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο, ότι χωρίς ίχνος έστω δημιουργικότητας το σύστημα δεν λειτουργεί. Ωστόσο ποιος είναι αυτός ο νέος τύπος ανθρώπου που αναφέρει η Ιφιγένεια, ποιο είναι το νέο εγώ του ύστερου καπιταλισμού, που πρέπει να «κατασκευάσει» το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο, ώστε να επιβιώσει στη νεοφιλελεύθερη κοινωνία;

Είναι δυνατόν να περιγράψουμε, με τη βοήθεια του Σένετ, τα τρία κύρια χαρακτηριστικά του: Καταρχάς, το νέο εγώ θα έχει βραχυπρόθεσμο προσανατολισμό και στόχους, θα  εντάξει στη λογική του ότι θα πρέπει να μετακινείται από το ένα καθήκον στο άλλο, από τη μια δουλειά στην άλλη. Φυσικά, θα  έχει πάρει απόφαση ότι η δουλειά του είναι κατά πάσα πιθανότητα πρόσκαιρη. Στη συνέχεια, θα πρέπει να είναι εστιασμένο στη δυνητική ικανότητα, δεν θα του ζητά κανείς να ξέρει κάτι καλά και σε βάθος, να είναι «μάστορας». Θα πρέπει να  μπορεί να αντιδρά στο συνεχώς νέο, το μη γνωστό, το δυνητικό. Αν σταματήσει μια δουλειά, θα πρέπει να μπορεί να ενταχθεί, για να επιβιώσει, σε μια άλλη. Τέλος, θα πρέπει να είναι διατεθειμένο να εγκαταλείψει την εμπειρία του παρελθόντος, να μην τον ενδιαφέρει η ιστορία της δραστηριότητας που επιτελεί, να αντιδρά μόνο στο σήμερα με «δεξιότητα», να μπορεί να αντιμετωπίζει προβλήματα χωρίς να τον ενδιαφέρει από πού προήλθαν, να εντάσσεται σε μια πραγματικότητα που αλλάζει συνεχώς, χωρίς να ρωτά το γιατί. Συνέχεια ανάγνωσης

Επανάσταση στων «γιασεμιών»: η ανησυχία είναι ορατή σε όλη την ευρύτερη περιοχή

Standard

Συνέντευξη με τον  Ζιλ Κεπέλ

μετάφραση: Νατάσσα Φουντουλάκη


Ενώ η «επανάσταση των γιασεμιών» συνεχίζεται στην Τυνησία, η αναταραχή εξαπλώνεται και σε άλλες χώρες, με πρώτο παράδειγμα την Αίγυπτο. Την προηγούμενη Κυριακή δημοσιεύσαμε στα «Ενθέματα» τη διακήρυξη αλληλεγγύης στην τυνησιακή επανάσταση που υπέγραφαν δεκάδες ευρωπαίοι αγωνιστές και διανοούμενοι. Σήμερα, σε μια προσπάθεια να κατανοήσουμε τα αίτια που οδήγησαν στον ξεσηκωμό και τις συνθήκες που διαμορφώνονται, δημοσιεύουμε τη συνέντευξη του αραβολόγου και ισλαμολόγου, καθηγητή στο LSE, Gilles Kepel  (Liberation, 17.1.2011). Επίσης, αποσπάσματα από τα άρθρα του γαλλοτυνήσιου ποιητή, ισλαμολόγου, δοκιμιογράφου και καθηγητή συγκριτικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Paris-X Abdelwahab Meddeb (Le Monde, 18.1.2011) και του μαροκινού συγγραφέα και ποιητή Abdellah Taïa που από το 1998 ζει αυτοεξόριστος στο Παρίσι (Le Monde, 18.1.2011).

 

Ποια μπορεί να είναι η κατάληξη αυτού του κινήματος;

Πρέπει καταρχάς να αναλύσουμε την ιδιαιτερότητά του. Μέχρι στιγμής, κύρια κινητήρια δύναμη της επανάστασης στην Τυνησία ήταν η μορφωμένη μεσαία τάξη, η οποία γενικώς είναι ουδετερόθρησκη. Και αυτό είναι το χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί αυτό το κίνημα από τις εκρήξεις που κλυδώνισαν την Αλγερία στις αρχές Ιανουαρίου, όπου στα επεισόδια πρωταγωνίστησαν κυρίως περιθωριοποιημένοι νέοι, οι οποίοι ως επί το πλείστον λεηλατούσαν καταστήματα ή σύμβολα της μεσαίας τάξης, μην έχοντας τη δύναμη να επιτεθούν σε ένα πανίσχυρο κράτος. Στην Τυνησία, το κίνημα ξεκίνησε μετά από την αυτοπυρπόληση ενός νεαρού πτυχιούχου, που κατάντησε να πουλάει ζαρζαβατικά, και ο οποίος υπήρξε θύμα της βιαιότητας και της διαφθοράς της αστυνομίας. Η πραγματικότητα αυτή λειτουργεί ως σύμβολο που αγγίζει το σύνολο του αραβικού κόσμου, όπου παντού μπορεί κανείς να συναντήσει παρόμοιες καταστάσεις. Ωστόσο, η ιδιαιτερότητα της Τυνησίας έγκειται στο ότι η κίνηση αυτή είχε ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Η μεσαία τάξη κατόρθωσε να κατέβει στο δρόμο και να αναγκάσει τον Μπεν Αλί σε φυγή. Βέβαια, η νίκη αυτή πιθανότατα δεν θα είχε επιτευχθεί, ή τουλάχιστον όχι τόσο γρήγορα, εάν δεν είχε προσχωρήσει στο κίνημα εναντίον του δικτάτορα ο στρατός, τον οποίο άλλωστε ο Μπεν Αλί δεν εμπιστευόταν, και στηριζόταν, πάνω από όλα, στην αστυνομία. Συνέχεια ανάγνωσης

Η «επανάσταση των γιασεμιών», σημάδι της μεταμόρφωσης της Ιστορίας

Standard

του Αμπντελουάχαμπ Μεντέμπ

μετάφραση: Νατάσσα Φουντουλάκη

Διαδήλωση στο Παρίσι υπέρ της τυνησιακής εξέγερσης

Τι επιτάχυνση της Ιστορίας! Από την αυτοπυρπόληση του Μοχάμεντ Μπουαζίζι στις 17 Δεκεμβρίου μέχρι τη φυγή του Μπεν Αλί στις 14 Ιανουαρίου, δεν πέρασε ούτε ένας μήνας. Αυτό το πρωτοφανές γεγονός μάς έκανε να παρακολουθήσουμε, σχεδόν αιφνιδιασμένοι, την εκπλήρωση της προσδοκίας ενός ολόκληρου λαού στη σκηνή της Ιστορίας, η οποία του αποκαλύπτεται καλή επειδή είναι δίκαιη, και δίκαιη επειδή είναι καλή.

Αυτό το εξαιρετικό πλάνο στήθηκε από μια δραματουργία αυστηρά τοπική και νεανική. Είναι μια επανάσταση της γενιάς της ψηφιακής τεχνολογίας και της μπλογκόσφαιρας, η οποία ουσιαστικά γίνεται με τη μεσολάβηση του Ίντερνετ. Και η αστραπιαία διάρκειά της ανταποκρίνεται στην ταχύτητα και την αμεσότητα που παρέχει το μέσο.

Από εδώ και πέρα, με αυτή την επανάσταση των γιασεμιών έχουμε μια νέα εκδοχή του χρόνου μέσα στην Ιστορία. Η Ιστορία θα υποστεί μια συμπύκνωση που παράγει η μετάλλαξη των συνιστωσών του τόπου και του χρόνου. Ζήσαμε ένα ιστορικό πλάνο που ανάγει στο δευτερόλεπτο το άγνωστο σε γνωστό και μετατρέπει το μακρινό σε κοντινό. […]

Η επανάσταση στην Τυνησία πρέπει να τεθεί στο επίπεδο του παγκόσμιου χρόνου. Δεν πρέπει να την κατατάξουμε στις παλαιές άκαμπτες κατηγοριοποιήσεις που χωρίζουν τον πλανήτη σε ζώνες, με τις οποίες ταυτίζονται ασυμβίβαστες διαφορές.

Η σιωπή των διανοούμενων και των πολιτικών μπορεί  να γίνει κατανοητή λόγω του πρωτόγνωρου χαρακτήρα του γεγονότος. Είναι μια σιωπή που μπορούμε να την εξηγήσουμε και να τη δικαιολογήσουμε για τις δύο πρώτες εβδομάδες. Το δράμα που ξεκίνησε στο Σίντι Μπουζίντ, αυτό τον ξεχασμένο τόπο, θα μπορούσε να συγκριθεί με εκείνες τις επαναστάσεις του ψωμιού που ξεσπούν και σβήνουν σε δικτατορίες που ανήκουν σε έναν άλλο κόσμο, μακρινό, ξένο και παράξενο, διαφορετικό, σε μια άλλη οικονομική δομή (αυτή της υπανάπτυξης), και σε έναν άλλο, ειδικό, μη αφομοιώσιμο πολιτισμό (το Ισλάμ ή η Αφρική). Θα μπορούσαμε ακόμη να την αντιληφθούμε υπό την, συγκαταβατική, πατερναλιστική οπτική μιας πρώην αποικίας που έχει ήδη κατορθώσει να εξασφαλίσει την αξιοπρεπή διαβίωση των υπηκόων της, γεγονός που αποτελεί πολύ καλή επίδοση που αξίζει τον έπαινο εκ μέρους της παλιάς μητρόπολης.

Αλλά όσο το κίνημα επέμενε η σιωπή έγινε ασυγχώρητη. Ακούγοντας τη βοή των συνθημάτων (από το «Ελευθερία, δουλειά, αξιοπρέπεια» στο «Μπεν Αλί, φύγε»)  και βυθισμένοι στα ντοκουμέντα, γραπτά και οπτικοακουστικά που συγκέντρωσαν οι  διαδικτυακοί αυτόπτες μάρτυρες, είμαστε σε θέση να πιστεύουμε ότι η σιωπή είναι ένοχη. Πώς να ερμηνεύσουμε αυτή τη σιωπή; Οφείλεται στην αδιαφορία; Είναι μήπως ένα σημάδι της διαίρεσης του κόσμου σε κέντρο που διοικεί και αποφασίζει για την ιεράρχηση των φαινομένων και σε περιφέρεια προορισμένη να υποτάσσεται και να υπακούει στις εντολές και στις ταξινομήσεις που επιβάλλει το κέντρο;

Φαίνεται ότι οι εξελίξεις στην Τυνησία θα έπρεπε να μας απαγκιστρώσουν από μια διττή ενστικτώδη αντίδραση: από τον πατερναλισμό της αποαποικιοποίησης και από την ηγεμονική προσέγγιση που χωρίζει τον κόσμο σε κέντρο και περιφέρεια. Η επανάσταση που είχε ως  θέατρο αυτό που η Ρωμαίοι αποκαλούσαν Αφρική ξέσπασε από ένα θυσιαστικό σώμα που αργοπέθαινε στο Σίντι Μπουζίντ, δηλαδή στην περιφέρεια της περιφέρειας. Στη συνέχεια διαδόθηκε παντού μέσω του αποεδαφικοποιημένου χώρου της μπλογκόσφαιρας, που είναι ικανή να μετατρέψει την κάθε περιφέρεια σε κέντρο.

Αυτό που μας έρχεται από την Τυνησία διαλύει όλες τις νοητικές κατηγορίες μας. Αν θέλουμε να καταλάβουμε τον κόσμο έτσι όπως διαμορφώνεται, εάν θέλουμε να τοποθετηθούμε με τον πιο αρμόδιο τρόπο, πρέπει λάβουμε υπόψιν μας αυτή τη μετατόπιση του κέντρου και την αποεδαφικοποίηση. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι η μικρή  παραμελημένη Τυνησία, που δεν εγγράφεται στην πρώτη θέση των προτεραιοτήτων μας, μπορεί να γίνει ένα γεγονός που σηματοδοτεί την ποιοτική μεταμόρφωση της Ιστορίας.

 

 

H αφύπνιση του αραβικού λαού

Standard


του Αμπντελάχ Ταϊα

μετάφραση: Νατάσσα Φουντουλάκη

 

Η επανάσταση που ζει αυτή τη στιγμή η Τυνησία είναι ένα αναπάντεχο θαύμα, και τις ταραχές στην Αλγερία πρέπει να τις πάρουμε στα σοβαρά. Εδώ και πολύ καιρό λέμε ότι ο αραβικός λαός είναι τελείως αποχαυνωμένος, υποταγμένος και ανίκανος να φωνάξει. Λέμε ότι η εξουσία, σε όλες σχεδόν τις αραβικές χώρες, έχει καταφέρει να φιμώσει κάθε αντιφρονούν πολιτικό κίνημα. Η αριστερά σχεδόν δεν υπάρχει πια. Το πολιτικό, ιδεολογικό και πνευματικό κενό εγκαταστάθηκε και διατηρήθηκε ευρύτατα ως ο μοναδικός χώρος δράσης για τους πολίτες. Όλα αυτά είναι χωρίς καμία αμφιβολία αληθινά. Όλα αυτά συνοψίζουν αρκετά καλά την περιφρόνηση με την οποία αντιμετώπισαν οι κυβερνώντες του τον αραβικό λαό τις τελευταίες πέντε δεκαετίες.

Έγιναν τα πάντα ώστε ο Άραβας να μην μορφώνεται, να μην σκέφτεται, να μην αισθάνεται ότι τον αφορούν η χώρα που ζει, τα προβλήματα της κοινωνίας μέσα στην οποία εξελίσσεται. Το χειρότερο από όλα: αναγκάστηκε να στραφεί σε μια πολύ ριζοσπαστική και σκοταδιστική θεώρηση του Ισλάμ. Όλοι έχουν ανάγκη να βρουν ένα νόημα στη ζωή τους. Για μερικούς Άραβες, το Ισλάμ ήταν η μοναδική διαθέσιμη οδός. Για τον απλό λόγο ότι δεν υπήρχαν άλλες. […]

Η ρήξη ανάμεσα στον αραβικό λαό και τους κυβερνώντες του είναι απολύτως πραγματική. Οι πλούσιοι, συνδεδεμένοι στενά με την εξουσία, συνεχίζουν να συμπεριφέρονται σαν να ζούσαν αλλού, σίγουρα στην Ελβετία, εκεί όπου έχουν τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους με τα λεφτά που ανενδοίαστα έκλεψαν. Ο πολιτισμός, που θα μπορούσε να προσδώσει κάποιο νόημα στην ύπαρξη, αποτέλεσε και αυτός μονοπώλιο όσων είχαν τα μέσα. Και ποιος πολιτισμός έμεινε για εμάς, τους φτωχούς; Αυτός που δεν έχει κανένα ενδιαφέρον:  το φολκλόρ.

Ακόμη και οι άραβες διανοούμενοι κατέληξαν να εγκαταλείψουν αυτόν τον λαό. Εκτός από μερικούς θαρραλέους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ελάχιστοι είναι εκείνοι που έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου, που εργάστηκαν μέσα στον κόσμο, και όχι σε μια άλλη σφαίρα, σε έναν άλλον πλανήτη. Είναι λυπηρό να το λέμε: ακόμη και σήμερα, οι διανοούμενοι αντιμετωπίζουν τους συμπολίτες τους με περιφρόνηση, προτιμούν να μιλούν για τον Μαρσέλ Προυστ, τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ, τη Σιμόν ντε Μπωβουάρ και τον Αλμπέρ Καμύ, παρά να βοηθήσουν τους Άραβες να αλλάξουν τη θεώρηση του εαυτού τους, να τους βοηθήσουν να επανακτήσουν την αξιοπρέπειά τους, να ορθώσουν το ανάστημά τους. Να ορθώσουν το ανάστημά τους και να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους. Να αντιδράσουν. Να φωνάξουν.

Όσα συμβαίνουν σήμερα στην Τυνησία και την Αλγερία πρέπει να τοποθετηθούν σε αυτό το πλαίσιο. Ο λαός που εκφράζεται σήμερα, που αψηφά τις απαγορεύσεις, που απλώς δεν αντέχει άλλο, προέρχεται κυρίως από αυτό το κενό στο οποίο σκοπίμως τον είχαν καθηλώσει. Εάν σήμερα φωνάζει, εάν επιτέλους διαμαρτύρεται, εάν τολμάει να αμφισβητήσει την εξουσία και τους πλούσιους, εάν με θάρρος κατεβαίνει στον δρόμο, είναι γιατί πια δεν έχει τίποτε να χάσει. Ο θάνατος και η εξουσία δεν τον φοβίζουν πλέον. Αυτός ο Άραβας, που τον εμπόδισαν να ζήσει, που δεν σταμάτησαν να τον εξευτελίζουν, ορθώνεται, εκεί, τώρα, μπροστά στα μάτια μας. Ήταν νεκρός. Σαν από θαύμα, αναστήθηκε. Το να εκφράσουν οι διανοούμενοι την αλληλεγγύη τους σε αυτόν τον Άραβα είναι το λιγότερο που μπορούν να κάνουν. Έχουν καθήκον να τον υποστηρίξουν με δυο ειλικρινή λόγια. Αυτός ο Άραβας που βρίσκεται στο δρόμο, που δεν ζει αποκλειστικά στην Τυνησία και στην Αλγερία, μιλά για εμάς. Μας μιλά.

Αγάπη για τον αραβικό κόσμο σημαίνει πρώτα από όλα αγάπη για τον λαό του, να προσδοκάς για αυτόν την ίδια δημοκρατία, την ίδια εκτίμηση. Σημαίνει να σταματήσεις να λες συγκαταβατικά: οι Άραβες δεν είναι σαν εμάς, ζουν σε έναν άλλον αιώνα!

Ο αραβικός λαός είχε ξεχαστεί μεταξύ μιας Δύσης που βρίσκεται σε κατάσταση μανίας με τους ισλαμιστές και των ισλαμιστών που έχουν γίνει ειδήμονες στη διεθνή επικοινωνία. Σήμερα, επανέρχεται. Προσπαθεί να πάρει το λόγο. Του προσάπτουμε ότι είναι ανοργάνωτος, σε κατάσταση αναρχίας; Η εξέγερση δεν έχει ανάγκη από συμβούλους επικοινωνίας. Η εξέγερση έχει σκοπό να ανταποδώσει τη βία μέσα στην οποία ήταν αναγκασμένος να ζει αυτός ο κόσμος και να σιγοκαίγεται. Η εξέγερση χρειάζεται έναν ηγέτη. Θα αργήσει να εμφανιστεί, ωστόσο θα εμφανιστεί, είμαι σίγουρος. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να είναι ο Αιγύπτιος δικηγόρος, αντικαθεστωτικός Ayman Nour. […]

Είναι καιρός να σκεφτούμε του Άραβες αλλιώς. Είναι καιρός να σταματήσουμε να τους θεωρούμε όλους επικίνδυνους ισλαμιστές, ή να τους βλέπουμε ως ευγενικές υπάρξεις, φιλόξενες, που μας χαμογελούν συνεχώς όταν κάνουμε μαζικό τουρισμό στην όμορφη χώρα τους. Είναι καιρός να σταματήσουμε να εθελοτυφλούμε. Οι Άραβες, όπως όλοι οι λαοί, έχουν ανάγκη από ελευθερία. […]

Μετά από την εντυπωσιακή εξέγερση του ιρανικού λαού το 2009, τα κινήματα που διαπερνούν τώρα τον αραβικό κόσμο μου φαίνονται ως ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά και πνευματικά γεγονότα των πέντε τελευταίων ετών. Κάτι κινείται εκεί κάτω. Μια συνείδηση βρίσκεται σε διαδικασία αναγέννησης. Μια ύπαρξη αφυπνίζεται. Αναζητά μια καινούργια κατεύθυνση. Η πάλη αποκτά εκ νέου νόημα. Ένα ζωτικό νόημα. Δεν έχουμε δικαίωμα να γυρίσουμε την πλάτη σε αυτή την κραυγή, να παραστήσουμε για μια ακόμη φορά τους κυνικούς. Η επανάσταση στον αραβικό κόσμο έχει ξεκινήσει, ήδη εδώ και μερικά χρόνια. Κάποιοι το αντιλαμβάνονται μόλις τώρα. Ο αραβικός λαός αφυπνίζεται όλο και περισσότερο. Ας του συμπαρασταθούμε. Ας μιλήσουμε μαζί του. Κυρίως μαζί του.

 

Μιλώντας γι’ αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί

Standard

του Σάμουελ Μπακ

«Μαρξιστική Σκέψη»: ένα περιοδικό για τη μαρξιστική θεωρία. Την εβδομάδα αυτή κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος του τετραμηνιαίου περιοδικού «Μαρξιστική Σκέψη» (384 σελ., 13 ευρώ). Το περιοδικό βασίζεται στους συντελεστές της συλλογής Ο Οκτώβρης και η εποχή μας (εκδ. Τόπος, Νοέμβριος 2010). Φιλοδοξεί να προσφέρει επεξεργασίες σε ποικίλα πεδία της μαρξιστικής σκέψης: πολιτική, οικονομία, περιβάλλον, ιστορία, φιλοσοφία και τέχνη. Ιδιαίτερη έμφαση, όπως λένε οι συντελεστές της έκδοσης, θα δίνεται σε ζητήματα της μαρξιστικής κριτικής του σταλινισμού, αλλά και τα επίκαιρα θέματα της οικονομικής κρίσης, της προβολής της κλασικής μαρξιστικής κληρονομιάς και της συζήτησης των σύγχρονων θεωρητικών προκλήσεων. Ο πρώτος τόμος περιλαμβάνει: κείμενα για την αποκατάσταση του Τρότσκι (με αφορμή τη συμπλήρωση, το 2010, 70 χρόνων από τη δολοφονία του) και την Υπόθεση Πλουμπίδη (δημοσιεύεται για πρώτη φορά το Πόρισμα του Τμήματος Στελεχών της ΚΕ του ΚΚΕ του 1957 και αποσπάσματα από τις Μαρτυρίες της Έλλης Παππά)· κείμενα των Π. Λαφαζάνη, Δ. Καζάκη, Γ. Τόλιου, Κλ. Κατζ, Γ. Μαλέβσκι, Τζ. Ράσμους, Ι. Χοσεΐν Ζαντέχ, Σ. Σέγιερς, Α. Μπλούντεν για την οικονομική κρίση· ιστορικά άρθρα για τον Γιουτζίν Ντεμπς, τη Μεξικανική Επανάσταση και ένα αφιέρωμα στον Πάβελ Μιλιουκόφ· αφιερώματα στη φιλοσοφική σκέψη του Λούκατς και το ζωγράφο Σάμουελ Μπακ, καθώς και ένα εκτενές μέρος βιβλιοκριτικών. Δημοσιεύουμε σήμερα αποσπάσματα από το αφιέρωμα στο σημαντικό εβραίο ζωγράφο, επιζήσαντα του Ολοκαυτώματος, Σάμουελ Μπακ.

«ΕΝΘΕΜΑΤΑ»


 

Σάμουελ Μπακ, «Οικογένεια», λάδι σε καμβά, 1974

Επιτρέψτε μου να συστήσω τον εαυτό μου: το όνομά μου είναι Σάμουελ Μπακ, είμαι ένας ζωγράφος… Η σημερινή ομιλία [μου]… θα αφορά έναν αριθμό πινάκων που επέλεξα από ένα μεγάλο σώμα του έργου μου. Όλοι είναι μια απόκριση στο θαύμα της επιβίωσής μου. Ακριβέστερα, αυτοί οι πίνακες είναι μια εικαστική δήλωση που γεννήθηκε από μια διαρκώς αυξανόμενη ανάγκη να ασχοληθώ με την εμπειρία μου του να έχω περάσει τον τρόμο του Ολοκαυτώματος, και να το έχω κάνει στην ηλικία των έντεκα χρονών.

Γεννήθηκα στη Βίλνα το 1933, σε μια πόλη που ανήκε τότε στην Πολωνία. Τώρα είναι το Βίλνιους, η πρωτεύουσα της Λιθουανίας… Τα μέλη της οικογένειάς μου ήταν κυρίως κοσμικά, αλλά ήταν περήφανα για την ιουδαϊκή τους ταυτότητα. Το έτος 1939 κλόνισε αυτό που ήταν για μένα ένας ευτυχισμένος παιδικός παράδεισος. Σημαδεύτηκα αμετάκλητα από τραυματικές εμπειρίες — κτηνώδεις αλλαγές του καθεστώτος, ναζιστική κατοχή, γκέτο, δολοφονικές ενέργειες, στρατόπεδα συγκέντρωσης, στιγμές μεγάλης απελπισίας, δραπετεύσεις και περίοδοι που κρυβόμασταν σε αδιανόητα μέρη.

 

Σάμουελ Μπεκ, «Οι ουρανοί ήταν το όριο», λάδι σε καμβά, 2001

Έχασα πολλούς αγαπημένους μου, αλλά η μητέρα μου κι εγώ τα καταφέραμε… Όταν το 1944 μας απελευθέρωσαν τα Σοβιέτ, ήμασταν δύο ανάμεσα σε 200 επιζώντες [Εβραίους] του Βίλνιους, από μια κοινότητα που αριθμούσε 70 με 80 χιλιάδες. Αυτό δεν ήταν το τέλος της προσωπικής ταλαιπωρίας μας, γιατί ακολούθησε μια επικίνδυνη δραπέτευση από τα Σοβιέτ και μια μακρά περίοδος αναμονής στα στρατόπεδα υποδοχής προσφύγων στη Γερμανία. Ήμουν 15 όταν φτάσαμε στο μόλις εγκαθιδρυμένο κράτος του Ισραήλ το 1948, που τότε μαχόταν για την ανεξαρτησία του. Πηγαινοερχόμενος, πέρασα εκεί περίπου 15 χρόνια της ζωής μου. Στο περισσότερο από τις τελευταίες τέσσερεις δεκαετίες μου, ήμουν πραγματικά ένας περιπλανώμενος Ιουδαίος. Έζησα και δούλεψα στο Τελ Αβίβ, το Παρίσι, τη Ρώμη και τη Λοζάνη, και τώρα κατοικώ στις ΗΠΑ, στη Βοστόνη. Συνέχεια ανάγνωσης

Η επανάσταση στην Τυνησία, πηγή έμπνευσης για τη Μεσόγειο

Standard

Ο λαός της Τυνησίας ξεσηκώθηκε για την ελευθερία και την αξιοπρέπειά του. Ναι, τέτοιες εξεγέρσεις είναι ακόμα δυνατό να συμβούν στις μέρες μας. Είναι αναγκαίες. Είναι ελπιδοφόρες. Ταυτόχρονα όμως κινδυνεύουν, επειδή ξαναθέτουν σε αμφισβήτηση ισχυρά τοπικά συμφέροντα και δομές μιας διεθνούς καθεστηκυίας τάξης, η οποία φοβάται και επιχειρεί ευθέως να τις συντρίψει ή να τις αποπροσανατολίσει. Χρειάζονται ενότητα, αποφασιστικότητα, καθαρή ματιά και αλληλεγγύη.

Τύνιδα, 19 Ιανουαρίου. Φωτογραφία του m. elorbany, από το flickr

Μετά από είκοσι τρία χρόνια φαινομενικής «παθητικότητας», μέσα σε λίγες μέρες αγώνα που δώσαν με την ψυχή και το μυαλό τους, χωρίς να δειλιάσουν μπροστά στην καταστολή, χωρίς ιδεολογικούς μαξιμαλισμούς, οι πολίτες της  Τυνησίας, άντρες και γυναίκες (άνεργοι πτυχιούχοι και μη, εργάτες, φοιτητές, καθηγητές, δικηγόροι, υπάλληλοι, έμποροι, στρατιώτες) κατάφεραν να νικήσουν μια σκληρή και διεφθαρμένη δικτατορία, που αποτελούσε καταστροφή για τη χώρα τους και όνειδος για τον πανάρχαιο πολιτισμό τους· μια δικτατορία η οποία συντηρούνταν στην εξουσία με την υποστήριξη που της παρείχαν οικονομικοί οργανισμοί, κράτη και στρατιωτικές συμμαχίες της περιοχής, καθώς και οι ειδικοί της παγκόσμιας «διακυβέρνησης».

Αυτή η επανάσταση –γιατί για επανάσταση πρόκειται– ανοίγει νέες προοπτικές και γεμίζει ελπίδα τον λαό της Τυνησίας, που τώρα μπορεί να γίνει ξανά κύριος της μοίρας του, να αποκαταστήσει τις ατομικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες, να ξαναφτιάξει δημοκρατικούς θεσμούς, να ανακτήσει αγαθά που έκλεψε ή ιδιοποιήθηκε η προεδρική φατρία, να πολεμήσει το πελατειακό σύστημα, να θέσει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας στην υπηρεσία της ανάπτυξης και της μάχης κατά της φτώχειας.

Αυτή η επανάσταση αποτελεί πηγή έμπνευσης για τους γείτονες στον Νότο ή τον Βορρά της Μεσογείου, οι οποίοι, σε διαφορετικές συνθήκες, αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα. Συντελεί στη δημιουργία των συνθηκών για ένα νέο σύστημα διεθνών σχέσεων, το οποίο θα αφορά την από κοινού διαχείριση προβλημάτων μετανάστευσης, ασφάλειας, οικονομικής και πολιτιστικής συνεργασίας, στο οποίο θα συμμετέχουν λαοί κυρίαρχοι, φωτισμένοι, παθιασμένοι για δικαιοσύνη και πρόοδο.

Η μετάβαση στη δημοκρατία

Διαδήλωση στο Παρίσι για την Τυνησία, 18.1.2011: "Η ουτοπία είναι μια πραγματικότητα εν δυνάμει" Φωτογραφία του Τhe Pusher, από το flickr

Ωστόσο, τρεις προϋποθέσεις είναι απαραίτητες για να μπορέσει να υλοποιηθεί μια τέτοια προοπτική, η οποία, ας μη γελιόμαστε, δεν είναι εξασφαλισμένη.

Η πρώτη είναι να μην καταφέρουν οι εκπρόσωποι του συστήματος, στους οποίους ο διωγμένος δικτάτορας παρέδωσε το σκήπτρο της εξουσίας, να καταπνίξουν ή αποπροσανατολίσουν  τον ξεσηκωμό του τυνησιακού λαού, χρησιμοποιώντας — την αναρχία ως πρόσχημα –ή και προκαλώντας εν ανάγκη, για να εμποδίσουν τη μετάβαση στη δημοκρατία. Nέοι ηγέτες πρέπει να αναδειχθούν μέσα από τον λαό, ηγέτες στους οποίους να μπορεί να εμπιστευτεί τη δύσκολη πορεία που ανοίγεται μπροστά του.

Η δεύτερη προϋπόθεση είναι να μην πνιγεί η επανάσταση από εξωτερικές πιέσεις,  στρατιωτικές, πολιτικές και οικονομικές. Ήδη διάφοροι οίκοι αξιολόγησης ανακοινώνουν  την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Τυνησίας στις κεφαλαιαγορές, ενώ ποικίλες  φωνές επισημαίνουν με ανησυχία τον αντίκτυπο μιας αλλαγής του καθεστώτος της Τυνησίας στον παγκόσμιο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας».

Μια τρίτη προϋπόθεση, τέλος, είναι οι κοινωνίες και οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο, και ιδιαίτερα στη Μεσόγειο και την Ευρωπαϊκή Ένωση, να εκφράσουν ξεκάθαρα την υποστήριξη τους στη δημοκρατική μετάβαση που εξελίσσεται αυτή τη στιγμή στην Τυνησία και να την κάνουν δική τους υπόθεση.

 

Τύνιδα, 20 Ιανουαρίου. Φωτογραφία του cjb22, από το flickr

Εμείς τους καλούμε να πορευτούν με αποφασιστικότητα σ’ αυτό τον δρόμο, ενώ προσβλέπουμε, την ίδια στιγμή, από τα βάθη της καρδιάς μας, στην επιτυχία της αλλαγής που μόλις έχει ξεκινήσει στην Τυνησία.

Tewfik Allal, συνδικαλιστής· Etienne Balibar, Πανεπιστήμιο Paris-X-Nanterre Fethi Benslama, ψυχαναλυτής· Faouzia Charfi, Πανεπιστήμιο της Τύνιδας· Khadjia Chérif, πρόεδρος της Τυνησιακής Ένωσης Δημοκρατικών Γυναικών (ATFD)· Luciana Castellina, συνιδρύτρια του Il Manifesto· François Gèze, εκδότης· Mohammed Harbi, ιστορικός· Abdellatif Laabi, συγγραφέας· Jean-Marc Lévy-Leblond, φυσικός και δοκιμιογράφος· Giacomo Marramao, φιλόσοφος· Edgar Morin· Josep Ramoneda, πολιτειολόγος· Rossana Rossanda, συνιδρύτρια  τού Il Manifesto· Rajae Aboulaïch· Didier Arnal· Eliane Becache· Amel Ben Abda· Hazem Ben Aïssa· Esther Benbassa· Zohra Ben· Lakhdar-Akrout· Fethi Benslama· Rudolf Bkouche· Sadok Ben Rejeb· Noureddine Boudriga· Alice Cherki· Mabrouk Daldoul· Abdellatif Elbadia· Nilufer Gole· Andreas Griewank· Pierre Guenancia· Tuong Ha-Duong· Salah Horchani· Mohammed Jaoua· Jean-Pierre Kahane· Juliette Leblond· Martine Léonard· Bernard Maitte· Mohammed Masmoudi· Benoît Millot· Bernard Quinnez· Mohammed Sifi· Khaoula Taleb-Ibrahimi· Michel Waldschmitt· Mourad Zeraï.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφ. «Le Monde», στις 18.1.2011

Η επανάσταση στην Τυνησία, πηγή έμπνευσης για τη Μεσόγειο

Ο Αλαίν Μπαντιού και ο Ζακ Ρανσιέρ στην Αθήνα

Standard

Ο Ζακ Ρανσιέρ και ο Αλαίν Μπαντιού θα βρεθούν και θα μιλήσουν την ερχόμενη εβδομάδα στην Αθήνα. Ο Ζακ Ρανσιέρ θα μιλήσει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, αύριο Δευτέρα 24 Ιανουαρίου, στις 6.30 μ.μ., με θέμα «Τι μπορεί να σημαίνει Δημοκρατία σήμερα». Η ομιλία γίνεται με  την ευκαιρία της κυκλοφορίας στα ελληνικά του βιβλίου του Το μίσος για τη Δημοκρατία, μετάφραση Βίκυ Ιακώβου, εκδ. Πεδίο 2010 (σειρά: «Σύγχρονες Κοινωνίες», υπεύθυνη Ξένια Χρυσοχόου). Στα «Ενθέματα» δημοσιεύουμε σήμερα ένα πρόσφατο άρθρο του με θέμα τον λαϊκισμό (Liberation, 3.1.2011). H εφημερίδα, ξεκινώντας από την ευρύτατη χρήση του όρου στη Γαλλία το τελευταίο διάστημα (χρησιμοποιήθηκε για τις επιθέσεις της Μαρίν Λε Πεν κατά του Ισλάμ, τις καταγγελίες του Ζαν-Λυκ Μελενσόν κατά των ελίτ και τον διωγμό των Ρομά από τον Νικολά Σαρκοζύ), ζήτησε τη γνώμη τριών φιλοσόφων, του Ζ. Ρανσιέρ, του Έντσο Τραβέρσο και του Μπερνάρ Στίγκλερ. Ο Ζ. Ρανσιέρ, στο κείμενό του, εξηγεί γιατί, κατά τη γνώμη του,  η καταγγελία του «λαϊκισμού» αποτελεί  έκφραση του φόβου για τη δημοκρατία και τις μάζες.

Ο Αλαίν Μπαντιού θα δώσει τρεις διαλέξεις. Την Παρασκευή 27 Ιανουαρίου (5.30 μ.μ.), θα μιλήσει με θέμα «Μορφές της γυναικείας υποκειμενικότητας στον σύγχρονο κόσμο», στο Γαλλικό Ινστιτούτο (Σίνα 31). Το Σάββατο  28 Ιανουαρίου (6.30 μ.μ.) θα μιλήσει «Για την κρίση», στο Πολυτεχνείο, ενώ την Κυριακή 29 Ιανουαρίου (11.30 π.μ.) για το βιβλίο του Λογικές των Κόσμων και πάλι στο Πολυτεχνείο (οδός Πατησίων). Με την ευκαιρία αυτή, προδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Δεύτερο φιλοσοφικό Μανιφέστο, που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Πατάκη (μετάφραση: Δ. Βεργέτης, Φ. Σιατίτσας, επιμέλεια-επίμετρο: Δ. Βεργέτης), μαζί με ένα σχετικό εισαγωγικό σημείωμα του Δ. Βεργέτη.

Μετατοπίσεις της φιλοσοφίας στον Αλαίν Μπαντιού

Standard

του Δημήτρι Βεργέτη

Το Είναι και Συμβάν του Μπαντιού  θεωρήθηκε σταθμός στην ιστορία της φιλοσοφίας. Επρόκειτο για ένα περίτεχνο και ρηξικέλευθο φιλοσοφικό εγχείρημα που αρθρώνεται  ως συνισταμένη μιας σπάνιας φιλοσοφικής και μαθηματικής παιδείας. Ο Μπαντιού αποδείκνυε εκεί  ότι το οντολογικό ερώτημα που διαμόρφωσε το πεπρωμένο της φιλοσοφίας ως μεταφυσικής εμπίπτει εξ ολοκλήρου στη δικαιοδοσία των μαθηματικών, τα οποία δεν είναι συρρικνώσιμα στη σοφιστική των γλωσσικών παιγνίων που η αγγλοσαξονική παράδοση κληρονόμησε από τον δεύτερο Βιτγκενστάιν. Παράλληλα,  η ανατρεπτική  αυτή θέση έδινε τη χαριστική βολή στην οντολογία του Χάιντεγκερ, που ο ακατάβλητος Ντερριντά υπέβαλλε σε ατέρμονη αποδόμηση. Επισημαίνω ότι όταν ο Μπαντιού αποκρυπτογραφεί τα μαθηματικά ως  την καθ’ ύλη επιστήμη του Είναι, από τη θέση αυτή ουδόλως εξυπακούεται ότι ο κόσμος και το πραγματικό είναι δομημένοι ως μαθηματικές οντότητες και στοιχειοθετημένοι από τη συνδυαστική μαθηματικών αντικειμένων. Η θέση του αφορά όχι τον κόσμο, αλλά τον λόγο και συγκεκριμένα την παρουσίαση του μεν από τον δε. Ο δε  πολιτικός στόχος συνίσταται  στην ανάδειξη της ετεροτοπίας του συμβάντος ως προς το είναι. Συνέχεια ανάγνωσης

Νέοι όροι της φιλοσοφίας

Standard

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

του Αλαίν Μπαντιού

μετάφραση: Δημήτρις Βεργέτης, Φώτης Σιατίστας

Έργο του Κάζιμιρ Μάλεβιτς, κοστούμι για θεατρική παράσταση

Διατηρώ και  σήμερα αυτό το σύστημα όρων. Εντούτοις  η απεικόνισή του έγινε πολύ πιο  ασαφής. Όσον αφορά τις επιστήμες, συρρικνώνονται όλο και περισσότερο  στις επιπτώσεις που έχουν πάνω στην εμπορική διάσταση των τεχνολογιών. Αυτό που καλύπτει η λέξη «τέχνη»  αποσυντίθεται ανάμεσα στην αναιμική ιδέα της «επικοινωνίας», στην «πολυμιντιακή» επιθυμία για σύνθεση όλων των αισθητών μέσων μέσα σε νέες φαντασιακές κατασκευές και τέλος στον πολιτιστικό σχετικισμό, που καταλύει κάθε νόρμα. Στην πραγματικότητα η λέξη «κουλτούρα» φαίνεται πως μέλλει να απαγορεύσει σταδιακά κάθε σαφή χρήση της λέξης «τέχνη». Υπό το όνομα της δημοκρατίας, και μετά την κατάρρευση του κρατικού κομμουνισμού, η πολιτική ανάγεται κατά κανόνα σε ένα συμπίλημα οικονομίας και διαχείρισης, με αρκετή δόση αστυνόμευσης και έλεγχο από πάνω. Όσον αφορά τον έρωτα βρίσκεται στριμωγμένος ανάμεσα σε μια σύλληψη της οικογένειας σφραγισμένης από την έννοια του συμβολαίου και σε μια ελευθεριάζουσα σύλληψη της σεξουαλικότητας. Ας πούμε, χάριν συντομίας, ότι η τεχνική, η κουλτούρα, η διαχείριση και το σεξ έρχονται να καταλάβουν τη γενολογική θέση της επιστήμης, της τέχνης, της πολιτικής και του έρωτα.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι θα έπρεπε επίσης, πέρα από την υπενθύμιση των όρων και της σύγχρονης μορφής τους, να υπερασπιστούμε την ενεργό αυτονομία  τους. Πράγμα που σημαίνει κατ’ ουσίαν να τις τοποθετήσουμε στη σύγχρονη ιστορία των διαδικασιών τους. Απέφυγα να κάνω εδώ αυτή την εργασία, περισσότερο περιγραφική παρά θεωρητική.

Οι ενδείξεις, ωστόσο, είναι αρκετά σαφείς.

Συνέχεια ανάγνωσης

Χρήσεις και καταχρήσεις της έννοιας του «λαϊκισμού»

Standard

Ο λαός δεν είναι μια άξεστη και αμαθής μάζα

του Ζακ Ρανσιέρ

μετάφραση: Φλώριος Πλατζιαφλόρας

 

 

Έργο του Κάζιμιρ Μάλεβιτς

Δεν περνά ούτε μια μέρα που να μην ακούσουμε καταγγελίες για τον κίνδυνο του λαϊκισμού. Κι όμως δεν είναι εξίσου εύκολο να καθορίσουμε την ακριβή σημασία της λέξης. Ποιος είναι λαϊκιστής; Εξετάζοντας τις διάφορες σημασίες και τη ρευστότητα του όρου, διαπιστώνουμε ότι τρία είναι τα ουσιώδη στοιχεία που ορίζουν τον λαϊκισμό, στο πλαίσιο του κυρίαρχου λόγου: Πρώτον, ένας τρόπος απεύθυνσης κατευθείαν στον λαό, που παρακάμπτει τους εκπροσώπους και τους αξιωματούχους­· δεύτερον, ο ισχυρισμός ότι οι κυβερνήσεις και οι κυβερνώσες ελίτ μεριμνούν περισσότερο για τα δικά τους συμφέροντα παρά  για το δημόσιο συμφέρον· τρίτον,  μια ταυτοτική ρητορική που εκφράζει φόβο και απόρριψη των ξένων.

Είναι σαφές, βέβαια, ότι δεν υπάρχει κάποια αναγκαία σχέση που συνδέει μεταξύ τους τα τρία  αυτά χαρακτηριστικά. Το ότι υπάρχει μια οντότητα που αποκαλείται «λαός», η οποία αποτελεί την πηγή κάθε εξουσίας και το σώμα στο οποίο απευθύνεται προνομιακά ο πολιτικός λόγος, είναι μια πεποίθηση που ενέπνεε παλαιότερα όλους όσους μιλούσαν από τη σκοπιά της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού. Δεν συνδέεται με καμιάς μορφής ρατσιστικά ή ξενοφοβικά αισθήματα.

Δεν χρειαζόμαστε κανέναν δημαγωγό για να μας αποκαλύψει ότι οι πολιτικοί μας σκέφτονται την καριέρα τους και όχι το μέλλον των συμπολιτών τους ή ότι οι ηγέτες μας συναγελάζονται στενά με τους εκπροσώπους των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων: οι ίδιες εφημερίδες που καταγγέλλουν τη «λαϊκιστική» ασυδοσία, μας προσφέρουν καθημερινά τις  πιο λεπτομερείς αποδείξεις. Από την πλευρά τους, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων που θεωρούνται «λαϊκιστές», όπως ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ή ο Νικολά Σαρκοζί, αποφεύγουν με κάθε τρόπο να διακινήσουν τη «λαϊκίστικη» ιδέα ότι οι ελίτ είναι διεφθαρμένες. Ο όρος «λαϊκισμός» δεν χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποια συγκεκριμένη πολιτική δύναμη. Δεν αναφέρεται σε καμιά ιδεολογία, ούτε καν ένα συγκροτημένο πολιτικό στυλ. Χρησιμεύει απλώς για να φιλοτεχνήσει μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα του λαού.

Κι αυτό επειδή «ο λαός» δεν υπάρχει. Εκείνο που υπάρχει είναι διαφορετικές ή και ανταγωνιστικές εικόνες του λαού, που έχουν φτιαχτεί  η καθεμιά με την επιλεκτική προβολή συγκεκριμένων μορφών συνάθροισης, ορισμένων διακριτικών χαρακτηριστικών, κάποιων ικανοτήτων ή αδυναμιών. Η έννοια του λαϊκισμού κατασκευάζει έναν λαό που τον χαρακτηρίζει το ακαταμάχητο κράμα μιας ικανότητας (της ωμής δύναμης του πλήθους) και μιας αδυναμίας (της άγνοιας που αποδίδεται επίσης στο πλήθος). Γι’ αυτό ακριβώς, το τρίτο στοιχείο, ο ρατσισμός, έχει ουσιώδη σημασία. Χρησιμεύει για να δείξει στους δημοκράτες, πάντα επιρρεπείς σε  έναν αφελή ιδεαλισμό, τι εστί λαός στην πραγματικότητα: ένα κοπάδι κυριευμένο από ένα από μια πρωτογενή ενόρμηση απόρριψης, που μπορεί να στραφεί ταυτόχρονα κατά των κυβερνώντων τους οποίους θα ξεσκεπάσει ως προδότες, αδυνατώντας να κατανοήσει την συνθετότητα των πολιτικών διαδικασιών, αλλά και κατά των ξένων που ο λαός αυτός τους φοβάται λόγω της αταβιστικής του προσκόλλησης σε έναν τρόπο ζωής που απειλείται από τη δημογραφική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη. Η έννοια του λαϊκισμού επαναφέρει μια εικόνα του λαού που εισήγαγαν στα τέλη του 19ου αιώνα στοχαστές όπως ο Ιππόλυτος Ταιν και ο Γουσταύος Λε Μπον, τρομοκρατημένοι από την Παρισινή Κομμούνα και την άνοδο του εργατικού κινήματος: του άξεστου πλήθους, του όχλου που εντυπωσιάζεται από τα ηχηρά συνθήματα των «μπροστάρηδων» και άγεται σε ακραίες βιαιότητες διαμέσου της διασποράς ανεξέλεγκτων διαδόσεων και ενός μεταδοτικού φόβου.

Κατά πόσον όμως  μπορούμε να μιλάμε για τέτοια επιδημικά ξεσπάσματα ενός τυφλωμένου όχλου που άγεται από χαρισματικούς ηγέτες στη σημερινή Γαλλία; Όσες διαμαρτυρίες κι αν διατυπώνονται καθημερινά απέναντι στους μετανάστες, και ιδίως τους «νέους των προαστίων», πάντως δεν παίρνουν τη μορφή μαζικών λαϊκών διαδηλώσεων. Αυτό που αποκαλούμε ρατσισμό σήμερα στη χώρα μας είναι, κατά βάση, ο συνδυασμός δύο στοιχείων. Το πρώτο είναι μια σειρά διακρίσεις όσον αφορά την εύρεση εργασίας ή την ενοικίαση κατοικίας. Το δεύτερο είναι μια σειρά κρατικές ενέργειες, καμία από τις οποίες δεν υπήρξε αποτέλεσμα κάποιου μαζικού κινήματος: περιορισμοί για την είσοδο στη χώρα, μη νομιμοποίηση ανθρώπων που δουλεύουν, καταβάλλουν εισφορές και πληρώνουν φόρους εδώ για πολλά χρόνια, περιορισμένη εφαρμογή του «δικαίου του εδάφους», διπλές ποινές (διοικητικές και δικαστικές),  νόμοι κατά της μαντίλας και της μπούρκας, φορολογία για την εξεύρεση πόρων που θα χρησιμοποιηθούν για  την «επαναπροώθηση» μεταναστών ή τη διάλυση νομαδικών καταυλισμών. Αυτά τα μέτρα έχουν πρωταρχικό στόχο να καταστήσουν επισφαλή  τα εργασιακά και πολιτικά δικαιώματα ενός  τμήματος του πληθυσμού, και να δημιουργήσουν  έναν αριθμό ξένων εργαζομένων που μπορεί ανά πάσα στιγμή να απελαθεί  στις χώρες τους και Γάλλων που δεν θα είναι βέβαιοι για την παραμονή τους.

Τα παραπάνω μέτρα στηρίζονται από μια ιδεολογική καμπάνια που νομιμοποιεί αυτή τη συρρίκνωση των δικαιωμάτων κάποιων, με το επιχείρημα ότι αυτοί δεν διαθέτουν ορισμένα από τα στοιχεία που συγκροτούν την εθνική ταυτότητα. Δεν είναι όμως οι «λαϊκιστές» του Εθνικού Μετώπου εκείνοι που ξεκίνησαν αυτή την εκστρατεία. Είναι οι διανοούμενοι, και μάλιστα της Αριστεράς, εκείνοι που ανακάλυψαν το εξής ακαταμάχητο επιχείρημα: αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι αληθινά Γάλλοι, γιατί δεν είναι εκκοσμικευμένοι.

Το πρόσφατο «ολίσθημα» της Μαρίν Λε Πεν είναι εξαιρετικά διδακτικό επ’ αυτού: στην πραγματικότητα συμπύκνωσε σε  μια συγκεκριμένη εικόνα μια ακολουθία (μουσουλμάνος=ισλαμιστής=ναζί), λίγο πολύ διαδεδομένη και στη δημοκρατική ρητορεία.  Η «λαϊκιστική» άκρα δεξιά δεν εκφράζει ένα ξενοφοβικό πάθος, που πηγάζει από τα βάθη του λαϊκού σώματος· είναι ένας δορυφόρος που εκμεταλλεύεται προς όφελός του τις στρατηγικές του κράτους και τις καμπάνιες των διανοουμένων υπέρ των διακρίσεων. Το κράτος συντηρεί ένα μόνιμο αίσθημα ανασφάλειας που μπορεί να συνδυάζει από την απειλή της κρίσης και της ανεργίας μέχρι το λιώσιμο των πάγων και τη ρύπανση του περιβάλλοντος, για να τις χωνέψει όλες στην υπέρτατη απειλή, την ισλαμική τρομοκρατία. Η άκρα δεξιά προσθέτει τα χρώματα της σάρκας και του αίματος στο πορτρέτο που έχουν ήδη σκιαγραφήσει με ακρίβεια τα υπουργικά μέτρα και ο λόγος των ιδεολόγων.

Έτσι, ούτε οι «λαϊκιστές» ούτε ο λαός που φιλοτεχνούν  οι τελετουργικές καταγγελίες του λαϊκισμού ανταποκρίνονται πραγματικά στον ορισμό τους. Αλλά αυτό λίγο ενδιαφέρει όσους τους επισείουν ως φαντάσματα. Το κρίσιμο, γι’ αυτούς,  είναι να αναμίξουν σε ένα ακατάλυτο αμάλγαμα αυτή καθαυτή την ιδέα του λαού της Δημοκρατίας με την ιδέα του επικίνδυνου όχλου. Και να εξάγουν το συμπέρασμα πως πρέπει όλοι να αποδεχτούμε αυτούς που μας κυβερνούν, καθώς οποιαδήποτε αμφισβήτηση της νομιμότητας και του κύρους τους ανοίγει την πύλη προς τον ολοκληρωτισμό. «Καλύτερα μια δημοκρατία-μπανανία, παρά μια φασιστική Γαλλία» ήταν ένα από τα απεχθέστερα  συνθήματα κατά του Λεπέν τον Απρίλιο του 2002. Ο καταιγισμός που δεχόμαστε σήμερα για τους θανάσιμους κινδύνους του λαϊκισμού επιδιώκει να εμπεδώσει, στο πεδίο της θεωρίας, την ιδέα ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή.

Σημείωση των «Ενθεμάτων». Όπως μας επισήμαναν κάποιοι φίλοι, και προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, το κείμενο έχει ήδη δημοσιευτεί, σε άλλες μεταφράσεις, στο μπλογκ Radical Desire στις 6.1.2011 (radicaldesire.blogspot.com/2011/01/blog-post_7508.html) και στο σάιτ «Προοδευτική Πολιτική» στις 7.1.2011 ( http://www.ppol.gr/cm/index.php?Datain=6600&LID=1)

 

Το Πανεπιστήμιο της νέας εποχής στην Ελλάδα και τον κόσμο

Standard

Συζητούν η Ελένη Καλαφάτη, η Ιφιγένεια Καμτσίδου, ο Νίκος Κοταρίδης και ο Δημήτρης Παπαλεξόπουλος

Ιφιγένεια Καμτσίδου: Στην πολιτειολογική συζήτηση, δύο είναι τα βασικά μοντέλα που περιγράφουν το πανεπιστήμιο και τη λειτουργία του: το φιλελεύθερο και το λειτουργικό.

Το φιλελεύθερο μοντέλο αντιστοιχεί στο πανεπιστήμιο όπως αυτό διαμορφώνεται κατά τον Διαφωτισμό, και έχει μάλλον αριστοκρατικά χαρακτηριστικά. To πανεπιστήμιο αυτό στηρίζεται οργανωτικά στην κυρίαρχη θέση του καθηγητή και στην αυταξία της γνώσης που παράγει. Είναι ένα πανεπιστήμιο αποκομμένο σχετικά από την κοινωνία, καθώς ως πεδίο παραγωγής γνώσης και δομή όπου αναπτύσσεται η έρευνα οργανώνει τη δραστηριότητά του όχι με βάση τις κοινωνικές απαιτήσεις, αλλά την αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας. Για τον λόγο αυτό, στελεχώνεται από λίγους και απευθύνεται σε λίγους. Το μοντέλο εμφανίζεται και λειτουργεί στην πρώτη περίοδο θέσμισης των νεωτερικών πολιτευμάτων, όπου στο πολιτικό επίπεδο η κυριαρχία ανήκει στο έθνος. Η εκλογή των αντιπροσώπων γινόταν με τιμαριωτική ψήφο, δηλαδή στο εκλογικό σώμα συμμετείχαν οι οικονομικά εύρωστοι, οι οποίοι λόγω του οικονομικού τους status διέθεταν τον χρόνο να ασχοληθούν με τα κοινά, ενώ τα μέλη των αντιπροσωπευτικών οργάνων επιλέγονταν από το ίδιο περιορισμένο εκλογικό σώμα με κριτήριο την ικανότητά τους να διαβουλεύονται, να προσεγγίζουν τον Ορθό Λόγο, ώστε να βρίσκουν λύσεις ευεργετικές για τα κοινωνικά προβλήματα.

Από το φιλελεύθερο στο λειτουργικό πανεπιστήμιο

Έρνστ Λούντβιχ Κίρχνερ, «Τανγκό», π. 1919-1921

Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, νέες κοινωνικές τάξεις, και ιδίως η εργατική, έρχονται στο προσκήνιο διεκδικώντας συμμετοχή στη διαχείριση των δημόσιων πραγμάτων, στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας· για να το πετύχουν, χρειάζονται, ανάμεσα στα άλλα, και γνώση. Με την επίδραση των κινημάτων που αναπτύσσονται και στοχεύουν σε μια διαφορετική θέσμιση της κοινωνίας, διαμορφώνεται το δεύτερο μοντέλο για το πανεπιστήμιο, το οποίο, υπό την επίδραση της γερμανικής σκέψης, ονομάζεται λειτουργικό. Το πανεπιστήμιο αυτό συνδέεται, και συνδέει το ίδιο την αποστολή του, με την κοινωνική πρόοδο και ευημερία και με την ανάπτυξη των δημοκρατικών θεσμών. Παραμένει μια δομή έρευνας και διδασκαλίας, αλλά η γνώση που φιλοδοξεί να παράγει δεν προβάλλει ως αυταξία· καλείται να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της κοινωνίας και τη δημοκρατική μορφή της πολιτικής οργάνωσής της: όσον αφορά την οικονομία προετοιμάζει ικανούς μηχανικούς, καλούς αρχιτέκτονες, άρτια εκπαιδευμένους γιατρούς και δικηγόρους, ενώ όσον αφορά τη λειτουργία των θεσμών διαμορφώνει τους πολίτες. Πολίτες, τα ελεύθερα πρόσωπα δηλαδή, που με την κριτική τους σκέψη αναγνωρίζουν στο αίτημα για ίση κοινωνική αξιοπρέπεια ένα θεμελιώδη χαρακτήρα, καθώς επίσης είναι σε θέση να προάγουν τη συλλογική δράση για την ικανοποίησή του.

Το λειτουργικό πανεπιστήμιο δομείται και αναπαράγεται μέσα από τις αντιφάσεις του. Από τη μια, επειδή συνδέεται με την κοινωνία και στοχεύει στη διαπαιδαγώγηση των μελών της πολιτικής κοινότητας, διεκδικεί την οργάνωσή του με βάση τα δημοκρατικά προτάγματα· από την άλλη όμως συνάπτεται με μια συγκεκριμένη διάρθρωση των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων, ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων που στοιχείται με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, τον οποίο καλείται να υπηρετήσει.

Έμιλ Νόλντε, "Μάσκες", 1911

Οι δυο ειδικότερες πτυχές του λειτουργικού πανεπιστημίου, η πρώτη που μπορούμε να ονομάσουμε δημοκρατική και συγκροτείται τόσο από την αυτοδιοίκηση της ακαδημαϊκής κοινότητας όσο και από τη συνεισφορά της στην διαμόρφωση ελεύθερων πολιτών, και η δεύτερη που συνδέει την πανεπιστημιακή έρευνα και διδασκαλία με τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος, δεν συμπορεύονται πάντοτε αρμονικά. Μια τέτοια απόκλιση είναι σήμερα πολύ φανερή: η πρόοδος της τεχνολογίας, η γνώση που παράγει το πανεπιστήμιο, μπορεί να είναι ευεργετική σε κάποιους τομείς και να αναπτύσσει εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες σε άλλους. Η βιοτεχνολογία, για παράδειγμα, είναι πολύτιμη, γιατί επιτρέπει την πρόοδο της ιατρικής, ταυτόχρονα όμως εγείρει σοβαρά ερωτήματα, λ.χ. ως προς το πώς κατανοούμε οι ίδιοι τον εαυτό μας ή ως προς τους κοινωνικούς ρόλους των φύλων. Ενδεικτικά, η τεχνητή γονιμοποίηση θέτει το ζήτημα της κοινωνικής θέσης και αποστολής της γυναίκας, με τρόπο που ανατρέπει τις εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών: αφού η επιστήμη πλέον επιτρέπει την με οποιοδήποτε όρο τεκνοποίηση, η γυναίκα επιστρέφει στην αναπαραγωγική της αποστολή, ενώ η δημόσια συζήτηση δεν αφορά την σημασία του να είναι κανείς γονιός ή την ευχέρεια της γυναίκας να διαθέτει ελεύθερα το σώμα, αλλά έχει προσανατολιστεί στο δικαίωμά της να γίνει μητέρα με κάθε μέσο. Ακόμη, η βιοτεχνολογία αποτελεί παράμετρο προόδου και υψηλής κερδοφορίας σε διάφορους τομείς, όπως στον κλάδο των φαρμακευτικών εταιρειών· ταυτόχρονα όμως επιτρέπει το βιολογικό profiling, μια «ανεξίτηλη» καταγραφή και παρακολούθηση των ανθρώπων, σε άλλες δε επιστήμες, όπως στη νομική, έχει γεννήσει έναν προβληματισμό ενοχλητικό για το σύστημα.

Ζούμε σήμερα, λοιπόν, την ένταση της αντίφασης που διαπερνά το πανεπιστήμιο, η οποία συνδέεται με τις γενικότερες εξελίξεις. Γι’ αυτό είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα των πανεπιστημίων αυτοτελώς. Μέσα στην παγκοσμιοποιούμενη αγορά που προβάλλει ως ο βασικός συνεκτικός δεσμός των ατόμων και των κοινοτήτων του «παγκόσμιου χωριού», το πανεπιστήμιο ωθείται να εξυπηρετήσει τη μία πτυχή της νεωτερικής αποστολής του: την παραγωγή προηγμένης τεχνολογίας, ώστε να εξυπηρετούνται οι στοχεύσεις των εταιρειών, γενικότερα των οικονομικών μονάδων που διαμορφώνουν τις συνθήκες του ανταγωνισμού και, ταυτόχρονα, την κατάρτιση όσων θα κληθούν να στηρίξουν την εφαρμογή των τεχνολογιών, οι οποίοι όμως δεν θα εισάγονται στη μέθοδο και τις μεθόδους μιας επιστήμης, με άλλα λόγια με τις σπουδές τους δεν θα συγκροτούν επιστημονική προσωπικότητα ούτε θα μπορούν να σταθούν κριτικά απέναντι στη γνώση που τους μεταδίδεται.

Από τη μεγάλη τομή της δεκαετίας του 1960 στην κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού

Ελένη Καλαφάτη: Στη μεταπολεμική περίοδο, κατά την ένδοξη τριακονταετία, το πανεπιστήμιο μαζικοποιείται, ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1960, και αυτό συνιστά σημαντική τομή στην ιστορία της ανώτατης εκπαίδευσης. Πολύ σχηματικά: Στις βιομηχανικές χώρες το πρότυπο ανάπτυξης βασίζεται στην ενίσχυση της γνωστικής ικανότητας των επιχειρήσεων, ευνοώντας την πλήρη απασχόληση. Το γεγονός ότι οι νέοι βρίσκουν εύκολα εργασία μόλις τελειώνουν την υποχρεωτική εκπαίδευση συνιστά εμπόδιο στη στελέχωση με εξειδικευμένο προσωπικό. Είναι ανάγκη λοιπόν να τους ενθαρρύνουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους με την υπόσχεση ανώτερων μισθών και δωρεάν εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα. Παράλληλα, οι επιχειρήσεις απευθύνονται για τη διάθεση των προϊόντων τους κυρίως σε μια εσωτερική αγορά με κορμό της τη μεσαία τάξη που συγκροτείται από τα ελευθέρια επαγγέλματα, ιδιωτικούς και δημόσιους υπαλλήλους κλπ. Οι εργοδότες έχουν συμφέρον συλλογικά να συμμετέχουν, μέσω του φόρου, στη χρηματοδότηση της επέκτασης της σχολικής εκπαίδευσης, ενώ συγχρόνως είναι διατεθειμένοι, ατομικά, να επωμιστούν το κόστος της προσαρμογής των διπλωματούχων που προσλαμβάνουν στις εξειδικευμένες ανάγκες της επιχείρησής τους, αφού αυτή την επένδυση θα μπορούσαν να την αποσβέσουν με την μακροχρόνια απασχόληση του εργαζομένου. Έτσι εκφράζεται διεθνώς μια μεγάλη ζήτηση για ανώτατη εκπαίδευση, αυξάνεται ο αριθμός των φοιτητών, ιδρύονται νέα πανεπιστήμια, και όλα αυτά με κρατικό προγραμματισμό και δημόσια χρηματοδότηση.

Χαρακτικό του Καρλ Σμιτ-Ρότλουφ

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΟΟΣΑ το 1962, στη σύσκεψη της Ουάσινγκτον, πρότεινε ως παγκόσμιο παράδειγμα την Γαλλία και την ΕΣΣΔ, τα δυο πιο συγκεντρωτικά κράτη στο θέμα του προγραμματισμού και της δημόσιας χρηματοδότησης της εκπαίδευσης!

Είκοσι χρόνια αργότερα αλλάζει εντελώς ο λόγος του ΟΟΣΑ. Κατηγορεί πλέον τα κράτη –και τα Πανεπιστήμια– ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες των αγορών. Ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1970 καταγγέλλεται ο «πληθωρισμός» των διπλωμάτων ως πολιτικά επικίνδυνος και εξαιρετικά δαπανηρός για τα δημόσια οικονομικά, ιδιαίτερα αφού οι εργοδότες δεν μπορούν να επωφεληθούν από το κυρίως επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: τη σχετική μείωση των μισθών των ειδικευμένων εργαζόμενων. Άμα έχω δίπλωμα δικαιούμαι και το επίδομα εκπαίδευσης· και καθώς οι απόφοιτοι, βλέποντας ότι δεν βρίσκουν απασχόληση, αρχίζουν να κυνηγούν όλο και περισσότερα διπλώματα –μεταπτυχιακό, διδακτορικό–, φτιάχνεται ένας φαύλος κύκλος που δεν αρέσει στις αγορές. Πρέπει λοιπόν να περάσει το βάρος της χρηματοδότησης της εκπαίδευσης στις οικογένειες και να αποσυνδεθεί το δίπλωμα από τη θέση απασχόλησης και το μισθό. Αυτό ακριβώς προτείνει τον Μάιο του 1972 ο Εντγκάρ Φωρ, σε υπόμνημά του για λογαριασμό της Unesco η οποία τότε περνά από το δόγμα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης ή της ενθάρρυνσης για εκπαίδευση –μιλάμε πάντα για δημόσια εκπαίδευση– στη «διά βίου μάθηση». Την ίδια εποχή στη Βρετανία τα think tanks της Νέας Δεξιάς επεξεργάζονται το νεοφιλελεύθερο δόγμα και τα συστατικά της νέας διακυβέρνησης, ενώ η Θάτσερ ως υπουργός Παιδείας περικόπτει τα κονδύλια για την εκπαίδευση και καταργεί τη χορήγηση δωρεάν γάλακτος στα σχολεία για παιδιά επτά ως έντεκα ετών.

Προσθέστε και το στοιχείο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας: οι επιχειρήσεις μπορούν να μετακινηθούν όπου θέλουν, και εκεί επιθυμούν να βρίσκουν έτοιμο το προσωπικό που χρειάζονται. Στο πλαίσιο του εθνικού κράτους, η Renault, λ.χ., παλιότερα προσλάμβανε κάποιους και ξόδευε για να τους εκπαιδεύσει, με τη λογική ότι θα τους έχει εκεί μέχρι να πάρουν σύνταξη. Τώρα οι πολυεθνικές ζητούν εργαζόμενους άμεσα παραγωγικούς χωρίς κόστος «ρονταρίσματος», τους οποίους να μπορούν να επιλέξουν πάνω σε ένα υπέδαφος εργατικού δυναμικού στη βάση των πιστοποιημένων δεξιοτήτων τους. Έτσι από τα τέλη της δεκαετία του 1980 η κυρίαρχη λογική (που διατυπώνεται από τον ΟΟΣΑ και την Unesco και υιοθετείται από την Ε.Ε.), αφορά όχι πια την εκπαίδευση ως δημόσιο αγαθό που σχεδιάζεται και παρέχεται στο πλαίσιο του εθνικού κράτους, αλλά το πώς αυτή θα παρέχει τεχνογνωσία και δεξιότητες, μετρήσιμες και συγκρίσιμες διεθνώς.

Συγχρόνως, με τον ίδιο τρόπο που η απορρύθμιση καταργεί τα εθνικά σύνορα για τα κεφάλαια, εξαφανίζει επίσης το όριο που τους απαγόρευε να διεισδύσουν σε μη εμπορευματοποιημένους τομείς της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης όπως η κοινωνική ασφάλιση, η υγεία, η εκπαίδευση. Σε αυτό το πλαίσιο ο χαρακτήρας του Πανεπιστημίου πρέπει να αλλάξει ριζικά.

Το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο και η σειρά ISO 9000

Ε. Καλαφάτη: Η σχέση του κράτους με το νεωτερικό Πανεπιστήμιο θα μπορούσε να περιγραφεί σχηματικά ως εξής: Σας δίνω τα μέσα να λειτουργήσετε, σας ελέγχω (μέσω του θεσμικού πλαισίου και των παρέδρων), αλλά σας έχω εμπιστοσύνη, εσείς ορίζετε τι διδάσκετε. Ακόμη και τη μεταπολεμική περίοδο, όταν το Πανεπιστήμιο μαζικοποιείται για να ανταποκριθεί στις ανάγκες της οικονομίας, υποστηρίζεται ως ένας θεσμός που παράγει και προσφέρει γνώση, χωρίς να επιδιώκει να απαντήσει σε εξειδικευμένες ανάγκες των επιχειρήσεων. Εξακολουθεί να αποτελεί έναν χώρο ελευθερίας όπου η επιστημονική παραγωγή είναι «δημόσιο αγαθό». Στα τέλη του 20ού αιώνα περνάμε πια σε άλλη φάση, όπου οι εταιρείες ζητάνε ένα επιχειρηματικό πανεπιστήμιο προσανατολισμένο απολύτως στις ανάγκες της αγοράς. Πώς ορίζεται αυτό;

Είναι μια επιχείρηση που δέχεται και δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση, μπορεί να έχει εμπορικές δραστηριότητες, δηλαδή να πουλάει τη γνώση της, αρκεί να μην είναι κερδοσκοπική. Έχει αυτονομία διαχείρισης του ενεργητικού και του προσωπικού της, πρέπει όμως να μπορεί να αναπτύσσει ανταγωνιστικές στρατηγικές για τις αγορές, να δημιουργεί θυγατρικές, να συγχωνεύεται ενδεχομένως με άλλες τέτοιες μονάδες, να συνεργάζεται με ιδιωτικές επιχειρήσεις. Χρειάζεται, έτσι, ένα ειδικό εργαλείο από πρότυπα-ενδείκτες, που θα χρησιμεύει στους πελάτες (πελάτες με τη διπλή έννοια: οι πελάτες-σπουδαστές και οι πελάτες-επιχειρηματίες που θα προσλάβουν στη συνέχεια τους σπουδαστές) για την ενημέρωσή τους σχετικά με την ποιότητα του προϊόντος που παράγεται, αλλά και στους χρηματοδότες-μετόχους για τον έλεγχο της απόδοσης της «επιχείρησης» και τη χάραξη των στόχων.

Στις αγορές, η κοινή αναφορά σχετικά με την ποιότητα των προϊόντων –αναγκαία για την διευκόλυνση των διεθνών ανταλλαγών– είναι τα κείμενα (πρότυπα, πιστοποιήσεις κλπ.) των διεθνών οργανισμών, κυρίως του International Organisation for Standardisation (ISO). Συζητούν, λοιπόν, στους εμπλεκόμενους Οργανισμούς, για παράδειγμα το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP), ποια από τις μεθόδους πιστοποίησης μπορεί να εφαρμοστεί στα πανεπιστήμια, και αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο εφαρμογής της μεγάλης σειράς ISO 9000, η οποία πιστοποιεί τη διαδικασία παραγωγής του προϊόντος, και όχι το ίδιο το προϊόν.

Δημήτρης Παπαλεξόπουλος: Ο έλεγχος του προϊόντος και μάλιστα του «προϊόντος-σπουδαστή», που θα «παράγει» το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο δεν θα μπορούσε να γίνει παρά δειγματοληπτικά και εκ των υστέρων. Γι’ αυτό προτάσσεται ο έλεγχος της διαδικασίας «παραγωγής», που αναφέρεται στον καθολικό έλεγχο όλων των παραμέτρων που συμβάλλουν προς το τελικό αποτέλεσμα, όπως είναι η οργάνωση της εργασίας, η κυκλοφορία της πληροφορίας μέσα στην επιχείρηση, ο προσδιορισμός επιδόσεων και οι συναφείς διαρκείς αξιολογήσεις του ανθρώπινου δυναμικού. Σε αυτή τη λογική το επιχειρηματικό πανεπιστήμιο δεν είναι ελεύθερο να ορίσει τις διαδικασίες στο εσωτερικό του και, το κυριότερο, δεν μπορεί να τις μεταβάλει.

Συνέχεια ανάγνωσης

Μάλκολμ Χ: Από την οργή στην εξέγερση…

Standard

«Αν κάτι είναι δικαιωματικά δικό σου, τότε ή πολέμα γι’ αυτό ή σκάσε.Αν δεν μπορείς να πολεμήσεις γι’ αυτό, τότε ξέχνα το».

του Κώστα Αθανασίου

Γκράφιτι σε δρόμο της Νέας Υόρκης, 1992

Σε λίγες μέρες, τον Φεβρουάριο, συμπληρώνονται 46 χρόνια από τη δολοφονία του Μάλκολμ Χ. Το έργο του, σε αντίθεση ίσως με κάποια βιογραφικά του στοιχεία, είναι σχετικά άγνωστο στην Ελλάδα, αν και από το 2005 κυκλοφορεί (εκδ. Κουκκίδα) η βιογραφία που έγραψε ο Άλεξ Χάλεϊ και πρωτοεκδόθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Το κενό αυτό έρχεται να συμπληρώσει εν μέρει η πρόσφατη έκδοση στα ελληνικά μιας από τις πιο σημαντικές συλλογές κειμένων του Μάλκολμ Χ, με τίτλο Ο Μάλκολμ Χ μιλάει στους νέους (εκδ. Διεθνές Βήμα).

Γκέτο, έγκλημα, θρησκεία

Ο Μάλκολμ Χ γεννήθηκε στις 19 Μαΐου 1925, στη Νεμπράσκα, με το όνομα Μάλκολμ Λιτλ. Ο πατέρας του, αιδεσιμότατος Ερλ Λιτλ, αναγκάστηκε να πάρει την οικογένειά του και να φύγει, κυνηγημένος από την Κου Κλουξ Κλαν. Κατέληξαν στο Μίσιγκαν, όπου ο Ερλ Λιτλ δολοφονήθηκε. Το 1941 ο Μάλκολμ Χ πάει στη Νέα Υόρκη, στο Χάρλεμ.

Σοβιετική αντιρατσιστική αφίσα, 1968

Εκεί, εκείνη την εποχή, ο Μάλκολμ Χ (όπως και κάθε άλλος Μαύρος) έχει μπροστά του δύο επιλογές: υποταγή και προσπάθεια για «ένταξη», με αντάλλαγμα κάποια κακοπληρωμένη δουλειά, ή παρανομία. Ο Μάλκολμ επιλέγει τον δεύτερο δρόμο, ο οποίος το 1946 τον οδηγεί στην καταδίκη σε επτάχρονη φυλάκιση για κλοπή και διάρρηξη.

Στη φυλακή ο Μάλκολμ έρχεται σε επαφή με την οργάνωση Μαύρων μουσουλμάνων «Έθνος του Ισλάμ» και θεωρεί πως αυτό προσφέρει έναν (τον) δρόμο για την απελευθέρωση των Μαύρων στις ΗΠΑ. Το 1952 βγαίνει από τη φυλακή, ενώ την ίδια χρονιά παίρνει το χαρακτηριστικό και συμβολικό επώνυμο Χ· όπως λέει ο ίδιος, «το Χ του μουσουλμάνου συμβόλιζε το αληθινό αφρικανικό οικογενειακό [μου] όνομα […]. Για μένα, το Χ μου αντικατέστησε το όνομα που κάποιος γαλανομάτης διάβολος είχε επιβάλει στους προγόνους μου». Στο πλαίσιο του Έθνους του Ισλάμ, πολλές από τις θέσεις που υποστηρίζει εκείνη την εποχή ο Μάλκολμ Χ είναι αμφιλεγόμενες ή και προβληματικές, ωστόσο σύντομα αναδεικνύεται σε ένα από τα πιο κεντρικά και μαχητικά στελέχη του. Συνέχεια ανάγνωσης

Κινηματογραφιστές στην ομίχλη και το ομιχλώδες κινηματογραφικό τοπίο

Standard

του Νίκου Πολίτη

Κυριάκος Κατζουράκης, «Φυλακή 1», 2010. Λάδι σε πανί.

Εδώ κι ενάμιση χρόνο, απ’ όταν δηλαδή προετοιμαζόταν το 50ό επετειακό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, πολλά έγιναν στον κινηματογραφικό χώρο. Το κυριότερο είναι πως έσκασε μύτη το νεοπαγές μόρφωμα των «Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη».

Πριν συνεχίσω, θα ’θελα να διευκρινίσω πως οι όποιες σκέψεις κι επισημάνσεις που ακολουθούν δεν έχουν καθόλου να κάνουν με το καλλιτεχνικό έργο όσων προσδιορίζονται ως «Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη», αλλά με τη δράση τους.

Υπενθυμίζω σύντομα: Λίγες μέρες πριν το περυσινό Φεστιβάλ, μια ομάδα σκηνοθετών αρνήθηκε να υποβάλει τις ταινίες για βράβευση στα ετήσια Κρατικά Βραβεία Ποιότητας, θεωρώντας τα άκρως διαβλητά. Η άρνηση αυτή πήρε γρήγορα μεγάλες διαστάσεις και σε λίγες μέρες άλλαξε στόχευση. Δεν ήταν πια το «διαβλητό» της επιτροπής που ενοχλούσε, αλλά το ότι δεν είχε ψηφιστεί ακόμη ο νέος νόμος για τον κινηματογράφο. Το ότι η κυβέρνηση ήταν πολύ πρόσφατη και ο Υπουργός Πολιτισμού δεν προλάβαινε εκ των πραγμάτων να ’χει μελετήσει τα δύο προσχέδια που υπήρχαν στο συρτάρι του προκατόχου του δεν απασχόλησε καθόλου αυτούς τους σκηνοθέτες. Έτσι, με το «καλημέρα σας», οι νεόκοποι τότε «Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη» πέτυχαν ν’ αποδυναμώσουν το 50ό Φεστιβάλ –και κυρίως το Πανόραμα Ελληνικών Ταινιών– και να στείλουν στις ελληνικές καλένδες τα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας, που κάθε χρόνο έδιναν μιαν ανάσα σε τόσους ηθοποιούς και τεχνικούς. Ανάσα καλλιτεχνικής επιβράβευσης αλλά και οικονομικής στήριξης. Το ότι για όλα τούτα –και πολλά άλλα– το νέο αυτό ρεύμα δεν παρασκοτίστηκε, πολλοί το χρέωσαν στην ορμητικότητα του καινούριου. Την εκκωφαντική όμως σιωπή του Υπουργείου και του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου δεν νοιάστηκε κανείς, τότε, να την ερμηνεύσει.

Συνέχεια ανάγνωσης

Η «εθνική αυτοκριτική» ως ιδεολογικός μηχανισμός

Standard

TΟ ΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΔΑΣΟΣ – ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΨΥΧΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ

του Νικόλα Σεβαστάκη

 

Έντβαρντ Μυνκ, «Μαντόνα», 1895

Η κρίση έχει πλέον το δικό της γραμματειακό είδος. Εννοώ εκείνο το είδος σχολίου που ηδονίζεται στο να απογυμνώνει και να μαστιγώνει τον κακό ελληνικό χαρακτήρα ως το πρώτο κινούν αίτιο των σημερινών κοινωνικών δεινών. Με αυτή την έννοια και ο λόγος του αντιπροέδρου της κυβέρνησης δεν είναι και τόσο ορφανός όσο πιστεύεται: μπορεί και να είναι η πιο προωθημένη στην ωμότητά της εκδοχή της συναφούς γραμματείας στην οποία δοκιμάζονται πολλοί λογοτέχνες και καλλιτέχνες, ιδιαίτερα όταν καλούνται να μιλήσουν για την κρίση ή, πιο απλά, να αποτιμήσουν το χρόνο που έφυγε.

Η στρατηγική των κυβερνώντων, η καθολική επικράτηση ενός κλίματος συλλογικής ενοχής και παραλυτικής ανασφάλειας, βρίσκει πλέον το ελεγειακό και στοχαστικό της συμπλήρωμα. Η πόζα της περίσκεψης και της περισπούδαστης αναθεώρησης συνδυάζεται με την αυθαίρετη χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου. Βεβαίως το «όλοι τα φάγαμε» ηχεί μάλλον χυδαίο, ακόμα και για φιλοκυβερνητικούς δημόσιους γραφιάδες. Υπάρχουν όμως πολλά λογικά ισοδύναμα της ίδιας ομοταξίας φράσεων στιγματισμού. Για παράδειγμα, ένας συμπαθέστατος τραγουδοποιός, ο Φοίβος Δεληβοριάς, ανακαλύπτει ότι στις ρίζες του προβλήματος είναι η γνωστή «τεμπελιά των Ελλήνων». Όλοι υπήρξαμε τεμπέληδες, ανοργάνωτοι, βολεμένοι κλπ. Άβυσσος πρωτοτυπίας. Συγγραφείς από τη γενιά των τριαντάρηδων ισχυρίζονται ότι η κρίση είναι περισσότερο μια λέξη που σπέρνει κατάθλιψη και οργή παρά μια πραγματικότητα. Άλλοι επανέρχονται μονότονα στο θέμα του ψεύδους που επιτέλους τελειώνει και στις λυτρωτικές, σε τελική ανάλυση, συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Ποτέ βέβαια δεν αναρωτιούνται ποιους ακριβώς αφορά η λύτρωση και πώς επέρχεται η σωτηρία των ψυχών στη νέα εργασιακή ζούγκλα. Ίσως με βαθιές εισπνοές και χαλάρωση (ποιος ξέρει;).

Συνέχεια ανάγνωσης

Το ευρωπαϊκό όνειρο ξεθωριάζει στην Τουρκία

Standard

του Ορχάν Παμούκ

μετάφραση: Ιωάννα Μεϊτάνη

Την περασμένη Τρίτη, ο γνωστός τούρκος συγγραφέας Ορχάν Παμούκ βρέθηκε στην Αθήνα, όπου μίλησε με θέμα «Τι γίνεται στο μυαλό μας όταν διαβάζουμε ένα μυθιστόρημα». Με την ευκαιρία αυτή, δημοσιεύουμε ένα πρόσφατο κείμενό του, από το μπλογκ του New York Review of Books (25.12.2010), σχετικά με την εικόνα της Ευρώπης στην Τουρκία τα τελευταία πενήντα χρόνια και το ξεθώριασμα του ευρωπαϊκού ονείρου.

«ΕΝΘΕΜΑΤΑ»

Στα σχολικά βιβλία που διάβαζα παιδί τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, η Ευρώπη παρουσιαζόταν σαν μια υπέροχη θρυλική περιοχή. Ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ενώ σφυρηλατούσε τη νέα του δημοκρατία στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας –η οποία είχε συντριβεί και κατακερματιστεί στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο–, πολεμούσε ενάντια στον ελληνικό στρατό· αργότερα όμως, με την υποστήριξη του δικού του στρατού, εισήγαγε ένα σωρό κοινωνικές και πολιτιστικές εκσυγχρονιστικές φιλοδυτικές μεταρρυθμίσεις. Κληθήκαμε λοιπόν να αγκαλιάσουμε, ακόμη και να μιμηθούμε το ρόδινο ευρωπαϊκό όνειρο της Δύσης, προκειμένου να νομιμοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις αυτές, μέσα από τις οποίες τρανώθηκε η καινούργια ελίτ του νεαρού τουρκικού κράτους (και οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο διαρκών αντιπαραθέσεων στην Τουρκία τα ογδόντα χρόνια που ακολούθησαν).

Συνέχεια ανάγνωσης