Να τελειώνουμε με τη μεταπολίτευση;

Standard

του Πολυμέρη Βόγλη

 

Αντιμοναρχική αφίσα του Αλέξη Κυριτσόπουλου, για το δημοψήφισμα της 8.12.1974 (Γιάννης Καραχάλιος, «Ελληνικές αφίσες», Κέδρος, Αθήνα 2004).

Επί μήνες δημοσιογράφοι, αναλυτές και πολιτικοί επαναλαμβάνουν ομόφωνα: «να τελειώνουμε με τη Μεταπολίτευση». Η Μεταπολίτευση ή η «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης» θεωρείται υπεύθυνη για όλα τα «δεινά» της σημερινής Ελλάδας: από την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 και τη διαφθορά μέχρι την οικονομική χρεοκοπία και τις κοινωνικές αντιδράσεις στα μέτρα του Μνημονίου. Το αποτέλεσμα αυτής της γενικόλογα κατεδαφιστικής κριτικής είναι να εγγράφεται η Μεταπολίτευση αρνητικά στη σύγχρονη ιστορική συνείδηση, να μετατρέπεται σε έναν αρνητικό κοινό τόπο. Χρειάζεται άραγε να υπενθυμίσει κανείς ότι η Μεταπολίτευση ήταν η περίοδος θεμελίωσης της δημοκρατίας στην Ελλάδα; Μετά το 1974 εγκαινιάζεται η εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών και η διεύρυνση της δημοκρατίας με την άρση αποκλεισμών και διακρίσεων που είχαν χαρακτηρίσει την Ελλάδα για πολλές δεκαετίες: περιορισμός του ρόλου του στρατού, αποκαθήλωση της μοναρχίας, νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση, δικαίωμα ψήφου στα 18, ισότητα των δύο φύλων, αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και πάρα πολλά άλλα. Αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά, και υποθέτω ότι όσοι καταδικάζουν την «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης» δεν συγκαταλέγουν αυτές τις αλλαγές στις αρνητικές κληρονομιές της.

Ταυτόχρονα, στη Μεταπολίτευση η παρέμβαση του κράτους στην οικονομία διογκώθηκε και διευρύνθηκε στην κατεύθυνση της άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Το κράτος ανέλαβε να παίξει όλο και πιο ενεργό ρόλο στην αναδιανομή του πλούτου, τη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων και στην κοινωνική αναπαραγωγή. Θα έλεγε κανείς ότι η εδραίωση της δημοκρατίας συμβάδιζε με την επέκταση της μεσαίας τάξης. Ωστόσο, όσοι καταφέρονται κατά της Μεταπολίτευσης μάλλον έχουν στο νου τους την κοινωνία, δηλαδή τις αξίες, ιδέες και πρακτικές που επικρατούσαν στα μεταπολιτευτικά χρόνια. Το ερώτημα που σπάνια τίθεται είναι: Τι σχέση η σημερινή ελληνική κοινωνία με αυτήν της δεκαετίας του 1970; Τι σχέση έχουν οι πολυήμερες, «άγριες», μαζικές απεργίες στη ΜΕΛ, την ΙΖΟΛΑ, τη Μαδέμ-Λάκκο με τις απεργίες που κηρύσσει σήμερα η ΓΣΕΕ; Τι σχέση έχουν οι ογκώδεις διαδηλώσεις για το Πολυτεχνείο το 1975, 1977, το 1980 με τις επετειακές «λιτανείες»; Πόσα πολιτικά περιοδικά εκδίδονταν τότε και πόσα σήμερα; Τα ανάλογα παραδείγματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν, η απάντηση όμως θα ήταν η ίδια, η οποία δείχνει την απόσταση που μας χωρίζει από τη Μεταπολίτευση. Συνέχεια ανάγνωσης

«Περί δημοκρατίας και δικτατορίας»: ένα βράδυ στο Παρίσι

Standard

της Μαρίας Κακογιάννη

Από το μπλογκ "nobudget"

Πoλλά ακούστηκαν και γράφτηκαν για την περιβόητη πλέον βραδιά που ο Θ. Πάγκαλος αναγκάστηκε να αποχωρήσει από το «Ελληνικό Σπίτι» στο Παρίσι. Θα δοκιμάσω να επανέλθω σύντομα σε κάποια «δραματουργικά στοιχεία», καθώς πιστεύω ότι, αν και η πλειοψηφία των πρωταγωνιστών δεν βίωσε κανένα δράμα, κατά κάποιον τρόπο παίχτηκε ένα δράμα, το οποίο αφορούσε όχι τόσο πρόσωπα όσο δομές, πλέγματα σημαινόντων. Και, κυρίως, μια πολύ συγκεκριμένη δομή του σημερινού πολικού σκηνικού, τον «δημοκρατικό διάλογο».

«Όλοι μαζί τα φάγαμε». Κάποιοι κινδυνεύουν να πεθάνουν από απεργία πείνας. Η αίθουσα εκδηλώσεων αντηχεί από τη λέξη Dégage! — Έξω!

Οι πρώτες εκκλήσεις για σωφροσύνη και σωφρονισμό κάνουν την εμφάνισή τους: α) ο κ. Πάγκαλος δεν είναι εδώ ως εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά, όπως και ο Κώστας Γαβράς, ως πρώην ένοικος του «Ελληνικού Σπιτιού», β) η πολιτική παρουσία του κ. Πάγκαλου νομιμοποιείται στο μέτρο που τόσο εκείνος όσο και η κυβέρνηση είναι δημοκρατικά εκλεγμένοι, το «Z» μιλάει για την δικτατορία, σήμερα έχουμε δημοκρατία, γ) αυτό που κάνετε είναι αντιδημοκρατικό, και μάλιστα «θέτετε σε ομηρία» όλους αυτούς ανθρώπους που ήρθαν να παρακολουθήσουν μια καλλιτεχνική βραδιά. Το σχήμα θυμίζει λίγο την ιστορία του Φρόυντ με τη σπασμένη τσαγιέρα: α) δεν δανείστηκα ποτέ καμιά τσαγιέρα, β) τη δανείστηκα αλλά την επέστρεψα ατόφια, γ) η τσαγιέρα ήταν ήδη σπασμένη όταν την δανείστηκα. Συνέχεια ανάγνωσης

Περί ισλαμικών και μη επαναστάσεων

Standard

του Iχάμπ Σαμπάνα

Το πολιτικό Ισλάμ είναι περισσότερο ένα κίνημα του 20ού αιώνα παρά μια παράδοση που συναντάται στη θρησκευτική θεωρία του Ισλάμ, ωστόσο οι ρίζες του βρίσκονται στο Κοράνι. Έχει να κάνει και με την κατάσταση άμυνας απέναντι στη Δύση στην οποία σχεδόν πάντοτε βρισκόταν ο αραβικός κόσμος, αλλά και με μια πιο παραδοσιακή μορφή κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας που θέλει να στηρίζεται αποκλειστικά στη θρησκεία. Οι νόμοι θα πηγάζουν μέσα από τον λόγο του Προφήτη Μωάμεθ, ο οποίος, ως τελευταίος Προφήτης του Θεού, έχει τη λύση για όλες τις παθογένειες της κοινωνίας. Μόνο τα πρώτα χαλιφάτα των διαδόχων του Μωάμεθ ακολούθησαν μια τέτοια μορφή οργάνωσης· στην εποχή μας, το κράτος που έχει υιοθετήσει το πολιτικό Ισλάμ και βρίσκεται πιο κοντά σε αυτή την ιδεοληψία είναι η Σαουδική Αραβία.

Το ενδιαφέρον αναζωπυρώθηκε και μετασχηματίστηκε σε ένα δυνατό κίνημα τον 20ό αιώνα, καθώς συγκροτήθηκε γύρω από το σύμβολο όλων των μουσουλμάνων, το οποίο δεν είναι άλλο από το ισλαμικό τέμενος. Αυτό το ισλαμικό κίνημα δεν ήταν δημιούργημα των εξαθλιωμένων μαζών των παραγκουπόλεων, αλλά ούτε και των χωρικών. Ήταν δημιούργημα των μεσοαστικών στρωμάτων και ιδιαίτερα των φοιτητών των πανεπιστημίων, από όπου μέχρι και σήμερα αντλεί τη δυναμική του. Ο φασισμός, λόγου χάρη, γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα κατώτερα αστικά και εργατικά στρώματα, τα οποία τελικά αποτέλεσαν και τη ραχοκοκαλιά του.

 

Φωτογραφία του miral ramzy από το flickr

Στην περίπτωση του πολιτικού Ισλάμ, το εντυπωσιακότερο είναι πως, ενώ σαν στόχευση είχε το σύνολο των αραβικών κοινωνιών και όλα τα στρώματά τους, τελικά παρέμεινε μια τάση που, μέχρι σήμερα, συναντάται κυρίως στα μεσοαστικά στρώματα. Από τους κόλπους των τελευταίων, εξάλλου, προέρχονταν και εκείνοι, που μετά τις συνεχείς δηλώσεις του Μουμπάρακ πως δεν πρόκειται να παραιτηθεί έως το τέλος της θητείας του, προέτρεπαν τους εξεγερμένους να επιστρέψουν στα σπίτια και τις δουλειές τους, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στους απεργούς των εργοστασίων, κατηγορώντας τους πως έτσι θα καταστρέψουν την οικονομία της χώρας. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν έλαβαν μέρος στην επανάσταση, σίγουρα όμως ήταν εκείνοι που ακολούθησαν πιο μετριοπαθείς οδούς. Από την άλλη, οι ισλαμιστές αυτοί δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ούτε κομμάτι του παραδοσιακού Ισλάμ, καθώς οι ουλεμάδες ήταν αντίθετοι προς αυτούς και γενικώς προς κάθε είδους νεωτερισμούς, από όπου κι αν εκδηλώνονταν αυτοί. Συνέχεια ανάγνωσης

Ο αγώνας εξουσίας του Γουισκόνσιν

Standard

Eξέγερση στο Γουισκόνσιν: οι ΗΠΑ δεν πρέπει να γίνουν μια ολιγαρχία του κεφαλαίου

του Πωλ Κρούγκμαν

μετάφραση: Στρ. Μπουλαλάκης

Φωτογραφία του celtic graphics από το flickr

Όταν πριν λίγες εβδομάδες ο ρεπουμπλικάνος κυβερνήτης του Γουισκόνσιν ανακοίνωνε σαρωτικές αλλαγές στο δημόσιο (κατάργηση του δικαιώματος των συνδικάτων να διαπραγματεύονται συλλογικές συμβάσεις, αυξημένη δικαιοδοσία του κυβερνήτη να προβαίνει σε απολύσεις, περιστολή δικαιωμάτων περίθαλψης και συνταξιοδότησης), κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει το κύμα αντιδράσεων. Γρήγορα όμως, οι διαδηλωτές άγγιξαν τους 100.000, προχωρώντας σε καταλήψεις, μαχητικές απεργίες και πορείες, δημιουργώντας ένα πρωτοφανές κίνημα (βλ. και το άρθρο του Μιχάλη Τρίκα, «ΗΠΑ: η πάλη των τάξεων πάει στο Γουισκόνσιν», Η Αυγή, 27.2.2011·http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=601796).

Όπως δείχνει ο αμερικανός νομπελίστας της οικονομίας, Πωλ Κρούγκμαν, στα δύο άρθρα που ακολουθούν (New York Times, 20 και 24.2.2011) η σύγκρουση δεν έχει να κάνει με το «νοικοκύρεμα» του προϋπολογισμού και τα δημοσιονομικά· είναι μια μάχη για τη δημοκρατία. Ακόμα και αν δεν συμφωνούμε σε όλα με τα συνδικάτα, λέει ο Κρούγκμαν, αυτά αποτελούν σήμερα το μοναδικό αντίβαρο στην εξουσία του κεφαλαίου, που αλώνει τα πάντα­ – παρατήρηση χρήσιμη, ιδεολογικοπολιτικά, και για τα καθ’ ημάς. Τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα (τα μόνα που υφίστανται ουσιαστικά στις ΗΠΑ, αφού στον ιδιωτικό τομέα οι συνδικαλισμένοι είναι κάτω από 10%), προσπαθεί να συντρίψει ο ρεπουμπλικάνος κυβερνήτης, γι’ αυτό ακριβώς και ο αγώνας του Γουισκόνσιν έχει πολύ ευρύτερη σημασία.

Στρ. Μπ.

 

Διαδήλωση στο Μάντισον, 26.2.2011. Φωτογραφία του akagoldfish, από το flickr

Την περασμένη εβδομάδα, ενόψει των διαδηλώσεων εναντίον του νεοεκλεγέντος, διώκτη των συνδικάτων, κυβερνήτη του Γουισκόνσιν Σκοτ Γουώκερ –που συνεχίστηκαν και το Σαββατοκύριακο, με μια τεράστια κοσμοπλημμύρα το Σάββατο– ο βουλευτής Πωλ Ράυν έκανε, άθελά του, μια εύστοχη σύγκριση: «Είναι λες και το Κάιρο έχει μεταφερθεί στο Μάντισον».

Δεν ήταν το πιο έξυπνο πράγμα που θα μπορούσε να πει ο κ. Ράιαν, δεδομένου, ότι, κατά πάσα πιθανότητα, δεν ήθελε να συγκρίνει τον κ. Γουώκερ, έναν ομοϊδεάτη του Ρεπουμπλικάνο, με τον Χόσνι Μουμπάρακ. Ίσως όμως και να το εννοούσε — άλλωστε, αρκετοί εξέχοντες συντηρητικοί, μεταξύ των οποίων ο Γκλεν Μπεκ, ο Ρας Λίμπο και ο Ρικ Σαντόρουμ καταδίκασαν την εξέγερση στην Αίγυπτο, επιμένοντας ότι ο πρόεδρος Ομπάμα έπρεπε να βοηθήσει το καθεστώς Μουμπάρακ να την καταστείλει.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο κ. Ράιαν είχε περισσότερο δίκιο από ό,τι μπορούσε να φανταστεί. Γιατί όσα συμβαίνουν στο Γουισκόνσιν δεν αφορούν τον κρατικό προϋπολογισμό, παρά τους ισχυρισμούς του κ. Γουώκερ ότι το μόνο που πασχίζει είναι να νοικοκυρέψει τα οικονομικά. Αντιθέτως, αφορούν το ζήτημα της εξουσίας. Αυτό που προσπαθούν ο κ. Γουώκερ και οι υποστηρικτές του είναι να κάνουν το Γουισκόνσιν –και, εν τέλει και όλη την Αμερική– όχι μια εύρυθμη δημοκρατία, αλλά μια τριτοκοσμική ολιγαρχία. Γι’ αυτό ακριβώς όποιος πιστεύει ότι χρειαζόμαστε κάποιο αντίβαρο στην πολιτική εξουσία του χρήματος πρέπει να σταθεί στο πλευρό των διαδηλωτών. […] Συνέχεια ανάγνωσης

Το Δόγμα του Σοκ στις ΗΠΑ

Standard

του Πωλ  Κρούγκμαν

μετάφραση: Πάνος Παπαδόπουλος

Διαδήλωση στο Μάντισον, 26.2.2011. Φωτογραφία του akagoldfish, από το flickr

Να μια ιδέα: ίσως το Μάντισον του Γουισκόνσιν δεν είναι τελικά Κάιρο.[1] Ίσως είναι Βαγδάτη — και συγκεκριμένα η Βαγδάτη του 2003, όταν η κυβέρνηση Μπους έθεσε το Ιράκ υπό την εξουσία αξιωματούχων που επελέγησαν για την αφοσίωση και την πολιτική τους φερεγγυότητα, και όχι για την εμπειρία και την ικανότητά τους.

Όπως θυμούνται ίσως πολλοί, τα αποτελέσματα ήταν θεαματικά — με την κακή έννοια. Αντί να εστιαστούν στα επείγοντα προβλήματα μιας κατεστραμμένης οικονομίας και κοινωνίας, τα οποία σύντομα θα οδηγούσαν σε ένα δολοφονικό εμφύλιο πόλεμο, τα πρόσωπα που διόρισε ο Μπους είχαν εμμονή με την επιβολή ενός συντηρητικού ιδεολογικού οράματος. Πράγματι, ενώ οι πλιατσικολόγοι συνέχιζαν τη λεηλασία στους δρόμους της Βαγδάτης, ο Αμερικανός πολιτικός διοικητής του Ιράκ Πωλ Μπρέμερ δήλωνε σε δημοσιογράφο της Washington Post ότι μια από τις πρώτες του προτεραιότητες ήταν να «μετοχοποιήσει και να ιδιωτικοποιήσει τις κρατικές επιχειρήσεις» –λόγια του κ. Μπρέμερ, όχι του δημοσιογράφου– και να «απεξαρτηθεί ο κόσμος από την ιδέα του κράτους που υποστηρίζει τα πάντα».

Η ιστορία της εμμονής της Προσωρινής Διοίκησης του Ιράκ για ιδιωτικοποιήσεις ήταν το επίκεντρο του μπεστσέλερ της Ναόμι Κλάιν Το Δόγμα του Σοκ, στο οποίο υποστήριξε ότι ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου. Από τη Χιλή κατά τη δεκαετία του 1970 και μετά, αναφέρει, δεξιοί ιδεολόγοι αξιοποιούν τις κρίσεις για να προωθήσουν μια ατζέντα που δεν έχει καμία σχέση με την επίλυση των κρίσεων, αλλά με την επιβολή μιας αντίληψης για μια πιο ανελέητη, πιο άνιση και λιγότερο δημοκρατική κοινωνία.

Κι αυτό μας φέρνει στο Γουισκόνσιν του 2011, όπου το Δόγμα του Σοκ βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Συνέχεια ανάγνωσης

Τζαμπατζήδες που δεν πληρώνουν

Standard

OΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

του Νίκου Σαραντάκου

Ο μήνας που πέρασε έφερε μπόλικη επικαιρότητα που αξίζει να λεξιλογηθεί, σε σημείο που να έχω αμηχανία εκλογής — αλλά τελικά αποφάσισα να κρατήσω σειρά αρχαιότητας κι έτσι να αφιερώσω το σημερινό σημείωμα στο κίνημα «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω», από λεξιλογική βέβαια άποψη.

Οι τίτλοι κινηματογραφικών και θεατρικών έργων δεν είναι σπάνιο να αποκτούν παροιμιακή αξία και να μετατρέπονται σε σλόγκαν, σε τίτλους άρθρων σε εφημερίδες ή σε συνθήματα, αλλά συνήθως αυτό γίνεται αμέσως μετά την προβολή του αντίστοιχου έργου· από αυτή την άποψη, το «Δεν πληρώνω! Δεν πληρώνω!» του Ντάριο Φο αποδείχτηκε εξόχως βραδυφλεγές, μια και έχουν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια από το πρώτο του ανέβασμα, από τον Στέφανο Ληναίο και την Έλλη Φωτίου (το 1979, όπως μας θύμισε η Αυγή της περασμένης Κυριακής που είχε την καλή ιδέα να μοιράσει το έργο)· βέβαια, όλα αυτά τα χρόνια ακουγόταν αριά και πού το σύνθημα — αλλά μόνο τώρα πέρασε στο προσκήνιο, καθώς όλο και περισσότεροι πολίτες αρνούνται να πληρώσουν τις εξωφρενικές τιμές διοδίων και εισιτηρίων, σε σημείο που η… άρση μπαρών να κοντεύει να γίνει το νέο εθνικό άθλημα. Συνέχεια ανάγνωσης

Πέφτει η αυλαία για το το «Αμφι-Θέατρο»;

Standard

ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ Ι. ΑΣΔΡΑΧΑ, ΤΟΥ ΣΠ. ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ, ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΤΣΑ ΚΑΙ ΜΕΛΩΝ ΔΕΠ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

 

Ο Σπύρος Ευαγγελάτος

Η πρόσφατη απόφαση του Σπύρου Ευαγγελάτου να προχωρήσει στην αναστολή των εργασιών του «Αμφι-Θεάτρου», για οικονομικούς λόγους, είναι ένα γεγονός που όχι μόνο κινητοποίησε τους θεατρόφιλους και ευρύτερα τους ανθρώπους που νοιάζονται για τον πολιτισμό, αλλά επιπλέον φέρνει, με δραματικό τρόπο, στο προσκήνιο το μέγα ζήτημα της κρατικής χρηματοδότησης και πολιτικής για το θέατρο και τον πολιτισμό — που όλο και συχνότερα αντιμετωπίζονται ως «πολυτέλεια» από την πολιτεία. Όσον αφορά συγκεκριμένα το «Αμφι-Θέατρο», η συνεισφορά του στη θεατρική παιδεία και πολιτισμό μας είναι δεδομένη, στα τριάντα έξι χρόνια της λειτουργίας του. Θυμίζουμε ότι κάλυψε ένα μεγάλο φάσμα κλασικού ρεπερτορίου (από τους αρχαίους τραγικούς μέχρι Σαίξπηρ, Μολιέρο, Σίλλερ, Μπύχνερ, Ίψεν, Τσέχοφ, Πιραντέλο, Στρίντμπεργκ και πολλούς άλλους), ενώ πρέπει να τονιστεί και η παρουσίαση σχεδόν άγνωστων και πολύ λίγο παιγμένων έργων της νεοελληνικής γραμματείας (κρητικό θέατρο, Κατσαΐτης, Μοντσελέζε κ.ά.). Επίσης, δεν πρέπει να λησμονήσουμε τη διεθνή παρουσία του, καθώς τα περίφημα προγράμματά του, που συμπεριελάμβαναν, εκτός των άλλων στοιχείων και το πλήρες κείμενο. Ζητήσαμε την άποψη για το ζήτημα του Σπύρου Ευαγγελάτου, του σκηνογράφου Γιώργου Πάτσα (για πολλά χρόνια συνεργάτη του «Αμφι-Θεάτρου») και του ιστορικού Σπύρου Ι. Ασδραχά, παλαιού και καλού φίλου των «Ενθεμάτων». Δημοσιεύουμε επίσης ένα σχετικό κείμενο μελών ΔΕΠ του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Στρ. Μπ.

 

Το Αμφι-Θέατρο ή για Λακεδαιμονίους θα μιλάμε τώρα;

Του Σπύρου Ι. Ασδραχά

 

Αφίσα του Γιώργου Πάτσα για τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη (1978)

Θεωρώ ότι είναι μια χαρακτηριστική πράξη πνευματικής αντίστασης η συνηγορία σας υπέρ του Αμφι-Θεάτρου, που το δημιούργησε ο Σπύρος Αντιόχου Ευαγγελάτος, η σκηνοθετική ευρηματικότητα του οποίου έχει τη συνέχειά της στην ιδιοπροσωπία της θυγατέρας του Κατερίνας.

Δεν είμαι θεατρολόγος και, το χειρότερο, από καιρό δεν παρακολουθώ αμέσως τις εκδηλώσεις της καλλιτεχνικής μας ζωής. Διαβάζω και ακούω περισσότερο παρά βλέπω και συμπαρίσταμαι. Ωστόσο, δεν είναι προπέτεια να διατυπώσω μια γνώμη, εκείνη του ερασιτέχνη ακροατή και δέκτη.

Δεν έχω, συνεπώς, την αρμοδιότητα να μιλήσω για το θεατρικό εγχείρημα του Σπύρου Ευαγγελάτου και της συντρόφου της ζωής του, της Λήδας Τασοπούλου. Θα πω μόνο ότι ο Σπύρος Ευαγγελάτος δεν είναι μόνο δημιουργικός άνθρωπος του θεάτρου και θεατρολόγος. Είναι συγχρόνως κάτοχος μιας ευρύτερης παιδείας, φιλολογικής και ιστορικής. Αυτή την παιδεία μεταρσίωσε σε πράξη αισθητική, ως σκηνοθέτης και επιλογέας των έργων που ανέβασε στο παλκοσένικο: ανήκουν σε πολλά θεατρικά είδη και σε επίσης πολλές εποχές. Αν δεν προδίδω το σκεπτικό του, νομίζω ότι γι’ αυτόν, όπως ανάμεσα σε άλλους και για τον Θεοδόση Μουστοξύδη, αντικείμενο της Αισθητικής δεν είναι η διατύπωση των κανόνων του Ωραίου, αλλά οι αντιλήψεις για το ωραίο και οι εφαρμογές τους: πρόκειται για πρόβαση ιστορική και για πρόσληψη από την πλευρά των δεκτών που προϋποθέτει την αίσθηση της Ιστορίας, δηλαδή την ποιοτική διαφορετικότητα της χρονικότητας, παρά την ύπαρξη ενός υφέρποντος ενοποιητικού νοήματος.

Τούτο σημαίνει ότι η πλησμονή των μορφών οδηγεί στην ανατροπή τους, και συνολικώς στη διαφοροποίηση του περιεχομένου και της μορφής των έργων της Τέχνης, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι η επικράτηση μιας μορφής σβήνει τις υπόλοιπες, ότι η μόδα καταργεί το Πνευματικό συνεχές στο όνομα κάποιου διαχρονικού Ωραίου.

Αναμηρυκάζω αυτές τις κοινοτοπίες, για να πω ότι ο Σπύρος Ευαγγελάτος τόλμησε να αναπαραστήσει έργα εκτός μόδας και εκτός της αχρονικής αντίληψης για το απόλυτο Ωραίο: συμπεριφέρθηκε ως ιστορικός που θέλησε να εδραιώσει στο πεδίο του την ιστορικοκρατούμενη αυτογνωσία· δεν έκανε «μουσειακές» αναπαραστάσεις, αλλά μετέγραφε το θεατρικό κείμενο σε μια σύγχρονη, νομίζω ευρηματική, σκηνοθετική «γλώσσα».

 

Αφίσα του Γιώργου Πάτσα για τον «Γουανάκο» του Ψυχάρη (1980)

Για να ευοδωθεί αυτό το σχέδιο συναίρεσης του καθιερωμένου με το απολησμονημένο, δεν αρκούσαν τα οικονομικά και τα λογιστικά μιας επιχείρησης: χρειαζόταν η έγνοια μιας Πολιτείας που θα έκανε «επενδύσεις» στη διαμόρφωση ενός πολιτισμού χωρίς μακροχρονικούς ταμειακούς υπολογισμούς. Τούτο έλειψε σήμερα, παρεπόμενο μιας γενικότερης αποδόμησης που αναχωνεύεται στον λεγόμενο μαζικό πολιτισμό. Θα είμουν ο τελευταίος που θα έλεγε ότι η διατροφική σοφία που λέγεται πίτα ή πίτσα δεν είναι πολιτισμός· αλλά, μαζί με άλλους, θα έλεγα ότι η πίτσα και ο Σαίξπηρ δεν συνδέονται με ένα «ίσον».

Το Αμφι-Θέατρο, λοιπόν, σφαλίζει τα πορτοπαράθυρά του, ενώ άλλα πορτοπαράθυρα υψηλού πολιτισμικού περιεχομένου ανοίγουν διάπλατα με τη (δημοκρατική;) ελπίδα της οικονομικής ανταποδοτικότητας. Και πάλι, αν δεν παρερμηνεύω το σκεπτικό του Σπύρου Ευαγγελάτου, εκείνο το «αμφί» δήλωνε μια συμμετοχικότητα μέσω του παιχνιδιού της αμφισημίας. Αλλά για Λακεδαιμονίους θα μιλάμε τώρα;

 

H αναγκαστική αναστολή της λειτουργίας του «Αμφι-Θεάτρου»

του Σπύρου Ευαγγελάτου

Οδηγήθηκα στην αναγκαστική αναστολή της λειτουργίας του «Αμφι-Θεάτρου» για τρεις λόγους. Πρώτον, επειδή φέτος δεν θα δοθεί κρατική επιχορήγηση, από το Υπουργείο Πολιτισμού. Δεύτερον, επειδή το ενοίκιο (το κτίριο ανήκει σε ιδιώτη) είναι εξαιρετικά υψηλό, 9.000 ευρώ τον μήνα — δυσβάσταχτο ή, μάλλον, αβάσταχτο για μας. Τρίτον, επειδή δεν ενεκρίθη η πρότασή μας προς το Ελληνικό Φεστιβάλ να παρουσιάσουμε στην Επίδαυρο τον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή, σε νέα μετάφραση του Κώστα Γεωργουσόπουλου, μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, σκηνικά και κοστούμια του Γιώργου Πάτσα, σκηνοθεσία δικιά μου, με τον Γιώργο Κιμούλη στον επώνυμο ρόλο. Αυτοί ήταν οι βασικοί λόγοι που με οδήγησαν στην απόφαση της αναστολής της λειτουργίας του «Αμφι-Θεάτρου». Συνέχεια ανάγνωσης

Το μπαρόκ που έγινε νεοκλασικό

Standard

Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας

 

του Παναγιώτη Ιωάννου

 

Θεόδωρος Πουλάκης, «Η κιβωτός του Νώε», β΄ μισό του 17ου αιώνα (Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών)

Σε κείμενο με τίτλο «Ένα ίδρυμα μεγαλοϊδιοκτήτης», το οποίο δημοσιεύθηκε στη στήλη «Στίγμα» του Γιώργου Χρ. Παπαχρήστου στην εφημερίδα Τα Νέα (Σαββατοκύριακο 19-20.2.2011), διαβάσαμε, ανάμεσα σε στίχους «λαϊκών» τραγουδιών και σκέψεις περί αδιαφανών διαδικασιών διαχείρισης της δημόσιας περιουσίας, την εξής παράγραφο:

«[…] στη Βενετία υπάρχει το Ίδρυμα Βυζαντινών Μελετών (στη φωτογραφία εξωτερική άποψη του νεοκλασικού κτηρίου όπου στεγάζεται), οργανισμός εποπτευόμενος από το υπουργείο Παιδείας. Ξέρετε πόσα ακίνητα έχει στην κατοχή του το ίδρυμα αυτό; 70! Όλα από δωρεές φιλοπάτριδων ελλήνων που έζησαν στην πόλη αιώνες τώρα. Όλα στο κέντρο της Βενετίας. Και είναι ξενοδοχεία, καταστήματα, σπίτια!! Η διαχείρισή τους είναι ένα τεράστιο μυστήριο ανάλογο αυτών που αναπτύχθηκαν τα τελευταία 500 χρόνια στην Πόλη των Δόγηδων, κι έτσι θα παραμείνει αν η υπουργός Παιδείας Άννα Διαμαντοπούλου δεν κάνει ό,τι πρέπει για την πραγματική αξιοποίησή τους».

Έχει άραγε σημασία εάν, στο σύντομο αυτό δημοσίευμα, ένα κτίριο πασιφανώς μπαρόκ ύφους αναγνωρίζεται ως «νεοκλασικό»; Πρόκειται απλώς για ένα χονδροειδές λάθος το οποίο ενδεχομένως οφείλεται στην άγνοια (έστω και στοιχειώδους) διάκρισης των, τόσο διαφορετικών πάντως, αρχιτεκτονικών στυλ;

Έχει άραγε σημασία εάν το ίδιο κτίριο, το οποίο μάλιστα εικονογραφείται στο εν λόγω δημοσίευμα, αποκαλείται «Ίδρυμα», ενώ πολύ εύκολα θα αναγνωριζόταν, από οποιονδήποτε μετέχει, στον ελάχιστο βαθμό, της δυτικής εικαστικής κουλτούρας, ως μια εκκλησία με το καμπαναριό της; Να οφείλεται και αυτό σε άγνοια ή επιπολαιότητα;

Έχει άραγε σημασία ότι το γνωστό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας μετονομάζεται από τον συντάκτη του ίδιου αυτού σύντομου σημειώματος σε «Ίδρυμα Βυζαντινών Μελετών»; Και αυτό να οφείλεται σε προχειρότητα ή αμέλεια;

Έχει άραγε σημασία αν στις τόσο λίγες αράδες του ίδιου σημειώματος περιέχονται αυτές, όπως και άλλες ακόμα, ανακρίβειες και διαστρεβλωμένες πληροφορίες; Συνέχεια ανάγνωσης

Μορφές κοινωνικής διαμαρτυρίας

Standard

του Θανάση Αλεξίου

Τις περισσότερες φορές, μορφές διαμαρτυρίας που αποκλίνουν από τα κυρίαρχα πρότυπα απαξιώνονται και χαρακτηρίζονται παράνομες. Κατά τον ίδιο τρόπο χαρακτηρίζονται ενέργειες που αμφισβητούν εμπράκτως κυρίαρχες αξίες για το κράτος και την ιδιοκτησία. Μάλιστα η αμφισβήτηση στο «μονοπώλιο της φυσικής βίας από το κράτος» (M. Weber), το οποίο ως κυρίαρχος ορίζει την εξαίρεση, άρα και την παραβίαση του νόμου (C. Schmitt),[1] αξιολογείται ως τρομοκρατία. Πραγματικά, η θετικιστική αντίληψη του ζητήματος που διατρέχει την κυρίαρχη ορίζει την παραβίαση ενός νόμου ως παρανομία. Ωστόσο, μια άλλη προσέγγιση (ερμηνευτική) σχετικοποιεί το δίκαιο του νόμου, καθώς ορίζει μια πράξη (ως σύννομη ή μη) ανάλογα με την αντίδραση (κοινωνική) που αυτή προκαλεί.[2] Εδώ τίθεται και το ζήτημα ποιος έχει τη δύναμη ορισμού της πραγματικότητας, δηλαδή ποιος ορίζει τι είναι δίκαιο, τι άδικο, τι νόμιμο, τι παράνομο κ.ο.κ.

 

Ότο Ντιξ, «Πραγκερστράσε», 1920

Έχοντας υπόψη αυτές τις σκέψεις, μπορούμε τώρα να δούμε αν πραγματικά οι κυρίαρχες αξίες για την ιδιοκτησία, την κοινωνική ανέλιξη, τη δημόσια ασφάλεια κ.ά. είναι αντιπροσωπευτικές για ολόκληρη την κοινωνία ή είναι αποδεκτές μόνο από εκείνα τα στρώματα της κοινωνίας που έχουν ιδιοκτησία, δύναται να ανελίσσονται και χρειάζονται γι’ αυτό ένα ασφαλές πλαίσιο για να αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους. Με μια πρώτη ματιά φαίνεται πως τα λαϊκά και τα εργατικά στρώματα «αποδέχονται», στο βαθμό που αισθάνονται κοινωνικά ενσωματωμένα, δηλαδή έχουν εργασία, ή πρόσβαση σε δημόσια αγαθά (εκπαίδευση, υγεία, ασφάλιση, στέγαση κ.λπ.), τις κυρίαρχες αξίες. Εντούτοις, όταν οι συνθήκες εργασίας και ζωής τους επιδεινώνονται, όπως συμβαίνει σήμερα, οι κυρίαρχες αξίες κάθε άλλο παρά αντιπροσωπευτικές μπορεί να θεωρηθούν. Η εξέγερση των αστικών προαστίων το φθινόπωρο του 2005 στη Γαλλία, στην Ελλάδα τον Δεκέμβρη του 2008 κ.α. επιβεβαιώνουν το ξέφτισμα αυτών των αξιών. Αλλά και οι μεγάλες απεργίες τον Μάη και Ιούνιο αυτού του έτους, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες με αφορμή την οικονομική κρίση, δείχνουν ότι υπάρχει μια βαθιά αμφισβήτηση των βασικών καπιταλιστικών αξιών. Ουσιαστικά πρόκειται για μια κατάσταση ευρύτερης ανομίας όπου η διάχυτη δυσαρέσκεια εκδηλώνεται, επιβεβαιώνοντας την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στους νέους, ανάμεσα στην κοινωνία και τις κυρίαρχες αξίες. Συνέχεια ανάγνωσης