Μορφές «διαλεκτικής» ή «διαλογισμού»;

Standard

του Παναγιώτη Νούτσου

 Τα δύο κυβερνητικά κόμματα (η ιδιότητα αυτή προκύπτει με βάση και τον ισχύοντα εκλογικό νόμο) της χώρας διαγκωνίζονται ποιο θα εκφράσει καλύτερα την «επανάσταση του αυτονόητου». Δεν αποκλείεται μέτριοι σύμβουλοι, ελληνικής ή όχι καταγωγής, να την εισηγούνται. Δηλαδή, στα γραπτά σχέδια των ομιλιών που παραδίδονται στον πρωθυπουργό και στον υποψήφιο πρωθυπουργό να ενυπάρχουν τέτοιες εύκολες ετικέτες.  Ο δεύτερος όρισε τη «Νέα Μεταπολίτευση» (αφού απαλλάχθηκε από το βάρος της «επανίδρυσης του κράτους») ως «επανάσταση του αυτονόητου», κατά το 8ο συνέδριο του κόμματός του.  Η επεξήγηση ήταν να «στηριχθούμε στις δικές μας δυνάμεις για να ξεπεράσουμε την κρίση», ό,τι δηλαδή στην «Ελλάδα παραμένει αδιανόητο» (25.6.2010).

Αντίστοιχα, ο πρωθυπουργός κατονομάζοντας σειρά «αυτονόητων» της εγχώριας οικονομικής ζωής («γραφειοκρατία», «φοροδιαφυγή», «κλειστά επαγγέλματα») υποσχέθηκε στην Κρήτη ότι θα κάνει πράξη την «επανάσταση του αυτονόητου» (2.8.2010). Ό,τι ακριβώς επανέλαβε στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (11.9.2010), εξαίροντας ως «επαναστάτες του αυτονόητου» τους επιχειρηματίες που συμβάλλουν στη «βιώσιμη ανάπτυξη». Όσο για τη συνάντηση των Δελφών (26.9.2010), εκεί ζήτησε να εγκαταλειφθούν οι «προκαταλήψεις» και να διανοίγεται «μπροστά μας» ό,τι θα έπρεπε να μας «καθοδηγεί» («πραγματική εσωτερική δημοκρατία», «αριστεία», «αξιολόγηση», «πιστοποίηση» κλπ.), εγκαινιάζοντας έναν «διάλογο» που επιβάλλεται να καταλήξει σε «ένα αποτέλεσμα». Έτσι, οι δύο πολιτικοί λόγοι από τη μια θέτουν το «αυτονόητο» στο παρελθόν και από την άλλη στο μέλλον, με την «επανάσταση» που θα μεσολαβεί να έχει διττό προσανατολισμό.

Τέσσερις είναι οι κυριότεροι τρόποι να συμμετάσχεις σε έναν «διάλογο», όσο «προσχηματικός» κι αν είναι από την πλευρά αυτών που τον εγκαινιάζουν. Ο πρώτος είναι να αυτοαποκλεισθείς, διατυπώνοντας με «καθαρότητα» τους λόγους αυτής της επιλογής.  Μόνο που κινδυνεύεις, αντί να αποσείσεις, να πάρεις μάλλον στους ώμους σου την ευθύνη επιβολής των προτάσεων που παρέκαμψες. Ο δεύτερος αποκρυσταλλώνεται ως συναίνεση, μέσα από πολλές πρακτικές γνωστοποίησης μιας τέτοιας επιδοκιμασίας. Ο τρίτος στοιχειοθετείται με το να αρκείσαι στην αυτοδυναμία του μονολόγου, επαρκούς ή όχι, χωρίς να απαντάς ή να ανταπαντάς κατευθείαν σε ό,τι από την πλευρά της κρατικής εξουσίας προβάλλεται ως «ατζέντα» ή ως «ημερήσια διάταξη» του «διαλόγου». Εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος, ιδίως στο πεδίο της δημοσιότητας, να εμφανισθείς  ότι προκρίνεις το «άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε».

Ο τέταρτος προϋποθέτει διαρκή εγρήγορση για να αιτιολογείς, αναλυτικά όσο γίνεται, την άρνησή σου να συγκατανεύσεις στις προτάσεις που «κατατίθενται σε διάλογο και δημόσια διαβούλευση», απογυμνώνοντας έτσι τον εξουσιαστικό λόγο που έχει σχεδιασθεί να απολήξει σε νομοθέτημα, μάλιστα με την ανάκληση της ποδοσφαιρικής φρασεολογίας (μια και αλλού δεν χρησιμοποιείται πια) ότι θα διεξαχθεί η «μητέρα όλων των μαχών».  Η τελευταία περίπτωση συμμετοχής, εκτός από το αυτοτελές πολιτικό της βάρος, θα μπορούσε να συνδράμει και την αμέσως προηγούμενη, την τρίτη, ως προς την κωδικοποίηση των επιχειρημάτων της «άρνησης» που οδηγούν στη «θέση» και προφανώς την τεκμηριώνουν.

Τι είναι «φανερό από μόνο του» ή κατά την αρχαιοπρεπή διατύπωση «οίκοθεν νοείται»; Ως προς τα εγγενή χαρακτηριστικά της ρητορικής του «διαλόγου»: το «συζητώ τις προτάσεις μας» σημαίνει απλώς τις «υιοθετώ» και όχι –καταστατικά, τουλάχιστον– τις «εξετάζω από κοινού». Στο γήπεδο ισχύος όσων διατυπώνουν αυτές τις προτάσεις αξιοποιείται ο «μονόλογος» των συνεντεύξεων, με γνωστές κάποτε τις ερωτήσεις που θα υποβληθούν, μέσα από ένα ευρύτερο φόντο δυσφήμησης του έργου των «πανεπιστημιακών» («μια δήθεν εσωτερική δημοκρατία, που ουσιαστικά δεν υπάρχει», «απίστευτα “σκοταδιστικές” διαδικασίες στη λειτουργία και στις αποφάσεις», «έλλειψη έρευνας, δημιουργικότητας» κλπ.). Κάποτε παρεμπίπτει η απρόκλητη βία των δυνάμεων καταστολής, όταν δεν αρκεί η «συμβολική».

Στους σημερινούς «θεσμούς δημοσιότητας», ο «διάλογος» διεξάγεται στο πεδίο του έντυπου λόγου, των τηλεοπτικών μέσων και των ηλεκτρονικών σελίδων. Το επιδιωκόμενο να σχηματισθεί ως υποκείμενο της «κοινής γνώμης» έχει ως μέτρο ταυτοποίησης τον «κοινό νου» που αποκτά ως «έξη» την ικανότητα αναγνώρισης του «αυτονόητου».  Προφανώς η μετατροπή του «κρούσματος» σε «κανόνα» θέτει το επιχείρημα και την οικεία τεκμηρίωση σε δεύτερη μοίρα, σε μια χαλαρή στάση φυλλομετρήματος ή τηλεθέασης. Εκεί, λοιπόν, αναμένεται να συμβεί το «επανίστημι» ως «ξεσήκωμα» συνειδήσεων;

Η μόνη διαχειρίσιμη «επανάσταση», ως επανάκαμψη στην πρότερη στάση, χωρίς να εγκαταλειφθεί η πολυθρόνα ή ο καναπές, είναι η συγκρότηση μιας πρωτοβάθμιας αίσθησης των πραγμάτων που έχει οριοθετηθεί ως «common sense». Μόνο που αυτή η φευγαλέα πρόσληψη, ιδίως όταν επιτείνεται η «τρομοκρατία» των μέσων «μαζικής επικοινωνίας» (δεν αφορά την επικοινωνία των «μαζών», αλλά ό,τι προορίζεται για τις «μάζες»), θα μπορούσε να εκλαμβάνεται και ως ευήθεια «ντυμένη στα κυριακάτικα».  Ποια, επομένως, θα επιλεγεί ως κονκάρδα αυτής της «επανάστασης»; Ή, πώς η εγκατάλειψη μιας επανάπαυσης περισυλλογής θα ωθεί σε διαρκή ερωτηματοθεσία που δεν θα αφήνει τίποτε απέξω από τον ορίζοντα των διεκδικήσεών της;

Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s