Hier stehe ich, ich kann nicht anders…
Φαντάζει αδιανόητο για όσους πορευτήκαμε με τον Περικλή ότι θα δημοσιεύαμε κάποτε ένα κείμενο δικό του in memoriam. Κι όμως, ήρθε ο Απρίλης, ο μήνας ο σκληρός, κι αυτός, ο φίλος και αδελφός, έφυγε από δίπλα μας. Όχι όπως άλλοτε, για να κάνει μεταπτυχιακά στο Πανεπιστήμιο του Σάσεξ ή να εκπονήσει τη διδακτορική του διατριβή (Children of immigrants in central Athens at the turn of the 21st century: A study of inferiorisation, ethnicised conflict, criminalisation, and substance misuse, 2009) στο LSE. Ούτε καν για να γυρίσει την Ελλάδα, από τη θέση του υπεύθυνου Σχεδιασμού και Μελετών του ΚΕΘΕΑ, δουλεύοντας με περιθωριοποιημένους νέους, τοξικοεξαρτημένους, μετανάστες, φυλακισμένους. Βαθιά πολιτικοποιημένος, με πολύχρονη εμπειρία στο κίνημα της αμφισβήτησης, έφυγε απίστευτα νωρίς, πεισμένος όμως πως «είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει». Για τους φίλους και την οικογένειά του, όσους μείναμε πίσω, «η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί, ο ουρανός είναι λίγος, θάλασσα πια δεν υπάρχει»…
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος εισήγησής του σε πανεπιστημιακό σεμινάριο, χωρίς τις υποσημειώσεις, μεταφρασμένο από τα αγγλικά (με τη βοήθεια και της Σοφίας Βιδάλη).
Πολυμέρης Βόγλης, Σπύρος Κακουριώτης, Ελένη Πασχαλούδη, Σπύρος Τσούγκος
του Περικλή Παπανδρέου

Περικλής Παπανδρέου (1962-2011)
Σύμφωνα με τον Becker, η κοινωνιολογική έρευνα δεν μπορεί να παραμείνει ανεπηρέαστη από την ιδεολογία και τις πολιτικές συμπάθειες του ερευνητή. Αυτή η διαπίστωση αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν η έρευνα στρέφεται στο πολιτικά φορτισμένο πεδίο της μετανάστευσης, της εθνικότητας και της εγκληματολογίας. Επιπλέον, όπως σημειώνει ο Albrecht, μια έρευνα με τέτοιο θέμα δεν είναι μόνο ευαίσθητη αλλά και ευάλωτη στην πολιτική εκμετάλλευση.
Ωστόσο, όσο πολιτικοποιημένο και εάν είναι ένα ερευνητικό πεδίο, η έκκληση του Becker για ανοιχτή πολιτική δέσμευση δεν υπονοεί ούτε επιστημολογική μονομέρεια ούτε παραμερισμό των «δύσκολων» ζητημάτων ούτε την κατασκευή μιας εικόνας που να ανταποκρίνεται στη συμπάθεια του ερευνητή προς την υπό εξέταση ομάδα. Η μόνη νόμιμη επιλογή είναι να ακολουθήσει ο ερευνητής τη δύσκολη πορεία που ο Cohen ονόμασε «διπλή αφοσίωση», δηλαδή αφοσίωση τόσο στους κανόνες της διεξαγωγής μιας ειλικρινούς διανοητικής αναζήτησης όσο και στις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Με βάση αυτό τον θεωρητικό στοχασμό, η αφετηρία της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνήσει τις αντιξοότητες που οι νέοι μεταναστευτικής καταγωγής αντιμετωπίζουν λόγω περιχαράκωσης, ρατσισμού και διακρίσεων. Πέρα από τη διαπίστωση αυτών των αντιξοοτήτων, ο δεύτερος στόχος της μελέτης ήταν να εξετάσει τη φύση της εμπλοκής των νέων σε βίαιες ή εγκληματικές δραστηριότητες. Αυτή η επιλογή έχει στόχο να αποτρέψει την πιθανότητα μιας μονόπλευρης αρνητικής αντιμετώπισης όλων των μη προνομιούχων νέων ίδιας καταγωγής με όσους συμμετείχαν στη μελέτη. Μια τέτοια λανθασμένη ανάγνωση της κοινωνικής πραγματικότητας νέων μεταναστευτικής καταγωγής πολύ συχνά τροφοδοτεί εντυπωσιοθηρικές δημοσιογραφικές αναφορές, που με τη σειρά τους εντείνουν την αίσθηση κατωτερότητας, την περιθωριοποίηση και την ποινικοποίησή τους. Κατά τη γνώμη μου, η προτεινόμενη προσέγγιση διευκολύνει τη σύνδεση της στράτευσης κατά του ρατσισμού με ευρύτερα ιδανικά, όπως αυτά μιας κοινωνίας χωρίς αποκλεισμούς και ακραίες ανισότητες, με κοινωνική ανάπτυξη και πρόνοια για τα παιδιά, με αστυνομία δημοκρατική και υπόλογη για τις πράξεις της, και με ένα μη τιμωρητικό ποινικό σύστημα για ανηλίκους.
Από την αρχή ήμουν ιδιαίτερα ανήσυχος για τα προβλήματα που θα ανέκυπταν από το γεγονός ότι έπρεπε να πάρω συνέντευξη από ανθρώπους πολύ διαφορετικούς από εμένα όσον αφορά την εθνοτική καταγωγή, την ηλικία, την εκπαίδευση και την κοινωνικοοικονομική θέση. Η κοινωνική απόσταση και το διαφορετικό επίπεδο εξουσίας ήταν ακόμη πιο έκδηλα στην περίπτωση των επαφών μου, στο πλαίσιο της έρευνας, με νέους μεταναστευτικής καταγωγής που ήταν σε επαφή με το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης. Από κάθε άποψη, ήμουν ένας «outsider» αναφορικά με την πληθυσμιακή ομάδα που σχεδίαζα να ερευνήσω.
Σύμφωνα με το γνωστό δόγμα του «insider», τα μέλη μιας εθνοτικής ή φυλετικής ομάδας βρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση για να μελετήσουν τα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει μια ιδιαίτερη ομάδα. Στην πιο ριζική εκδοχή του, αυτό το δόγμα υποστηρίζει ότι μόνο ένας αφοσιωμένος «insider» είναι σε θέση να κατανοήσει τις εμπειρίες των μειονοτήτων και να αντιληφθεί τη δυσχερή θέση τους χάρη στο ότι είναι μέλος μιας τέτοιας ομάδας. Όπως εξηγεί ο Young, η ριζική θέση του «insider» υιοθετήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 από αφροαμερικανούς μελετητές στις Ηνωμένες Πολιτείες, κυρίως ως απάντηση σε αυτό που γινόταν αντιληπτό ως «παθολογικοποίηση» των μαύρων κοινοτήτων των μητροπολιτικών κέντρων από τις «πολιτισμικού τύπου» αναλύσεις λευκών ερευνητών, όπως η Έκθεση Moynihan για τις μαύρες οικογένειες. Συνέπεια της διαμάχης για την Έκθεση Moynihan ήταν ότι οι προοδευτικοί κοινωνικοί επιστήμονες απέφυγαν να ασχοληθούν με τα προβλήματα των φυλετικών και εθνοτικών μειονοτήτων των μητροπολιτικών κέντρων μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Στη Βρετανία παρατηρήθηκε μια παρόμοια αποχή από τέτοιου είδους εμπειρικές έρευνες. Το κενό καλύφθηκε από λαϊκιστικά δημοσιογραφικά ρεπορτάζ, τα οποία δεν είχαν τα προτερήματα μιας συστηματικής επιστημονικής μελέτης και ευνόησαν τις συντηρητικές απόψεις. Σύμφωνα με τον Russel, ο σάλος για την Έκθεση Moynihan ήταν εν μέρει υπεύθυνος για την κατασκευή ενός εγκληματολογικού ταμπού που εμπόδισε τους κοινωνικούς επιστήμονες να αναλύσουν τη σχέση μεταξύ φυλής-εθνικότητας και εγκλήματος και να αποκρούσουν αναπαραστάσεις των μίντια που απλούστευαν και στιγμάτιζαν τις μειονότητες.
Οι σύγχρονες προσεγγίσεις έχουν απομακρυνθεί από τη ριζική εκδοχή του δόγματος του «insider», η οποία προϋποθέτει ότι μόνο μελετητές από μειονότητες μπορούν να παράγουν γνώση για τις εμπειρίες μειονοτικών ομάδων. Αντίστοιχα απορρίπτονται και οι θιασώτες του αντίθετου δόγματος, το οποίο υποστηρίζει ότι μόνο αμερόληπτοι «outsiders» μπορούν να πραγματοποιήσουν μια αντικειμενική ανάλυση. Επιπλέον, σε επιστημολογικό επίπεδο, οι ισχυρισμοί περί προνομιακής πρόσβασης στην «αλήθεια» και στην «αυθεντική» εμπειρία μειονοτικών ομάδων χάρη στην ιδιότητα μέλους μιας ομάδας, την εκ των έσω κατανόηση και το πραγματικό ενδιαφέρον να μη θιγεί η φήμη της ιδιαίτερης εθνοτικής κοινότητας καθίστανται όλο και λιγότερο ικανοποιητικοί.
Παρ’ όλα αυτά, τέτοια ακανθώδη διλήμματα δύσκολα επιλύονται με αφηρημένο και οριστικό τρόπο. Ο αναστοχασμός της έρευνας πεδίου με συνεντεύξεις από νέους μεταναστευτικής καταγωγής με οδήγησε σε κάποιες συγκεκριμένες απαντήσεις στα προαναφερθέντα ηθικά, μεθοδολογικά και επιστημολογικά ζητήματα.
Ένας αριθμός νέων ήταν μάλλον διστακτικός να απαντήσει σε ερωτήσεις για ευαίσθητα θέματα. Όμως, μέσα από προσπάθειες οικοδόμησης εμπιστοσύνης, στις περισσότερες περιπτώσεις δημιουργήθηκε μια καλή σχέση, οι νέοι εξέφρασαν τις απόψεις τους και φάνηκαν μάλλον ανοιχτοί να μιλήσουν για τις παραβατικές δραστηριότητές τους. Δεν εννοώ ότι οι νέοι μεταναστευτικής καταγωγής μου μίλησαν για τις δυσκολίες, τις στενοχώριες ή την παραβατική εμπλοκή τους με τον ίδιο τρόπο που θα το είχαν κάνει με έναν νέο ίδιας εθνοτικής προέλευσης και παρόμοιας κοινωνικής θέσης. Το πιθανότερο είναι ότι οι αλήθειες που μου αποκαλύφθηκαν ήταν ενδογενώς «μερικές». Πολλοί πάντως μου πρόσφεραν μια «πυκνή» περιγραφή έντονων εμπειριών ή εγκληματικών και παραβατικών δραστηριοτήτων. Επιπλέον, η αίσθησή μου ήταν ότι ακόμη και όταν οι αφηγήσεις των πληροφορητών ήταν κατά κάποιον τρόπο σύντομες, σε μεγάλο βαθμό, ήταν ακριβείς. Σε πολλές περιπτώσεις είχα την ευκαιρία να διασταυρώσω τέτοιες περιγραφές «σημαντικών» γεγονότων με περισσότερους από έναν πληροφορητές.
Αυτό που μου φαίνεται βέβαιο είναι ότι η δική μου καταγωγή δεν αποτελούσε εμπόδιο, στον βαθμό που το θέμα ήταν επεισόδια εθνοτικοποιημένων συγκρούσεων, ρατσιστικής επιθετικότητας και παρενόχλησης από τις αρχές. Αντίθετα, η εντύπωσή μου ήταν ότι πολλοί νέοι που είχαν γονείς μετανάστες με χαρά ανέπτυσσαν τις απόψεις τους και διηγούνταν αρνητικές εμπειρίες σε έναν «outsider», ο οποίος είχε υποδηλώσει το σεβασμό του για την εθνοτική καταγωγή τους και είχε εκφράσει το ενδιαφέρον του για τις βιωμένες εμπειρίες τους. Ένας αξιοσημείωτος αριθμός ξένων νέων βρήκε την ευκαιρία, με τη συνέντευξη, να ανοίξει διάλογο, να καταθέσει μαρτυρίες, να προσφέρει ιδέες και να συνεισφέρει στοιχεία για τη μεταναστευτική τους ομάδα. Τις περισσότερες φορές αυτό οδήγησε σε μια δεύτερη συνέντευξη με τον ίδιο πληροφορητή. O Young μπόρεσε να δει τα πλεονεκτήματα του «outsider» στον κριτικό αναστοχασμό του για την εθνογραφική έρευνα πεδίου με χαμηλού εισοδήματος Αφροαμερικανούς. To βασικό ζήτημα είναι ότι, ακόμη και στη διάρκεια μιας κοινωνικής πόλωσης με εθνοτικά ή φυλετικά χαρακτηριστικά, τα μέλη των συγκρουόμενων ομάδων επιδιώκουν να έρχονται σε επικοινωνία, καθώς και σε ανταλλαγή ιδεών.
Για διαφορετικούς λόγους, ένας αριθμός νέων ελληνικής καταγωγής που συμμετείχαν στην έρευνα, οι οποίοι είχαν στρατευθεί με την ιθαγενή πλευρά της εθνοτικοποιημένης σύγκρουσης, ήταν πρόθυμοι να μου εξηγήσουν τους λόγους της εχθρότητάς τους προς τους μετανάστες. Προφανώς ήταν διατεθειμένοι να εκφράσουν τέτοιες απόψεις σε ένα άτομο ίδιας εθνικής καταγωγής, το οποίο στα μάτια τους εκπροσωπούσε τα ιθαγενή συμφέροντα. Σε όλες τις περιπτώσεις έπρεπε να κρύψω ή ακόμη και να «συσκοτίσω» τη θέση μου αναφορικά με τα προς συζήτηση θέματα της εθνοτικοποιημένης σύγκρουσης, ρατσιστικής επιθετικότητας και παρενόχλησης, ώστε να αποφύγω να λάβω προκατασκευασμένες απαντήσεις. Επομένως, η διαπραγμάτευση της θέσης μου ως υποκειμένου έμοιαζε, πάντα, με ακροβασία σε τεντωμένο σχοινί. Το εγχείρημα της έρευνας ευαίσθητων ζητημάτων που προκύπτουν από τις εθνοτικοποιημένες διαφορές υποχρεώνει πάντα τον ερευνητή σε διαρκή ταλάντευση ανάμεσα στην εγγύτητα και στην απόσταση από τους συμμετέχοντες στην έρευνα.
Περικλής Παπανδρέου (1962-2011)
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...