Γιατί δεν συγκινούν οι δημοκρατικές επαναστάσεις;

Standard

του Νικόλα Σεβαστάκη

Μήνες τώρα οι αραβικές επαναστάσεις κρατούν σταθερό πόστο στη δημοσιότητα. Αρχίσαμε πια να το συνηθίζουμε το θέμα, σαν να πρόκειται για κάποια έκτακτη επικαιρότητα που ανεπαισθήτως μεταβλήθηκε σε τακτική. Τελευταίο από τα επείγοντα: η Συρία του Μπασάρ Αλ Άσαντ και της «αγίας οικογένειας». Η κτηνώδης καταστολή, οι δολοφονίες στη μέση του δρόμου, οι τρεμάμενες λήψεις από το κινητό συνδυασμένες με την πτώση των κορμιών στην άσφαλτο, το κροτάλισμα των πολυβόλων από τις ταράτσες των κτιρίων.

Εικόνες πραγματικής δικτατορίας. Όχι ενός, όπως λέγεται, «αυταρχικού» καθεστώτος αλλά ωμής δικτατορίας. Θα έπρεπε να είναι πρώτος τίτλος. Κυριολεκτικά και συμβολικά. Αλλά δεν είναι.

Δεν έχω σκοπό να επαναλάβω εδώ απορίες που διατύπωσα ήδη με τη λιβυκή εξέγερση και τις περιπλοκές που δημιουργήθηκαν με τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς και τη σχετική συζήτηση περί ιμπεριαλιστικής επέμβασης. Για παράδειγμα μπορώ να καταλάβω –όχι φυσικά να συμμεριστώ– την επιφύλαξη και τη ψυχρότητα όσων κρίνουν και πολιτεύονται με όρους στυγνής real politik για τη μια ή την άλλη περιοχή του κόσμου. Η ανομολόγητη, τις περισσότερες φορές, πεποίθησή τους είναι ότι μια «λειτουργική» δικτατορία παρέχει ένα κάποιο ανάχωμα στις εθνοτικές και θρησκευτικές διαιρέσεις, στις δυνάμεις του φυλετικού χάους. Όταν τα πράγματα «πάνε καλά» –δηλαδή εκεί όπου, γι’ αυτούς, δεν υπάρχει αναβρασμός, εξεγέρσεις, ανακατωσούρα κλπ.– οι ίδιοι άνθρωποι υποστηρίζουν ότι η «πολιτική σταθερότητα» διευκολύνει την «οικονομική ανάπτυξη», τις νέες επενδυτικές ευκαιρίες, τις στρατηγικές συμμαχίες και τους αμοιβαία επωφελείς συνεταιρισμούς. Αυτή είναι βεβαίως η φιλοσοφία μιας Δύσης αλά Πούτιν ή αλά Xoυ Τζιντάο. Μιας Δύσης που το έσχατο όραμά της έχει πια γίνει ένας «ανώτερος κινεζισμός», όπως έγραφε ενάμιση αιώνα πριν ο διορατικός Νίτσε. Συνέχεια ανάγνωσης

To «φονικό μοιραίο βόλι» του Θ. Λασκαρίδη, πρώτου αρχισυντάκτη του «Ριζοσπάστη»

Standard

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

του Νίκου Σαραντάκου

Όσοι παρακολουθούν τα γραπτά του Νίκου Σαραντάκου, έντυπα και ηλεκτρονικά, έχουν εικόνα  του εύρους και του βάθους όπου εκτείνεται η ερευνητική του σκαπάνη — από τη γλώσσα, τη φρασεολογία, την ετυμολογία και τη λεξικογραφία μέχρι την ιστορία, την ιστορία της λογοτεχνίας και της λογιοσύνης, την πολιτική. Η ακάματη δραστηριότητά του μας χαρίζει, αυτές τις μέρες,  έναν ακόμα ωραίο καρπό: «άπαντα τα δημοσιευμένα γραφτά» (αντιπολεμικά, ταξικά-κοινωνικά, αισθηματικά διηγήματα, αποσπάσματα από το χαμένο του μυθιστόρημα, καθώς και φιλολογικά κείμενα) του δημοσιογράφου Θεόδωρου Λασκαρίδη, του πρώτου γνωστού αρχισυντάκτη του Ριζοσπάστη, αλλά παντελώς άγνωστου σήμερα. Ζητήσαμε από τον Νίκο Σαραντάκο να μας παρουσιάσει, με ένα σημείωμά του, τη ζωή και το έργο του Θ. Λασκαρίδη.

Ο τόμος, με τίτλο Το φονικό μοιραίο βόλι θα κυκλοφορήσει τις αμέσως επόμενες μέρες από τις εκδόσεις διάπυροΝ της Θεσσαλονίκης· μια που ο οίκος είναι καινούργιος και ίσως σχετικά άγνωστος (όχι βέβαια όσο ο Λασκαρίδης) δίνουμε στοιχεία επικοινωνίας: www.diapyron.com, τηλ. 6937-160705 και 637-108881.

Στρ. Μπ.

Αφίσα της Κομιντέρν, 1920 (Συλλογή Α. Δάγκα-«Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα», τόμ. Β2, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2003)

Θεόδωρος Λασκαρίδης (1896-1921)

 Ο Θεόδωρος Λασκαρίδης γεννήθηκε το 1896 στη Βουλγαρία, στην Αγχίαλο (σήμερα Πομόριε), παραθαλάσσια πόλη με ακμαία ελληνική κοινότητα. Το 1906, με την καταστροφή της Αγχιάλου, η οικογένειά του τον στέλνει στην Πόλη να σπουδάσει. Τον Ιανουάριο του 1916, ενώ είναι φοιτητής στην Κωνσταντινούπολη, οι τουρκικές αρχές τον συλλαμβάνουν και τον στέλνουν στη Βουλγαρία, η οποία μόλις είχε μπει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θα πολεμήσει στο μακεδονικό μέτωπο, στον τομέα του Καϊμακτσαλάν. Συμμετέχει στις πολύνεκρες μάχες που ακολουθούν τη σερβική επίθεση του Σεπτεμβρίου-Νοεμβρίου 1916 και κάποια στιγμή αυτομολεί στους Σέρβους. Παραμένει φυλακισμένος στο περιχαρακωμένο στρατόπεδο της Θεσσαλονίκης και ύστερα στέλνεται, μαζί με άλλους έλληνες αυτόμολους του βουλγαρικού στρατού, στο στρατόπεδο της Μπάνιτσας (σήμερα Βεύη). Τον Νοέμβριο του 1917 δραπετεύει από το στρατόπεδο και κατεβαίνει στην Αθήνα. Στις αρχές του 1918 πιάνει δουλειά στον Ριζοσπάστη.

Γλωσσομαθής, καλλιεργημένος και ένθερμος σοσιαλιστής, ο Λασκαρίδης είναι παρών σε όλο το διάστημα του μετασχηματισμού του Ριζοσπάστη από αριστερή βενιζελική εφημερίδα σε σοσιαλιστική και μετά σε κομμουνιστική, πολύτιμο δεξί χέρι του διευθυντή Γιάννη Πετσόπουλου, ο οποίος μπαινοβγαίνει στις φυλακές. Όμως, οι ταλαιπωρίες του πολέμου στοίχισαν στον Λασκαρίδη βαριά νευρασθένεια. Σύμφωνα με μαρτυρίες όσων τον γνώρισαν, περιστασιακά πάθαινε κρίσεις και η αυτοκτονία τού είχε γίνει έμμονη ιδέα· μάλιστα κουβαλούσε πάντοτε μαζί του μια επιστολή προς τις αρχές για να μην ενοχοποιηθεί άλλος για τον θάνατό του. Στις 22 Μαΐου 1919, το βράδυ, μέσα στα γραφεία του Ριζοσπάστη, αυτοπυροβολείται με περίστροφο στον κρόταφο. Θα επιζήσει, αλλά θα του μείνει μια βαθιά ουλή στο κεφάλι. Συνέχεια ανάγνωσης

Λιποτάκτης

Standard

του Θ.  Λασκαρίδη

Πυροβολικό, σερβικό μέτωπο. Φωτογραφία του Merl LaVoy (από το flickr, otisarchives1's photostream

Ο στρατός υποχωρεί σ’ όλο το μέτωπο. Οι τηλεφωνικές γραμμές κατεστράφησαν. Τα νοσοκομεία, τα άλογα, οι αποθήκες μεταφέρονται όλα με μια αφάνταστη παραζάλη προς τα οπίσω, προς το Ντόμπρο Πόλιε. Έφυγε η σημαία του 11ου συντάγματος –που ανήκω– έφυγε κι εκείνη τυλιγμένη μέσα σε μια μουσαμαδένια θήκη. Την συνοδεύουν πέντε στρατιώτες μ’ έναν ανθυπασπιστή, που πετούν απ’ τη χαρά τους, γιατί με το να ορισθούν φρουρά ενός παλιοκούρελου, γλιτώνουν από βέβαιο θάνατο. Τα πρόχειρα δυο μικρά νοσοκομεία του συντάγματος, που έφυγαν, δεν επήραν μαζί τους και τους βαριά πληγωμένους. Ένας έχει συρθεί σχεδόν πάνω απ’ το χαράκωμα που βρίσκουμαι και μου ζητάει νερό. Είναι κάποιος γνωστός μου χωρικός. Κομμάτια οβίδες τού έχουν μισοβγάλει τα έντερα, που τα κρατεί με τα δυο του χέρια… Είναι το μόνο στήριγμα, ο δυστυχής, μιας οικογένειας με έξι παιδιά. Θέλει νερό. Κλαίει και μ’ ερωτά με μια φωνή που δεν έχει πια τίποτε το ανθρώπινο. «Πότε θα ξαναγυρίσουν οι νοσοκόμοι να με πάρουν;» Τον είχαν ξεγελάσει, εγκαταλείποντάς τον, πως θα ξαναγυρίσουν να τον πάρουν. Κι όσο η ώρα περνά κι όσο πλακώνει το μούχρωμα, τόσο η αγωνία του ετοιμοθάνατου μεγάλωνε, και τον ακούω να κλαίει, να βογγά, να μουγγρίζει, σαν ζώο που το σφάζουν. Ο μόνος γιατρός που έμεινε ακόμη στην πρώτη γραμμή, ακούει τα βογγητά και σκυφτά έρχεται σιμά μου για να τον ιδεί. Κουνάει απελπιστικά το κεφάλι, βγάζει το ρεβόλβερ του και, χωρίς ο χωρικός να το νιώσει, το βάζει στα μηνίγγια του και τραβάει τη σκανδάλη. Συνέχεια ανάγνωσης

Κοινωνικές συγκρούσεις και νέες συλλογικότητες στον χώρο

Standard

της Τόνιας Κατερίνη

Πριν λίγες εβδομάδες, τα «Ενθέματα» παρουσίασαν την έκθεση «Κενά και πλήρη. Η δυναμική της πόλης. Η περίπτωση του Αγ. Παντελεήμονα», που οργάνωσε η αρχιτεκτονική ομάδα της Κίνησης Κατοίκων του Έκτου Δημοτικού Διαμερίσματος Αθηνών. Είχαμε υποσχεθεί ότι θα επανέλθουμε, παρουσιάζοντας τη σημαντική αυτή επιστημονική και πολιτική δραστηριότητα. Σήμερα λοιπόν,  με μεγάλη χαρά, δημοσιεύουμε μια συζήτηση με πέντε μέλη της ομάδας και τρία σχετικά κείμενα που, με αφετηρία τη δραστηριότητα της Κίνησης, αναδεικνύουν γενικότερα ζητήματα σχετικά με τη γειτονιά, την καθημερινότητα, την πόλη και τις παρεμβάσεις πολιτών και πολιτείας.

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Φωτογραφία του Σπύρου Δρίβα

Τα τελευταία δύο τουλάχιστον χρόνια έχει ξαναφουντώσει η συζήτηση για την υποβάθμιση του κέντρου της Αθήνας, με άξονα την αύξηση της εγκληματικότητας, της διακίνησης ναρκωτικών, της πορνείας, την αύξηση του ελλείμματος ασφάλειας. Ταυτόχρονα, επισημαίνεται ως πρόβλημα η αλλαγή της πληθυσμιακής σύνθεσης, με αύξηση των μεταναστών και εγκατάλειψη πολλών κατοικιών από τους παλαιούς κατοίκους τους. Πριν από λίγους μήνες, μάλιστα, η οργάνωση «Γιατροί του κόσμου» πρότεινε να αναλάβει μια πρωτοβουλία δράσης στο κέντρο της Αθήνας, στο πλαίσιο αυτού που οι παγκόσμιοι οργανισμοί χαρακτηρίζουν «ανθρωπιστική κρίση».

Τι όμως είναι αλήθεια από τα παραπάνω και τι κατασκευή, και πώς σχετίζονται με τις επίσημες στρατηγικές για την απάντηση στην κρίση που η συζήτησή τους βρίσκεται στο κέντρο της επικαιρότητας το τελευταίο διάστημα;

Η συζήτηση για την υποβάθμιση του κέντρου της Αθήνας έχει ξεκινήσει από τις αρχές της μεταπολίτευσης, με πρώτη ενέργεια από τη μεριά της πολιτείας το διάταγμα χρήσεων γης και προστασίας της Πλάκας, με αποτέλεσμα μια Πλάκα προστατευμένη, χωρίς οπτική και ηχητική ρύπανση, με ευρεία ανακαίνιση κτισμάτων, αλλά και με υψηλές αξίες γης και πλέον τόπο κατοικίας υψηλών εισοδημάτων. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η συζήτηση αυτή βρέθηκε πάλι στο προσκήνιο, με έμφαση στην υποβάθμιση του ιστορικού κέντρου λόγω της ύπαρξης βιοτεχνίας και χονδρεμπόριου (τότε ξεκίνησε και η συζήτηση για την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου). Η εκδίωξη και στη συνέχεια η παρακμή αυτών των χρήσεων στο ιστορικό κέντρο άνοιξε τον δρόμο για την σημερινή εξέλιξη της περιοχής του Ψυρρή. Εξάρχεια, Γκάζι , Μεταξουργείο, Γεράνι, Αγ. Παντελεήμονας, Φυλής ακολουθούν σε αυτή την συζήτηση. Σε αντίθεση με το Μεταξουργείο και το Γκάζι, τα Εξάρχεια αντιστάθηκαν στην επίθεση που ξεκίνησε το 1985, όταν εμφάνιζαν έντονα σημάδια παρακμής, χάρη στην υψηλή κοινωνική συσπείρωση των κατοίκων. Συνέχεια ανάγνωσης

Η Κίνηση Κατοίκων στο Έκτο Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Αθηναίων

Standard

των Γιάννη Βλαχάκη, Ηλία Γιαννίρη, Γιώργου Νίνου

από το μπλογκ kinisikatoikonektou.wordpress.com

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια συνεχής υποβάθμιση της ποιότητας ζωής στο κέντρο της Αθήνας. Οι πολίτες νιώθουν εγκαταλειμμένοι από την πολιτεία, το ενδιαφέρον της οποίας εξαντλείται τις περισσότερες φορές στη διατύπωση προθέσεων και προεκλογικών εξαγγελιών. Συνειδητοποιώντας όλο και περισσότερο τις ευθύνες που τους αναλογούν και τη σημασία της συμμετοχής τους, συσπειρώνονται γύρω από μικρούς ή μεγάλους στόχους για τη βελτίωση του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν. Εμφανίζονται συνεχώς νέες ομάδες πολιτών που, δηλώνοντας έμπρακτα το ενδιαφέρον τους για την πόλη μας, ενεργοποιούν τις δυνάμεις τους με οριζόντιες δράσεις για τη διάσωση των λιγοστών ελεύθερων χώρων που έχουν απομείνει, για τα δικαιώματα των πεζών, για τη χρήση του ποδηλάτου, για την κατάργηση των κεραιών κινητής τηλεφωνίας κ.ά. Συνέχεια ανάγνωσης

Από τη γειτονιά στην πόλη: κενά κτίρια, καταγραφή και επανάχρηση

Standard

Η Τόνια Κατερίνη (αρχιτέκτων), εκ μέρους των «Ενθεμάτων», συζητάει με τους αρχιτέκτονες Γιάννη Βλαχάκη, Δανάη Ιωαννίδη, Θάλεια Νινιού, Γιώργο Νίνο και τον εικαστικό Νικόλα Κόσκορο, μέλη της αρχιτεκτονικής ομάδας της Κίνησης Κατοίκων του 6ου Διαμερίσματος (Στην αρχιτεκτονική ομάδα μετέχουν ακόμα η Χρυσάνθη Καστάνη, αρχιτέκτων, και η Ήρα Βλαχάκη  εικαστικός)

 Τόνια Κατερίνη: Πώς συναντήθηκε η Κίνηση Κατοίκων με την αρχιτεκτονική ομάδα;

Γιώργος Νίνος: Η πρωτοβουλία ήταν της Μαρίνας Βήχου. Μετά την ιστορία του πάρκου Κύπρου και Πατησίων, σκεφτόμασταν τι άλλο μπορούσαμε να κάνουμε. Διατυπώθηκε η ιδέα να καταγράψουμε τα αξιόλογα κτίρια του διαμερίσματος, ξεκινώντας από τον Αγ. Παντελεήμονα. Αρχίσαμε την άνοιξη του 2010· στην αρχή μετείχα μόνο εγώ σαν αρχιτέκτονας.

Τόνια: Πώς μπήκαν οι υπόλοιποι;

Μακέτα της αρχιτεκτονικής ομάδας, με τα κενά κτίρια, από την έκθεση στην γκαλερί "Ηώς"

Γιάννης Βλαχάκης: Ήταν κάπως σαν σκυταλοδρομία. Εγώ μετείχα σε μια ομάδα που ετοίμαζε την έκθεση «Κρυμμένη Αθήνα», στο TAF. Περπατώντας στην περιοχή, συνάντησα μια κυρία από την Κίνηση. Είχε τελειώσει η καταγραφή και οργανώσαμε τη συζήτηση «Τα κενά και τα πλήρη της πόλης: η περίπτωση του Αγ. Παντελεήμονα». Η ιδέα προήλθε από ένα γεγονός που μας εντυπωσίασε: από τα 376 καταγεγραμμένα κτίρια, τα 105 ήταν κενά. Έγινε μια πρώτη επεξεργασία από τον Ηλία Γιαννίρη, και στη συζήτηση, που συντόνισα εγώ, συμμετείχαν ο Θόδωρος Ρουμπάνης, ο Ηλίας Γιαννίρης, η Ελένη Πορτάλιου και ο Σταύρος Σταυρίδης. Η συζήτηση έθεσε πολλά ζητήματα σχετικά με την πόλη και την επανάχρηση των κτιρίων. Η πρόκληση ήταν πώς από τη μικρή κλίμακα περνάμε στη μεγάλη, από τη γειτονιά στην πόλη. Το εγχείρημα ξεκίνησε από ένα κίνημα συγκεκριμένων ανθρώπων του διαμερίσματος και προχώρησε και σε πιο θεωρητικό επίπεδο.

Ετοιμάζοντας τις εκθέσεις για την κρυμμένη Αθήνα, σκεφτήκαμε να γίνει μια έκθεση με το ίδιο θέμα για τον Άγιο Παντελεήμονα, όπου επεξεργαστήκαμε τα στοιχεία της καταγραφής με αρχιτεκτονικά μέσα: σχέδια, χάρτες, μακέτα και στατιστικές ταξινομήσεις. Εκεί δημιουργήθηκε η αρχιτεκτονική ομάδα της Κίνησης Κατοίκων.

Δανάη Ιωαννίδη: Η συγκεκριμενοποίηση της δουλειάς ολοκληρώθηκε με τη δεύτερη έκθεση, στη Χέυδεν. Εκεί άνοιξε μια συζήτηση με τους κατοίκους και τα μέλη της Κίνησης για το τι θα κάνουμε μετά, τι προοπτικές υπάρχουν.

Θάλεια Νινιού: Ο λόγος που επιλέξαμε τον Άγ. Παντελεήμονα ήταν τα κρυμμένα στοιχεία της περιοχής, που δεν φαίνονται πια, ενώ φαίνονται άλλα. Οι άνθρωποι της Κίνησης ήταν εκεί, ενθουσιασμένοι, καθώς στην αρχική καταγραφή δεν είχαν φανεί όλα τα στοιχεία που αναδείχτηκαν με τα διαγράμματα.

Γιώργος: Ήταν πολύ σημαντικό το υλικό της επεξεργασίας μετά την καταγραφή. Οι κάτοικοι το περίμεναν, και περιμένουν και τη συνέχεια, λ.χ. να ασχοληθούμε με ένα επόμενο κομμάτι του διαμερίσματος.

Γιάννης: Στα εγκαίνια έγινε χαμός. Το κοινό ήταν πολύ ευρύτερο από τα μέλη της Κίνησης, και ακόμη περισσότερο στη συζήτηση που οργανώθηκε μετά. Στο TAF το γεγονός ήταν πιο κοσμικό και εικαστικό.

Νικόλας Κόσκορος: Ας μην υποτιμούμε το εικαστικό. Το έκθεμα ήταν υπέροχο, ήταν το κέντρο της έκθεσης και τραβούσε τον κόσμο σαν μαγνήτης. Νομίζω ότι επικοινώνησε πολύ καλά το θέμα. Δεν ξέρω τι συνέπειες είχε, αν υπήρξε κάποια ευαισθητοποίηση, αλλά σίγουρα δεν ήταν ξένο σώμα.

Γιάννης: Η δουλειά μας έχει έναν ακτιβισμό, ο οποίος μπορεί να συνοδεύεται από μια εικόνα εικαστικά ενδιαφέρουσα. Παρ’ όλα αυτά, η παρέμβαση επιτόπου στον χώρο είναι αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο.

Τόνια: Ξέρουμε ότι στην περιοχή υπάρχει μια ένταση. Εισπράξατε κάτι τέτοιο;

Γιώργος: Το αντίθετο. Οι άνθρωποι μας έβαζαν σπίτι τους, μας έλεγαν τις ιστορίες τους, μας έδιναν το τηλέφωνό τους, είχαν μια διάθεση πολύ φιλική που έδειχνε ενδιαφέρον για τη γειτονιά.

Τόνια: Γιατί επιλέξατε αυτό το κομμάτι του διαμερίσματος;

Γιώργος: Κάποιοι μέναμε εδώ και υπήρχε γνώση του κομματιού, και βέβαια γιατί η περιοχή έχει προβλήματα και είναι κάπως φορτισμένη. Θέλαμε να δείξουμε ότι, ανάμεσα στα προβλήματα, υπάρχει και κάτι άλλο που ο κόσμος δεν το ξέρει, να το προβάλουμε και να το διατηρήσουμε.

Τόνια: Έτσι εξηγείται και η επιλογή να καταγράψετε τα κτίρια μέχρι τον Πόλεμο;

Γιώργος: Ναι, αλλά υπάρχει και ένας πρακτικός λόγος: είναι δύσκολο για κάποιον μη ειδικό να καταλάβει αν ένα κτίριο είναι του ’50 ή του ’60.

Τόνια: Σε σχέση όμως με την ιδέα της επανάχρησης, το λέτε και στα κείμενά σας, υπάρχει και στα νεότερα κτίρια ένας εν δυνάμει σημαντικός κοινωνικός εξοπλισμός: άδεια καταστήματα, διαμερίσματα κλπ. Υπάρχει πρόθεση να καταγραφούν;

Θάλεια: Ασφαλώς, υπάρχουν και άλλα που πρέπει να καταγραφούν. Καταρχάς, οι ελεύθεροι χώροι, τους οποίους δεν τους αγνοήσαμε, αλλά προτιμήσαμε να δώσουμε περισσότερη σημασία στα κτίρια. Σκοπός μας είναι να επεκταθεί η καταγραφή σε όλο το εύρος του λανθάνοντος δυναμικού της περιοχής. Συνέχεια ανάγνωσης

Ιστορία της σύγχρονης Αθήνας: από τη μικρή στη μεγάλη κλίμακα

Standard

 της Λήδας Παπαστεφανάκη

Η Αθήνα αλλάζει και το χτες δεν λογαριάζει

Γιάννης  Πούλος

Φωτογραφία του Σπύρου Δρίβα

Ο ιστορικός της νεότερης εποχής, αλλά και ο ενήμερος πολίτης που περπατά στην Αθήνα, διαπιστώνει συχνά πόσο λίγο παρούσα  είναι η ιστορία στους δρόμους της, και, κυρίως, πόσο λίγο γνωρίζουν οι Αθηναίοι την ιστορία της πόλης τους. Η πολυπολιτισμική Αθήνα του 2011, η τεράστια αυτή μητρόπολη που απλώνεται άτακτα στο λεκανοπέδιο, μοιάζει μια πόλη σχεδόν χωρίς ιστορία, την ίδια στιγμή που πέφτει πάνω της βαριά η σκιά της αίγλης της κλασικής αρχαιότητας· μια πόλη την οποία η πλειονότητα των κατοίκων, παλαιών και νεότερων, επήλυδων και αυτοχθόνων, δεν αγαπά και δεν αναγνωρίζει σαν δική της.

Η μεταφορά της πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, το 1834, από το Ναύπλιο στην Αθήνα εξυπηρέτησε κυρίως ιδεολογικούς λόγους: ήταν μια αναφορά στη δόξα του αρχαίου κόσμου και συμβόλιζε τα ιδεώδη του νεότερου ελληνισμού·ο συμβολισμός αυτός αποτυπώθηκε στη διαμόρφωση του χώρου, στην προβολή των αρχαίων μνημείων, στον νεοκλασικισμό — προβλήθηκε δηλαδή στον χώρο η αρχαιοελληνική πτυχή της νεοελληνικής ταυτότητας. Όπως η καθαρεύουσα, επίσημη γλώσσα του κράτους, έτσι και η πρωτεύουσα επιζήτησε τη μία και μοναδική σχέση με την αρχαιότητα: μεταλλάχθηκε έτσι σε «καθαρεύουσα πόλη», αποτινάσσοντας κάθε μεταγενέστερη κληρονομιά, γυρεύοντας «να μηδενίσει τον ενδιάμεσο χρόνο».[1] Παράλληλα με την κυριαρχία του νεοκλασικισμού, μια ακόμα τάση διαμορφώθηκε στην πόλη: η κυριαρχία του ιδιωτικού. Τα κτίρια της Αθήνας του 19ου αιώνα είναι όλα αποτέλεσμα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και των δωρεών εκείνων που αργότερα θα ονομαστούν «εθνικοί ευεργέτες», ενώ την ίδια στιγμή απουσιάζουν –ώς τη δεκαετία του 1920– τα δημόσια μνημεία. Συνέχεια ανάγνωσης

Ερευνώντας τη μετανάστευση, την ξενοφοβία και την παραβατικότητα: πολιτικά και επιστημολογικά διλήμματα

Standard

Hier stehe ich, ich kann nicht anders

Φαντάζει αδιανόητο για όσους πορευτήκαμε με τον Περικλή ότι θα δημοσιεύαμε κάποτε ένα κείμενο δικό του in memoriam. Κι όμως, ήρθε ο Απρίλης, ο μήνας ο σκληρός, κι αυτός, ο φίλος και αδελφός, έφυγε από δίπλα μας. Όχι όπως άλλοτε, για να κάνει μεταπτυχιακά στο Πανεπιστήμιο του Σάσεξ ή να εκπονήσει τη διδακτορική του διατριβή (Children of immigrants in central Athens at the turn of the 21st century: A study of inferiorisation, ethnicised conflict, criminalisation, and substance misuse, 2009) στο LSE. Ούτε καν για να γυρίσει την Ελλάδα, από τη θέση του υπεύθυνου Σχεδιασμού και Μελετών του ΚΕΘΕΑ, δουλεύοντας με περιθωριοποιημένους νέους, τοξικοεξαρτημένους, μετανάστες, φυλακισμένους. Βαθιά πολιτικοποιημένος, με πολύχρονη εμπειρία στο κίνημα της αμφισβήτησης, έφυγε απίστευτα νωρίς, πεισμένος όμως πως «είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει». Για τους φίλους και την οικογένειά του, όσους μείναμε πίσω, «η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί, ο ουρανός είναι λίγος, θάλασσα πια δεν υπάρχει»…

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος εισήγησής του σε πανεπιστημιακό σεμινάριο, χωρίς τις υποσημειώσεις, μεταφρασμένο από τα αγγλικά (με τη βοήθεια και της Σοφίας Βιδάλη).

Πολυμέρης Βόγλης,  Σπύρος Κακουριώτης, Ελένη Πασχαλούδη, Σπύρος Τσούγκος


του Περικλή Παπανδρέου

Περικλής Παπανδρέου (1962-2011)

Σύμφωνα με τον Becker, η κοινωνιολογική έρευνα δεν μπορεί να παραμείνει ανεπηρέαστη από την ιδεολογία και τις πολιτικές συμπάθειες του ερευνητή. Αυτή η διαπίστωση αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν η έρευνα στρέφεται στο πολιτικά φορτισμένο πεδίο της μετανάστευσης, της εθνικότητας και της εγκληματολογίας. Επιπλέον, όπως σημειώνει ο Albrecht, μια έρευνα με τέτοιο θέμα δεν είναι μόνο ευαίσθητη αλλά και ευάλωτη στην πολιτική εκμετάλλευση.

Ωστόσο, όσο πολιτικοποιημένο και εάν είναι ένα ερευνητικό πεδίο, η έκκληση του Becker για ανοιχτή πολιτική δέσμευση δεν υπονοεί ούτε επιστημολογική μονομέρεια ούτε παραμερισμό των «δύσκολων» ζητημάτων ούτε την κατασκευή μιας εικόνας που να ανταποκρίνεται στη συμπάθεια του ερευνητή προς την υπό εξέταση ομάδα. Η μόνη νόμιμη επιλογή είναι να ακολουθήσει ο ερευνητής τη δύσκολη πορεία που ο Cohen ονόμασε «διπλή αφοσίωση», δηλαδή αφοσίωση τόσο στους κανόνες της διεξαγωγής μιας ειλικρινούς διανοητικής αναζήτησης όσο και στις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Με βάση αυτό τον θεωρητικό στοχασμό, η αφετηρία της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνήσει τις αντιξοότητες που οι νέοι μεταναστευτικής καταγωγής αντιμετωπίζουν λόγω περιχαράκωσης, ρατσισμού και διακρίσεων. Πέρα από τη διαπίστωση αυτών των αντιξοοτήτων, ο δεύτερος στόχος της μελέτης ήταν να εξετάσει τη φύση της εμπλοκής των νέων σε βίαιες ή εγκληματικές δραστηριότητες. Αυτή η επιλογή έχει στόχο να αποτρέψει την πιθανότητα μιας μονόπλευρης αρνητικής αντιμετώπισης όλων των μη προνομιούχων νέων ίδιας καταγωγής με όσους συμμετείχαν στη μελέτη. Μια τέτοια λανθασμένη ανάγνωση της κοινωνικής πραγματικότητας νέων μεταναστευτικής καταγωγής πολύ συχνά τροφοδοτεί εντυπωσιοθηρικές δημοσιογραφικές αναφορές, που με τη σειρά τους εντείνουν την αίσθηση κατωτερότητας, την περιθωριοποίηση και την ποινικοποίησή τους. Κατά τη γνώμη μου, η προτεινόμενη προσέγγιση διευκολύνει τη σύνδεση της στράτευσης κατά του ρατσισμού με ευρύτερα ιδανικά, όπως αυτά μιας κοινωνίας χωρίς αποκλεισμούς και ακραίες ανισότητες, με κοινωνική ανάπτυξη και πρόνοια για τα παιδιά, με αστυνομία δημοκρατική και υπόλογη για τις πράξεις της, και με ένα μη τιμωρητικό ποινικό σύστημα για ανηλίκους.

Από την αρχή ήμουν ιδιαίτερα ανήσυχος για τα προβλήματα που θα ανέκυπταν από το γεγονός ότι έπρεπε να πάρω συνέντευξη από ανθρώπους πολύ διαφορετικούς από εμένα όσον αφορά την εθνοτική καταγωγή, την ηλικία, την εκπαίδευση και την κοινωνικοοικονομική θέση. Η κοινωνική απόσταση και το διαφορετικό επίπεδο εξουσίας ήταν ακόμη πιο έκδηλα στην περίπτωση των επαφών μου, στο πλαίσιο της έρευνας, με νέους μεταναστευτικής καταγωγής που ήταν σε επαφή με το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης. Από κάθε άποψη, ήμουν ένας «outsider» αναφορικά με την πληθυσμιακή ομάδα που σχεδίαζα να ερευνήσω.

Σύμφωνα με το γνωστό δόγμα του «insider», τα μέλη μιας εθνοτικής ή φυλετικής ομάδας βρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση για να μελετήσουν τα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζει μια ιδιαίτερη ομάδα. Στην πιο ριζική εκδοχή του, αυτό το δόγμα υποστηρίζει ότι μόνο ένας αφοσιωμένος «insider» είναι σε θέση να κατανοήσει τις εμπειρίες των μειονοτήτων και να αντιληφθεί τη δυσχερή θέση τους χάρη στο ότι είναι μέλος μιας τέτοιας ομάδας. Όπως εξηγεί ο Young, η ριζική θέση του «insider» υιοθετήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 από αφροαμερικανούς μελετητές στις Ηνωμένες Πολιτείες, κυρίως ως απάντηση σε αυτό που γινόταν αντιληπτό ως «παθολογικοποίηση» των μαύρων κοινοτήτων των μητροπολιτικών κέντρων από τις «πολιτισμικού τύπου» αναλύσεις λευκών ερευνητών, όπως η Έκθεση Moynihan για τις μαύρες οικογένειες. Συνέπεια της διαμάχης για την Έκθεση Moynihan ήταν ότι οι προοδευτικοί κοινωνικοί επιστήμονες απέφυγαν να ασχοληθούν με τα προβλήματα των φυλετικών και εθνοτικών μειονοτήτων των μητροπολιτικών κέντρων μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Στη Βρετανία παρατηρήθηκε μια παρόμοια αποχή από τέτοιου είδους εμπειρικές έρευνες. Το κενό καλύφθηκε από λαϊκιστικά δημοσιογραφικά ρεπορτάζ, τα οποία δεν είχαν τα προτερήματα μιας συστηματικής επιστημονικής μελέτης και ευνόησαν τις συντηρητικές απόψεις. Σύμφωνα με τον Russel, ο σάλος για την Έκθεση Moynihan ήταν εν μέρει υπεύθυνος για την κατασκευή ενός εγκληματολογικού ταμπού που εμπόδισε τους κοινωνικούς επιστήμονες να αναλύσουν τη σχέση μεταξύ φυλής-εθνικότητας και εγκλήματος και να αποκρούσουν αναπαραστάσεις των μίντια που απλούστευαν και στιγμάτιζαν τις μειονότητες.

Οι σύγχρονες προσεγγίσεις έχουν απομακρυνθεί από τη ριζική εκδοχή του δόγματος του «insider», η οποία προϋποθέτει ότι μόνο μελετητές από μειονότητες μπορούν να παράγουν γνώση για τις εμπειρίες μειονοτικών ομάδων. Αντίστοιχα απορρίπτονται και οι θιασώτες του αντίθετου δόγματος, το οποίο υποστηρίζει ότι μόνο αμερόληπτοι «outsiders» μπορούν να πραγματοποιήσουν μια αντικειμενική ανάλυση. Επιπλέον, σε επιστημολογικό επίπεδο, οι ισχυρισμοί περί προνομιακής πρόσβασης στην «αλήθεια» και στην «αυθεντική» εμπειρία μειονοτικών ομάδων χάρη στην ιδιότητα μέλους μιας ομάδας, την εκ των έσω κατανόηση και το πραγματικό ενδιαφέρον να μη θιγεί η φήμη της ιδιαίτερης εθνοτικής κοινότητας καθίστανται όλο και λιγότερο ικανοποιητικοί.

Παρ’ όλα αυτά, τέτοια ακανθώδη διλήμματα δύσκολα επιλύονται με αφηρημένο και οριστικό τρόπο. Ο αναστοχασμός της έρευνας πεδίου με συνεντεύξεις από νέους μεταναστευτικής καταγωγής με οδήγησε σε κάποιες συγκεκριμένες απαντήσεις στα προαναφερθέντα ηθικά, μεθοδολογικά και επιστημολογικά ζητήματα.

Ένας αριθμός νέων ήταν μάλλον διστακτικός να απαντήσει σε ερωτήσεις για ευαίσθητα θέματα. Όμως, μέσα από προσπάθειες οικοδόμησης εμπιστοσύνης, στις περισσότερες περιπτώσεις δημιουργήθηκε μια καλή σχέση, οι νέοι εξέφρασαν τις απόψεις τους και φάνηκαν μάλλον ανοιχτοί να μιλήσουν για τις παραβατικές δραστηριότητές τους. Δεν εννοώ ότι οι νέοι μεταναστευτικής καταγωγής μου μίλησαν για τις δυσκολίες, τις στενοχώριες ή την παραβατική εμπλοκή τους με τον ίδιο τρόπο που θα το είχαν κάνει με έναν νέο ίδιας εθνοτικής προέλευσης και παρόμοιας κοινωνικής θέσης. Το πιθανότερο είναι ότι οι αλήθειες που μου αποκαλύφθηκαν ήταν ενδογενώς «μερικές». Πολλοί πάντως μου πρόσφεραν μια «πυκνή» περιγραφή έντονων εμπειριών ή εγκληματικών και παραβατικών δραστηριοτήτων. Επιπλέον, η αίσθησή μου ήταν ότι ακόμη και όταν οι αφηγήσεις των πληροφορητών ήταν κατά κάποιον τρόπο σύντομες, σε μεγάλο βαθμό, ήταν ακριβείς. Σε πολλές περιπτώσεις είχα την ευκαιρία να διασταυρώσω τέτοιες περιγραφές «σημαντικών» γεγονότων με περισσότερους από έναν πληροφορητές.

Αυτό που μου φαίνεται βέβαιο είναι ότι η δική μου καταγωγή δεν αποτελούσε εμπόδιο, στον βαθμό που το θέμα ήταν επεισόδια εθνοτικοποιημένων συγκρούσεων, ρατσιστικής επιθετικότητας και παρενόχλησης από τις αρχές. Αντίθετα, η εντύπωσή μου ήταν ότι πολλοί νέοι που είχαν γονείς μετανάστες με χαρά ανέπτυσσαν τις απόψεις τους και διηγούνταν αρνητικές εμπειρίες σε έναν «outsider», ο οποίος είχε υποδηλώσει το σεβασμό του για την εθνοτική καταγωγή τους και είχε εκφράσει το ενδιαφέρον του για τις βιωμένες εμπειρίες τους. Ένας αξιοσημείωτος αριθμός ξένων νέων βρήκε την ευκαιρία, με τη συνέντευξη, να ανοίξει διάλογο, να καταθέσει μαρτυρίες, να προσφέρει ιδέες και να συνεισφέρει στοιχεία για τη μεταναστευτική τους ομάδα. Τις περισσότερες φορές αυτό οδήγησε σε μια δεύτερη συνέντευξη με τον ίδιο πληροφορητή. O Young μπόρεσε να δει τα πλεονεκτήματα του «outsider» στον κριτικό αναστοχασμό του για την εθνογραφική έρευνα πεδίου με χαμηλού εισοδήματος Αφροαμερικανούς. To βασικό ζήτημα είναι ότι, ακόμη και στη διάρκεια μιας κοινωνικής πόλωσης με εθνοτικά ή φυλετικά χαρακτηριστικά, τα μέλη των συγκρουόμενων ομάδων επιδιώκουν να έρχονται σε επικοινωνία, καθώς και σε ανταλλαγή ιδεών.

Για διαφορετικούς λόγους, ένας αριθμός νέων ελληνικής καταγωγής που συμμετείχαν στην έρευνα, οι οποίοι είχαν στρατευθεί με την ιθαγενή πλευρά της εθνοτικοποιημένης σύγκρουσης, ήταν πρόθυμοι να μου εξηγήσουν τους λόγους της εχθρότητάς τους προς τους μετανάστες. Προφανώς ήταν διατεθειμένοι να εκφράσουν τέτοιες απόψεις σε ένα άτομο ίδιας εθνικής καταγωγής, το οποίο στα μάτια τους εκπροσωπούσε τα ιθαγενή συμφέροντα. Σε όλες τις περιπτώσεις έπρεπε να κρύψω ή ακόμη και να «συσκοτίσω» τη θέση μου αναφορικά με τα προς συζήτηση θέματα της εθνοτικοποιημένης σύγκρουσης, ρατσιστικής επιθετικότητας και παρενόχλησης, ώστε να αποφύγω να λάβω προκατασκευασμένες απαντήσεις. Επομένως, η διαπραγμάτευση της θέσης μου ως υποκειμένου έμοιαζε, πάντα, με ακροβασία σε τεντωμένο σχοινί. Το εγχείρημα της έρευνας ευαίσθητων ζητημάτων που προκύπτουν από τις εθνοτικοποιημένες διαφορές υποχρεώνει πάντα τον ερευνητή σε διαρκή ταλάντευση ανάμεσα στην εγγύτητα και στην απόσταση από τους συμμετέχοντες στην έρευνα.

Περικλής Παπανδρέου (1962-2011)