Το χρέος, η αναδιάρθρωση και η χρεοκοπία

Standard

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

του Νίκου Σαραντάκου

Έργο του Κ. Μπρανκούζι, δεκαετία του 1920

Λίγοι πιστεύω θα διαφωνήσουν ότι η λέξη της επικαιρότητας είναι η αναδιάρθρωση, μια λέξη που τον τελευταίο καιρό κλίνεται σε όλες τις πτώσεις στα δελτία ειδήσεων και στις αναλύσεις των ειδικών, καθώς οι μεν τη θεωρούν ευεργετική ή αναπόφευκτη, ενώ άλλοι την κρίνουν ολέθρια (ποιοι είναι οι καλοί και ποιοι οι κακοί μη με ρωτήσετε, εγώ απλώς λεξιλογώ). Λέγοντας αναδιάρθρωση εννοούμε την τροποποίηση των όρων εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους προς το ευνοϊκότερο, με επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής· στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα, η λέξη είναι απόδοση του αγγλικού restructuring.

Λεξιλογικά, η αναδιάρθρωση δεν έχει και πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Όπως και αρκετές λέξεις του λεξιλογίου μας, είναι σύνθετη όχι με μία αλλά με δύο αρχαίες προθέσεις (ανά και διά) αλλά αρχαία δεν είναι, ούτε καν μεταγενέστερη: φαίνεται να πλάστηκε κατά τον εικοστό αιώνα. Σύνθετες λέξεις με τρεις προθέσεις είναι σαφώς σπανιότερες, π.χ. το αντεπεξέρχομαι, ενώ χαριτολογώντας θα λέγαμε ότι υπάρχει και μια λέξη, αρκετά σχετική με την σημερινή μας κατάσταση, που αποτελείται μόνο από προθέσεις, η αναπαραδιά!

Η αναδιάρθρωση είναι σύγχρονη λέξη λοιπόν, ενώ αντίθετα το χρέος είναι λέξη της κλασικής αρχαιότητας, που πολύ νωρίς πήρε τη σημασία της οφειλής και που ανήκει στην πολυπληθή οικογένεια των λέξεων οι οποίες παράγονται από το αρχαίο απρόσωπο ρήμα χρη (ξαδερφάκια της είναι λέξεις όπως χρήμα, χρήσιμος, χρειάζομαι, χρησιμοποιώ, χρησμός, χρεία αλλά και ο αχρείος). Αλλά για το χρέος έχουμε ξαναμιλήσει. Δεν έχουμε όμως μιλήσει για τη χρεοκοπία. Συνέχεια ανάγνωσης

Ο ήρωας-αντιήρωας Λάκης Σάντας

Standard

του Θανάση Καλαφάτη

Πούθε κατάγεσαι μωρέ; Εδώθε…Σφακισάνος.

Α. Βαλαωρίτης, «Φωτεινός»

Αριστεροί Λευκαδίτες στρατιώτες και ναύτες στο «σύρμα» της Μακρονήσου, 1948. Στο μέσον, με τα ναυτικά, ο Απόστολος Σάντας.

Γεννημένος στη Πάτρα το 1922, με λευκαδίτικη καταγωγή από το χωριό Πηγαδισάνοι, στα όρια των πρώην δήμων Καρυάς και Σφακιωτών, ο Λάκης (Απόστολος) Σάντας θα διαγράψει τη τροχιά ενός ήρωα-αντιήρωα, συμβολίζοντας την ασίγαστη αντίσταση του ελληνικού λαού σε κάθε ξενική επιβουλή, το ύφος και την αξιοπρέπεια του ενσυνείδητου αγωνιστή-πολίτη.

Μέσα στον καταιγιστικό στρόβιλο των στρατιωτικών, πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων των αρχών της δεκαετίας του 1940, ο Λάκης Σάντας, αφού κατεβάσει στις 30 Μαΐου 1941, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο, τη γερμανική πολεμική σημαία από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης θα ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο με τους πρωτοπόρους νέους αριστερούς της Κατοχής — από την ΕΠΟΝ και το ΕΑΜ στην Αντίσταση στις πόλεις, στο βουνό και από εκεί στις φυλακές και την εξορία. Αφού έχει προηγηθεί η φυλάκισή του από τους Γερμανούς το 1942, στις Φυλακές Αβέρωφ, τα οδόσημα αυτής της πορείας είναι: ο αγώνας κατά της πολιτικής επιστράτευσης, η ένταξη στον ΕΛΑΣ και οι μάχες που ακολουθούν, η συμμετοχή του στη Μάχη της Αθήνας (Δεκεμβριανά), η φυλάκισή του στην Ψυτάλλεια, η εκτόπισή του στην Ικαρία και στη συνέχεια στο Μακρονήσι (Γ΄ Τάγμα Οπλιτών).

Αυτή η συμμετοχή του αφήνει βαθιά τραύματα στην ψυχή και στο σώμα. Ένα βλήμα στο αριστερό ημιθωράκιο, στη μάχη με τους Γερμανούς στο Λιδωρίκι το 1944, θα του προξενήσει ανεπανόρθωτη ζημιά στους πνεύμονες, καθώς μένει σχεδόν με έναν πνεύμονα για την υπόλοιπη ζωή του και με χρόνια αναπνευστικά προβλήματα. Η συμμετοχή του Λάκη Σάντα στην Εθνική Αντίσταση αποτελεί τη φυσική συνέπεια και την έμπρακτη απόδειξη των πατριωτικών αρχών του, που δεν την ξεχωρίζει, καθώς ο ίδιος υποστηρίζει, από τη συμβολή χιλιάδων άλλων μαχητών που αγωνίστηκαν με το όπλο στο χέρι για την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανο-Ιταλούς κατακτητές και την αυριανή ειρηνική και δημοκρατική προκοπή της. Η κριτική και ο πόνος δεν αφορούν την ίδια τη συμμετοχή, αλλά την εξέλιξη του όλου αγώνα: «αντί να χαρούμε την Λευτεριά μας, που με τόσες θυσίες αποκτήσαμε, βρεθήκαμε κυνηγημένοι, φυλακισμένοι και βασανισμένοι», γράφει. Τα ερωτήματα που ορθώνονται είναι πελώρια και αμείλικτα, για την τακτική και τα λάθη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ από την Καζέρτα και τον Λίβανο ως την Βάρκιζα. Η ιστοριογραφία έχει δώσει τις δικές της απαντήσεις, αφήνοντας κατά μέρος την οδύνη και τον συγκλονισμό των απλών μαχητών, που έβλεπαν να διαψεύδονται τα όνειρά τους με τον χειρότερο τρόπο. Συνέχεια ανάγνωσης

Το πρώτο φως

Standard

  του Σπύρου Στ. Φίλιππα

Στον Άγγελο Σικελιανό

Λάκης Σάντας

Το βιoς για να κουρσέψουν άλλων τόπων

κινήσανε τα στίφη των βαρβάρων,

κι’ απάνω στις λατρείες των ανθρώπων

να μπήξουν τα κοντάρια των λαβάρων!

Ερήμωση και θάνατον απούθε

διαβαίνανε σκορπούσαν οι ναζήδες,

σταυρού αγκυλωτού σάβανο ολούθε…

Βουβές στο θρήνο σπάραζαν Πατρίδες!..

Και σαν της ανθρωπότητας το καίριο

να θέλησαν να δώσουνε το πλήγμα,

στο πλάι του Παρθενώνα στήσαν πλέριο

το λάβαρο, της «νίκης τους» το στίγμα!…

Μια νύχτα, κύμα αυθόρμητο, Ελλάδα,

μικρό της πολυκύμαντης πνοής σου,

ανάσταση και φλόγα στην Παλλάδα,

στα στήθεια τους το φέρανε δυo γυιοι σου!

Δεν ένοιωθαν του Κέρβερου τον τρόμο,

του βάραθρου που ξάνοιγ’ από κάτου,[1]

Βάδιζαν ορφικό, στον Άδη, δρόμο,

ανέγγιχτοι απ’ τη σκέψη του θανάτου!..

Συνέχεια ανάγνωσης

Μνήμες και άνθρωποι μιας σπουδαίας εποχής: η μαρτυρία του Λ. Σάντα

Standard

του Στρατή Μπουρνάζου

H γυναίκα του Λάκη Σάντα, Κλεοπάτρα Μαυροπούλου, μαζί με τη φίλη της Φιφή Πρωτογερέλη

Διαβάζοντας τη μαρτυρία Μια νύχτα στην Ακρόπολη… Μνήμες από μια σπουδαία εποχή του Λάκη Σάντα (εκδ. Βιβλιόραμα, 2010), ο αναγνώστης θα βρει πλήθος πληροφοριών, για πολλά, μικρά και μεγάλα: την καθημερινότητα του αντιστασιακού αγώνα στην Αθήνα, σκηνές από τον αγώνα στο βουνό, την επίταξη ενός γερμανικού καϊκιού στο Γαλαξίδι (που στη συνέχεια έγινε το πρώτο καράβι του ΕΛΑΝ, με επικεφαλής τον καπετάν Ζαχαριά), ρεαλιστικές σκηνές των Δεκεμβριανών, τον Μακαμπή και άλλους Εβραίους συναγωνιστές στον ΕΛΑΣ, το διάστημα του «λυκόφωτος» της ημινομιμότητας-ημιπαρανομίας από τη Συμφωνία της Βάρκιζας μέχρι την έναρξη του Εμφυλίου, τη μορφωτική δουλειά, τις διαλέξεις, τα μαθήματα, στους κόλπους των πολιτικών εξορίστων στην Ικαρία, τη βαρβαρότητα της Μακρονήσου.

Η αξία της μαρτυρίας του Λάκη Σάντα δεν προκύπτει μόνο από τις αφηγηματικές αρετές του, από το γεγονός ότι μας διηγείται, απλά, τίμια και με χάρη, την προσωπική του ιστορία. Αλλά και από το ότι η ιστορία τούτη δεν είναι μόνο η δική του ιστορία· είναι και η ιστορία χιλιάδων ανθρώπων στα χρόνια της Κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφυλίου και του μετεμφυλίου· και αυτό ακριβώς είναι που κάνει τη μαρτυρία του να ξεφεύγει από την περιοχή του βιώματος και της λογοτεχνίας και να εισέρχεται ορμητικά στην επικράτεια της Ιστορίας. Συνέχεια ανάγνωσης

Εικόνες του νεκρού εχθρού

Standard

του Μπερντ Γκραφ

μετάφραση: Κώστας Σπαθαράκης

 Η νεωτερικότητα μπορεί να εκτόπισε τον θάνατο, φέρνει όμως συνεχώς στην επιφάνεια εικόνες νεκρών. Γιατί ακόμη και οι ανεπτυγμένοι πολιτισμοί εμφανίζουν αυτή την παρόρμηση, να επιδεικνύουν τις εικόνες των σκοτωμένων εχθρών τους — και γιατί ο νεκρός πρέπει να εξαφανιστεί μετά τη φωτογράφηση;

Το υποτιθέμενο πτώμα του Μπιν Λάντεν

Το πρόσωπο του θανάτου

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν έχει διατυπώσει μια θέση για την πρώιμη νεωτερικότητα η οποία αποδεικνύεται εξαιρετικά ακριβής: ο ασυνείδητος κεντρικός στόχος της αστικής κοινωνίας υπήρξε να δώσει στον νεωτερικό άνθρωπο τη δυνατότητα να αποστρέψει το βλέμμα από τον θάνατο. «Σήμερα», γράφει ο Μπένγιαμιν, στις παρατηρήσεις του για το έργο του Νικολάι Λεσκώφ, «οι αστοί ζουν σε χώρους που έχουν αποκαθαρθεί από τον θάνατο, άστεγοι της αιωνιότητας και, όταν πλησιάσει το τέλος τους, οι κληρονόμοι τους τούς στοιβάζουν στα σανατόρια και τα νοσοκομεία».

Ο θάνατος υπήρξε όμως πάντοτε ένα γεγονός δημόσιο («Σκέφτεται κανείς τις μεσαιωνικές εικόνες, όπου το νεκροκρέβατο έχει μεταμορφωθεί σε θρόνο, προς τον οποίο συνωθείται πλήθος ανθρώπων από τις ορθάνοιχτες πόρτες της οικίας του νεκρού»). Στην πορεία της νεωτερικότητας, ο θάνατος απωθείται ολοένα και πιο έξω, ακόμη και έξω από τις προσλαμβάνουσες των ζωντανών.

Ο Μπενίτο Μουσσολίνι και η Κλάρα Πετάτσι, κρεμασμένοι ανάποδα σε πλατεία του Μιλάνου, 1945

Αν λοιπόν η παραπάνω θέση είναι σωστή, πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί η ύστερη νεωτερικότητα, με τους «αστέγους της αιωνιότητας», απωθεί μεν το γεγονός του θανάτου, αλλά κυκλοφορεί διαρκώς τις εικόνες των νεκρών. Και μάλιστα ζητά επίμονα τις εικόνες συγκεκριμένων νεκρών. Γιατί λοιπόν στα πρακτορεία ειδήσεων η είδηση ότι ο Οσάμα μπιν Λάντεν σκοτώθηκε από τις ειδικές δυνάμεις των ΗΠΑ πρέπει να συνοδεύεται από την εικόνα ενός γενειοφόρου, παραμορφωμένου πτώματος;

Δεν είναι καινούργια η διαπίστωση ότι ακόμη και οι ανεπτυγμένοι πολιτισμοί του παρόντος συντηρούν μια αρχαϊκή κληρονομιά: την έκθεση, κάποτε σκηνοθετημένη ως θρίαμβο, των πτωμάτων των θανάσιμων εχθρών. Ας θυμηθούμε τα πτώματα του Μπενίτο Μουσσολίνι και της Κλάρα Πετάτσι, κρεμασμένα ανάποδα σε μια πλατεία του Μιλάνου, τον Μάιο του 1945.

Υπάρχουν τα φωτογραφικά ντοκουμέντα των πτωμάτων όσων καταδικάστηκαν σε απαγχονισμό στη Δίκη της Νυρεμβέργης το 1946, όπως επίσης και του πτώματος του Χέρμαν Γκαίρινγκ, που αυτοκτόνησε πριν εκτελεστεί. Ας σκεφτούμε επίσης την έκθεση της σορού του Τσε Γκεβάρα το 1967, που σκηνοθετήθηκε σαν σκηνή κυνηγιού, με τον νεκρό περικυκλωμένο από πολυάριθμους ένοπλους διώκτες του. Υπάρχει ακόμη ένα βίντεο με τον τουφεκισμό του Νικολάι Τσαουσέσκου και της γυναίκας του Έλενας, και άλλες εικόνες από το 1989. Υπάρχουν φωτογραφίες του 1998 με τη σορό του Πολ Ποτ, όπως και το διάτρητο από σφαίρες πτώμα του αρχηγού της αγκολέζικης Unita, Γιόνας Σαβίμπι, από το 2002. Και βέβαια υπάρχουν ακόμα στη μνήμη μας οι εικόνες από την εκτέλεση του Σαντάμ Χουσεΐν τον Δεκέμβριο του 2006.

Τι ρόλο παίζουν αυτές οι εικόνες στην υγεία του πνεύματος και του συλλογικού ψυχισμού των ανεπτυγμένων πολιτισμών; Γιατί πρέπει –και πρέπει!– να επιδεικνύουμε τον θάνατο και τους νεκρούς όταν τα πτώματα ανήκουν στους εχθρούς του πολιτισμού, της δημοκρατίας, της δικής μας κουλτούρας; Και γιατί έπειτα δεν παραχωρείται ποτέ ένας τάφος γι’ αυτά τα πτώματα;

Γιατί αυτό ακριβώς συμβαίνει: απ’ τη μια θέλουμε να επιδεικνύουμε και να βλέπουμε τα πτώματα των εχθρών. Αλλά δεν θέλουμε να τους δώσουμε έναν τόπο όπου θα αναπαύονται στο εξής. Μετά τη φωτογράφηση ο νεκρός πρέπει να εξαφανιστεί χωρίς ίχνη. Και μάλιστα όσο πιο γρήγορα γίνεται. Συνέχεια ανάγνωσης

Το Χόλυγουντ το ξανασκέφτεται

Standard

Η σκηνοθέτις Κάθριν Μπίγκελοου, βραβευμένη με Όσκαρ για την ταινία «The Hurt Locker», αναγκάστηκε να το ξανασκεφτεί μετά τη δολοφονία του Οσάμα μπιν Λάντεν. Όπως έγραψε η εφημερίδα The Hollywood Reporter την περασμένη Δευτέρα, η Μπίγκελοου σχεδίαζε να γυρίσει μια ταινία με τίτλο «Kill bin Laden», στην οποία θα παρουσιαζόταν μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Μπιν Λάντεν από τον αμερικανικό στρατό. Η σκηνοθέτις και ο σεναριογράφος Μαρκ Μπόαλ, που είχαν μόλις αρχίσει να ψάχνουν για ηθοποιούς, θα πρέπει τις επόμενες μέρες να εξετάσουν τι δυνατότητες έχουν από δω κι εμπρός: να αλλάξουν ελάχιστα την ιστορία, να την ξαναγράψουν με ριζικές μετατροπές ή να εγκαταλείψουν τα πλάνα τους. Πρέπει επίσης να λάβουν υπόψη τους ότι τις επόμενες εβδομάδες θα αρχίσουν να προγραμματίζονται ένα σωρό καινούργιες ταινίες με θέμα τον Μπιν Λάντεν.

Συνέχεια ανάγνωσης

«Μια εκδρομή στην ξαστεριά…»

Standard

ΑΝΤΙΚΛΙΜΑΚΑ

του Κώστα Αθανασίου

Η στήλη «Αντικλίμακα» θα προσπαθεί, κάθε δεύτερη και τρίτη Κυριακή του μήνα, να τριγυρνάει στους μικρούς αλλά πολλούς δρόμους που συνδέουν την κοινωνική πραγματικότητα με την τέχνη. Την ευθύνη της στήλης έχουν o Κώστας Αθανασίου και η Ιωάννα Μεϊτάνη.

***

 Μια ολόκληρη κοινότητα ξεσηκώνεται· οι κάτοικοι κλείνουν τους δρόμους και συγκρούονται επί μέρες με τις δυνάμεις καταστολής· οι αρχές μιλάνε για ανομία και τρομοκρατία και αναζητούν τους υποκινητές· τελικά, όμως, η αστυνομία θα τα μαζέψει και θα φύγει, η κυβέρνηση θα υποχωρήσει. Οριστικά και αμετάκλητα.

Από την ταινία «Ακόμα και η βροχή»

Όχι, δεν είναι ένας τηλεγραφικός απολογισμός των γεγονότων της Κερατέας. Η ταινία Ακόμα και η βροχή, της Ιθιάρ Μπολάιν, που προβάλλεται αυτές τις μέρες στις αθηναϊκές αίθουσες, μας θύμισε τη μεγάλη μάχη που έδωσε πάλι μια ολόκληρη πόλη, η Κοτσαμπάμπα, η τρίτη πόλη της Βολιβίας, με πληθυσμό περίπου 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους. Η μεγάλη εξέγερση της Κοτσαμπάμπα άρχισε τον Ιανουάριο του 2000, όταν η κυβέρνηση της Βολιβίας αποφάσισε την ιδιωτικοποίηση του νερού και, ειδικά για την Κοτσαμπάμπα, υπέγραψε συμβόλαιο παραχώρησης με την παντοδύναμη πολυεθνική Μπεχτέλ. Στο έργο, ένα κινηματογραφικό συνεργείο φτάνει στην πόλη (για να γυρίσει μια ταινία για τον Κολόμβο) και πέφτει πάνω στα γεγονότα, τα οποία αφενός επηρεάζουν κάποιους από τους συμμετέχοντες και αφετέρου αποδεικνύουν τα όρια των «καλών προθέσεων» των συντελεστών της ταινίας, που είναι έτοιμοι να κάνουν μια ταινία «φιλική» προς τους ιθαγενείς του παρελθόντος, αλλά μένουν ενεοί και κατατρομοκρατημένοι μπροστά στο κίνημα των σημερινών ιθαγενών.

«Στα σπίτια των φτωχών / μαζεύουνε νερό σταλιά τη στάλα / να μην το γράψουν τα ρολόγια», γράφει ο Άρης Αλεξάνδρου στα  Ανεπίδοτα γράμματα. Ωστόσο, με βάση το συμβόλαιο με την Μπεχτέλ, ακόμα και οι εναλλακτικές πηγές περισυλλογής νερού, που είχαν οργανώσει οι κάτοικοι σε πολλές γειτονιές, περνούσαν υποχρεωτικά στα χέρια της πολυεθνικής. Απαγορεύτηκε ακόμα και να μαζεύεις νερό της βροχής, ιδιωτικοποιήθηκε δηλαδή ακόμα και η βροχή, ενώ η τιμή του νερού αυξήθηκε κατά 300%. Συνέχεια ανάγνωσης

Κορνήλιος Καστοριάδης: στοχαστής της οικολογικής δημοκρατίας και πρόδρομος της αποανάπτυξης

Standard

 του Σερζ Λατους

μετάφραση: Εκδόσεις των Συναδέλφων

Ο Σερζ Λατούς στην Αθήνα. Ο Serge Latouche ομότιμος  καθηγητής oικονομικών στο Πανεπιστήμιο Paris-Sud (Ορσέ), θεωρείται, διεθνώς, ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς της αποανάπτυξης. Την Τρίτη 10 Μαΐου θα βρεθεί στην Αθήνα και θα μιλήσει στις 19.30, στο Πολυτεχνείο (αμφιθέατρο ΜΑΧ), με θέμα «Το στοίχημα της αποανάπτυξης». Την εκδήλωση συνδιοργανώνουν το Αυτόνομο Στέκι, οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, το Παρατηρητήριο Ελεύθερων Χώρων, το περιοδικό Πανοπτικόν, ο Σκόρος και ο  Σπόρος.

Ο Λατούς γεννήθηκε το 1940 σπούδασε φιλοσοφία, πολιτικές και οικονομικές επιστήμες, έχει διδάξει σε πανεπιστήμια στη Λιλ στη Γαλλία, στο Κονγκό και στο Λάος. Από το 2002 έχει αφιερωθεί στη μελέτη της αποανάπτυξης. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του Το στοίχημα της από-ανάπτυξης, μτφρ. Χριστίνα Σαρίκα, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2008.

Όπως σημειώνουν οι οργανωτές της εκδήλωσης, «τη στιγμή που η χρεοκοπία της χώρας είναι χρεοκοπία του μοντέλου ανάπτυξης, ο Λατούς σε ρήξη με το ωφελιμιστικό φαντασιακό του καπιταλιστικού κόσμου, που μας οδήγησε εδώ, προτείνει νέες μορφές κοινωνικής, παραγωγικής και οικολογικής συμβίωσης.  Η μεγέθυνση και η ανάπτυξη είναι δύο μύθοι της οικονομίας που οδηγούν τον κόσμο στον αφανισμό. Ως εκ τούτου, ο Λατούς προτείνει την κατασκευή «συμβιωτικών, αυτόνομων, οικονόμων κοινωνιών» με ένα πρόγραμμα που περιλαμβάνει «αναδιανομή, αναδόμηση, μείωση, επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση κ.ά». Το πρόγραμμα αυτό –χωρίς να αποτελεί  «ετοιμοπαράδοτο μοντέλο»– συνιστά μια «ουτοπία κινητήρια και δημιουργική» για να διερευνήσουμε «τρόπους συλλογικής άνθησης που δε θα καταστρέφουν το περιβάλλον και τον κοινωνικό δεσμό».

«ΕΝΘΕΜΑΤΑ»

«Δεν είναι μόνο η αμετάκλητη κατασπατάληση του περιβάλλοντος και αναντικατάστατων πόρων. Είναι επίσης η ανθρωπολογική καταστροφή των ανθρώπινων όντων που μεταμορφώνονται σε παραγωγικά και καταναλωτικά κτήνη, σε εξαχρειωμένους ζάπερ»

Κορνήλιος Καστοριάδης[1]

«Η οικολογία είναι ανατρεπτική, γιατί θέτει σε αμφισβήτηση το καπιταλιστικό φαντασιακό που δεσπόζει στον πλανήτη. Αρνείται το κεντρικό του μοτίβο, σύμφωνα με το οποίο το πεπρωμένο μας είναι ν’ αυξάνουμε ακατάπαυστα την παραγωγή και την κατανάλωση. Δείχνει τον καταστροφικό αντίκτυπο της καπιταλιστικής λογικής στο φυσικό περιβάλλον και στη ζωή των ανθρωπίνων όντων».

Κορνήλιος Καστοριάδης[2]

Το σχέδιο μιας κοινωνίας αποανάπτυξης περικλείει ένα σύνολο θεματικών που συνηχούν με τη σκέψη του Καστοριάδη. Τις θεματικές αυτές μπορούμε να τις ταξινομήσουμε γύρω από δύο κύριους άξονες: την οικολογική δημοκρατία, αφενός, και την αποαποικιοποίηση του φαντασιακού, αφετέρου.

 Η οικολογική δημοκρατία

Έργο του Όσκαρ Κοκόσκα

Η πολιτική αυτονομία, ως συνειδητή και νηφάλια αυτοοργάνωση της κοινωνίας, κατέχει κεντρική θέση στην καστοριαδική ανάλυση. Για τον Καστοριάδη, όπως και για εμάς, η αυτονομία πρέπει να λαμβάνεται υπό την κυριολεκτική της έννοια (αυτό-νομος, αυτός που θεσπίζει ο ίδιος τους νόμους του), ως αντίδραση στην ετερονομία της αόρατης χείρας, της δικτατορίας των χρηματοοικονομικών αγορών και των επιταγών της τεχνοεπιστήμης στην (υπερ)μοντέρνα κοινωνία. Η αυτονομία καταλήγει στην άμεση δημοκρατία («συνέλευση ανθρώπων που θεσπίζουν οι ίδιοι τους νόμους τους» και «γνωρίζοντας ότι το κάνουν»), της οποίας ο Καστοριάδης ήταν θερμός υπέρμαχος.

Ωστόσο, σαν καλός ψυχαναλυτής που επίσης ήταν, ο Καστοριάδης δίνει μεγάλη σημασία στην προσωπική αυτονομία, την οποία θεωρεί αλληλένδετη με την αυτονομία της κοινωνίας. Το ον-υποκείμενο θεσπίζεται ως αυτόνομο ον. «Δηλαδή», εξηγεί ο Νικολά Πουαριέ, «ένα πρόσωπο που θεσπίζει το ίδιο τους νόμους του κι επιλέγει να τους υπακούει μετά λόγου γνώσης, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να τους θεσπίσει ξανά εκ νέου».[3] Η αυτονομία του προσώπου εκτείνεται αναγκαστικά και στο οικονομικό επίπεδο, γι’ αυτό η αυτοδιαχείριση των συλλογικοτήτων εργασίας έχει σημαντική θέση στη θεώρησή του. Πώς θα λειτουργούσε αυτή η αυτόνομη πολιτική και οικονομική κοινωνία; Το πείραμα των «Lip» (από το όνομα εκείνης της ωρολογοποιίας στην Μπεζανσόν, που την παράτησε το αφεντικό της και πρώτα την ανέλαβαν και μετά τη διοίκησαν οι υπάλληλοί της), το 1973, παρά την εχθρική στάση ορισμένων συνδικαλιστικών κατευθύνσεων, κατέδειξε τον πλούτο και το εφικτό της αυτοδιαχείρισης. Χρειάστηκε η βούληση των αρχών (του Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν εν προκειμένω), υπό την ώθηση μιας πεισματικής μερίδας εργοδοτών, για να μπει τέλος στο πείραμα.[4] Για την κοινωνικοπολιτική οργάνωση, ο Καστοριάδης παραπέμπει, όπως κι εμείς, στον οικολόγο αναρχικό Μάρεϊ Μπούκτσιν, του οποίου τον «οικο-κομουναλισμό»[5] ασφαλώς θα εκτιμούσε. «Δεν είναι εντελώς παράλογο», γράφει ο Μπούκτσιν, «να σκεφτούμε ότι μια οικολογική κοινωνία θα μπορούσε ν’ απαρτίζεται από έναν δήμο μικρών δήμων, καθένας από τους οποίους θα σχηματιζόταν από μια “κοινότητα κοινοτήτων” ακόμα πιο μικρών […] σε πλήρη αρμονία με το οικοσύστημά τους».[6] Θα είχαμε, κατά κάποιον τρόπο, μικρές δημοκρατίες γειτονιάς. Η συνειδητοποίηση των παγκόσμιων αντιφάσεων προκαλεί έτσι μια τοπική δραστηριοποίηση που εκκινεί τη διαδικασία αλλαγής, με τις προσδοκίες και τις δυνατότητες των πολιτών να εκδηλώνονται στη ζωντανή τους καθημερινότητα.

Το να δούμε στην ουτοπία της ριζικής και τοπικής δημοκρατίας τη λύση όλων των προβλημάτων είναι βεβαίως υπερβολικό, αλλά η αναζωογόνηση της τοπικής δημοκρατίας αποτελεί σίγουρα μια διάσταση της ήπιας αποανάπτυξης και μια μορφή χειροπιαστής πραγμάτωσης της αυτονομίας.

 Η αποαποικιοποίηση του φαντασιακού

Έργο του Βασίλι Καντίσκι, από τη σειρά "Γαλάζιος καβαλάρης"

Η υλοποίηση μιας κοινωνίας αποανάπτυξης συνεπάγεται ν’ αποαποικιοποιήσουμε το φαντασιακό μας για ν’ αλλάξουμε στ’ αλήθεια τον κόσμο προτού η αλλαγή του κόσμου μάς καταδικάσει στην οδύνη. Αυτή είναι η αυστηρή εφαρμογή του μαθήματος του Καστοριάδη.

«Το απαιτούμενο –σημειώνει– είναι μια νέα φαντασιακή δημιουργία που η σημασία της δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτε ανάλογο στο παρελθόν, μια δημιουργία που θα έβαζε στο κέντρο της ζωής του ανθρώπου σημασίες άλλες από την αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, που θα έθετε στόχους ζωής διαφορετικούς, για τους οποίους οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πουν πως αξίζουν τον κόπο. (…) Αυτή είναι η κολοσσιαία δυσκολία που πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε. Θα έπρεπε να θέλουμε μια κοινωνία στην οποία οι οικονομικές αξίες θα έχουν πάψει να κατέχουν κεντρική (ή μοναδική) θέση, όπου η οικονομία θα έχει ξαναμπεί στη θέση της, δηλαδή θα έχει γίνει ένα απλό μέσο του ανθρώπινου βίου και όχι ύστατος σκοπός, στην οποία επομένως θα έχουμε παραιτηθεί από αυτή την τρελή κούρσα προς μια συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση. Αυτό δεν είναι απλώς αναγκαίο για ν’ αποφύγουμε την τελεσίδικη καταστροφή του γήινου περιβάλλοντος. Είναι αναγκαίο κυρίως για να βγούμε από την ψυχική και ηθική εξαθλίωση των σύγχρονων ανθρώπων».[7] Συνέχεια ανάγνωσης

Βασιλικοί γάμοι: ο θρίαμβος της μοναρχίας

Standard

του Τζόναθαν Τζόουνς

μετάφραση: Στρ. Μπουλαλάκης

Η Ρήτζεντ Στρητ, σημαιοστολισμένη για τους πριγκιπικούς γάμους

Λονδίνο, 19 Απριλίου 2011. Το Λονδίνο ετοιμάζεται για ένα γάμο, λες και ετοιμάζεται για κηδεία. Έτσι τουλάχιστον αισθάνεται όποιος περνάει από τη Ρήτζεντ Στρητ, όπου τεράστιες βρετανικές σημαίες κρέμονται κάθετα, στερεωμένες καλά για να μην κυματίζουν στον άνεμο, δημιουργώντας μια αυστηρή, πένθιμη και στρατιωτική ατμόσφαιρα, που θα ταίριαζε καλύτερα στην κηδεία της βασίλισσας Βικτωρίας –ή, αν θέλετε να γίνω πιο κακός, σε έναν σημαιοστολισμένο δρόμο της Νυρεμβέργης τη δεκαετία του 1930– παρά στη χαρμόσυνη περίσταση ενός γάμου. Αν μη τι άλλο, έτσι το βλέπω εγώ, ένας ορκισμένος δημοκράτης.

Για μένα λοιπόν, η εικόνα της σημαιοστολισμένης Ρήτζεντ Στρητ αντιστοιχεί στις ζοφερές εικόνες της μοναρχίας και του πατριωτισμού ως επιτύμβιων αναπαραστάσεων για το αυτοκρατορικό παρελθόν ενός έθνους παγιδευμένου στην ιστορία του. Αλλά αν θέλουμε να επιβιώσει το ρεύμα της αβασίλευτης δημοκρατίας στη Βρετανία, πρέπει να ξεπεράσουμε τέτοιες σπασμωδικές αντιδράσεις και να αναγνωρίσουμε τη δεξιοτεχνία της μοναρχίας στη διαχείριση των εικόνων, που αποτελεί και το μυστικό όπλο της.

Οι φιλοβασιλικές εφημερίδες δημοσίευσαν με ενθουσιασμό πρωτοσέλιδες φωτογραφίες των τρίχρωμων σημαιών οι οποίες είχαν κατακλύσει όλη τη Ρήτζεντ Στρητ, κολακεύοντας το κοινό τους, που βρίσκει τις αντιδράσεις μας υστερικές και κωμικές. Οι βασιλικοί σαν χιτλερίσκοι; Οι πατριωτικοί σημαιοστολισμοί σαν απολίθωμα μιας αρχαϊκής μεγαλοπρέπειας; Μα, σας παρακαλώ πολύ, μας λένε, όλα αυτά είναι κομμάτι της γιορτής και της διασκέδασης, και κανένας άνθρωπος που είναι στα συγκαλά του δεν θεωρεί τη μεγαλοπρέπεια της βρετανικής μοναρχίας απειλή για τις ελευθερίες.

Έχουν δίκιο. Όταν πρόκειται για τη βρετανική μοναρχία, το δημοκρατικό μάτι δεν βλέπει καθαρά. Είναι ένα πράγμα να χλευάζεις τον σημαιοστολισμό της Ρήτζεντ Στρητ σαν αδέξια επίδειξη που κατά λάθος φαίνεται υπερβολικά μιλιταριστική, και είναι κάτι εντελώς διαφορετικό να πιστέψεις ότι η εικονογραφική αυτή αστοχία σημαίνει πάρα πολλά. Η μοναρχία και οι οπαδοί της έχουν αποδειχθεί πολύ πιο εκλεπτυσμένοι από εμάς στον τομέα της εικονογραφίας, εδώ και αιώνες.

«Εικών βασιλική» (1649): η προμετωπίδα

Το ιδρυτικό κείμενο του σύγχρονου βρετανικού μοναρχισμού ονομάζεται Εικών βασιλική. Συγγραφέας του [υποτίθεται ότι] είναι ο μοναδικός βρετανός βασιλιάς που ηττήθηκε από τους οπαδούς της δημοκρατίας, ο Κάρολος ο Α΄, και τα πρώτα αντίτυπα εμφανίστηκαν τη μέρα που εκτελέστηκε, την 30ή Ιανουαρίου 1649.

Ο θρίαμβος της μοναρχίας στη σύγχρονη Βρετανία χρονολογείται από εκείνο το πρωινό. Τη στιγμή που έπεφτε ο πέλεκυς, την ίδια στιγμή ρίχτηκε και ο σπόρος για τις σημαίες, τους σημαιοστολισμούς και τα βασιλικά χαμόγελα που βλάστησαν τους επόμενους αιώνες. Γιατί οι βασιλικοί κέρδισαν αμέσως τη μάχη των εικόνων. Η προμετωπίδα της Εικόνος βασιλικής αναπαριστά τον Κάρολο τον Α΄ ως μάρτυρα, να προσεύχεται γονυπετής. Έδωσε τη ζωή του, ενσαρκώνοντας την αξιοπρέπεια και τη γαλήνη στο ικρίωμα, γνωρίζοντας ότι όφειλε να ανταποκριθεί στην ιερή εικόνα του θύματος.

Έκτοτε, για τους περισσότερους Βρετανούς, δεν είναι η μοναρχία εκείνη που έχει συνδεθεί με την τυραννία, αλλά ο βασιλοκτόνος Όλιβερ Κρόμγουελ και οι μισαλλόδοξοι «Στρογγυλοκέφαλοι» — δηλαδή οι οπαδοί της Δημοκρατίας. Στον κλασικό βικτωριανό πίνακα του Γουίλιαμ Φρέντερικ Γέεμς «Και πότε είδες για τελευταία φορά τον πατέρα σου;», ένα καλοντυμένο αγοράκι, γόνος φιλομοναρχικής οικογένειας, βρίσκεται αντιμέτωπο με ένα βλοσυρό δικαστήριο Κρομγουελιανών ζηλωτών. Η υπόθεση των κοινών ταυτίζεται με την κρατική καταπίεση, ενώ η λεπτεπίλεπτη μοναρχική παράταξη με το φως και τη ζωή. Ο Γέεμς βασίζεται σε μια μακρά απεικονιστική ιστορία του μοναρχισμού: το αγόρι είναι ντυμένο στα μπλε, υπενθυμίζοντας το «Μπλε αγόρι» του Γκένσμπορο (18ος αιώνας), το οποίο με τη σειρά του υπήρξε ένας φόρος τιμής στα κυνηγητικά πορτρέτα του Καρόλου Α΄, που είχε φιλοτεχνήσει ο καλλιτέχνης της αυλής Βαν Ντάικ.

Γ. Φ. Γέεμς, «Και πότε είδες για τελευταία φορά τον πατέρα σου;», 1878

Το πιο ευφυές εικονιστικό παιχνίδι που έπαιξαν ωστόσο οι μοναρχικοί, από την Παλινόρθωση του 1660 και μετά, είναι η σχετικοποίηση της εικόνας του βασιλικού αξιώματος, εκ μέρους των ίδιων των υποστηριχτών του. Οι οπαδοί της δημοκρατίας πιστεύουν ότι οι υποστηρικτές της βασιλικής οικογένειας είναι ηλίθιοι, αλλά τι πιο έξυπνο από το να προσφέρεις στον λαό την ψυχαγωγία μιας βασιλικής τελετής και ενός λαμπρού θεάματος, κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι κι αφήνοντας να εννοηθεί ότι αυτό δεν είναι δα και κάτι τόσο σημαντικό; Συνέχεια ανάγνωσης