Εικόνες από το μέλλον;

Standard

του Μάνου Αυγερίδη

Φωτογραφία του Γιάννη Καφκά, από την ενότητα «open wound» (από το μπλογκ του diffusedlight.blogspot.com

Τρίτη βράδυ. Στην Γ΄ Σεπτεμβρίου ένας μικρόσωμος άνδρας (Ινδός ή Μπαγκλαντεσιανός) που το χείλος του αιμορραγεί δέχεται τη φροντίδα τριών Ελλήνων μπροστά από ένα φαρμακείο. Σε όλο το πεζοδρόμιο μέχρι τον ΟΤΕ υπάρχουν κηλίδες αίματος· λίγο πιο κάτω πάλι αίμα, πρόχειρα σφουγγαρισμένο αυτή τη φορά και δυο γυναίκες που φωνάζουν: «Να τους σκοτώσουν στο ξύλο όλους. Αμάν πια!».

Φωτογραφία του Γιάννη Καφκά, από την ενότητα «open wound» (από το μπλογκ του diffusedlight.blogspot.com

Δυο μέρες μετά, τη στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο, ναζιστικές ομάδες συνεχίζουν να καταδιώκουν συντεταγμένα και να ξυλοκοπούν όποιον νομίζουν ξένο, να καταστρέφουν βιτρίνες και να λεηλατούν καταστήματα μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας. Έχουν προηγηθεί οι στυγνές δολοφονίες δύο ανθρώπων από άγνωστους δράστες, η μία την Τρίτη το πρωί στη συμβολή των οδών Γ΄ Σεπτεμβρίου και Ηπείρου με θύμα έναν 44χρονο Έλληνα και λάφυρο μια βιντεοκάμερα και η δεύτερη τα ξημερώματα της Πέμπτης στα Κάτω Πατήσια με θύμα έναν 21χρονο μετανάστη από το Μπαγκλαντές.

Η αναφορά στα γεγονότα δεν γίνεται βέβαια με πρόθεση ειδησεογραφική ή ενημερωτική, αλλά κυρίως για να μπορέσω εγώ ο ίδιος να βάλω τα πράγματα σε μια σειρά, για να μπορέσω να σκεφτώ. Είναι φορές που οι εξελίξεις μας προσπερνούν ή μας καθηλώνουν, και τότε δυσκολεύει ακόμη περισσότερο η προσπάθεια να τις κατανοήσεις και πόσω μάλλον να μιλήσεις γι’ αυτές. Το δράμα της μετανάστευσης, η πολιτική και η απουσία της, ο ρατσισμός κι ο εθνικισμός, η φτώχεια και η ανθρώπινη δυστυχία που δεν έχουν χρώμα και φυλή, η εκμετάλλευση και το οργανωμένο έγκλημα, το κράτος και το παρακράτος, η ανθρωποφαγία των ΜΜΕ και η δική μας, όλα ξαφνικά φαντάζουν λέξεις αδύναμες, παγωμένες και βουβές μπροστά στην όψη του αίματος. Και ο κύκλος δεν κλείνει εδώ.

Τετάρτη μεσημέρι, ο Γιάννης Καυκάς, 31 χρόνων. Παραμένει μέχρι σήμερα στην εντατική σε κρίσιμη κατάσταση μετά από τα δολοφονικά χτυπήματα των αστυνομικών δυνάμεων στο πλαίσιο της καταστολής της απεργιακής κινητοποίησης της Τετάρτης. Ένα «μεμονωμένο περιστατικό», όπως και τόσα άλλα, θυσία στο βωμό της τάξης και της ασφάλειας. Περιστατικό άμεσα καταδικασθέν από σύσσωμο τον πολιτικό κόσμο, μαζί με την τυπική και τόσο υποκριτική καταδίκη της βίας «απ’ όπου κι αν προέρχεται».

Συνέχεια ανάγνωσης

Μια επίσκεψη στη Λουίζ Μισέλ

Standard

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

του Πολ Λαφαργκ

 μετάφραση: Χρήστος Κεφαλής

Kυκλοφορεί, τις αμέσως επόμενες μέρες, ο δεύτερος τόμος του περιοδικού Μαρξιστική Σκέψη (Μάιος-Αύγουστος 2011). Κεντρική θέση στα περιεχόμενά του έχει το αφιέρωμα στα 140 χρόνια της Παρισινής Κομμούνας, με κείμενα των Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Ιούλιου Βαλέ, Λουίζ Μισέλ, Ελί Ρεκλί, Ρ. Ποστγκέιτ, Τ. Μαστρογιαννόπουλου, Τ. Κλιφ και Ορ. Πασχαλινά.

Ο αναγνώστης θα βρει ακόμη αφιερώματα στις αραβικές επαναστάσεις και το πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα. Η οικονομική αρθρογραφία του τόμου περιλαμβάνει κείμενα για το δημόσιο χρέος και τη στρατηγική της Αριστεράς (Γ. Δραγασάκης, Π. Λαφαζάνης, Σ. Σακοράφα, Γ. Τόλιος, Μ. Χουσόν, Δ. Μάνος) και θεωρητικές αναλύσεις των Μ. Σκούφογλου, Τζ. Τσουνάρα και Ντ. Κοτζ γύρω από τη σύνδεση της κρίσης με τα γνωρίσματα του τωρινού καπιταλιστικού σταδίου της παγκοσμιοποίησης. Ακολουθούν μια ιστορική αναφορά στον Ηλία Ρούνη, ένα εκτενές αφιέρωμα στον επιφανή ρώσο μαρξιστή Γκεόργκι Πλεχάνοφ, μια κριτική της θεωρίας του ευφυούς σχεδιασμού, άρθρα για το θεατρικό Δείπνο με τον σύντροφο Στάλιν και τη μινωική τέχνη, καθώς και βιβλιοκριτικές. Περισσότερες πληροφορίες στο δικτυακό τόπο www.marxistikiskepsi.gr.

Τα «Ενθέματα» προδημοσιεύουν σήμερα, τη συζήτηση του Πολ Λαφάργκ (ηγετική φυσιογνωμία του γαλλικού σοσιαλιστικού κινήματος και γαμπρός του Μαρξ) με τη Λουίζ Μισέλ, τη διακεκριμένη ηγέτιδα της Κομμούνας, στη φυλακή όπου κρατούνταν· το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Le Socialiste, 26 Σεπτέμβρη 1885.

«ΕΝΘΕΜΑΤΑ»


Jules Girardet, «Η σύλληψη της Λουίζ Μισέλ», 1883

–Τι τρέχει με σένα; Φαίνεσαι αναστατωμένος, σαν η θέα μιας φυλακής να σε ενοχλεί, μου είπε χαμογελαστά η Λουίζ Μισέλ καθώς μπήκα.

–Πολίτισσα, είναι οδυνηρό για μας να ξέρουμε ότι είσαι φυλακισμένη. Αλλά δεν περίμενα να σε δω πίσω από μια θυρίδα. Έλπιζα να σου μιλήσω σε ένα δωμάτιο, να κρατήσω τα χέρια σου.

–Αγαπητέ μου Λαφάργκ, απάντησε, δεν υπάρχει άλλη αίθουσα σε αυτό το ξενοδοχείο όπου οι αστοί με έχουν τοποθετήσει δωρεάν. Δεν παραπονούμαι. Σου λέω την αλήθεια, μου έχουν τύχει και χειρότερα. Βρήκα μια ευτυχία στη φυλακή που ποτέ δεν γνώριζα όταν ήμουν ελεύθερη· έχω χρόνο να μελετώ και επωφελούμαι. Όταν ήμουν ελεύθερη είχα τις τάξεις μου: 150 σπουδαστές ή περισσότερους. Δεν αρκούσαν για να ζω, επειδή τα δύο τρίτα από αυτούς δεν με πλήρωναν. Έπρεπε να παραδίδω μαθήματα στη μουσική, τη γραμματική, την ιστορία, κάτι απ’ όλα, ως τις 10 ή 11 το βράδυ, και όταν πήγαινα σπίτι έπεφτα να κοιμηθώ εξαντλημένη, ανίκανη να κάνω οτιδήποτε. Τότε θα είχα προσφέρει χρόνια της ζωής μου για να έχω χρόνο να αφιερώσω στη μελέτη.

Εδώ, στον Άγιο Λάζαρο, έχω χρόνο για τον εαυτό μου, πολύ χρόνο, και είμαι ευτυχισμένη γι’ αυτό: διαβάζω, μελετώ. Έμαθα αρκετές γλώσσες. Ένας φίλος, ο Γκ…, μου έδωσε μαθήματα ρωσικής και μπορώ ήδη να τη διαβάζω και να τη γράφω λίγο. Ξέρεις ότι έχω άριστη μνήμη, το κύριο που χρειάζεται για τη μελέτη μιας γλώσσας. Έμαθα αγγλικά εντελώς μόνη μου… Για να αναλάβω αυτό που θέλω να κάνω όταν βγω από τη φυλακή, πρέπει να ξέρω αρκετές γλώσσες. Συνέχεια ανάγνωσης

Η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου και άλλες πολεοδομικές φαντασιώσεις για το κέντρο της πόλης

Standard

του Κωστή Χατζημιχάλη

Φωτογραφία του Σπύρου Δρίβα

Η πρόθεση της κυβέρνησης να προκηρύξει διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για τη πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου και η ευρύτατη δημοσιότητα του θέματος, με εκπομπές στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση και με δημοσιεύσεις στις εφημερίδες, έχει καλλιεργήσει υπερβολικές προσδοκίες, ακόμη και μύθους. Ακούμε και διαβάζουμε για τη «δημιουργία μια νέας συλλογικής ταυτότητας της πόλης μας», ότι η πολεοδομική παρέμβαση στην Πανεπιστημίου θα «δώσει νέα πνοή επαναφέροντας τους κατοίκους στο κέντρο», ακόμη και για «επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων» του κέντρου.

Δεν θα συζητήσω την προτεραιότητα του εγχειρήματος στη σημερινή δεινή οικονομική συγκυρία, σε μια πόλη που δεν έχει λύσει ακόμη το πρόβλημα των σκουπιδιών της. Δεν θα συζητήσω επίσης το κόστος των ερευνών που στηρίζουν την πρόταση και το κόστος του διεθνούς διαγωνισμού, με πιθανό αποδέκτη το αρχείο του ΥΠΕΚΑ, όπως συνέβη με τον αντίστοιχο για το αεροδρόμιο του Ελληνικού πριν εφτά χρόνια. Θέλω όμως να φωνάξω δυνατά ότι η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου είναι ένα μεγάλο πολεοδομικό λάθος, δεν απαντά σε κανένα ουσιαστικό πρόβλημα του κέντρου, ενώ αντιθέτως θα ανατρέψει την ιστορική του ταυτότητα και θα δημιουργήσει σοβαρά κυκλοφοριακά και κοινωνικά προβλήματα στις γειτονικές περιοχές και στη περίμετρο του δακτυλίου. Εξηγούμαι.

Φωτογραφία του Σπύρου Δρίβα

Ένα μεγάλο πολεοδομικό λάθος

1. Η Πανεπιστημίου είναι σχεδιασμένη από το 19ο αιώνα ως ένα βασικό βουλεβάρτο-λεωφόρος της πόλης, ένας βασικός αστικός συντελεστής με ιστορικά χαρακτηριστικά διαμπερούς διέλευσης. Η μετατροπή του σε πεζόδρομο ανατρέπει τις ιστορικές καταβολές της λειτουργίας και του συμβολισμού της ως λεωφόρου και θα αναπαράγει το λάθος του πρόσφατου σχεδιασμού της Ομόνοιας που, από κυκλοφοριακός κόμβος-αναφορά της πόλης, έχει μετατραπεί σε μια αμήχανη, σκοτεινή διέλευση πεζών.

2. Είναι ο πιο φαρδύς δρόμος του κέντρου με επαρκέστατα πεζοδρόμια. Αντί της συνολικής πεζοδρόμησης θα μπορούσαν τα τελευταία να διευρυνθούν και να φυτευτούν, να δημιουργηθεί ποδηλατόδρομος και να επεκταθεί η γραμμή του τραμ, χωρίς να χάσει τη λειτουργία της λεωφόρου. Η παρέμβαση γίνεται εντελώς αποσπασματικά σε ένα μικρό τμήμα της πόλης, χωρίς συνολικότερο σχεδιασμό και με άγνωστες συνδέσεις με το υπό μελέτη νέο ρυθμιστικό της. Συνέχεια ανάγνωσης

Iστορία της εργασίας: νέες προσεγγίσεις σε ένα διαρκές ζήτημα

Standard

συνέντευξη με τη Δήμητρα Λαμπροπούλου 

Το περιοδικό Ιστορείν, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για την έκδοση του δέκατου τεύχους του, οργανώνει την επόμενη εβδομάδα ένα μεγάλο και ενδιαφέρον συνέδριο για την ιστορία της εργασίας. Με την ευκαιρία αυτή, μιλήσαμε με την ιστορικό Δήμητρα Λαμπροπούλου, μέλος της οργανωτικής επιτροπής του Συνεδρίου.

 

Διαδήλωση υπαλλήλων, Αθήνα 1927 (Αρχείο ΓΣΕΕ)

Την πρώτη μου ερώτηση την αντιγράφω από το πρόγραμμα του συνεδρίου: «Γιατί ένα συνέδριο για την εργασία»; 

* Σε μια εποχή κατά την οποία η εργασία και το μέλλον της τελούν υπό καθεστώς έντονων συζητήσεων και αντιπαραθέσεων, ο καιρός είναι ώριμος για να προβληματιστούμε πάνω στην ιστορία της εργασίας. Αυτή είναι μια πρόταση με την οποία ξεκινούσε ένα σημαντικό βιβλίο με τον τίτλο Τα ιστορικά νοήματα της εργασίας, που εκδόθηκε το 1987 υπό την επιμέλεια του βρετανού ιστορικού Πάτρικ Τζόις. Σχεδόν 25 χρόνια αργότερα, η πρόταση διατηρεί την επικαιρότητά της. Σκεφτείτε τα χαρακτηριστικά της τρέχουσας συγκυρίας που ξαναφέρνουν την εργασία στο επίκεντρο των δημόσιων παρεμβάσεων: η διεθνής οικονομική κρίση, τα σύγχρονα μεταναστευτικά ρεύματα, οι μετασχηματισμοί του διεθνούς καταμερισμού, η αποδιάρθρωση των κοινωνικών πολιτικών, οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις, η δραματική ανάκαμψη των δεικτών ανεργίας, η αγωνία για την επιδείνωση των όρων ένταξης στην εργασιακή διαδικασία, που φαίνεται να αποτελεί συστατικό της κοινωνικοποίησης των νεότερων γενεών. Οι οξυμένες μορφές που αποκτά το πρόβλημα στις συνθήκες της ύφεσης διασταυρώνονται με προγενέστερες έγνοιες, οι οποίες αφορούν το χαρακτήρα της εργασίας σε συνθήκες τριτογενοποίησης της οικονομίας και παγκοσμιοποίησης του παραγωγικού περιβάλλοντος.

Συνέχεια ανάγνωσης

Κώστας Θεοδοσίου, ο ΕAMίτης

Standard

του Σπύρου Ι. Ασδραχά

Τ’ απόφωνα του Κώστα μου φτάσανε με δυο μηνών καθυστέρηση ως τη στιγμή που γράφω. Δεν ήταν του γραπτού λόγου, κι έτσι δεν τον ξέρουν παρά όσοι τον γνώρισαν· ήταν αφηγητής. Ούτε ήταν δημόσιο πρόσωπο: δάσκαλος ήταν στη στοιχειώδη εκπαίδευση. Πατρίδα του το Σκαμνέλι, Ζαγορήσιος λοιπόν και Ριζαρίτης. Δεν πέθανε νέος, αλλά αγγίζοντας τα 90. Όταν τον ρωτούσες σε ποιο κόμμα ήταν, απαντούσε: ΕΑΜίτης. Πέρασε από την Αντίσταση, αλλά επιβίωσε χωρίς κλυδωνισμούς. Ήταν πατριώτης και πίστευε και στους μύθους ακόμη της ιστορίας μας: τυπικός εκπρόσωπος της πατριωτικής εαμικής ώσμωσης, που είχε ως έδρασμα την αξιοπρέπεια, ατομική και συλλογική, και τη δικαιοσύνη.

Χαρακτικό της Βάσως Κατράκη, από παράνομο λεύκωμα, έκδοση ΕΛΑΣ-ΕΑΜ, 25 Μάρτη 1943

Είχε ωραία φωνή, έψελνε και τραγουδούσε δημοτικά κι αντάρτικα κι απ’όσο θυμάμαι ποτέ ρεμπέτικα.

Τον γνώρισα από τον Λέανδρο Βρανούση, συντοπίτη του. Τρώγαμε πού και πού (είμαστε στη δεκαετία του 1950) τα μεσημέρια συνήθως, σε μια ταβέρνα στα Εξάρχεια, δυο βήματα από την κάμαρη του Λέανδρου, γεμάτη βιβλία· κάπου εκεί κοντά ήταν και το «καμαρί», όπως το έλεγε, του Κώστα Κουλουφάκου. Από τους νεώτερους, ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος, ο υποφαινόμενος και ίσως και ο ευφάνταστος ζωγράφος Θέμος Μάιπας, κι αυτός Ζαγορήσιος· καλή φωνή, τραγουδούσε κι αυτός βλάχικα τραγούδια, εκεί ή αλλού, ίσως αυτοσχεδιάζοντας. Ανάμεσα στους μεγαλύτερους, ο Βασίλης Σφυρόερας. Εκεί ακούγαμε την πλούσια κλίμακα της φωνής του Κώστα Θεοδοσίου: «Τούρκοι, βαστάτε τα’ άλογα / λίγο να ξανασάνω», κατσαντωνέικο τραγούδι και άλλα. Με τον Λέανδρο πηγαίναμε σε ένα υπόγειο της οδού Δώρου στην Ομόνοια, όπου έπαιζαν οι Χαλκιάδες — δεν έφτασα τον Φίλιππο Ρούντα· ερχόταν, αν δεν ξαστοχεύω, κι ο Κώστας. Όταν τέλειωναν ό,τι είχαν να πουν για τους σωφεραίους που σύχναζαν εκεί, έπαιζαν και για μας, το συντοπίτη τους δηλαδή Λέανδρο: ωραία ηπειρώτικα τραγούδια, όχι χορευτικά. Συνέχεια ανάγνωσης

Ο πυρομανής πυροσβέστης και η μαλακή σκανδάλη

Standard

ΑΝΤΙΚΛΙΜΑΚΑ

 του  Κώστα Αθανασίου

Αντόνιο Μπέρνι, «Η διαδήλωση», 1934

«Ο δρόμος ήταν στρωμένος με φέιγ βολάν. Έσκυψα και πήρα ένα. Έλεγε: “Η Κοσμοχαλασιά που η κυβέρνηση αρνείται να δει”. Είχαν φωτογραφίες από ένα τετράγωνο, πριν και μετά την Κοσμοχαλασιά. Στο “πριν” έβλεπες σπίτια το ένα δίπλα στ’ άλλο, ενώ στο ‘μετά’ φαίνονταν μόνο άδειες αλάνες».

Η χρονιά της ερήμου, του Αργεντινού Πέδρο Μαϊράλ (μτφ. Β. Κνήτου, Πόλις), είναι ένα βιβλίο που σίγουρα έκανε αίσθηση το 2010, όταν κυκλοφόρησε στην Ελλάδα. Ο Μαϊράλ περιγράφει μια δυστοπική κατάσταση, την Κοσμοχαλασιά, που εξαπλώνεται και κατατρώγει μια ολόκληρη χώρα, τη διαβρώνει, μέχρι που τελικά τη διαλύει. Η Κοσμοχαλασιά συντρίβει τα πάντα στο διάβα της· πάνω απ’ όλα όμως συντρίβει τους ανθρώπους, τη ζωή τους, τις σχέσεις ανάμεσά τους. Η Κοσμοχαλασιά, τελικά, είναι ένα κύμα αγριότητας που σαρώνει τα πάντα.

Ένα χαρακτηριστικό είναι το πώς, στα πρώτα στάδια της Κοσμοχαλασιάς, η καταστολή «κοινωνικοποιείται», ασκείται από τον διπλανό και τον γείτονα, παραλογίζεται, παίρνει διαστάσεις νοσηρές: «“Δεν μπορείτε να διαβάζετε στην ουρά, δεσποινίς”. “Γιατί;” τον ρώτησα, κι ένας τύπος που ήταν πιο πίσω, με την επιδοκιμασία όλων, είπε: “Δεν γίνεται να διαβάζεις, αγαπητή μου, αν περιμένεις, περιμένεις”».

   Το βιβλίο διαβάστηκε από πολλούς ως μια αλληγορία και απειλητική «υπενθύμιση» της ερήμωσης που έφεραν στην Αργεντινή τα χρόνια του ΔΝΤ (του «πυρομανή πυροσβέστη», όπως το αποκαλούσαν) και η οποία κορυφώθηκε με την κρίση του 2001, όταν η χώρα έζησε αυτό που ο οικονομολόγος Ατίλιο Μπορόν αποκάλεσε «κοινωνικό ολοκαύτωμα». Συνέχεια ανάγνωσης

Δημόσια ιδιοκτησία και κοινοκτημοσύνη

Standard

του Άντον Πάννεκουκ

μετάφραση από τα αγγλικά: Γ. Παπαπαναγιώτου

Στις 28 Απριλίου συμπληρώθηκαν 51 χρόνια από τον θάνατο του Άντον Πάννεκουκ. Με την ευκαιρία αυτή, και με μικρή καθυστέρηση, δημοσιεύουμε το κείμενο του Πάνεκουκ «Δημόσια ιδιοκτησία και κοινοκτημοσύνη» (δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Western Socialist, τον Νοέμβριο του 1947), μαζί με εισαγωγικό σημείωμα του μεταφραστή, Γιώργου Παπαναγιώτου. Επίσης, στο μπλογκ των «Ενθεμάτων» (enthemata.wordpress.com) δημοσιεύονται σήμερα τέσσερα ακόμα κείμενα του Πάννεκουκ («Η αποτυχία της εργατικής τάξης», «Γιατί απέτυχαν τα προηγούμενα επαναστατικά κινήματα», «Οι ατομικές πράξεις και η πάλη των μαζών», «Οι καταστροφές σαν μέσο πάλης»), όλα σε μετάφραση Γ. Παπαναγιώτου.

«Ε»

 Όλοι παραδέχονται ότι στόχος του σοσιαλισμού είναι να πάρει τα μέσα παραγωγής από τα χέρια της καπιταλιστικής τάξης και να τα παραδώσει στους εργαζόμενους. Μιλώντας γι’ αυτόν τον στόχο, χρησιμοποιούνται αδιακρίτως –σα να ήταν ταυτόσημες– οι εκφράσεις «δημόσια ιδιοκτησία» και «κοινοκτημοσύνη» των μέσων παραγωγής. Κι όμως, υπάρχει σαφής και θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των δύο εκφράσεων.

Δημόσια ιδιοκτησία είναι το δικαίωμα ιδιοκτησίας, δηλαδή το δικαίωμα διάθεσης, που ασκείται από ένα δημόσιο σώμα το οποίο εκπροσωπεί την κοινωνία, δηλαδή από μια κυβέρνηση, από την κρατική εξουσία ή από κάποιο άλλο πολιτικό σώμα. Τα πρόσωπα που αποτελούν αυτό το σώμα, οι υπουργοί, οι πολιτικοί, οι αξιωματούχοι, οι διοικητές, οι διαχειριστές, είναι οι άμεσοι κύριοι των μέσων παραγωγής· αυτοί διευθύνουν και ρυθμίζουν την παραγωγική διαδικασία και διοικούν τους εργαζόμενους. Από την άλλη πλευρά, η κοινοκτημοσύνη είναι το δικαίωμα διάθεσης που ασκείται από τους ίδιους τους εργαζόμενους· η ίδια η εργατική τάξη –με την ευρύτερη δυνατή σημασία του όρου, δηλαδή του συνόλου όσων συμμετέχουν στην καθαρά παραγωγική εργασία, συμπεριλαμβανομένων των εργατών, των υπαλλήλων, των αγροτών και των επιστημόνων–, οι εργαζόμενοι, είναι οι άμεσοι κύριοι του παραγωγικού μηχανισμού, διαχειρίζονται, διευθύνουν και ρυθμίζουν οι ίδιοι την παραγωγική διαδικασία, η οποία είναι στην πραγματικότητα η κοινή τους εργασία. Συνέχεια ανάγνωσης

Άντον Πάννεκουκ* (1873-1960)

Standard

του Γιώργου Παπαπαναγιώτου

Γεννήθηκε στις 2 Ιανουαρίου του 1873, στο Βάσσεν, ένα μικρό χωριό της αγροτικής επαρχίας Γκέλντρε της Ολλανδίας.[1] Από τα χρόνια που πέρασε εκεί, διατήρησε τη συνήθεια να εκφράζεται με απλότητα και αμεσότητα. Σπούδασε μαθηματικά, φυσική και αστρονομία στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν.[2] Πέθανε, σε ηλικία ογδόντα επτά ετών, το 1960.

Πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ήδη ευρύτατα γνωστός στην Ευρώπη και τη Β. Αμερική ως θεωρητικός του μαρξισμού –με τ’ όνομά του και με το ψευδώνυμο Καρλ Χόρνερ –, όχι μόνον για τη βαθιά γνώση του, αλλά και για τη σχολαστική ακρίβεια, την απλότητα, τη σαφήνεια, τη ζωντάνια και την αμεσότητα που τον χαρακτηρίζουν. Συνέχεια ανάγνωσης

Η αποτυχία της εργατικής τάξης

Standard

 του Άντον Πάννεκουκ

 Μετάφραση: Γ. Παπαπαναγιώτου

 (γράφηκε στα αγγλικά και δημοσιεύτηκε στην αμερικανική επιθεώρηση Politics, το 1946, πηγή: Kurasje archives)

Άντεν Πάννεκουκ

Σε προηγούμενα τεύχη της πολιτικής επιθεώρησης Politics, τέθηκαν τα εξής ζητήματα: Γιατί η εργατική τάξη απέτυχε στην ιστορική της αποστολή; Γιατί δεν αντιστάθηκε στον Εθνικοσοσιαλισμό στη Γερμανία; Γιατί δεν υπάρχει ούτε ίχνος επαναστατικού κινήματος στους εργαζόμενους της Αμερικής; Τι έχει συμβεί στην κοινωνική ζωτικότητα της παγκόσμιας εργατικής τάξης; Γιατί, σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, οι μάζες δεν φαίνονται πια ικανές ν’ αναλάβουν οποιαδήποτε νέα πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση της αυτο-απελευθέρωσής τους;

Ελπίζουμε οι σκέψεις που ακολουθούν να μπορέσουν να ρίξουν λίγο φώς σ’ αυτόν τον προβληματισμό.

Είναι πολύ εύκολο να αναρωτιέται κανείς: «Γιατί δεν εξεγέρθηκαν οι εργαζόμενοι εναντίον της φασιστικής απειλής». Για ν’ αγωνιστείς, όμως, πρέπει να έχεις μια ξεκάθαρη και θετικά φορτισμένη επιδίωξη. Σε σχέση με το φασισμό, στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, υπήρχαν γι’ αυτούς μόνον δύο τρόποι αντίδρασης: θα έπρεπε είτε να τον υποστηρίξουν είτε να επιστρέψουν στον παλιό καπιταλισμό, με την ανεργία του, τις κρίσεις του, τη διαφθορά και την αθλιότητά του – τη στιγμή που ο Εθνικοσοσιαλισμός παρουσιαζόταν ως μια αντικαπιταλιστική βασιλεία της εργασίας, χωρίς ανεργία, μια βασιλεία εθνικού μεγαλείου και πολιτικών πρακτικών που ενέτασσαν τον καθένα και όλους μαζί στους κόλπους μιας μεγάλης εθνικής ενότητας.  Συνέχεια ανάγνωσης

Δύο άρθρα του Πάννεκουκ μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ

Standard

 Τα δύο άρθρα που ακολουθούν, «Οι ατομικές πράξεις και η πάλη των μαζών» και «Οι καταστροφές σαν μέσο πάλης», γράφηκαν τον Μάρτιο του 1933, εν θερμώ, αμέσως μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ (του γερμανικού κοινοβουλίου), στις 27 Φεβρουαρίου, από τον κομμουνιστή Μαρίνους Βαν ντερ Λούμπε, που ήθελε με αυτόν τον τρόπο να διαμαρτυρηθεί για την άνοδο των ναζί στην εξουσία (οι ναζί πήραν το 33,1% των ψήφων στις εκλογές του Νοέμβριου του 1932 και τους δόθηκε εντολή να σχηματίσουν κυβέρνηση – εντελώς νόμιμα- στις 30 Ιανουαρίου του 1933).

Σχετικά με το γεγονός, διατυπώθηκαν από τους ιστορικούς πολλές εκδοχές. Μερικοί ισχυρίζονται ότι τη νύχτα της 27ης Φεβρουαρίου, ένα τμήμα των ναζιστικών ταγμάτων εφόδου, χρησιμοποιώντας ένα υπόγειο διάδρομο από την κατοικία του ναζί υπουργού εσωτερικών (του Γκαίρινγκ) έως το κοινοβούλιο, πήγαν εκεί και διασκόρπισαν πολύ εύφλεκτα υλικά. Η παρουσία του Βαν ντερ Λούμπε, την ίδια στιγμή και σ’ εκείνο το σημείο, την ώρα που έβαζε κι αυτός φωτιά, ήταν απλώς μια σύμπτωση. Σύμφωνα με μιαν άλλη εκδοχή, κάποιοι μυστικοί πράκτορες των ναζί παρέσυραν επιτήδεια τον Βαν ντερ Λούμπε στο απονενοημένο του διάβημα. Το σίγουρο είναι ότι ο Χίτλερ αξιοποίησε με μεγάλη επιδεξιότητα την παρουσία του στον τόπο του εγκλήματος.

Γ.Π.

Οι ατομικές πράξεις και η πάλη των μαζών

του Άντον Πάννεκουκ

(δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 1933, στο Persdienst Van De Groep Van Internationale Communisten No 7)

Α. Πάννεκουκ

Για τον εμπρησμό του Ράϊχσταγκ (σ.τ.μ., του γερμανικού κοινοβουλίου) από τον Van der Lubbe, διατυπώθηκαν πολλές και διαφορετικές απόψεις. Στα όργανα της κομμουνιστικής αριστεράς (Spartacus, De Radencommunist), η πράξη χαρακτηρίστηκε ως πράξη ενός επαναστάτη κομμουνιστή. Να επιδοκιμάζεις και να χειροκροτείς μια τέτοια πράξη σημαίνει ότι την φέρνεις σαν παράδειγμα προς μίμησιν, ότι προτείνεις να επαναληφθεί. Αξίζει, λοιπόν, να μπούμε στον κόπο να καταλάβουμε ποια ήταν όντως η χρησιμότητά της.

Πως θα μπορούσε να έχει νόημα μια τέτοια πράξη; Μόνον εάν είχε ως στόχο και αποτέλεσμα να δώσει ένα χτύπημα και να αποδυναμώσει την κυρίαρχη αστική τάξη. Στην περίπτωση αυτή, τέτοιο ζήτημα δεν τίθεται. Η αστική τάξη δεν πληγώθηκε ούτε τόσο δα από τον εμπρησμό του Ράϊχσταγκ, η κυριαρχία της δεν απειλήθηκε καθόλου, απ’ όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς. Ίσα-ίσα, η κυβέρνηση των ναζί άρπαξε την ευκαιρία να ενισχύσει σημαντικά τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και την τρομοκρατία της εναντίον του εργατικού κινήματος – και πρέπει να μελετηθούν με προσοχή οι μελλοντικές συνέπειες αυτής της νέας κατάστασης[1].

Ακόμη, όμως, κι αν μια τέτοια πράξη όντως έπληττε ή αποδυνάμωνε την κυρίαρχη αστική τάξη, η μόνη συνέπειά της θα ήταν να οδηγήσει τους εργάτες στο συμπέρασμα ότι για την απελευθέρωσή τους τέτοιες ατομικές πράξεις θα ήταν αρκετές από μόνες τους. Συνέχεια ανάγνωσης

Γιατί απέτυχαν τα προηγούμενα επαναστατικά κινήματα

Standard

του Άντον Πάννεκουκ

μετάφραση: Γιώργος Παπαπαναγιώτου

 (Δημοσιεύτηκε το φθινόπωρο του 1940, στο περιοδικό Living Marxism, τόμος 5, Νο 2. H συγκεκριμένη μετάφραση  δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο τεύχος 72, Νοέμβριος 2010, του περιοδικού Σημειώσεις των εκδόσεων Έρασμος. )

Τζορτζ Γκρος, "Ρομπότ της δημοκρατίας"

Πριν από τριάντα χρόνια, όλοι οι σοσιαλιστές ήταν πεπεισμένοι ότι ο επερχόμενος πόλεμος μεταξύ των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων θα σήμαινε την τελική καταστροφή του καπιταλισμού και ότι θα ακολουθούνταν από την προλεταριακή επανάσταση. Αυτές οι ελπίδες παρέμειναν ισχυρές, ακόμη και μετά το ξέσπασμα του πολέμου και την κατάρρευση του σοσιαλιστικού και εργατικού κινήματος ως επαναστατικού παράγοντα. Ακόμη και τότε, ήταν πεπεισμένοι ότι η παγκόσμια επανάσταση θα επακολουθούσε,  σαν συνέπεια του παγκόσμιου πόλεμου. Και, πράγματι, ήρθε. Σαν φωτεινό μετέωρο, η Ρωσική επανάσταση φούντωσε και έλαμψε σ’ όλη τη γη, και οι εργαζόμενοι σε όλες τις χώρες του κόσμου αναθάρρησαν κι άρχισαν να κινητοποιούνται.

Λίγα χρόνια μετά, όμως, έγινε σαφές ότι η επανάσταση έπαιρνε την κατιούσα, ότι οι κοινωνικές αναταραχές μειώνονταν και ότι το καπιταλιστικό καθεστώς, σιγά – σιγά, παλινορθωνότανε στην εξουσία. Σήμερα, το επαναστατικό εργατικό κίνημα βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο του και ο καπιταλισμός είναι πιο ισχυρός από οποτεδήποτε στο παρελθόν. Για άλλη μια φορά, γίνεται ένας μεγάλος πόλεμος και ξανά οι εργαζόμενοι και οι κομμουνιστές αναρωτιούνται: άραγε αυτός ο πόλεμος θα αποδυναμώσει το καπιταλιστικό σύστημα σε τέτοιο βαθμό ούτως ώστε να προκύψει μια εργατική επανάσταση; Άραγε θα επαληθευτεί αυτή τη φορά η προσδοκία μιας νικηφόρας πάλης για την ελευθερία της εργατικής τάξης; Συνέχεια ανάγνωσης

Τα παιδία δέρνει

Standard

του Στρατή Μπουρνάζου

Φωτογραφία του Γιάννη Καυκά, από την ενότητα «open wound» (από το μπλογκ του diffusedlight.blogspot.com)

To βίντεο κυκλοφορεί ευρύτατα στο διαδίκτυο, θα το έχετε δει. Ένας νεαρός σωριασμένος στο οδόστρωμα, και από πάνω τρεις άντρες των ΜΑΤ τον έχουν κυκλώσει και τον κοπανάνε. Σηκώνουν τα γκλομπ ψηλά, παίρνουν φόρα και τα κατεβάζουν με δύναμη. Ένας ακόμα Ματατζής τρέχει με σπουδή, μπας και δεν προλάβει το πανηγύρι, κι αρχίζει κι αυτός να κλωτσάει τον πεσμένο. Και άλλες εικόνες, αυτές τις είδα στο tvxs, τα ΜΑΤ να κραδαίνουν απειλητικά τα γκλομπ ανάποδα, για να μπορούν να χτυπάνε με τη μεταλλική λαβή. Και Ματατζήδες που βαράνε, καταπρόσωπα, με μπουνιές και γονατιές, έναν διαδηλωτή. Κάπως έτσι, σκέφτηκα, θα χτύπησαν και τον Γιάννη Καυκά που χαροπαλεύει στην Εντατική του Γενικού Κρατικού της Νίκαιας — κι όλες οι σκέψεις και οι ευχές μας, αν μπορούν οι ευχές να έχουν κάποια δύναμη, το μυαλό κι η καρδιά μας είναι εκεί, να ζήσει το παλικάρι και να μην του αφήσει κουσούρι η μανία των βαρβάρων.

Φωτογραφία του Γιάννη Καυκά, από την ενότητα «open wound»

Δεν θα επιμείνω, άλλωστε οι περισσότεροι τις έχουμε δει κάμποσες φορές τις εικόνες αυτές, όχι στην οθόνη, αλλά ζωντανά, στον δρόμο. Κι όμως, πιο τρομακτικές κι απ’ τις εικόνες μού φαίνονται οι αντιδράσεις των κυβερνητικών. Τη στιγμή που τα βίντεο κάνουν τον γύρο του κόσμου, τη στιγμή που ο Γ. Καυκάς μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σε «προθανάτιο κατάσταση» (κατά το ιατρικό ανακοινωθέν), που σε έναν ακόμα τραυματία έγινε σπληνεκτομή, τη στιγμή που μια κατά κοινή ομολογία ειρηνική πορεία καταλήγει με δεκάδες σοβαρά τραυματισμένους — αυτή τη στιγμή λοιπόν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος καταδικάζει τη βία «από όπου και αν προέρχεται», αφιερώνοντας τη μισή του δήλωση σε συμψηφισμούς, στηλιτεύοντας αυστηρά το γεγονός ότι οι συγκεντρωμένοι έξω από το Γενικό Κρατικό έκραξαν ή προπηλάκισαν τους ασφαλίτες που το επισκέφθηκαν. Ο δε Χάρης Καστανίδης, με τη σειρά του, δήλωσε: «Είναι παιδιά που συγκρούονται μεταξύ τους. Οι αστυνομικοί ήταν επί 4 μήνες σε συγκρούσεις στην Κερατέα δεχόμενοι μολότοφ, είναι άνθρωποι κι αυτοί που έχουν αντοχές»!

Όσον αφορά τον Γ. Πεταλωτή, με τον συμψηφισμό και τη διάχυση της βίας είναι σαφές ότι επιδιώκει τη σχετικοποίηση και την παράκαμψη των συγκεκριμένων περιστατικών. Καταδικάζουμε γενικώς την πάσης φύσεως βία (άρα μπαίνουν στο ίδιο ντορβά ο παρ’ ολίγον θάνατος και οι αποδοκιμασίες) από όποιον και αν προέρχεται (είτε είναι όργανο της πολιτείας είτε ο οιοσδήποτε), άρα ούτε γάτα ούτε ζημιά. Ακόμα χειρότερα, οι δηλώσεις του υπουργού Δικαιοσύνης, αν το καλοσκεφτούμε, σημαίνουν κατάργηση της έννοιας του κράτους δικαίου — του κράτους, ως γνωστόν, που λειτουργεί με βάση το νόμο: περιγράφοντας τους άνδρες των ΜΑΤ όχι σαν κρατικούς λειτουργούς με συγκεκριμένα καθήκοντα και αποστολή, αλλά σαν (θερμόαιμα) «παιδιά» που συγκρούονται με άλλα «παιδιά», σαν ανθρώπους που επειδή έτρωγαν μολότοφ στην Κερατέα ξεσπάνε μόλις μπορέσουν, καταλύεις κάθε έννοια νομιμότητας. Σε μια ευνομούμενη πολιτεία, οι αστυνομικοί δρουν, τουλάχιστον οφείλουν να δρουν, βάσει εντολών, και όχι κινούμενοι από τα μεράκια ή τα ζόρια τους — εκτός αν πιστέψουμε ότι η εντολή είναι «βαράτε αλύπητα», οπότε τα πράγματα γίνονται πολύ χειρότερα (βλ. και το σχόλιο του Γ. Κυρίτση, Η Αυγή, 13.5.2011). Συνέχεια ανάγνωσης