Η αποτυχία της εργατικής τάξης

Standard

 του Άντον Πάννεκουκ

 Μετάφραση: Γ. Παπαπαναγιώτου

 (γράφηκε στα αγγλικά και δημοσιεύτηκε στην αμερικανική επιθεώρηση Politics, το 1946, πηγή: Kurasje archives)

Άντεν Πάννεκουκ

Σε προηγούμενα τεύχη της πολιτικής επιθεώρησης Politics, τέθηκαν τα εξής ζητήματα: Γιατί η εργατική τάξη απέτυχε στην ιστορική της αποστολή; Γιατί δεν αντιστάθηκε στον Εθνικοσοσιαλισμό στη Γερμανία; Γιατί δεν υπάρχει ούτε ίχνος επαναστατικού κινήματος στους εργαζόμενους της Αμερικής; Τι έχει συμβεί στην κοινωνική ζωτικότητα της παγκόσμιας εργατικής τάξης; Γιατί, σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, οι μάζες δεν φαίνονται πια ικανές ν’ αναλάβουν οποιαδήποτε νέα πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση της αυτο-απελευθέρωσής τους;

Ελπίζουμε οι σκέψεις που ακολουθούν να μπορέσουν να ρίξουν λίγο φώς σ’ αυτόν τον προβληματισμό.

Είναι πολύ εύκολο να αναρωτιέται κανείς: «Γιατί δεν εξεγέρθηκαν οι εργαζόμενοι εναντίον της φασιστικής απειλής». Για ν’ αγωνιστείς, όμως, πρέπει να έχεις μια ξεκάθαρη και θετικά φορτισμένη επιδίωξη. Σε σχέση με το φασισμό, στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, υπήρχαν γι’ αυτούς μόνον δύο τρόποι αντίδρασης: θα έπρεπε είτε να τον υποστηρίξουν είτε να επιστρέψουν στον παλιό καπιταλισμό, με την ανεργία του, τις κρίσεις του, τη διαφθορά και την αθλιότητά του – τη στιγμή που ο Εθνικοσοσιαλισμός παρουσιαζόταν ως μια αντικαπιταλιστική βασιλεία της εργασίας, χωρίς ανεργία, μια βασιλεία εθνικού μεγαλείου και πολιτικών πρακτικών που ενέτασσαν τον καθένα και όλους μαζί στους κόλπους μιας μεγάλης εθνικής ενότητας.  Κάποιοι πίστεψαν, μάλιστα, ότι όλα αυτά θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια σοσιαλιστική επανάσταση[1]. Έτσι, πράγματι, το βαθύτερο ερώτημα που θα έπρεπε να τίθεται είναι : γιατί δεν έκαναν τη δική τους επανάσταση οι ίδιοι οι γερμανοί εργαζόμενοι;

Κι όμως, οι γερμανοί εργαζόμενοι είχαν ήδη γευτεί την εμπειρία μιας επανάστασης, το 1918. Πήραν, όμως, απ’ αυτήν το μάθημα ότι ούτε το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ούτε οι μεγάλες συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες μπορούσαν να αποτελέσουν το όχημα για την απελευθέρωσή τους· αντιθέτως, αποδείχτηκε στην πράξη ότι και τα δύο λειτούργησαν σαν εργαλεία για την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Τι έπρεπε να κάνουν, λοιπόν; Ούτε το Κομμουνιστικό Κόμμα έδειχνε κάποιον διαφορετικό δρόμο· προπαγάνδιζε το ρωσικό σύστημα κρατικού καπιταλισμού, όπου η έλλειψη ελευθερίας ήταν ακόμη μεγαλύτερη.

Θα μπορούσαν, άραγε, να ήταν διαφορετικά τα πράγματα; Ο δεδηλωμένος στόχος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στη Γερμανία – και, κατ’ επέκτασιν, σε όλες τις χώρες – ήταν ο κρατικός σοσιαλισμός. Σύμφωνα με το πρόγραμμά του, η εργατική τάξη έπρεπε να κατακτήσει την πολιτική κυριαρχία, και, στη συνέχεια, χάρη στην εξουσία που θα είχε πάνω στο κράτος, να οργανώσει την παραγωγή, σ’ ένα οικονομικό σύστημα που θα σχεδιαζόταν και θα διευθυνόταν από το κράτος. Το εργαλείο της γι’ αυτόν τον σκοπό, έπρεπε να είναι το Σοσιαλιστικό Κόμμα (το Σοσιαλδημοκρατικό), το οποίο είχε ήδη αναπτυχθεί σ’ ένα τεράστιο σώμα 300.000 μελών, μ’ ένα εκατομμύριο μέλη στις συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες του και τρία εκατομμύρια ψηφοφόρους, καθοδηγούμενο από ένα γιγαντιαίο μηχανισμό πολιτικών στελεχών, που ανυπομονούσαν να καθίσουν στο θρόνο των προηγούμενων κυβερνητών. Σύμφωνα πάντα με το πρόγραμμα, στη συνέχεια, θ’ απαλλοτρίωναν με νομοθετικό διάταγμα την καπιταλιστική τάξη και θα οργάνωναν την παραγωγή, σ’ ένα σύστημα κεντρικά διευθυνόμενου σχεδιασμού.

Σ’ ένα τέτοιο σύστημα, είναι φανερό ότι οι εργαζόμενοι δεν απελευθερώνονται πλήρως, παρόλο που μπορεί να έχουν εξασφαλισμένο το μεροκάματό τους. Τα ανώτερα κλιμάκια της κοινωνίας θα έχουν αλλάξει, αλλά τα θεμέλια που υποβαστάζουν το όλο οικοδόμημα παραμένουν ίδια όπως και πριν· εργοστάσια με μισθωτούς εργάτες διοικούμενους από διευθυντές και οικονομικούς διαχειριστές. Αυτή η ιδέα περιγράφεται από τον άγγλο σοσιαλιστή G. D. H. Cole, ο οποίος, μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, είχε ισχυρή επιρροή στις εργατικές συνομοσπονδίες με τις μελέτες του για τον σοσιαλισμό και άλλες μεταρρυθμίσεις του βιομηχανικού συστήματος:

«Η συνέλευση των μετόχων μιας μεγάλης σύγχρονης επιχείρησης είναι ικανότερη να διοικήσει μια βιομηχανία απ’ ό,τι η συνέλευση των εργαζομένων. Στο σοσιαλισμό, ακριβώς όπως γίνεται και στον καπιταλισμό στην ανώτερη βαθμίδα της ανάπτυξής του, θα είναι απαραίτητο να ανατίθεται η πραγματική διοίκηση της βιομηχανικής επιχείρησης σε μισθωτούς εμπειρογνώμονες, που θα έχουν επιλεγεί με κριτήριο τις εξειδικευμένες γνώσεις τους και τις αποδεδειγμένες ικανότητές τους σε συγκεκριμένους τομείς του έργου… Δεν υπάρχει κανείς λόγος να υποθέτουμε ότι οι μέθοδοι επιλογής των διοικητών στις κοινωνικοποιημένες βιομηχανίες θα διαφέρουν κατά πολύ από αυτές που ισχύουν σήμερα στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας… Δεν υπάρχει κανείς λόγος να υποθέτουμε ότι η κοινωνικοποίηση οποιασδήποτε βιομηχανίας θα σήμαινε μεγάλη αλλαγή στο ανώτερο διοικητικό προσωπικό» (σ.σ. 674 και 676, στο «An outline of Modern Knowledge», εκδ. DR. W. Rose, 1931).

Έτσι, λοιπόν, οι εργαζόμενοι θα έχουν νέα αφεντικά στη θέση των παλιών αφεντικών. Καλά, ανθρώπινα αφεντικά αντί των σημερινών κακών και αρπακτικών αφεντικών. Αφεντικά που θα διοριστούν από μια σοσιαλιστική κυβέρνηση ή που, στην καλύτερη περίπτωση, θα επιλεγούν από τους ίδιους τους εργαζόμενους. Από τη στιγμή, όμως, που θα επιλεγούν, πρέπει όλοι να τους υπακούουν. Οι εργαζόμενοι δεν είναι αφέντες στους χώρους της δουλειάς τους, δεν είναι κύριοι των μέσων παραγωγής. Πάνω απ’ αυτούς, ορθώνεται η δεσποτική εξουσία μιας κρατικής γραφειοκρατίας πολιτικών ηγετών και οικονομικών διαχειριστών (μάνατζερς). Μια τέτοια κατάσταση, μπορεί να ελκύει τους εργαζόμενους όσο αισθάνονται ανίσχυροι απέναντι στην υπεροχή των καπιταλιστών· έτσι, στο πρώτο τους ξεκίνημα, στη διάρκεια του 19ου αιώνα, αυτό το σύστημα αναδείχθηκε ως σκοπός του εργατικού κινήματος. Δεν ήταν αρκετά δυνατοί για να εκδιώξουν τους καπιταλιστές από τη κυρίαρχη θέση τους στους χώρους παραγωγής· έτσι, η λύση που έδωσαν στο πρόβλημα ήταν οι κρατικός σοσιαλισμός, μια κυβέρνηση σοσιαλιστών που θ’ απαλλοτρίωνε τους καπιταλιστές.

Τώρα, όμως, που οι εργαζόμενοι αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι ο κρατικός σοσιαλισμός σημαίνει νέα δεσμά, στέκονται διστακτικοί και αμφιταλαντευόμενοι μπροστά στο εξαιρετικά δύσκολο έργο να βρουν και ν’ ανοίξουν νέους δρόμους. Αυτό δεν είναι εφικτό χωρίς μια βαθιά επανάσταση ιδεών, που θα συνοδεύεται από έντονες εσωτερικές συγκρούσεις. Είναι φυσικό να μειώνεται το αγωνιστικό τους σφρίγος, να διστάζουν, να είναι διασπασμένοι και αβέβαιοι, είναι φυσικό να φαίνεται ότι χάθηκε η ενεργητικότητά τους.

Πράγματι, ο καπιταλισμός δεν μπορεί να συντριβεί μέσω μια αλλαγής στα πρόσωπα που διοικούν, αλλά μόνον μέσω της κατάργησης της έξωθεν διοίκησης. Η πραγματική ελευθερία των εργαζομένων συνίσταται στην άμεση κυριότητα στα μέσα παραγωγής. Η ουσία της μελλοντικής ελεύθερης παγκόσμιας κοινότητας δεν είναι ότι οι εργαζόμενες μάζες θα έχουν στη διάθεσή τους αρκετή τροφή, αλλά ότι θα διευθύνουν οι ίδιες την εργασία τους με συλλογικό τρόπο. Διότι το πραγματικό περιεχόμενο της ζωής τους είναι η παραγωγική τους εργασία· η θεμελιώδης αλλαγή δεν θα είναι μια αλλαγή στο παθητικό βασίλειο της κατανάλωσης αλλά στο ενεργητικό βασίλειο της παραγωγής. Μπροστά τους, εγείρεται τώρα το πρόβλημα του πώς να συνδυάσουν την ελευθερία με την οργάνωση· πώς να συνδυάσουν την κυριαρχία τους στην εργασία με τη διευθέτηση της συνολικής κοινωνικής παραγωγής, μέσα σε μια καλά οργανωμένη κοινωνική ολότητα. Πώς να οργανώσουν την παραγωγή, σε κάθε τμήμα μιας βιομηχανίας και, ταυτόχρονα, σε ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία, με τρόπο που αυτοί οι ίδιοι, ως μέρος μιας συνεργαζόμενης κοινότητας, να ρυθμίζουν την εργασία τους. Κυριότητα πάνω στα μέσα παραγωγής σημαίνει ότι το προσωπικό ενός τμήματος ενός εργοστασίου, τα σώματα των εργατών, των τεχνικών και των επιστημόνων, που χάρη στην συλλογικές τους προσπάθειες λειτουργεί αυτό το τμήμα του εργοστασίου και κινείται ο τεχνικός μηχανισμός, να είναι ταυτόχρονα και αυτοί οι ίδιοι που θα διοικούν. Η οργάνωση της παραγωγής σε μια κοινωνική ολότητα πραγματοποιείται, στη συνέχεια, από αντιπροσώπους των διαφόρων ξεχωριστών μονάδων, που συμμετέχουν στα αποκαλούμενα εργατικά συμβούλια, τα οποία συζητούν, συνθέτουν και αποφασίζουν για όλες τις κοινές υποθέσεις. Η ανάπτυξη μιας τέτοιας οργάνωσης συμβουλίων θα εξασφαλίσει τη λύση του προβλήματος· αυτή η ανάπτυξη, όμως, είναι μια ολόκληρη ιστορική διαδικασία, που παίρνει χρόνο και απαιτεί έναν βαθύ μετασχηματισμό στη νοοτροπία και τον χαρακτήρα.

Αυτό το νέο όραμα ενός ελεύθερου κομμουνισμού, μόλις τώρα αρχίζει να ριζώνει στη σκέψη των εργαζομένων. Έτσι, λοιπόν, τώρα αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε γιατί δεν μπορούσαν να πετύχουν τα προηγούμενα, πολλά υποσχόμενα, εργατικά κινήματα. Όταν οι στόχοι είναι πάρα πολύ περιορισμένοι, δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική απελευθέρωση. Όταν ο στόχος είναι μισή ή ψεύτικη απελευθέρωση, οι εσωτερικές δυνάμεις που τίθενται σε κίνηση είναι ανεπαρκείς για να προκαλέσουν θεμελιώδη αποτελέσματα. Έτσι, το Γερμανικό σοσιαλιστικό κίνημα, αφού ήταν ανίκανο να εφοδιάσει τους εργαζόμενους με αρκετά ισχυρά όπλα, ούτως ώστε ν’ αγωνιστούν με επιτυχία το μονοπωλιακό κεφάλαιο, ήταν καταδικασμένο να υποκύψει. Η εργατική τάξη έπρεπε να αναζητήσει νέους δρόμους. Η δυσκολία της αποδέσμευσής της, όμως, από το δίχτυ της σοσιαλιστικής διαπαιδαγώγησης, που επιβαλλόταν μέσω των παλιών κομμάτων και συνθημάτων, την έκανε ανίσχυρη απέναντι στον επιθετικό καπιταλισμό και προκάλεσε μια περίοδο συνεχούς φθοράς, υποδεικνύοντας έτσι την ανάγκη για νέο προσανατολισμό.

Άρα, αυτό που αποκαλείται «αποτυχία της εργατικής τάξης» είναι στην πραγματικότητα η αποτυχία των περιορισμένων της σοσιαλιστικών στόχων. Η πραγματική μάχη για την απελευθέρωσή της δεν έχει ακόμη αρχίσει· αυτά που γνωρίζουμε ως εργατικό κίνημα στον αιώνα που πέρασε, αν τα δούμε από αυτή την σκοπιά, ήταν απλώς μια σειρά από αψιμαχίες που έκαναν κάποιες πρωτοπορίες. Οι διανοούμενοι που συνηθίζουν να μειώνουν την κοινωνική διαπάλη στις πιο αφηρημένες και απλές διατυπώσεις, τείνουν να υποτιμούν την φανταστική ευκαιρία κοινωνικού μετασχηματισμού που βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας. Πιστεύουν ότι είναι πολύ εύκολο, αρκεί να βάλεις το σωστό όνομα πάνω σ’ ένα ψηφοδέλτιο. Ξεχνούν πόσο βαθιά εσωτερική επανάσταση χρειάζεται να λάβει χώρα μέσα στις μάζες των εργαζομένων· τι ποσότητα βαθιάς επίγνωσης, αλληλεγγύης, επιμονής, υπομονής και θάρρους, τι ποσότητα περήφανου αγωνιστικού πνεύματος απαιτείται για να εξουδετερωθεί η τεράστια, φυσική και πνευματική, ισχύς του καπιταλισμού.

Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου έχουν σήμερα δύο ισχυρούς εχθρούς, δύο εχθρικές και καταπιεστικές δυνάμεις, που δρουν ολοκληρωτικά εναντίον τους: τον μονοπωλιακό καπιταλισμό της Αμερικής και της Αγγλίας από τη μια, και, από την άλλη, τον Ρωσικό κρατικό καπιταλισμό. Ο πρώτος είναι μια κοινωνική δικτατορία, καμουφλαρισμένη με δημοκρατική όψη· ο δεύτερος διακηρύσσει ανοιχτά τη δικτατορία, παλιότερα προσθέτοντας την έκφραση «του προλεταριάτου», αν και σήμερα δεν υπάρχει κανείς που να το πιστεύει πια. Και οι δύο προσπαθούν να κρατήσουν τους εργαζόμενους σε μια κατάσταση υπάκουων, τέλεια ντρεσαρισμένων οπαδών, που δρουν μόνον κατ’ εντολήν των κομματικών ηγετών, ο πρώτος βοηθούμενος από τα προγράμματα των σοσιαλιστικών κομμάτων, ο δεύτερος από τα συνθήματα και τα πανούργα τεχνάσματα του κομμουνιστικού κόμματος. Η ανάμνηση και οι παραδόσεις των ένδοξων γεγονότων κρατάνε τους εργαζόμενους πνευματικά εξαρτημένους από ξεπερασμένες ιδέες. Ο καθένας απ’ αυτούς τους δύο εχθρούς, στον ανταγωνισμό τους για την παγκόσμια κυριαρχία, προσπαθεί να κρατήσει τους εργαζόμενους στο μαντρί του, βάλλοντας εναντίον της δικτατορίας του κόμματος ο πρώτος και εναντίον του καπιταλισμού ο δεύτερος.

Στην αφυπνισμένη αντίσταση εναντίον και των δύο, οι εργαζόμενοι αρχίζουν ν’ αντιλαμβάνονται ότι μπορούν ν’ αγωνίζονται μ’ επιτυχία μόνον εάν επιμείνουν στον εντελώς αντίθετο κανόνα – δηλαδή, τον κανόνα της αφιλοκερδούς συνεργασίας ελεύθερων και ίσων προσωπικοτήτων – και εάν τον διακηρύττουν συστηματικά. Το δικό τους καθήκον είναι να ανακαλύψουν, μέσα από την πρακτική τους δράση, τον τρόπο με τον οποίο αυτός ο κανόνας μπορεί να πραγματοποιηθεί.

Το κυριότερο ερώτημα που τίθεται εδώ είναι αν όντως υπάρχουν ενδείξεις για κάποιο υπάρχον ή έστω αφυπνιζόμενο αγωνιστικό πνεύμα στην εργατική τάξη. Τότε, λοιπόν, πρέπει ν’ αφήσουμε το πεδίο των πολιτικών και κομματικών συγκρούσεων, που ο κύριος σκοπός τους είναι να αποπροσανατολίζουν τις μάζες, και να στρέψουμε την προσοχή μας στα οικονομικά συμφέροντα, όπου οι εργαζόμενοι αγωνίζονται – αβοήθητοι, ψαχουλεύοντας στο σκοτάδι-, δίνοντας σκληρές μάχες για τον βιοπορισμό τους. Εδώ, βλέπουμε ότι με το πέρασμα από τις μικρές στις μεγάλες επιχειρήσεις, οι μεγάλες συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες παύουν να είναι εργαλεία για την πάλη των εργαζομένων. Στις μέρες μας, αυτές οι οργανώσεις μετατρέπονται, ολοένα και περισσότερο, σε όργανα μέσω των οποίων το μονοπωλιακό κεφάλαιο υπαγορεύει τους όρους του στην εργατική τάξη.

Όταν οι εργαζόμενοι αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι οι μεγάλες συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες δεν μπορούν πια να διευθύνουν τον αγώνα τους εναντίον του κεφαλαίου, βρίσκονται αντιμέτωποι με το καθήκον να βρουν και να ασκήσουν νέες μορφές πάλης. Αυτές οι νέες μορφές είναι οι απεργίες που αναλαμβάνουν οι εργαζόμενοι χωρίς την έγκριση ή την κάλυψη από τους επικεφαλής των συνομοσπονδιών. Σ’ αυτήν την περίπτωση, ξεφεύγουν από τη διεύθυνση των παλιών ηγετών και οργανώσεων· εδώ, παίρνουν την πρωτοβουλία στα δικά τους χέρια· εδώ, πρέπει αυτοί οι ίδιοι να καταστρώσουν το χρονοδιάγραμμα και τον τρόπο, να πάρουν αποφάσεις, να κάνουν όλη την προπαγανδιστική δουλειά, να επεκτείνουν και να διευρύνουν την απεργία, να διευθύνουν μόνοι τους όλες τους τις δράσεις. Αυτές οι απεργίες είναι αυθόρμητα ξεσπάσματα ενός πνεύματος αντίστασης που καταπιεζόταν για πολύ καιρό, η αυθεντική πρακτική έκφραση της ταξικής πάλης εναντίον του καπιταλισμού – παρόλο που δεν έχουν ακόμη ευρύτερους στόχους. Ήδη, όμως, δείχνουν την ύπαρξη ενός νέου χαρακτήρα στις εξεγερμένες μάζες: αυτονομία αντί του καθορισμού των δράσεων από τους ηγέτες, αυτοδυναμία αντί της υπακοής, αγωνιστικό πνεύμα αντί της παθητικής αποδοχής άνωθεν υπαγορεύσεων, αδιάσπαστη αλληλεγγύη και ενότητα με τους συντρόφους αντί του τυπικού καθήκοντος που επιβάλλεται από την ιδιότητα του μέλους σε μια συνομοσπονδία. Και, βέβαια, η ομάδα που δρα και απεργεί είναι η ίδια με την ομάδα της καθημερινής παραγωγικής δουλειάς, το προσωπικό του συνεργείου, του εργοστασίου, όλης της επιχείρησης, κλπ.· αυτό που τους αναγκάζει να δράσουν ενιαία είναι η κοινή τους εργασία, το κοινό τους συμφέρον εναντίον του κοινού καπιταλιστικού αφεντικού. Σ’ αυτές τις συζητήσεις και τις αποφάσεις, όλες οι ατομικές διανοητικές ικανότητες, όλες οι δυνάμεις του χαρακτήρα και του πνεύματος όλων των εργαζομένων, διεγερμένες και τεταμένες στο έπακρο, συνεπικουρούν για τον κοινό σκοπό.

Σ’ αυτού του είδους τις απεργίες, μπορούμε να δούμε τις απαρχές ενός νέου πρακτικού προσανατολισμού της εργατικής τάξης, μια νέα τακτική, τη μέθοδο της άμεσης δράσης. Αντιπροσωπεύουν τη μόνη γνήσια εξέγερση του ανθρώπου ενάντια στο συντριπτικό βάρος της καταπίεσης του παντοδύναμου κεφαλαίου. Σίγουρα, σε μικρή κλίμακα, τέτοιες απεργίες, τις περισσότερες φορές, συντρίβονται χωρίς καμιά επιτυχία – και οι απόηχοί τους μένουν μόνον σαν προειδοποιητικά σινιάλα. Η αποτελεσματικότητά τους εξαρτάται από την επέκτασή τους σε ευρύτερες μάζες· ο φόβος και μόνον μιας τέτοιας ακαθόριστης επέκτασης, μπορεί ν’ αναγκάσει το κεφάλαιο να κάνει παραχωρήσεις. Αν η πίεση από την καπιταλιστική εκμετάλλευση γίνει επαχθέστερη – και να είστε σίγουροι ότι θα γίνει -, η αντίσταση θα εκπηγάζει ξανά και ξανά, συνεχώς, και θα συμπεριλαμβάνει ολοένα και ευρύτερες μάζες. Όταν οι απεργίες πάρουν τέτοιες διαστάσεις, που να διαταράσσουν πραγματικά την κοινωνική ηρεμία, όταν αμφισβητηθεί η εσώτερη ουσία του καπιταλισμού, η κυριαρχία του στους χώρους δουλειάς, οι εργαζόμενοι θα υποχρεωθούν να αντιμετωπίσουν την κρατική εξουσία με όλα της τα μέσα. Τότε, οι απεργίες τους πρέπει να λάβουν πολιτικό χαρακτήρα· πρέπει να διευρύνουν τις κοινωνικές τους προοπτικές· οι απεργιακές τους επιτροπές, που εκφράζουν την ταξική τους κοινότητα, αναλαμβάνουν ευρύτερες κοινωνικές λειτουργίες, παίρνοντας τον χαρακτήρα των εργατικών συμβουλίων. Στη συνέχεια, η κοινωνική επανάσταση, η κατάρρευση του καπιταλισμού, ανατέλλει.

Υπάρχει, άραγε, κανείς λόγος να προσδοκούμε μια τέτοια επαναστατική εξέλιξη στα χρόνια που έρχονται, εξαιτίας της παρουσίας προϋποθέσεων που μέχρι τώρα απουσίαζαν; Φαίνεται ότι μπορούμε, με κάποιες πιθανότητες, να δείξουμε την ύπαρξη τέτοιων συνθηκών. Στα γραπτά του Μαρξ, βρίσκουμε την ακόλουθη πρόταση: ένα σύστημα παραγωγής δεν χάνεται, όσο ακόμη υπάρχει χώρος για την ανάπτυξη όλων των εγγενών του δυνατοτήτων. Αρχίζουμε πια να ανιχνεύουμε στην αντοχή του καπιταλισμού μια βαθύτερη αλήθεια σ’ αυτήν την πρόταση, σε σχέση μ’ αυτό που υποψιαζόμασταν στο παρελθόν. Για όσο χρονικό διάστημα το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να διατηρεί τις μάζες εν ζωή, αυτές δεν αισθάνονται επιτακτικά την αναγκαιότητα να τον καταργήσουν. Και είναι πράγματι ικανός να το επιτυγχάνει όσο μπορεί να αυξάνεται και να επεκτείνει το βασίλειό του σε ευρύτερες περιοχές του κόσμου. Ως εκ τούτου, καθώς παραπάνω από το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού βρίσκεται ακόμη εκτός του καπιταλισμού, η αποστολή του δεν έχει τελειώσει. Οι εκατοντάδες εκατομμύρια κάτοικοι που συνωστίζονται στις εύφορες κοιλάδες της Ανατολικής και Νότιας Ασίας, ζουν ακόμη σε προκαπιταλιστικές συνθήκες. Όσο ακόμη οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις, ειδικά στην Αμερική, μπορούν να τα βγάζουν πέρα προμηθεύοντας αυτές τις χώρες με σιδηρόδρομους και τραίνα, με φορτηγά, μηχανές και εργοστάσια, θα μπορούν να ευημερούν και να επεκτείνονται. Και πρέπει να γίνει συνειδητό ότι, εφεξής, η παγκόσμια επανάσταση εξαρτάται καθοριστικά από την εργατική τάξη της Αμερικής.

Αυτό σημαίνει ότι η αναγκαιότητα της επαναστατικής πάλης θα επιβληθεί από την στιγμή που ο καπιταλισμός θα έχει κυριεύσει την πλειονότητα των ανθρώπων, από τη στιγμή που θα γίνεται ολοένα και δυσχερέστερη μια περαιτέρω σημαντική επέκταση. Η απειλή της ολοκληρωτικής καταστροφής, σ’ αυτήν την τελευταία φάση του καπιταλισμού, κάνει αυτόν τον αγώνα αναγκαίο για όλες τις παραγωγικές τάξεις της κοινωνίας, για τους αγρότες και για τους διανοούμενους όσο και για τους εργαζόμενους. Αυτό που συμπυκνώνεται σ’ αυτές τις σύντομες προτάσεις, είναι μια εξαιρετικά περίπλοκη ιστορική διαδικασία, που θα καλύψει μια ολόκληρη περίοδο της επανάστασης, που θα προετοιμαστεί και θα συνοδευτεί από θεωρητικές διαμάχες και θεμελιώδεις αλλαγές σε βασικές ιδέες. Αυτές οι εξελίξεις, θα έπρεπε να μελετηθούν πολύ προσεκτικά από όλους εκείνους που πιστεύουν ότι ο κομμουνισμός χωρίς κομματική δικτατορία και η κοινωνική οργάνωση επί τη βάσει μιας ελευθερίας με κοινοτικό περιεχόμενο, αντιπροσωπεύουν το μέλλον του ανθρώπινου είδους.


[1] Στμ. «Μετά τον Χίτλερ ο Τέλμαν», ήταν διαδεδομένο σύνθημα εκείνης της εποχής (Ο Τέλμαν ήταν ο γραμματέας του ΚΚ Γερμανίας).

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s