της Ιφιγένειας Καμτσίδου

Μαξ Ερνστ, «Κατακαλόκαιρο», 1925
Στις ενστάσεις που γεννά το πρόσφατο νομοσχέδιο για τη μεταρρύθμιση των πανεπιστημίων συγκαταλέγονται και τα ερωτήματα αντισυνταγματικότητας, που εγείρουν αρκετές από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις του. Πραγματικά, το «λιτό» νομοθέτημα των 72 άρθρων και των 130 σελίδων (χωρίς τις μεταβατικές διατάξεις), μεταλλάσσοντας την μορφή των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και ανατρέποντας τη λειτουργία που αυτά επιτελούσαν στα 180 χρόνια της δύσκολης και κάποτε αντιφατικής πορείας τους, έρχεται σε αντίθεση με συνταγματικούς κανόνες, όπως αυτόν του άρθρου 16 παρ. 1 που προστατεύει την ακαδημαϊκή ελευθερία, και του άρθρου 16 παρ. 5, που ορίζει ότι «η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση».
Θα μπορούσε, βέβαια, να ισχυριστεί κανείς ότι το συνταγματικό καθεστώς του ελληνικού πανεπιστημίου, απότοκο μιας εποχής όπου οι μνήμες των αυταρχικών επεμβάσεων στην ανώτατη εκπαίδευση ήταν νωπές, ξεπεράστηκε και ότι τα πανεπιστήμια της χώρας πρέπει να οργανωθούν έτσι ώστε να συμπορεύονται με τα ομόλογα ιδρύματά τους στην Ευρώπη. Μια τέτοια προσπάθεια όμως δεν μπορεί να παραγνωρίζει το γεγονός ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχουν κανόνες συνταγματικής περιωπής, που δεσμεύουν τη δράση των κρατικών και ευρωπαϊκών οργάνων, όταν αυτά καθορίζουν το νομοθετικό πλαίσιο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Ανάμεσα σε αυτούς, σημαντική θέση κατέχει η ακαδημαϊκή ελευθερία, που αναντίλεκτα αποτελεί στοιχείο των κοινών συνταγματικών παραδόσεων των κρατών-μελών της Ε.Ε., δηλαδή των κοινών θεμελιωδών αρχών που εκπηγάζουν από τα συντάγματα των κρατών-μελών. Με τη σθεναρή επιμονή της Γερμανίας, η ελευθερία αυτή εντάχθηκε ρητά και στον Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ε.Ε, που στο άρθρο 13 ορίζει: «Η τέχνη και η επιστημονική έρευνα είναι ελεύθερες. Η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι σεβαστή». Συνέχεια ανάγνωσης