Κρίση και δημιουργία. Ή μήπως μας σώζουν οι μικρές χειρονομίες;

Standard

του Νικόλα Σεβαστάκη

Κόνραντ Φελιξμύλερ «Τρέξε! Τρέξε! Τρέξε! Ο καθένας βοηθάει τον εαυτό του», 1920

Ως και ο της Άμυνας υπουργός, ο Πάνος Μπεγλίτης, κάλεσε τον κόσμο να ζήσει πιο φτωχά, να ζήσουμε πιο φτωχά μέχρι να ορθοποδήσει η πατρίδα. Λίγες μέρες, φυσικά, μετά τις αποφάσεις για νέους εξοπλισμούς που, όπως φαίνεται, υπηρετούν και τις νέες στρατηγικές συμμαχίες της χώρας.

Η προτροπή αυτή, ας ζήσουμε λοιπόν πιο φτωχά, έρχεται να συμπληρώσει δυο άλλες χειρονομίες που προέρχονται όχι τόσο από επαγγελματίες του πολιτικού προσωπικού όσο από άλλους φορείς δημόσιας γνώμης, καλλιτέχνες, δημοσιογράφους, ανθρώπους του πολιτιστικού πεδίου. Η πρώτη χειρονομία είναι μια σύγκριση της τωρινής «εθνικής κατάθλιψης» με τις πραγματικές εποχές των πολέμων και της φτώχειας, με την Ελλάδα της Κατοχής και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Το συμπέρασμα είναι ότι η σημερινή κατήφεια, και κυρίως η κοινωνική αγανάκτηση είναι αδικαιολόγητα και υπερβολικά πράγματα. Ίσως και δείγματα περισσού θράσους. Εφόσον στους πραγματικούς πολέμους και στις συμφορές του παρελθόντος το ηθικό των «απλών ανθρώπων» ήταν σχετικά ακμαίο, η σημερινή αρνητικότητα που διατρέχει την κοινωνία δείχνει έλλειμμα ωριμότητας αν όχι μια πραγματική απώλεια του μέτρου και της λογικής.

Αυτά βρίσκει κανείς στις συνεντεύξεις του Διονύση Σαββόπουλου ή του Νίκου Πορτοκάλογλου όπου, βεβαίως, δεν είναι η πρώτη φορά που αναπαράγεται η πασίγνωστη ρητορική εναντίον του «αριστερισμού» ο οποίος, μόνος μεταξύ όλων των άλλων «-ισμών», τείνει να θεωρηθεί συνώνυμο της ελληνικής [κακής] μας μοίρας.

Αλλά σε αυτό το σημείωμα θέλω να μείνω περισσότερο σε μια άλλη εκδοχή της άποψης για τα αρνητικά σύνδρομα στα οποία υποτίθεται ότι συμβάλουμε και όλοι εμείς, όσοι ας πούμε γράφουμε από τη σκοπιά της κριτικής διαφωνίας και της πολιτικής μας δυσαρμονίας.

Μα, επιτέλους, πέρα από τις αρνητικότητες δεν βλέπουμε και την άλλη Ελλάδα; Δεν εκτιμούμε όλους όσοι δημιουργούν και κάνουν καλά τη δουλειά τους αθόρυβα και δίχως κραυγές, δίχως υψηλούς τόνους και δηλώσεις ανυπακοής;

Το ακούω και το διαβάζω καθημερινά με τη  μια ή άλλη αφορμή, ακόμα και με την αφορμή της βράβευσης του Γιώργου Λάνθιμου για την ταινία Άλπεις: εκτός από τον ζόφο υπάρχει και το φως, οι μικρές χειρονομίες και οι προσωπικές καταθέσεις που σχίζουν τα σκοτεινά πέπλα, συντηρώντας εστίες νοήματος και «χαρούμενης γνώσης». Εκτός από τη δυστυχισμένη συνείδηση υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος παραγωγικών καινοτομιών ο οποίος καταφάσκει στις δικές του αξίες και πορεύεται με τα λίγα: με λίγα λεφτά, με λίγους καλούς φίλους, με ελάχιστα μέσα.

Αυτός ο λόγος βέβαια διαθέτει αποχρώσεις. Μπορεί κανείς  να πει ότι έχει ήδη τις αριστερές και τις δεξιές του πτέρυγες. Για παράδειγμα, όταν κάποιος λέει ότι πολύ σημαντικά έργα τέχνης εμφανίστηκαν σε ιστορικές συνθήκες πενίας, κοινωνικής αθλιότητας ή πολιτικής τυραννίας δεν έχει καθόλου άδικο. Από μια άποψη, η αισθητική δημιουργική επίτευξη δεν ακολουθεί αναγκαστικά τους κύκλους της υλικής ευημερίας ούτε τις δημοκρατικές ανατάσεις και τα «συμβάντα» της κοινωνικής και πολιτικής χειραφέτησης των λαών.

Ο Τζωρτζ Στάινερ και πολλοί άλλοι το έχουν τονίσει επανειλημμένα: η καλλιτεχνική δημιουργικότητα και οι όροι της «μαζικής αξιοπρέπειας» δεν συμβαδίζουν. Με κάπως ωμούς όρους κάποιοι ισχυρίζονται ότι η υψηλή δημιουργικότητα στο πεδίο της κουλτούρας αντιβαίνει στη δημοκρατική λογική και στις απαιτήσεις της ισότητας.

Και εδώ ακριβώς έχει την αφετηρία της μια διαφορετική υπόθεση, ένας λογικός συνειρμός ο οποίος καταφτάνει σε εμάς όλο και περισσότερο ως καθαρή ιδεολογία παρά ως «απλή λογική». Στο τέρμα αυτού του συνειρμού βρίσκει κανείς ένα μίγμα ταξικής περιφρόνησης και αυτοκολακείας εκείνων των δημόσιων φωνών που σφετερίζονται το ρόλο του δασκάλου των παραπλανημένων. Λόγου χάρη, το να υποτιμά κανείς όλα όσα συμβαίνουν σήμερα στους χώρους εργασίας, στους πόρους ζωής, στην «υλική» ζωή των πολλών προβάλει ως αντικομφορμισμός, ως ρήξη με τον αντιστασιακό λαϊκισμό. Και το να υπερθεματίζει κανείς στην ανάγκη συλλογικής τιμωρίας για τα δεινά του συγκεκριμένου πολιτικοοικονομικού προτύπου ή πιο απλά το να «αγανακτεί με τους αγανακτισμένους» φαντάζει για κάποιους στάση εύψυχη και ριζοσπαστική.

Μια πιο θαρραλέα στάση θα ήταν όμως το να μην στρέφει κανείς την πλάτη στο ζόφο και στη βία των ημερών, να μην προσποιείται ότι η τωρινή αρνητική μας εμπειρία είναι απλώς φαντασίωση, νηπιακή καθήλωση ή ένα ακόμα ελληνικό μελόδραμα. Δεν έχει επίσης κανένα νόημα η σύγκριση ανόμοιων συνθηκών για να αποδειχθεί τάχατες ότι η κρίση «είναι στο μυαλό μας» ή έστω ότι υπάρχουν και χειρότερα. Φυσικά, υπάρχουν και χειρότερα, πάντοτε υπάρχει το ενδεχόμενο του χείριστου, του μεγαλύτερου δεινού, του πιο ακραίου σεναρίου. Και λοιπόν;

Συγχρόνως πρέπει να είναι κανείς έτοιμος να αναγνωρίσει, να εκτιμήσει και να φιλοξενήσει, όσο δυνατόν, όλες εκείνες τις δημιουργικές χειρονομίες που παράγουν νόημα υπονομεύοντας τον κυνισμό και τη σκληρότητα των ημερών. Η άλλη Ελλάδα, η πραγματικότητα των αφανών ή λιγότερων αφανών δημιουργικών πρακτικών δεν έχει ανάγκη τους εξωραϊσμούς, την ψευδοφιλελεύθερη ρητορική ή τους ακκισμούς της αντι-αγανάκτησης: η κοινωνική ασφυξία και η οικονομική βία έχουν όντως τον πρώτο λόγο και καταλαμβάνουν την κεντρική σκηνή. Οι διάσπαρτες ποιότητες και οι πρακτικές της τέχνης και της ζωής που συντηρούνται ή αναφύονται ακόμα και στο στόμιο της κρίσης αξίζουν γιατί ακριβώς υπενθυμίζουν τη δυνατότητα της χαράς παρά και εναντίον όσων τείνουν να την καταργήσουν…

Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

Κόνραντ Φελιξμύλερ «Τρέξε! Τρέξε! Τρέξε! Ο καθένας βοηθάει τον εαυτό του», 1920

Σχολιάστε