Οι Περιττοί και οι Άξιοι

Standard

του Νικόλα Σεβαστάκη

Χαρακτικό του Τζιάκομο Πέρι

Αν ζούσε σήμερα ο Τουργκένιεφ, αυτός ο «δυτικός» Ρώσος και φίλος του Φλωμπέρ, δεν θα χρειαζόταν να γράψει το περίφημο Ημερολόγιο ενός περιττού ανθρώπου. Πώς να γράψεις για τον περιττό άνθρωπο σε μια στιγμή όπου όλο και περισσότερο άνθρωποι φαίνεται να περισσεύουν; Πώς να μιλήσεις για τους περιττούς όταν αυτοί, ως λογιών ανεπιθύμητοι πλεονάζοντες, τείνουν να θεωρηθούν νεκροθάφτες της σωτηρίας των εθνικών οικονομιών και αποδιοπομπαίοι τράγοι στην πορεία «εξυγίανσης» των λιπόθυμων συστημάτων;

Η ελλειμματική ζωή οφείλεται, λοιπόν, στους πλεονάζοντες. Όπως η καταβύθιση του κόσμου της εργασίας χρεώνεται στους απαράσκευους και στους ανεπρόκοπους. Κοντολογίς, ο μηδενισμός οφείλεται στα μηδενικά και η ακρίβεια στους «τσαμπατζήδες»: αυτή η βαθιά πρωτόγονη «σκέψη» επιστρέφει από τους καιρούς του Χέρμπερτ Σπένσερ και τα εγχειρίδια των βικτωριανών αστών για τις επικίνδυνες τάξεις, αυτή η σκέψη-κάτεργο φαίνεται να εμπνέει για τα καλά τους συστημικούς λόγους του έτους 2011.

Πέρα όμως από τη γλαφυρή φιλολογία για τις θετικές πλευρές της κρίσης, αυτό που διαφαίνεται είναι πλέον μια ακραία πολιτισμική οπισθοχώρηση. Τα υποκείμενα πολίτες μετατρέπονται σε μονάδες μετακινούμενων φόβων και πληθυσμούς εφέδρων. Οι πραγματικά πλούσιοι έχουν κάνει απόσχιση από κάθε συμβόλαιο και η μεσαία τάξη, αυτό το αρχαίο φιλελεύθερο όνειρο, δεν μπορεί πια να στηρίξει τους μύθους που έπλασαν για αυτήν οι μεταπολεμικές κοινωνιολογίες της αφθονίας. Συνέχεια ανάγνωσης

Δικαιώματα και ευκαιρίες σε κρίση

Standard

 του Γεράσιμου Κουζέλη

 Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα εισήγησης στο συνέδριο «Εκπαίδευση και δικαιώματα σε συνθήκες κρίσης» (Αθήνα 23-24 Σεπτεμβρίου 2011). Συνομιλεί κριτικά με το κείμενο της αντίστοιχης εισήγησης του Δ. Χριστόπουλου, που δημοσιεύτηκε στα «Ενθέματα» πριν από δύο εβδομάδες,  όπως διαπιστώθηκε κατά την εκφώνησή τους, και έτσι θα μπορούσε να αποβεί αφορμή ευρύτερου διαλόγου, καθώς το πολιτικό διακύβευμα είναι κρίσιμο.

Φρανσίς Πικαμπιά, «Ο άνθρωπος και το καναρίνι», π. 1924-1927

Ότι η κρίση, οικονομική, κοινωνική και πολιτική υφίσταται και ως κρίση στο πεδίο των δικαιωμάτων, των αξιώσεων και των ευκαιριών μοιάζει εύλογο. Ότι η πρώτη συνεπάγεται τη δεύτερη, ότι, ακριβέστερα, η οικονομική κρίση επιφέρει άρση δικαιωμάτων και συρρίκνωση ευκαιριών αποτελεί μια φαινομενικά αυτονόητη θέση που δεν απαιτεί θεμελίωση, αξιοποιείται δε ως πειστικό επιχείρημα στην επιβολή νέων μέτρων και νέων κοινωνικών συσχετισμών.

Θα χρειαστεί, ακούμε, να μετριάσουμε τις απαιτήσεις μας, να περιορίσουμε τις κινήσεις μας, να δεχτούμε κάποιες εκπτώσεις στην ελευθερία και τα δικαιώματα που απολαμβάναμε, να συνειδητοποιήσουμε ότι, χάριν της ανάκαμψης και επομένως της ανταγωνιστικότητας, η αριστεία δεν μπορεί πλέον να ισοπεδώνεται εξισωτικά και ότι οι βέλτιστες συμπεριφορές, πρακτικές και επιδόσεις θα πρέπει να ανταμείβονται καλύτερα.

Έχουν όμως πράγματι έτσι τα πράγματα; Μήπως ο περιορισμός των δικαιωμάτων και η ακραία διαφοροποίηση των ευκαιριών αποτελούν όρους της κρίσης, συμμετέχουν στην δημιουργία της, ακόμα και στον κατεξοχήν πυρήνα της, την οικονομία;

Βέβαιο είναι πως, με μια πολύ ισχυρή έννοια, η κρίση στο πεδίο των δικαιωμάτων και της ισότητας των ευκαιριών προηγείται της παρούσας οικονομικής κρίσης. Για να επικαλεστώ μια τετριμμένη σχεδόν επισήμανση του Τσόμσκυ, ο λόγος που τόσο ένθερμα επικαλείται τα ανθρώπινα δικαιώματα παραβλέπει συστηματικά το γεγονός ότι οι αρχές και επιταγές της οικουμενικής διακήρυξης του 1948 αξιώνουν συνολική ισχύ. Και τα ανθρώπινα δικαιώματα που ορίζονται εκεί συμπεριλαμβάνουν, πλάι στα πολιτικά, κοινωνικά δικαιώματα, δικαιώματα που έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Η εξαθλίωση ενός όλο και μεγαλύτερου τμήματος του πλανήτη, ο διπλασιασμός κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια της διαφοράς πλούτου μεταξύ (του 20%) των πλουσιότερων και (του 20%) των φτωχότερων κρατών, η ραγδαία επιδείνωση (σε απόλυτους όρους) των οικονομικών συνθηκών εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων δεν αποτελούν καν ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων για μια λογική που ενδιαφέρεται αποκλειστικά για επιλεγμένους δείκτες της αγοράς. Η «σχετικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» (Τσόμσκυ) επιτρέπει την αποσιώπηση της εντεινόμενης παραβίασης των άρθρων της οικουμενικής διακήρυξης που αναφέρονται σε κοινωνικά δικαιώματα. Συνέχεια ανάγνωσης

ΕΜΝΕ-Μνήμων: τα σαραντάχρονα μιας σπουδαίας ιστορικής συλλογικότητας

Standard

O 30ός τόμος του «Μνήμονα», ο τελευταί- ος σε έντυπη μορφή

Με το σημερινό τους μικρό αφιέρωμα,  τα «Ενθέματα» τιμούν την Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού (ΕΜΝΕ), η οποία φέτος γιορτάζει τα σαράντα χρόνια από την ίδρυσή της, τονίζοντας, παράλληλα, την ανάγκη της διατήρησης τέτοιων εγχειρημάτων ως μείζον πολιτιστικό, αλλά και πολιτικό διακύβευμα.

Η ΕΜΝΕ –ο «Μνήμονας», όπως έχουμε συνηθίσει όλοι να την αποκαλούμε, από το όνομα του περιοδικού της– είναι μια συλλογικότητα η οποία διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ενεργό σχέση της νεοελληνικής κοινωνίας με το παρελθόν της μέσω μιας πλούσιας δραστηριότητας: ομιλίες, συνέδρια, ημερίδες, ταξινομήσεις αρχείων και, βέβαια, το εκδοτικό της έργο. Ο Μνήμων αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά ιστορικά περιοδικά∙ στις σελίδες των τριάντα έως σήμερα τόμων του έχουν φιλοξενηθεί πρωτοπόρες μελέτες, προσεγγίσεις, βιβλιοκρισίες, γραμμένες κατά το πλείστον από νέους ιστορικούς. Παράλληλα τα δεκάδες βιβλία που εκδόθηκαν κατάφεραν αφενός να καταστήσουν προσιτά κείμενα της σύγχρονης ξενόγλωσσης ιστοριογραφίας και αφετέρου να παρουσιάσουν εργασίες που προσεγγίζουν με υποδειγματικό τρόπο το αντικείμενό τους. Συνέχεια ανάγνωσης

«Μέχρι τα σαράντα του»…

Standard

του Τριαντάφυλλου Σκλαβενίτη

Πάμπλο Πικάσο, «Στούντιο με κεφάλι αγάλματος», 1925

Στους προηγούμενους εορτασμούς των είκοσι και των τριάντα χρόνων είχαμε την ευκαιρία να ιστορήσουμε την ίδρυση και την πορεία της Εταιρείας μας και του περιοδικού μας και την άνεση να αναστοχαστούμε γι’ αυτά και να φανταστούμε τη μελλοντική τους πορεία στο πλαίσιο των ιστορικών σπουδών μας. Όλα σχεδόν εκείνα τα κείμενα των αναδρομών και των λόγων θησαυρίστηκαν στην Εικοσαετία 1971-1991 του 1992 και στους τόμους 14 (1992) και 25 (1993) του περιοδικού μας.

Κάτω από διαφορετικούς και δύσκολους όρους, που επιβάλλει η σημερινή πραγματικότητα της οικονομικής κρίσης, που απειλεί να αναβαθμιστεί σε εθνική, καλούμαστε να το πράξουμε και τώρα, με το ερώτημα της επιβίωσης ενός εξαρχής αδύνατου οργανισμού, που ήταν η Εταιρεία μας, καθώς δεν νοιάστηκε να αναζητήσει προσβάσεις, συμμαχίες και μονιμότερα στηρίγματα στην κοινωνία, πέρα από εκείνα που εξασφάλιζαν, ίσα-ίσα, τους πόρους για το νοίκι του υπογείου, τα λίγα λειτουργικά έξοδα και τις εκδοτικές δαπάνες για το περιοδικό και τα βιβλία. Όμως έτσι, χωρίς δεσμεύσεις, τα άλλα ήταν υπόθεση της συλλογικότητάς μας και των ατέλειωτων ωρών εθελοντικής δουλειάς δεκάδων νέων ανθρώπων τεσσάρων δεκαετιών και κάποιων που ξεχάστηκαν και τους πήραν τα χρόνια στο συντροφικό ταξίδι. Συνέχεια ανάγνωσης

Οι συναντήσεις της Τετάρτης

Standard

Γιώργος Γουναρόπουλος, «Κορίτσια που κεντούν», 1920-22

του Ίκαρου Μαντούβαλου

Η πρώτη επαφή μου με τον Μνήμονα ήταν στην ηλικία των 25 χρόνων, όταν δηλαδή είχα αρχίσει τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στο Τμήμα Ιστορίας- Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το αναρτημένο στα γραφεία καθηγητών πρόγραμμα των δεκαπενθήμερων συναντήσεων της Εταιρείας Μελέτης Νέου Ελληνισμού δεν αρκούσε από μόνο του για να με κινητοποιήσει και να με οδηγήσει στα γραφεία της όπου λάμβαναν χώρα οι συζητήσεις-ομιλίες της Τετάρτης. Αν και την περίοδο εκείνη αναζητούσα επιστημονικούς χώρους και συλλογικότητες όπου η ανασύσταση και η προσέγγιση του παρελθόντος θα γίνονταν έξω και πέρα από τη λογική του απονευρωμένου ακαδημαϊσμού, η προσωπική επιθυμία να απεγκλωβιστώ από το στενό, θεσμικό πλαίσιο των μεταπτυχιακών σπουδών ήταν σχεδόν αδύναμη και υποτονική και για τον λόγο αυτόν ατελέσφορη. Η προτροπή κάποιων φωτισμένων πανεπιστημιακών δασκάλων προς όλους εμάς, τους εκκολαπτόμενους ερευνητές, να συμμετάσχουμε ως ακροατές στις ανακοινώσεις της Τετάρτης δεν έβρισκε εξ αρχής ευήκοα ώτα, αφού προσέκρουε σ’ έναν εμπεδωμένο στις συνειδήσεις μας μύθο: ο Μνήμων ανέδυε το άρωμα ενός ελιτισμού, μιας κλειστής ομάδας ιστορικών που κρατούσε ερμητικά κλειστή τη θύρα της συλλογικότητάς της. Συνέχεια ανάγνωσης

Βήματα ψηφιακά και πραγματικά

Standard

Έργο του Edward McGowan από το μπλογκ http://underplot.tumblr.com/

 της Κατερίνας Δέδε

Οι φίλοι του Μνήμονα γνωρίζουν ότι η σχέση του με την ψηφιακή τεχνολογία υπήρξε μέχρι τώρα κάπως ασταθής. Και εξηγούμαι, προς άρσιν παρεξηγήσεων. Παρότι έκανε το πρώτο του ψηφιακό βήμα σχετικά νωρίς, κατασκευάζοντας την ιστοσελίδα του, δεν υπήρξαμε ενθαρρυντικοί αφού δεν την «αγκαλιάσαμε» πραγματικά. Βρισκόταν πάντα κάπου στο πλάι των ενδιαφερόντων και της μέριμνάς μας, σαν έναν γνωστό που τον σκεφτόμαστε πού και πού αλλά σπάνια τον παίρνουμε τηλέφωνο, κι ακόμα πιο σπάνια επιδιώκουμε να τον συναντήσουμε. Υπήρξαμε περισσότερο ενθαρρυντικοί στη χρήση, λίγα χρόνια αργότερα, του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που, παρά τις όποιες ενστάσεις υπήρξαν, επέτρεψε την ταχύτερη και άμεση επικοινωνία με τα μέλη και τους φίλους του, αλλά κι αυτό το αντιμετωπίσαμε κάπως αδιάφορα ως ένα απόλυτα φυσικό γεγονός.

Σήμερα όμως, το περιοδικό Μνήμων, μετά από μια σειρά από δειλά βήματα, κάνει το μεγάλο άλμα και περνά στην ψηφιακή έκδοσή του. Και σ’ αυτό του το άλμα οφείλουμε να είμαστε απόλυτα ενθαρρυντικοί. Η απόφαση αυτή ήταν δύσκολη καθώς υπήρχαν σοβαρές ενστάσεις στο εσωτερικό του. Κι αυτό γιατί ο Μνήμονας –οι άνθρωποι του δηλαδή– δεν είναι στην πλειονότητά τους εικοσάχρονοι νεαροί απόλυτα εξοικειωμένοι με τις νέες τεχνολογίες. Είναι περισσότερο άνθρωποι του χαρτιού, του τυπωμένου κειμένου και της φροντίδας που αυτό απαιτεί. Κάθε απομάκρυνση από το χαρτί έμοιαζε κάποιες φορές με «οπισθοχώρηση» και ενδεχομένως με «έκπτωση». Η μάχη αυτή δεν ήταν εύκολο να κερδηθεί. Αλλά τελικά κερδήθηκε γιατί (όσοι συμμετέχουν το ξέρουν καλά) στον Μνήμονα καμία μάχη δεν είναι εκ των προτέρων χαμένη. Συνέχεια ανάγνωσης

Το πρόγραμμα των εκδηλώσεων για τα σαραντάχρονα του «Μνήμονα»

Standard

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΕΣ

Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης των 40 χρόνων από την ίδρυσή της ΕΜΝΕ-Μνήμων

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου: Αγνοημένοι φορείς μεταναστευτικής πολιτικής: Οι διεθνείς οργανισμοί και η μητέρα πατρίδα. Ομιλητές: Λίνα Βεντούρα, Ο Ψυχρός Πόλεμος και η Διακυβερνητική Επιτροπή Μεταναστεύσεως εξ Ευρώπης. Δημήτρης Χριστόπουλος: Ιστορία της ελληνικής ιθαγένειας: μια απόπειρα περιοδολόγησης. Λάμπρος Μπαλτσιώτης: Η υποδοχή των ομογενών από τα Βαλκάνια και την ΕΣΣΔ στην Ελλάδα.

Ακολουθούν:

9.11.2011.Υγεία και ασθένεια: η ματιά του ιστορικού: Κατερίνα Γαρδίκα, Βάσια Λέκκα, Γιάννης Στογιαννίδης.

23.11.2011. Σχεδιάζοντας πολιτικές για τη δημόσια υγεία και την κοινωνική πρόνοια. Ιατρικός λόγος και υγειονομική επίβλεψη του πληθυσμού (19ος-20ός αιώνας): Βάσω Θεοδώρου, Δέσποινα Καρακατσάνη, Δέσπω Κριτσωτάκη, Λένα Κορμά, Θανάσης Μπαρλαγιάννης.

7.12.2011. Τα «μνημεία» της ιστορίας: εισαγωγή, τεκμηρίωση και διαχείριση των πηγών στο ψηφιακό περιβάλλον: Έλλη Δρούλια, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Δημήτρης Μπιλάλης, Φίλιππος Παππάς.

21.12.2011. Διακόσια χρόνια από τα επαναστατικά κινήματα για την ανεξαρτησία της Λατινικής Αμερικής: ερμηνείες του χθες, αναζητήσεις του σήμερα: Μαρία Δαμηλάκου, Χρήστος Λούκος (Με αφορμή την έκδοση των Πρακτικών του συμποσίου που πραγματοποιήθηκε στο Ρέθυμνο, 19-20.11.2010, με οργανωτές το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και το Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου).

11.1.2012. Συζητώντας για τις ιστορίες της πόλης: Χριστίνα Αγριαντώνη, Γιάννης Γιαννιτσιώτης, Χρήστος Λούκος, Γιάννης Μπαφούνης.

25.1.2012. Οι πόλεις στον πόλεμο: Πολυμέρης Βόγλης, Μαρία Καβάλα, Βασιλική Λάζου, Μενέλαος Χαραλαμπίδης.

Οι συζητήσεις γίνονται στα γραφεία της ΕΜΝΕ (Ζωσίμου 11, κάθετος στη Λασκάρεως στο ύψος της Αλεξάνδρας) και αρχίζουν στις 8.00 ακριβώς.

Άλλα θέλω κι άλλα κάνω…

Standard

του Σταύρου Παναγιωτίδη

Χαρακτικό του Όττο Νίκελ, από το λεύκωμα "Πεπρωμένο" (1930)

Ο στίχος από το τραγούδι του Σωκράτη Μάλαμα αποδίδει εξαιρετικά την αναντιστοιχία ανάμεσα σε όσα εξαγγέλλει η κυβέρνηση ως στόχους για το πανεπιστήμιο και σε όσα θα αποτελέσουν τις συνέπειες του νέου νόμου. Η υπουργός υπόσχεται ένα πανεπιστήμιο χωρίς διαφθορά, με καλύτερη ποιότητα και μεγαλύτερο κύρος. Αυτό που τελικά θα φτιάξει είναι ένα πανεπιστήμιο περισσότερο διεφθαρμένο, πολύ χαμηλής ποιότητας και με κατακρημνισμένο κύρος.

Η «πάταξη» της διαφθοράς. Η κυβέρνηση βάζει μπροστά το «πιασάρικο» ζήτημα της διαφθοράς και υπόσχεται πως θα το αντιμετωπίσει μεταβιβάζοντας όλες τις εξουσίες από τη Σύγκλητο στο Συμβούλιο Διοίκησης. Ερώτημα πρώτο: Γιατί ένα σώμα 15 ανθρώπων, δηλαδή το Συμβούλιο, θεωρείται πως διαφθείρεται πιο δύσκολα από ένα σώμα 50 ή και 100 ανθρώπων, όπως η Σύγκλητος, στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι όλων των φορέων του πανεπιστημίου; Ερώτημα δεύτερο: Τα μισά μέλη του Συμβουλίου θα είναι εξωτερικά, με στόχο να αποτελούν κατά βάση εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου, μέλη θεσμών που πρόσκεινται στην κυβέρνηση ή θα ελέγχονται από αυτήν, ακόμη και πολιτικά πρόσωπα. Πώς λοιπόν, φέρνοντας μέσα στα πανεπιστήμια τους ανθρώπους και τους θεσμούς που αποτελούν την ίδια τη διαπλοκή, αντιμετωπίζεις το πρόβλημα της διαφθοράς; Ερώτημα τρίτο:Στον νόμο δεν προβλέπεται το εκλογικό μέτρο, κι αυτό είναι απολύτως ενδεικτικό για το ότι εκείνο που πραγματικά ενδιαφέρει τους συντάκτες του δεν είναι η εξάλειψη της διαφθοράς. Συνέχεια ανάγνωσης

Ορίζοντας την παγκοσμιοποίηση

Standard

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

του Μπομπ Τζέσοπ

μετάφραση: Χρήστος Μπουκάλας

Έργο του Τζωρτζ Γκρος

Κυκλοφορεί, αυτές τις μέρες, από τις «Εκδόσεις του 21ου αιώνα», σε μετάφραση Χρήστου Μπουκάλα, το βιβλίο του Βοb Jessop Κρατική εξουσία: μια στρατηγική-σχεσιακή προσέγγιση. Στο έργο αυτό ο Τζέσοπ, ένας από τους γνωστότερους μαρξιστές θεωρητικούς του κράτους σήμερα,  εστιάζεται στη διαλεκτική μεταξύ δομής και στρατηγικής στην άσκηση της κρατικής εξουσίας, αναπτύσσοντας τη δική του «στρατηγική-σχεσιακή» προσέγγιση. Το  βιβλίο, ξεκινώντας από τις μεγάλες θεωρητικές αναγνώσεις του κράτους (Μαρξ, Γκράμσι, Πουλαντζάς, Φουκώ) προχωράει στην εφαρμογή της στρατηγικής-σχεσιακής προσέγγισης σε σημαντικά ζητήματα του σύγχρονου κράτους (την έμφυλη επιλεκτικότητά του, το μέλλον του εθνικού κράτους, τη χρονική επικυριαρχία του κράτους, τη σημασία της πολυκλιμακικής μεταδιακυβέρνησης στην Ευρώπη), ενώ ολοκληρώνεται με μια σειρά προτάσεων για  τη μελλοντική  έρευνα στην πολιτική οικονομία και τη θεωρία του κράτους.

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

 Η «παγκοσμιοποίηση» είναι μια πολύσημη, ετερόκλιτη, αμφιλεγόμενη λέξη, που συχνά συσκοτίζει αντί να διαφωτίζει τα όσα αφορούν στις πρόσφατες οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές. Στην καλύτερη χρήση της υποδηλώνει μια πολυκεντρική, πολυκλιμακική, πολυχρονική, πολυαιτιακή και πολύμορφη διαδικασία. Η διαδικασία είναι πολυκεντρική διότι προκύπτει από δραστηριότητες σε πολλούς τόπους και όχι από ένα μοναδικό κέντρο. Είναι πολυκλιμακική διότι προκύπτει από δράση σε πολλές κλίμακες –που δεν εννοούνται πλέον εγκατεστημένες σε μια σαφή ιεραρχία, αλλά φαίνεται ότι συνυπάρχουν και αλληλοδιεισδύουν με μπερδεμένο και συγχεχυμένο τρόπο–, και διότι αναπτύσσει και επιτείνει τον κλιμακικό και τον χωρικό καταμερισμό εργασίας. Άρα αυτό που από μια οπτική γωνία περιγράφεται ως παγκοσμιοποίηση, θα μπορούσε από άλλη κλιμακική προοπτική να παρουσιαστεί διαφορετικά (και, ίσως, ακριβέστερα) ως, φέρ’ ειπείν, διεθνοποίηση τριαδοποίηση, οικοδόμηση περιφερειακών μπλοκ, οικοδόμηση δικτύων παγκοσμίων πόλεων, διασυνοριακή συνεργασία, διεθνής τοπικοποίηση, glocalization, glurbanization,  διεθνικοποίηση). Είναι πολυχρονική διότι εμπλέκει προοδευτικά συνθετότερη αναδόμηση και αναδιάρθρωση χρονικοτήτων και χρονικών οριζόντων. Αυτό το στοιχείο αποτυπώνεται στις έννοιες της χωροχρονικής απόκλισης και χωροχρονικής συμπύκνωσης. Από αυτές τις διαδικασίες, η πρώτη έγκειται στην έκταση των κοινωνικών σχέσεων στον χρόνο και τον χώρο, ώστε να μπορούν να ελέγχονται για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους (συμπεριλαμβανομένου ενός όλο και πιο απόμακρου μέλλοντος) και σε μεγαλύτερες αποστάσεις και περιοχές, και σε περισσότερες κλίμακες δραστηριότητας. Η χωροχρονική συμπύκνωση έγκειται στην εντατικοποίηση διακριτων γεγονότων σε ακαριαίο χρόνο, ή/και στην αυξημένη ταχύτητα υλικών και άυλων ροών σε μια δεδομένη απόσταση. Η παγκοσμιοποίηση είναι σαφώς πολυαιτιακή, αφού προκύπτει από τη σύνθετη, απρόοπτη αλληλεπίδραση πολλών διαφορετικών αιτιακών διαδικασιών. Είναι επίσης πολύμορφη. Συνέχεια ανάγνωσης

Ορθώς κείμενα: Γενιά των φύλλων των ανθρώπων η γενιά

Standard

 αναδημοσίευση από την «Καθημερινή», 25.9.2011

 του Παντελή Μπουκάλα

Σκίτσο του Ηλία Μακρή, για τον χαμό του Σπύρου Μπουκάλα («Η Καθημερινή» 17.8.2011)

Είναι φορές στη ζωή των ανθρώπων που οι λέξεις τούς φαίνονται ανούσιες κι ανόητες· τιποτένιες και προδοτικές. Ακόμα και η ίδια η πράξη της σκέψης τούς μοιάζει τότε απαράδεκτη, γιατί, έστω κι αν έχουν πειστεί από το πολύ φαρμάκι να αντιστρέψουν τον Σεφέρη και να πουν πως «είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε», κρίνουν απαράδεκτο τον ίδιο τον πόνο που τους τσάκισε· δεν τον υπολογίζουν σαν όλους τους υπόλοιπους, τους «συνήθεις», που, ακολουθώντας ακόμα κι αθέλητά τους μια μυριόχρονη επιβιωτική πρακτική τόσο καλά αφομοιωμένη που να μην είναι καν αισθητή η ύπαρξή της, τους χρησιμοποιούν για ν’ αντέξουν, για να ενισχύσουν το φρόνημά τους, ίσως και για να μεταπλάσουν σε κάποιας μορφής τέχνη τον σπαραγμό τους. Είναι φορές λοιπόν που πρέπει να πολεμήσεις με την απέχθεια για τις λέξεις, με την άρνηση της ίδιας της υπόστασής τους, με το μίσος για όσα λένε και για όσα αδυνατούν να συλλάβουν και να αποδώσουν. Είναι τότε που το ουρλιαχτό φαντάζει νοηματικά πλουσιότερο και κυριολεκτικότερο από οποιαδήποτε παρηγορητική φιλοσοφία· τότε που οποιαδήποτε προσπάθεια να συνταχθούν τα ασύντακτα και να ειπωθούν τα μη φωνητά, μοιάζει αδάπανο φιλολόγημα και ανεπίτρεπτη ωραιολογία. Πώς τάχα αποκτάς γνώση και γνώμη για τα πυρωμένα κάρβουνα όταν τα πιάνεις με ψυχρές λαβίδες και με πυρίμαχα γάντια…

Γυρνάει ο καθείς από τον άναυδο πόνο ή από τον τρόπο του ουρλιαχτού στον συνταγμένο κόσμο παίρνοντας τον δικό του βασανιστικό δρόμο, το δικό του μονοπατάκι — και, το ξέρουμε, δεν γυρνάνε όλοι οι ναυαγισμένοι· η λερναία πίκρα μπορεί να σε καταπιεί, να θρυμματίσει μονομιάς όσους θώρακες πίστεψες πως απέκτησες με καιρό και με κόπο. Ο δικός μου δρόμος, εδώ, τώρα, για να γυρίσω από τον τρόπο της παγωμένης αλαλίας ή της κραυγής στον κόσμο της γραφής, και μάλιστα της δημόσιας γραφής, είναι ο κόσμος της ανάγνωσης. Να διαβάσω, όχι για να διαβώ σε κάποιο ψύχραιμο «απέναντι», αλλά για να κατέβω βαθύτερα στο «εκεί»: εκεί όπου ο χρόνος ρουφιέται από μια μαύρη τρύπα, κι η ψυχή μαζί του, και ο μοναδικός τρόπoς διαφυγής είναι το «αν», ειπωμένο είτε με τον τρόπο του Ελύτη μετατονισμένο και προσαρμοσμένο στη δεινή ανάγκη, «Η λέξη της ζωής σου η μία εάν…», είτε με τον τρόπο του ριζίτικου τραγουδιού για έναν άγουρο που νιότη δεν εχάρη γιατί τον πρόλαβε ο «σκληροκάρδης» με την μπαμπεσιά που δίκαια του αποδίδει η δημοτική μας ποίηση: «Χριστέ, και να ’τον παρεμπρός, και να ’τον παραπίσω». Αυτό το ψυχοφάγο «αν», ή το «μακάρι», απευθυνόμενο σε θεότητες άφαντες ή αδιάφορες, τσακίζει και κόκαλα που πίστεψαν αναίτια πως ανήκουν στα γερά· μια τριχούλα χρόνου, μια τριχούλα που κόβει βιαιότατα κι απότομα τον χρόνο στα δύο, στον ενεστώτα και στον αδυσώπητο αόριστο, στο εδώ και στο εκεί. Ναι. Μάλλον δεν λάθεψαν οι γνωστικοί αρχαίοι που μια από τις μυθολογικές τους αφηγήσεις για τη χαμένη αθανασία τη συνάρτησαν με μια τρίχα στην κεφαλή του Πτερέλαου· εύκολο ήταν να κοπεί, εύκολο να γυρίσει ο άνθρωπος στη θνητότητά του, σε ένα «εκεί» που σε θέτει εντός χρόνου, στη μνήμη των περιλειπομένων, πλην εκτός κόσμου. Συνέχεια ανάγνωσης