
Έργο του Edward McGowan από το μπλογκ http://underplot.tumblr.com/
της Κατερίνας Δέδε
Οι φίλοι του Μνήμονα γνωρίζουν ότι η σχέση του με την ψηφιακή τεχνολογία υπήρξε μέχρι τώρα κάπως ασταθής. Και εξηγούμαι, προς άρσιν παρεξηγήσεων. Παρότι έκανε το πρώτο του ψηφιακό βήμα σχετικά νωρίς, κατασκευάζοντας την ιστοσελίδα του, δεν υπήρξαμε ενθαρρυντικοί αφού δεν την «αγκαλιάσαμε» πραγματικά. Βρισκόταν πάντα κάπου στο πλάι των ενδιαφερόντων και της μέριμνάς μας, σαν έναν γνωστό που τον σκεφτόμαστε πού και πού αλλά σπάνια τον παίρνουμε τηλέφωνο, κι ακόμα πιο σπάνια επιδιώκουμε να τον συναντήσουμε. Υπήρξαμε περισσότερο ενθαρρυντικοί στη χρήση, λίγα χρόνια αργότερα, του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που, παρά τις όποιες ενστάσεις υπήρξαν, επέτρεψε την ταχύτερη και άμεση επικοινωνία με τα μέλη και τους φίλους του, αλλά κι αυτό το αντιμετωπίσαμε κάπως αδιάφορα ως ένα απόλυτα φυσικό γεγονός.
Σήμερα όμως, το περιοδικό Μνήμων, μετά από μια σειρά από δειλά βήματα, κάνει το μεγάλο άλμα και περνά στην ψηφιακή έκδοσή του. Και σ’ αυτό του το άλμα οφείλουμε να είμαστε απόλυτα ενθαρρυντικοί. Η απόφαση αυτή ήταν δύσκολη καθώς υπήρχαν σοβαρές ενστάσεις στο εσωτερικό του. Κι αυτό γιατί ο Μνήμονας –οι άνθρωποι του δηλαδή– δεν είναι στην πλειονότητά τους εικοσάχρονοι νεαροί απόλυτα εξοικειωμένοι με τις νέες τεχνολογίες. Είναι περισσότερο άνθρωποι του χαρτιού, του τυπωμένου κειμένου και της φροντίδας που αυτό απαιτεί. Κάθε απομάκρυνση από το χαρτί έμοιαζε κάποιες φορές με «οπισθοχώρηση» και ενδεχομένως με «έκπτωση». Η μάχη αυτή δεν ήταν εύκολο να κερδηθεί. Αλλά τελικά κερδήθηκε γιατί (όσοι συμμετέχουν το ξέρουν καλά) στον Μνήμονα καμία μάχη δεν είναι εκ των προτέρων χαμένη.
Η απόφαση αυτή για το πέρασμα στην ψηφιακή έκδοση αποτελεί την υγιή αντίδραση μιας συλλογικότητας που μετρά σαράντα χρόνια ζωής και που δηλώνει την απόφασή της να συνεχίσει να υπάρχει κάτω από τις δύσκολες σημερινές συνθήκες, αλλά να υπάρχει με τους δικούς της όρους. Κι αυτό σημαίνει ότι ο Μνήμων στη νέα του ψηφιακή εποχή θα συνεχίσει να τηρεί τις υψηλές προδιαγραφές που έχει θέσει ως τώρα (τόσο από άποψη περιεχομένου όσο και από άποψη αισθητικής) με μόνη διαφορά ότι πλέον οι αναγνώστες του θα τον ξεφυλλίζουν ηλεκτρονικά, ενώ κάποιοι «αμετανόητοι» θα τον τυπώνουν.
Παρότι δεν μπορώ πλέον να κατατάσσω τον εαυτό μου στη λεγόμενη «νέα γενιά», βρίσκω άσκοπη την γκρίνια ότι οι νέοι, και ειδικότερα οι φοιτητές, καταφεύγουν ολοένα και συχνότερα στην πηγή του διαδικτύου αλιεύοντας διάφορες αντιεπιστημονικές «σαβούρες». Κι αυτό για δύο λόγους: Πρώτον, διότι το διαδίκτυο, λόγω όγκου, έχει προφανώς χιλιάδες «σαβούρες» αλλά δεν έχει μόνο τέτοιες. Και δεύτερον, γιατί απορρίπτοντας εκ των προτέρων τη χρήση του διαδικτύου είναι σαν να κλείνουμε τα μάτια στο μέλλον. Αφού λοιπόν οι νέοι χρησιμοποιούν και θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν το διαδίκτυο, ο εναλλακτικός δρόμος είναι να «επιτεθούμε» στην όποια «σαβούρα» και να παρέχουμε διαδικτυακά όσο το δυνατόν περισσότερο έγκυρο επιστημονικό υλικό. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Μνήμονας περνάει σήμερα στην «επίθεση»…
Κλείνοντας, δύο ακόμα λόγια. Θα συνεχίσω να κατεβαίνω βήμα βήμα τα σκαλάκια της Ζωσίμου τις Τετάρτες, να περιμένω κάθε φορά τον επόμενο τόμο του περιοδικού και τις όλο και πιο σπάνιες εκδόσεις του. Χαίρομαι που υπάρχει ένα τέτοιο ιδιότυπο σχολείο στο οποίο παίρνει κανείς μαθήματα δημοκρατίας (δεν χρειάστηκε ποτέ να είναι κανείς «κάποιος» ή «κάποιου» για να μιλήσει ή να ρωτήσει), ήθους (όσο παρωχημένο κι αν ακούγεται), τυπογραφικής τέχνης, αλλά, πάνω απ’ όλα, ιστορίας. Της ιστορίας όμως ως συνόλου. Αν στον κάμπο της ιστορίας, ο καθένας καλλιεργεί το δικό του χωράφι, δεν γίνεται να είναι αδιάφορος για την καλλιέργεια του γείτονα και του παραδιπλανού του, καθώς από τις διαφορετικές καλλιέργειες θα προκύψουν νέες ποικιλίες. Ο Μνήμονας δεν ύψωσε ποτέ φράχτες. Αντίθετα προσπάθησε να ανοίξει δρόμους προς όλα τα χωράφια. Και μόνο για αυτό το τόσο σπάνιο μάθημα, η ανάγκη διατήρησής του είναι περισσότερο από επιβεβλημένη.