του Στρατή Μπουρνάζου

Παρίσι, 14 Ιουλίου 1936. Φωτογραφία: Roger-Viollet
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, Παρασκευή μεσημέρι, κανείς δεν ξέρει με σιγουριά πόσο ακόμα θ’ αντέξει η κυβέρνηση Παπανδρέου. Δεν έχει μεγάλη σημασία· δεν το λέω με κυνισμό, ούτε με την απόγνωση του εφημεριδανθρώπου, πολλώ δε μάλλον του εβδομαδιαίου εφημεριδογράφου, που ποιείται την ανάγκη φιλοτιμία, καθώς δεν προλαβαίνει τη βροχή των εξελίξεων. Το πόσο ακριβώς θα αντέξει η κυβέρνηση δεν έχει μεγάλη σημασία, επειδή όλοι ξέρουμε ότι δεν θα αντέξει πολύ. Πιθανότατα μάλιστα, Κυριακή κοντή γιορτή, την ώρα που διαβάζετε το άρθρο να έχει ήδη εκμετρήσει τον βίο.
Δεν ξέρουμε, ακόμα, πόσο θα αντέξει η επόμενη κυβέρνηση — είτε είναι «συγκυβέρνηση» είτε «εθνικής σωτηρίας» είτε κυβέρνηση «τεχνοκρατών», αυτοδύναμη ή συμμαχική, της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και άλλων (μη) δημοκρατικών δυνάμεων. Δεν ξέρουμε ακριβώς· κι όμως ξέρουμε καλά ότι ούτε αυτή πρόκειται να αντέξει πολύ: γρήγορα θα δείχνει εξίσου φθαρμένη, θα φτάσει στο ίδιο ή και χειρότερο αδιέξοδο. Και αυτό, ασφαλώς, έχει μεγάλη σημασία. Μα, ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχει ότι η απόφανση αυτή δεν αποτελεί επτασφράγιστο μυστικό, που το κατέχουν οι ειδικοί κι οι εκλογομέτρες, αλλά πεποίθηση διαδεδομένη και εδραιωμένη: ο κόσμος θα πάει στις κάλπες όντας βέβαιος ότι η επόμενη κυβέρνηση θα έχει κοντά πόδια. Δεν μπορώ να σκεφτώ εύκολα πολλές ανάλογες καταστάσεις — και δεν εννοώ το 1964, το 1974 ή το 1981, με τις ελπίδες να συνεπαίρνουν τα μυαλά. Μιλάω για πιο πρόσφατες και πιο πεζές καταστάσεις: την εκλογή Σημίτη το 2000, την εκλογή Καραμανλή το 2004 και το 2007, του ΓΑΠ το 2009: μπορεί πολλοί να ξέραν ότι στοιχημάτιζαν σε άλογο κουτσό, όχι όμως και ψόφιο. Συνέχεια ανάγνωσης