του Νικόλα Σεβαστάκη
Σημείωση: Το παρακάτω άρθρο γράφτηκε και παραδόθηκε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο πριν τις έκτακτες πολιτικές εξελίξεις με την εξαγγελία του δημοψηφίσματος, τις αντιδράσεις που δίχασαν τις διαφορετικές μερίδες του «κόμματος του μνημονίου» και τη διεθνή σκηνή, τις αναταράξεις στο ΠΑΣΟΚ και στην κυβέρνηση και την ενδεχόμενη πτώση της κυβέρνησης. Η ρευστότητα και το παραφουσκωμένο μηντιακό/πολιτικό «παρασκήνιο» των στιγμών δεν ευνοούν τους σχετικά πιο αργούς χρόνους της εφημερίδας, πόσο μάλλον την περισσότερο δύσκαμπτη προσέγγισε σε μια πολιτική σκέψη της παρούσας στιγμής και των αποκρυσταλλώσεών της στη δημόσια ζωή. Ο πυρήνας του άρθρου παραμένει ωστόσο ακέραιος διότι αφορά τις μακροπρόθεσμες δυνατότητες της ριζοσπαστικής Αριστεράς να αντιπαρατεθεί στο υπάρχον και στο αναδυόμενο ως συνέχεια του σχέδιο που, είτε έτσι είτε αλλιώς, δεσμεύει την Ελλάδα των επόμενων δεκαετιών. Το ζήτημα το οποίο τίθεται, ανεξάρτητα από το ποια ακριβώς πατέντα μνημονιακής διακυβέρνησης θα προκριθεί για το επόμενο διάστημα, είναι η διατύπωση μιας αριστερής υπόσχεσης για το μέλλον των λαϊκών τάξεων, για τις δημόσιες ελευθερίες, τα δικαιώματα των «από κάτω» και το εναλλακτικό πρότυπο κοινωνικής ευημερίας στην εποχή της βίαιης ύφεσης και του πανικού των ελίτ.
***

Ρομπέρ Ντουανό, «Το μικρό μπαλκόνι», 1953
Καμιά έκπληξη πια: κι αυτές τις μέρες όπου ανακοινώθηκε ουσιαστικά η απαγόρευση κάθε διαφορετικής πολιτικής για δέκα ή είκοσι χρόνια (νέα δανειακή συμφωνία μαζί με νέα, άδηλα στο περιεχόμενό τους, μνημόνια) οι ορθοφρονούντες δημοσιογραφίας και πολιτικής «κοιτάζουν το δάχτυλο». Χάλασαν και χαλούν τον κόσμο μπροστά στον κίνδυνο της ακυβέρνητης κοινωνίας υποτιμώντας, για άλλη μια φορά, τις συνέπειες που έχει μια διακυβέρνηση η οποία επιμένει περίπου εναντίον των πάντων, πέρα από κάθε «κοινωνικό συμβόλαιο». Το γνωστό θέμα της ανομίας και της παρεκτροπής των λαϊκών διαμαρτυριών (στις παρελάσεις και όπου αλλού) έρχεται να σκεπάσει το σκάνδαλο ενός συνολικού πλέγματος αποφάσεων που δεσμεύουν για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα τη συλλογική ζωή αλλά και τις ατομικές τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων. Αντί λοιπόν να δουν την πηγή του προβλήματος ο ευρύτερος χώρος του κόμματος του μνημονίου επαναλαμβάνει μονότονα τα ίδια κουραστικά σοφίσματα: οι φαιοκόκκινοι του δρόμου, ο λαϊκισμός που απειλεί τους θεσμούς, η «παλαβή Αριστερά» που δεν σοβαρεύεται κλπ.
Από μια άποψη το αντανακλαστικό είναι απολύτως προβλέψιμο. Γιατί αυτή τη στιγμή ο λεγόμενος «αστικός» (έτσι αυτοαποκαλούνται τώρα τελευταία) πολιτικός και διανοούμενος χώρος δεν έχει να προτείνει τίποτα διαφορετικό από το ιδιόμορφο πολίτευμα των Παπανδρέου και Βενιζέλου ή κάποια παραλλαγή του με άλλα πρόσωπα, με αμφίπλευρες διευρύνσεις ή τεχνοκρατικές υψηλές υπηρεσίες. Οι επιμέρους συσσωματώσεις αυτού του χώρου, η διακήρυξη των τριών υπουργών ή ο «Κοινωνικός Σύνδεσμος» του Γ. Φλωρίδη, συγκλίνουν απολύτως στο περιεχόμενο της «νέας μεταπολίτευσης» που επιδιώκουν. Αποκλίνουν ή και ερίζουν ως προς τις φιλοδοξίες, τους ρυθμούς και τις ειδικές πολιτικές τεχνικές με τις οποίες μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος, δηλαδή η αναγκαστικά βίαιη νεοφιλελεύθερη «εκλογίκευση» της χώρας μέσα από την ταχύρρυθμη καταστροφή των «οπισθοδρομικών» κοινωνικών και παραγωγικών δυνάμεων, μέσα από τη διαρκή υποτίμηση της εργασίας. Αλλά και οι δυο ψυχές του μνημονιακού πλέγματος, οι τεχνοκράτες και οι ηθικολόγοι, το κόμμα της δημοσιονομικής ορθοδοξίας και το κόμμα της «αλλαγής του Έλληνα» συμφωνούν στο πνεύμα μιας νέας καχεκτικής δημοκρατίας. Και κατ’ αυτή την έννοια ενοποιούνται και στους τρόπους με τους οποίους επιλέγουν να μιλήσουν για τα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα της συγκυρίας.
Ας φύγουμε όμως από την εξέδρα των επισήμων και τις επιλογές της. Ας δούμε τον ορίζοντα προσδοκιών που μπορεί να έχει η Αριστερά μέσα στον νέο ιστορικό κύκλο όπου η κοινωνική και πολιτική κρίση συναιρείται με την απόλυτη ηθική απαξίωση των ελίτ, της οργανωμένης εκπροσώπησης και κάθε «επίσημης εξέδρας». Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Αριστεράς είναι ότι η ίδια δεν διαθέτει έναν δοτό ορίζοντα, μια ετοιμοπαράδοτη στρατηγική «δέσμευσης του μέλλοντος». Αυτό που μπορεί, υπό όρους, να έχει είναι ένα ανταγωνιστικό πολιτικό σχέδιο το οποίο, παρά τις συγχύσεις, είναι κάτι διαφορετικό από ένα κυβερνητικό πρόγραμμα αλλά και από μια έκθεση ρυθμιστικών και δεοντολογικών αρχών. Εκεί νομίζω ότι βρίσκεται η αιχμή όλων των δυσκολιών της νέας περιόδου. Το πρώτο ζητούμενο παραμένει φυσικά η αντίκρουση των αντιδημοκρατικών τεχνικών εκβιασμού της συναίνεσης και χειρισμού των ατομικών/συλλογικών φόβων. Η συγκρότηση των αντιδράσεων σε πραγματικό κοινωνικό κίνημα. Αλλά ένα δεύτερο –καθόλου όμως δεύτερης τάξης– ζητούμενο είναι η αναδημιουργία μιας βασικής υπόσχεσης, ενός ορίζοντα καταφάσεων. Ούτε οι πολιτικοοικονομικές απαντήσεις για το δημόσιο χρέος ούτε οι γενικές αντικαπιταλιστικές διακηρύξεις είναι σε θέση να υποκαταστήσουν την αριστερή «υποσχετική» ταυτότητα. Λογικά επείγει η απόκρουση των πιο επιθετικών κινήσεων ή των μεταμορφώσεων παραλλαγής του αντιπάλου. Δεν είναι όμως λιγότερη αναγκαία η προετοιμασία μιας φυγής προς τα εμπρός με μια ουσιαστική έννοια αντιπαράθεσης με τον αντίπαλο πάνω στο περιεχόμενο της ρήξης με το παρελθόν. Απέναντι σε μια ριζική «αλλαγή εποχής» η οποία πυροδοτείται με τους όρους της αυτοκρατορίας του χρήματος και της ολοκληρωτικής αιχμαλωσίας της πολιτικής πράξης, η Αριστερά μπορεί και πρέπει να μιλήσει ανοιχτά για τα σημεία και τους δείκτες μιας διαφορετικής ορθολογικότητας, μιας διαφορετικής συνθήκης της κοινωνικής ευημερίας. Να αναδείξει την απόλυτη αλληλοσυσχέτιση των διαστάσεων του εισοδήματος, των δικαιωμάτων και των κοινωνικών ελευθεριών. Να προβάλει τη συνάφεια ανάμεσα στην υλική/ βιοτική αξιοπρέπεια των λαϊκών τάξεων και στην αναγκαία αλλαγή παραδείγματος σε σχέση με το προ της κρίσης κοινωνικό μόρφωμα. Να αρνηθεί τον νόμο της εξυγίανσης μέσω της εξαθλίωσης και της διαίρεσης των εργαζόμενων σε «προσοντούχους» και «άχρηστους», σε «τελειωμένες» και «υπό εξέταση» περιπτώσεις. Στην υποκριτική και απολύτως επιλεκτική φιλολογία περί αλλαγής νοοτροπίας από μέρους των ταγών του νεοφιλελεύθερου αυταρχικού «εξορθολογισμού», μπορεί να αντιπαρατεθεί ένα πολύμορφο κίνημα για την απαλλαγή από όλες τις εκδοχές υποταγής στην αγορά, είτε τις παρασιτικές/κρατικιστικές εκδοχές είτε αυτές της νεοφιλελεύθερης «ανταγωνιστικότητας».
Η διεθνής δυναμική των κινημάτων για πραγματική δημοκρατία, για ανάκτηση της αξιοπρέπειας των πολλών, για τη χειραφέτηση του δήμου από τον νέο καπιταλιστικό δεσποτισμό, αυτή η δυναμική δεν είναι μόνο απορριπτική: αποπνέει, έστω με τους όρους μιας ηθικής διαθεσιμότητας, την αρχή μιας εναλλακτικής πορείας, την κατάφαση περισσότερων πολιτών στις μη αγοραίες προϋποθέσεις του πρακτικού βίου και της δημοκρατικής κοινότητας.
Η εξέδρα των επισήμων θα εξακολουθήσει φυσικά να βρίζει τον κόσμο που δεν θέλει να κυβερνηθεί με τον τρόπο του φιλήσυχου παρελαύνοντος πληθυσμού. Θα συνεχίσει να αγανακτεί με την αγανάκτηση ή να σπεύδει να την ερμηνεύσει ως ψυχοπαθολογία. Το ερώτημα από εδώ και πέρα είναι με ποιους όρους θα βγούμε, αν και όποτε γίνει αυτό, από τη συνολική κατάσχεση του μέλλοντος: Ποια κοινο-πολιτεία μπορεί να υπάρξει πέρα από τη σημερινή περίφραξη που η κυβέρνηση ή τα εκκολαπτόμενα ολιγαρχικά σχήματα «παραλλαγής» επιδιώκουν να τη μετατρέψουν σε πραγματικό Τείχος.
Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ