Συλλογικές συμβάσεις και νεοφιλελεύθερος ψευδοορθολογιστικός ολοκληρωτισμός

Standard

του Δημήτρη Α. Τραυλού-Τζανετάτου

Ενώ το μέτωπο των αγανακτισμένων παγκοσμιοποιείται, λαμβάνοντας ολοένα και πιο έντονο αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε κατάσταση γενικευμένης αντίστασης κατά της βιαιότερης μεταπολεμικής ανακατανομής πλούτου, κατά της ωμότερης επιβολής των αγορών στην πολιτική, κατά του πιο βάρβαρου και κυνικού ανασυσχετισμού δυνάμεων κεφαλαίου-εργασίας υπέρ του πρώτου. Κορύφωση της γενικευμένης αυτής κοινωνικής αντίστασης αποτέλεσε η πλημμυρίδα των διαδηλωτών που με αφορμή τη συζήτηση για το «κοινωνιοκτόνο» πολυνομοσχέδιο κατέκλυσε το κέντρο της Αθήνας. Μέσα στο εκρηκτικό αυτό κλίμα η κυβερνητική πλειοψηφία, παρά τη σθεναρή αντίδραση συνδικάτων και αντιπολίτευσης, υπερψήφισε το επίμαχο πολυνομοσχέδιο, με μοναδική εξαίρεση το τεκμηριωμένο όχι της Λ. Κατσέλη στο διαβόητο άρθρο 37 (βλ. της ίδιας, «Στο απόσπασμα οι συμβάσεις» Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 9.10.2011). Παρότι φαίνεται επί του παρόντος να σώθηκε σε τυπικό-νομικό επίπεδο το ύστατο προστατευτικό ανάχωμα των κατώτατων μισθών και των υπόλοιπων όρων εργασίας, δηλαδή η Εθνική Γενική ΣΣΕ, η υπερψήφιση του άρθρου 37 καταφέρει ουσιαστικά τη χαριστική βολή στο ήδη βαριά τραυματισμένο σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα μας (βλ. Γ. Τραυλός-Τζανετάτος «Η κλαδική ΣΣΕ στο απόσπασμα», Η Αυγή της Κυριακής, 28.9.2010). Τούτο δε καθώς: α) θέτει σε τριετή κατάψυξη τη δυνατότητα επέκτασης των κρίσιμων για την εύρυθμη λειτουργία του όλου συστήματος κλαδικών ΣΣΕ, β) καταργεί την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης ως μηχανισμού άρσης της συρροής ΣΣΕ, δίνοντας προβάδισμα στην επιχειρησιακή ΣΣΕ και γ) απονέμει ικανότητα σύναψης επιχειρησιακών ΣΣΕ στις, στερημένες ουσιαστικής διαπραγματευτικής δύναμης, ενώσεις προσώπων, με προφανή σκοπό, μέσω μιας ψευδοσυλλογικής διαπραγμάτευσης, να συγκαλύψει την ουσιαστική παράδοση των όρων εργασίας στη μονομερή εξουσία του εργοδότη.

Ένας φαύλος κύκλος ανατροφοδότησης της ύφεσης

Ανεξαρτήτως των κραυγαλέων παραβιάσεων συνταγματικών και άλλων, υπερνομοθετικής ισχύος, διατάξεων που οι επίμαχες ρυθμίσεις προκαλούν, πέραν πάσης αμφισβήτησης τελεί η ακόλουθη θέση: Η προϊούσα απορρύθμιση του συστήματος συλλογικής αυτονομίας με στόχο την χωρίς όρια μείωση του μισθολογικού κόστους εργασίας ούτε το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας ικανοποιεί ούτε την κρίση απασχόλησης ουσιαστικά υπηρετεί, ιδίως σε οικονομίες ευρισκόμενες σε βαθιά δομική και παρατεταμένη κρίση. Έτσι, όχι μόνο αδυνατεί να συμβάλει στη δημοσιονομική εξυγίανση της χώρας και την οικονομική της ανόρθωση. Πολύ περισσότερο, επιδεινώνοντας, ανατροφοδοτώντας και ανακυκλώνοντας την ύφεση, οδηγεί νομοτελειακά στην οικονομική και κοινωνική καταστροφή. Πρόκειται για μια παλαιά συνταγή του νεοφιλελευθερισμού, που, καίτοι δεν επαληθεύεται στην πράξη, εμφανίζει μια οιονεί ψυχονευρωσική εμμονή (βλ. Travlos-Tzanetatos, «Die Tarifautonomie in kritischer Wende», FS für F-S Saecker, 2011, σ. 277 κ.ε.). Αναπόδραστη συνέπεια υιοθέτησης της συνταγής αυτής είναι η διαρκής υποχώρηση των «κόκκινων γραμμών», με αποτέλεσμα την προϊούσα αποσάθρωση και αποδιάρθρωση όχι μόνο των κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά του όλου συνταγματικού-αστικοδημοκρατικού πολιτειακού συστήματος (για τις επιπτώσεις της κρίσης του εργατικού δικαίου και ειδικότερα της συλλογικής αυτονομίας στη δημοκρατική αρχή, βλ. Τραυλού-Τζανετάτου, Το εργατικό δίκαιο σε κρίσιμη καμπή, 1990, σ. 28 κ.ε. και 78 κ.ε.).

Μέσα στη δίνη της γενικευμένης κρίσης, όπου, πέραν της οικονομίας και των θεσμών, καίρια πλήγματα δέχονται «νοήματα, σημασίες, αξίες και συνειδήσεις» (Κ. Τσουκαλάς, Η Αυγή της Κυριακής, 15.10.2011, σ. 13), δεν θα μπορούσαν να μείνουν αλώβητα τα λογικά και τελολογικά θεμέλια και η δογματική και αξιακή ταυτότητα του εργατικού δικαίου, όπως αυτό σφυρηλατήθηκε και διαμορφώθηκε τα τελευταία εξήντα χρόνια. Έτσι, βασικές έννοιες, θεμελιώδεις θεσμοί, στοιχειώδεις τελολογικές λειτουργίες, δογματικές και αξιακές σταθερές όχι απλώς τίθενται υπό αμφισβήτηση (βλ. Γ. Τραυλός-Τζανετάτος ό.π., σ. 105 κ.ε.). Πολύ περισσότερο, με την ένταξή τους στη λογική και την ιδεολογία ενός μονοδιάστατου και απλουστευτικού, ψευδοορθολογιστικού νεοφιλελεύθερου ολοκληρωτισμού (πρβλ. Κ. Τσουκαλάς, ό.π., σ. 13), στη μέγγενη του οποίου μέσω μνημονιακών και συναφών «πολιτικών σωτηρίας» βρίσκεται η ελληνική οικονομία και κοινωνία, επιχειρείται η απαξίωσή τους με στόχο τη διευκόλυνση της κοινωνικής απονομιμοποίησης και συνακόλουθα της αποδόμησης του ισχύοντος θεσμικού συστήματος των εργασιακών σχέσεων.

Στο στόχαστρο δυο θεμελιώδες πυλώνες του συστήματος της συλλογικής αυτονομίας

Στο στόχαστρο της επιχείρησης αυτής βρίσκονται τελευταία μεταξύ άλλων και δύο βασικοί θεσμοί, θεμελιακοί πυλώνες του ισχύοντος στη χώρα μας συστήματος της συλλογικής αυτονομίας: Η Εθνική Γενική ΣΣΕ και η αρχή της ευνοϊκότερης (υπέρ των εργαζομένων) ρύθμισης. Η επίθεση αυτή στηρίζεται στην αποκάλυψη μιας δήθεν πλαστής και ιδεολογικοκρατούμενης, συγκαλυπτικής και παραποιητικής της πραγματικότητας, λειτουργίας των επίμαχων θεσμών, γενεσιουργού στρεβλώσεων και δυσλειτουργιών στο όλο σύστημα των «ελεύθερων» συλλογικών διαπραγματεύσεων. Ως επιβεβαίωση της επιχείρησης αυτής «απομυθοποίησης» και «εξορθολογισμού» θεωρείται η –παρατηρούμενη μεταπολιτευτικά– συνεχής, γενικευμένη και οριζόντια ανοδική εξέλιξη των κατώτατων μισθών μέσω της ΕΓΣΣΕ, ανεξαρτήτως κλάδου ή οικονομικής συγκυρίας, η οποία κλιμακώνεται μέσω πυροδότησης επιπλέον αυξήσεων μέσω των λοιπών μορφών ΣΣΕ, κυρίως δε των κλαδικών. Ως αιτία της «στρεβλής» αυτής εξέλιξης θεωρείται ένας ακόμη, δήθεν ιδεολογικά φορτισμένος και υπερτιμημένος, θεσμός του συλλογικού εργατικού δικαίου: η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης. Όπως ευκόλως γίνεται αντιληπτό, οι θέσεις αυτές αμφισβητούν εντόνως τη λογική και την τελολογία του όλου συστήματος των ΣΣΕ του Ν. 1876/90, που, ωστόσο, ψηφίστηκε ομόφωνα από την Ελληνική Βουλή και επί μακρόν έτυχε και, κατά τα φαινόμενα, τυγχάνει ακόμη της αμέριστης υποστήριξης των κοινωνικών ανταγωνιστών. Δεν είναι έτσι τυχαίο το γεγονός ότι η, εφαρμοζόμενη ελέω μνημονίου και όχι μόνο, πολιτική νομοθετικής απορρύθμισης αντιμετωπίζει σχεδόν καθολική κοινωνική και πολιτική αντίσταση και αποδοκιμασία.

Η περιορισμένη έως ανύπαρκτη αρνητική επιρροή τέτοιων ακραίων, αξιωματικών και αφοριστικών θέσεων, εδραζόμενων όχι σε νομικά επιχειρήματα, αλλά σε μια υπεραπλουστευμένη εμπειρική-πραγματολογική θεώρηση, εμποτισμένη από έναν «νεοφιλελεύθερο ιακωβινισμό», στη δοκιμασμένη ιστορικά και εδραιωμένη στην κοινωνική συνείδηση σημασία των επίμαχων θεσμών, δεν καθιστά περιττή μια σύντομη κριτική αξιολόγηση. Αντιθέτως, την επιβάλλει κυρίως ως προς τα λογικά και τελολογικά προαπαιτούμενά τους. Τούτο δε καθώς, πέραν της σημασίας μιας, μέσω νομικής –συνταγματολογικής κυρίως– αντεπιχειρηματολογίας ανασκευής τους, σημαντικό για τη στήριξη των βαλλόμενων θεσμών και τη διαμόρφωση μιας εναλλακτικής πρότασης είναι και το έργο του φωτισμού των ιδεολογικών προαντιλήψεων και δικαιοπολιτικών στόχων των επίμαχων θέσεων (πρβλ. Γ. Τραυλός-Τζανετάτος, Συλλογική αυτονομία, γενικό συμφέρον και εξυγίανση δημόσιας επιχείρησης, 1998, σ. 107). Το αναμενόμενο νέο «ριζικό κούρεμα» των «διασωθέντων» μέχρι στιγμής στοιχείων προστασίας και αυτονομίας του εργατικού δικαίου μέσω της πρόσφατης συμφωνίας των Βρυξελλών και η συνακόλουθη ενίσχυση της «ιδεολογικής τρομοκρατίας» περί μονόδρομου καθιστούν το έργο αυτό επιτακτικά αναγκαίο.

Εν πρώτοις, σχετικά με την προσπάθεια υποβάθμισης του ρόλου των Εθνικών Γενικών Συμβάσεων Εργασίας, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Ο θεσμός αυτός, ως μηχανισμός διασφάλισης των κατώτατων μισθών, ισχύει αδιαλείπτως από το 1955 (Ν. 3239) μέχρι σήμερα, με μοναδικό διάλειμμα το χουντικό ΝΔ 186/69 (άρθρο 16). Η δε βαρύνουσα σημασία του στο δίκαιο της συλλογικής αυτονομίας γινόταν βασικά ανέκαθεν δεκτή και από την επιστήμη (βλ., αντί πολλών, Καρακατσάνης, Η συλλογική Σύμβαση Εργασίας, 1974, σ. 131). Τούτο δε, καθώς συγκροτεί το έσχατο ανάχωμα προστασίας του μισθού που με τη σειρά του διασφαλίζει τη στοιχειώδη βιοποριστική ικανότητα του εργαζομένου, πράγμα που, άλλωστε, αξιώνει συνταγματική προστασία (άρθρο 22, παράγρ. 1 και 2). Ενοποιώντας δε και ομογενοποιώντας σε κατώτατο επίπεδο την αμοιβή και τους λοιπούς όρους εργασίας, η ΕΓΣΣΕ καθιστά ευκρινές και σταθερό το κόστος εργασίας και αποτρέπει τον ανεπιθύμητο ανταγωνισμό. Τούτο δε ισχύει ιδίως σε περίπτωση βαθιάς ύφεσης, όπως η σημερινή, η οποία οδηγεί σε κινεζοποίηση την αγορά εργασίας, δημιουργώντας συνθήκες άγριου ανταγωνισμού και μεταξύ των εργαζομένων. Οι επισημάνσεις αυτές δεν σημαίνουν βεβαίως ότι στη σύγχρονη, άκρως απορρυθμισμένη και ελαστικοποιημένη εργασιακή πραγματικότητα οι μισθοί της ΕΓΣΣΕ γίνονται πάντοτε σεβαστοί. Αντιθέτως, συχνή είναι η παραβίασή τους, ιδίως σε συνθήκες οικονομικής κρίσης.

Ελλάδα και Ευρώπη

Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι ο θεσμός αυτός ως μηχανισμός διασφάλισης των κατώτατων ορίων αποδοχών δεν τυγχάνει ευρείας αναγνώρισης σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (όπως αντιθέτως συμβαίνει π.χ. με τις κλαδικές ΣΣΕ), δεν σημαίνει ότι περιορίζεται η σημασία του. Η απαξίωση ενός θεσμού μόνο και μόνο επειδή είναι λίγο ή καθόλου γνωστός σε άλλα παρεμφερή νομικά συστήματα δεν αποτελεί βεβαίως μειονέκτημα. Αντιθέτως, στο βαθμό που αντανακλά τις ιδιαιτερότητες και ανάγκες της συγκεκριμένης, ιστορικά προσδιορισμένης έννομης και οικονομικής τάξης, αποτελεί πλεονέκτημα. Ωστόσο το κρίσιμο στοιχείο στην προβληματική αυτή είναι η ικανοποίηση της επιτακτικής ανάγκης διασφάλισης ενός κατώτατου ορίου αποδοχών και όχι το νομικό εργαλείο επίτευξής της. Η διασφάλιση αυτή επιτυγχάνεται στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη (π.χ. Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ολλανδία) μέσω της νομοθετικής οδού. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στη Γερμανία, όπου το έργο αυτό το έχει αναλάβει η νομολογία (π.χ. απαγόρευση «μισθών πείνας», BGH 1997, σ. 1690), πιεστικό είναι το αίτημα για νομοθετική παρέμβαση (βλ. Peter, AuR 1999, σ. 289 κ.ε.). Στο ελληνικό εργατικό δίκαιο, όπου μια τέτοια διασφάλιση είναι επιβεβλημένη τόσο συνταγματικά (άρθρο 22) όσο και από πλευράς ευρωπαϊκού δικαίου (άρθρα 151 Συνθήκης Λειτουργίας της Ε.Ε. και 4, παράγρ. 1 Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, δικαίωμα για δίκαιη αμοιβή), τον κρίσιμο αυτόν ρόλο για το όλο σύστημα προστασίας επιτελεί ο θεσμός της ΕΓΣΣΕ. Μάλιστα η επιλογή αυτή υπερέχει εκείνης της νομοθετικής παρέμβασης. Τούτο δε, καθώς και στο ευρύτερο σύστημα συλλογικής αυτορρύθμισης εντάσσεται αρμονικά και μεγαλύτερη ευλυγισία και προσαρμοστικότητα εμφανίζει έναντι της νομοθετικής ρυθμιστικής παρέμβασης. Η αμφισβήτηση του ρόλου αυτού λόγω μιας δήθεν εγγενούς αιτιοκρατικής τάσης αύξησης των κατώτατων μισθολογικών ορίων, ανεξαρτήτως ειδικότητας και κλάδου, γενεσιουργού μιας ισοπεδωτικής και αντιαναπτυξιακής λειτουργίας, αποτελεί μια σοφιστική υπεραπλούστευση, μη συνάδουσα προς την εργασιακή πραγματικότητα. Τούτο δε, καθώς ο καθορισμός ενός κατώτατου ορίου αποδοχών ως ικανού και αναγκαίου για τη διασφάλιση ενός στοιχειωδώς αξιοπρεπούς βιοπορισμού και συντήρησης του εργαζομένου και της οικογένειάς του, συνταγματικά προστατευόμενου, δεν μπορεί από τη φύση του και τη συνταγματικά προσδιορισμένη τελολογική λειτουργία του παρά να είναι οριζόντιος, ομογενοποιημένος και ανεξαρτητοποιημένος από κλάδο, επιχείρηση ή επάγγελμα. Άλλωστε, το αν και κατά πόσον η εξέλιξη του ορίου αυτού θα είναι αυξητική αποτελεί κάθε φορά συνάρτηση της υφιστάμενης οικονομικής κατάστασης. Αυτό σημαίνει ότι η τυχόν παρατηρούμενη αυξητική εξέλιξη των κατώτατων μισθών, ως προϊόν κορυφαίας διαπραγμάτευσης και συμφωνίας, δεν μπορεί παρά να έχει λάβει υπόψη τις ισχύουσες κάθε φορά οικονομικές παραμέτρους και γενικότερα τη διαμόρφωση του ΑΕΠ. Σημειωτέον δε ότι ο ισχύων σήμερα κατώτατος μισθός στην Ελλάδα είναι από τους χαμηλότερους των κρατών-μελών της Ε.Ε.

Στην ίδια επιχειρηματολογία, η οποία δεν συνάδει προς τη λογική και την τελολογία του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων του Ν. 1876/90, εντάσσεται και το επιχείρημα ότι η αυξητική επιρροή του κατώτατου μισθού στις υπόλοιπες κατηγορίες ΣΣΕ, ως συνέπεια ενός άλλου «νομικού μύθου» (της αρχής της εύνοιας) που κορυφώνεται στις κλαδικές ΣΣΕ, αποτελεί «νομοθετικό παραλογισμό». Σύμφωνα με τη βασική αρχή αυτή του εργατικού δικαίου, η οποία είναι γενικότερα αποδεκτή αξιώνουσα κατά την πειστικότερη άποψη συνταγματική προστασία (βλ., αντί άλλων, Καζάκος, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2009, σ. 48 κ.ε.) βασικό πυλώνα του ελληνικού συστήματος της συλλογικής αυτονομίας (άρθρα 7 και 10 του Ν. 1876/90), σε περίπτωση σύγκρουσης διαφόρων τυπικής ισχύος κανόνων υπερισχύει ο ευνοϊκότερος για τον εργαζόμενο. Αντίστοιχη είναι η λειτουργία της αρχής αυτής σε περίπτωση συρροής ΣΣΕ (βλ. και Λεβέντης, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2007, σ. 489). Τούτο δε, καθώς κάθε μορφή ΣΣΕ στο πεδίο εφαρμογής της θεσπίζει κατώτατους όρους εργασίας (βλ. σχετικά Καρακατσάνη, ό.π., σ. 134· πρβλ. Daebler, Tarifvertragsrecht, 1993, σ. 625). Το γεγονός δε ότι η αρχή αυτή βρίσκεται, τα τελευταία ιδίως χρόνια, στο στόχαστρο της πολεμικής, ιδίως από τη σκοπιά των νεοφιλελευθέρων προταγμάτων και ιδεοληψιών, δεν αναιρεί, αλλά αντίθετα αναδεικνύει τη σπουδαιότητά της.

Έτσι, ούτε το επιχείρημα ότι οι κλαδικές ΣΣΕ αποσκοπούν σε μια διαρκή και απροϋπόθετη αύξηση των μισθών των επιχειρησιακών ΣΣΕ ευσταθεί. Τούτο δε, καθώς τυχόν αυξητική τάση δεν εκφράζει κάποια, εγγενή στη μορφή αυτής της ΣΣΕ, νομοτελειακή αναγκαιότητα. Ούτε απορρέει αναπόδραστα από την αρχή της εύνοιας. Αντιθέτως, αποτελεί εξαρτημένη μεταβλητή της δεδομένης οικονομικοπολιτικής συγκυρίας και του εκάστοτε υφιστάμενου συσχετισμού δυνάμεων. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση δυσμενών οικονομικών συνθηκών οι «κοινωνικοί εταίροι» μπορούν κάλλιστα να αναπροσαρμόσουν το ύψος των αποδοχών σε χαμηλότερο επίπεδο. Εκείνο το οποίο επιτάσσει η αρχή της εύνοιας και παραθεωρεί η αντίθετη άποψη και που ανήκει στο σκληρό πυρήνα του συλλογικού-εργασιακού κεκτημένου είναι ότι η κάθε μορφή ΣΣΕ στο πεδίο ισχύος της διασφαλίζει κατώτατα όρια προστασίας. Η επίθεση κατά της κλαδικής ΣΣΕ, που εγγίζει τα όρια της «δαιμονοποίησης», έρχεται άλλωστε σε κατάφωρη αντίθεση με τη γενικότερη παραδοχή ότι η συλλογική διαπραγμάτευση σε κλαδικό επίπεδο κατέχει μια δεσπόζουσα θέση στη δομή των εργασιακών σχέσεων στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.

Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι ούτε η ΕΓΣΕΕ ούτε η κλαδική ΣΣΕ σε συνδυασμό με την αρχή της εύνοιας αποτελούν «ιεροποιημένες νομικές κατασκευές», που μέσω «μυστικιστικών διαδικασιών» καθορίζουν τους όρους εργασίας αναγκαστικά και ερήμην της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας και του συσχετισμού δυνάμεων. Αντιθέτως, συγκροτούν νομικούς θεσμούς, ενταγμένους στην ικανοποίηση της θεμελιακής, συνταγματικά και πολλαπλώς υπερνομοθετικά διασφαλισμένης, αρχής της προστασίας του εργαζομένου ως ασθενέστερου μέρους της σχέσης εργασίας. Πρόκειται για διαχρονικές θεσμικές κατακτήσεις του εργατικού δικαίου, το οποί ισχύει ακόμη, παρά τα συνεχή και ανελέητα πλήγματα που δέχεται: για θεμελιακές, λογικές, τελολογικές και δογματικές σταθερές, η κατάλυση των οποίων επαναφέρει το εργατικό δίκαιο στο μεσαίωνα της προϊστορίας του: στην επιστροφή στην ατομική διαπραγμάτευση και το διευθυντικό δικαίωμα.

Ο Δημήτρης Α. Τραυλός-Τζανετάτος είναι ομότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών.

3 σκέψεις σχετικά με το “Συλλογικές συμβάσεις και νεοφιλελεύθερος ψευδοορθολογιστικός ολοκληρωτισμός

  1. Πίνγκμπακ: Συλλογικές συμβάσεις και νεοφιλελεύθερος ψευδοορθολογιστικός ολοκληρωτισμός | ΑΡιστερή ΕΝότητα Νομικής Αθήνας

  2. Πίνγκμπακ: Συλλογικές συμβάσεις και νεοφιλελεύθερος ψευδοορθολογιστικός ολοκληρωτισμός | ΑΡιστερή ΕΝότητα Νομικής Αθήνας

  3. Πίνγκμπακ: Συλλογικές συμβάσεις και νεοφιλελεύθερ&

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s