Μελαγχολικός σαρκασμός και κλαυσίγελος

Standard

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΑ

του Προκόπη Παπαστράτη

Μια πρώτη γενική παρατήρηση για τις γελοιογραφίες αυτές, και όχι μόνο γι’ αυτές, είναι ότι από ευθύβολο σχόλιο της τότε επικαιρότητας έχουν τώρα μεταβληθεί σε αντικείμενο ιστορικού σχολιασμού και αφαιρετικής απεικόνισης γεγονότων και εξελίξεων.

Αν τότε ήταν άμεσα κατανοητές, τώρα χρειάζεται η γνώση της ιστορίας της περιόδου, ώστε να ξεπεράσουμε το πρώτο επίπεδο όπου τις αντιμετωπίζουμε ως εικαστική δημιουργία και να κατανοήσουμε καλύτερα τι ήθελε να μας πει ο γελοιογράφος όταν βουτούσε το πενάκι του στην επικαιρότητα.

Οι περισσότερες γελοιογραφίες του ημερολογίου της «Αυγής» και των ΑΣΚΙ, με εισαγωγή από την πτώχευση του Τρικούπη το 1893 και επίλογο τη σημερινή κατάσταση, έχουν επιλεγεί για να σχολιάσουν την οικονομική κρίση και τις πολιτικές προεκτάσεις της από τον Ιούλιο του 1945 μέχρι τον Οκτώβριο του 1947.

Με βάση τα έντυπα, όπου δημοσιεύονται, οι γελοιογραφίες απευθύνονται βασικά στο χώρο της Αριστεράς, αλλά εκφράζουν γενικότερες αγωνίες και αποτυπώνουν καταστάσεις, που όμως μάλλον άφησαν αδιάφορους αυτούς που βρίσκονται στο στόχαστρο των γελοιογράφων αν κρίνουμε από τις αντιδράσεις τους.

Οι γελοιογραφίες αναδύουν ένα μελαγχολικό σαρκασμό και πιστεύω ότι προκαλούν τον κλαυσίγελο, παρά το αβίαστο γέλιο, στους αναγνώστες των εντύπων που τις δημοσιεύουν.

***

 Η πρώτη χρονικά γελοιογραφία (ο Αύγουστος στο ημερολόγιο) δημοσιεύεται στην Πιπεριά τον Ιούλιο του 1945 και απεικονίζει τον Κ. Βαρβαρέσο, υπουργό Εφοδιασμού και Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης, να προσθέτει ως γιατρός στον θλιμμένο και ακρωτηριασμένο Προϋπολογισμό ένα τεχνητό πόδι — την εισφορά των επαγγελματιών. Πέρα από την εύγλωττη αναφορά στους ακρωτηριασμένους μαχητές του Αλβανικού Μετώπου, που βρίσκονται στην ίδια μοίρα με τον Προϋπολογισμό, η γελοιογραφία σατιρίζει τα φορολογικά μέτρα του Βαρβαρέσου για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που οδήγησαν στην οργάνωση αντικυβερνητικών εκδηλώσεων από τους εμπόρους και επαγγελματίες. Η θεωρητική βάση της πολιτικής του Βαρβαρέσου, όπως έχει επισημάνει ο Χ. Χατζηιωσήφ, ήταν ότι το κράτος οφείλει να ρυθμίζει την ενεργή ζήτηση μέσω της εισοδηματικής και φορολογικής πολιτικής και να κατευθύνει την παραγωγή με στόχο τη μεγιστοποίηση της απασχόλησης και της κοινωνικής ευημερίας. Παρά το γεγονός ότι τα μέτρα του Βαρβαρέσου πόρρω απείχαν από οτιδήποτε το σοσιαλιστικόν, η παρέμβαση του κράτους θεωρήθηκε έγκλημα καθοσιώσεως, όχι μόνο από τους συνήθεις λάτρεις της ελεύθερης φυγάδευσης χρυσού, τους οποίους σατιρίζει η γελοιογραφία που κοσμεί τον Αύγουστο του ημερολογίου, αλλά κυρίως από την παραδοσιακή Δεξιά που στήριζε –αλλά και στηριζόταν από– τραπεζίτες και οικονομικούς παράγοντες που απέβλεπαν διακαώς στην απόλυτη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας. Η συντονισμένη προσπάθεια τους οδήγησε στην παραίτηση Βαρβαρέσου και τελικά στους σκληρούς όρους ελέγχου που επέβαλε η Αμερικανική Κυβέρνηση με τη Συμφωνία του Ιουνίου 1947.

Αυτή τη στάση της «επτακέφαλου» Κυβερνήσεως στηλιτεύει ο γνωστός γελοιογράφος του συγκροτήματος Λαμπράκη, Φωκίων Δημητριάδης όταν παρουσιάζει τον Κ. Τσαλδάρη ως Μαντάμ Σουσού να έχει εγκαταλείψει τους Άττλη και Μπέβιν και να οδηγεί τον πολύφερνο, πλην όμως γηραιό, γαμπρό Χάρρυ Τρούμαν, στις ανοιχτές αγκάλες των Δ. Μάξιμου, Σ. Βενιζέλου, Στ. Γονατά, Π. Κανελλόπουλου, Γ. Παπανδρέου, Ν. Ζέρβα και Α. Αλεξανδρή, που μειδιούν υποκλινόμενοι, μια στάση που κράτησαν επί σειράν ετών. Από αυτόν τον ελληνικό θίασο μόνο το παρδαλό κατσίκι, που τότε πρόσθετε ο Φ. Δημητριάδης, παρακολουθεί ευθυτενές αυτή την καλυμμένη με σνομπισμό επαιτεία.

Στο ίδιο κλίμα κινείται και ο Ρίζος της Δευτέρας (ο Νοέμβριος στο ημερολόγιο) όταν στις 21 Απριλίου 1947 καυτηριάζει την εθελοδουλία της Κυβέρνησης Μάξιμου: «[…] αυτός ο συμπαθητικός παπούλης (σημειώνει ένας αμερικάνος παρατηρητής) είτε το καταλαβαίνει είτε όχι ήταν ανδρείκελο ενός παρηκμασμένου κυβερνητικού συστήματος». Πρόκειται για αναμενόμενη αντίδραση από μια κοινωνία που, έχοντας αναδυθεί από μια καταστρεπτική Κατοχή, ολισθαίνει σε ένα Εμφύλιο Πόλεμο.

Αυτή η περίοδος των έντονων ταξικών αντιθέσεων αποτυπώνεται στις γελοιογραφίες του ημερολόγιου. Η γελοιογραφία με τίτλο «της Αναλήψεως» (ο Ιούνιος στο Ημερολόγιο) έχει δημοσιευθεί στην εφημερίδα Μάχη στα τέλη Μαΐου 1946 και απεικονίζει βιομήχανους και λοιπές αντιδραστικές δυνάμεις να αδειάζουν την Τράπεζα της Ελλάδος από τα συναλλαγματικά αποθέματά της σε λίρες Αγγλίας προς μεταφορά στο εξωτερικό. Ένα χρόνο αργότερα ο Ρίζος της Δευτέρας δημοσιεύει τη γελοιογραφία με τίτλο «της νέας αναλήψεως»: μια ανήμπορη οικογένεια βλέπει τις τιμές βασικών τροφίμων και της λίρας να έχουν αναληφθεί στους ουρανούς.

Αυτή η αναλγησία καταγράφεται και στις μαρτυρίες «αντικειμενικών» παρατηρητών (παραχώρηση σε όσους αναζητούν ακόμα το ασφαλές καταφύγιο της αντικειμενικότητας στην ιστορία). Ο Paul Porter, επικεφαλής της Αμερικανικής Οικονομικής Αποστολής στην Ελλάδα τους τρεις πρώτους μήνες του 1947, γράφει στο ημερολόγιο του (25.1.47): «Πρέπει να ομολογήσω ότι έφυγα από το δείπνο (στο διαμέρισμα του Προέδρου της Τράπεζας Αθηνών, Ηλιάσκου) περί τη μία το πρωί, με κάποια αποστροφή, για τους τρεις οικονόμους με τις λιβρέες τους, το λουκούλειο γεύμα και τα εκπληκτικά κρασιά […] Αυτοί οι άνθρωποι […] προσπαθούν να αποτελούν μέλη της κομψής διεθνούς κλίκας και συνιστούν την άκρα δεξιά των “βασιλικών” στην πολιτική και εμπορική σφαίρα. Ο Τσαλδάρης είναι προφανώς της παρέας».

Λίγες μέρες αργότερα, στις αρχές Φεβρουαρίου 1947, σημειώνει: «Φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι ιδιώτες με τους οποίους συνομιλώ είναι παλιές καραβάνες στο να μετατρέπουν τα κέρδη τους σε χρυσό ή συνάλλαγμα, να τα φυγαδεύουν και να τα διασφαλίζουν στο εξωτερικό».

Οι βρετανοί εμπειρογνώμονες που κλήθηκαν να προτείνουν μέτρα για να μπορέσει η Κυβέρνηση Σοφούλη να αντιμετωπίσει την οικονομική κατάσταση εισηγήθηκαν την ελεύθερη μετατροπή των δραχμών σε χρυσό και ξένο συνάλλαγμα, υπό τον όρο τα δημόσια οικονομικά της χώρας να τεθούν υπό βρετανικό έλεγχο. Ο έλεγχος πήρε τελικά, και μέχρι την άφιξη των Αμερικάνων, μια περισσότερο διακριτική μορφή. Όταν η Ελεύθερη Ελλάδα δημοσιεύει στις 18 Ιανουαρίου 1946 τη γελοιογραφία με τίτλο «Αι συνομιλίαι διά την οικονομικήν ενίσχυσιν παρατείνονται» ο Εμμ. Τσουδερός, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπεύθυνος για τα οικονομικά, αποσπά ένα δάνειο 10.000.000 λιρών. Σε αντάλλαγμα αρχίζει να λειτουργεί η Νομισματική Επιτροπή Ελέγχου για όλα τα μέτρα που παίρνει η ελληνική κυβέρνηση και οι τράπεζες και αφορούν στη νομισματική κυκλοφορία. Στα μέλη της περιλαμβανόταν ένας Άγγλος και ένας Αμερικάνος. Η οργισμένη φιλολογία που αναπτύχθηκε πάλι πρόσφατα περί περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας εύρισκε εκείνη την εποχή άλλη έκφραση για όσους έθιξαν τότε, το 1946, αυτή την πτυχή του προβλήματος. Ταυτόχρονα, καταργήθηκε η παλαιάς κοπής ξένη κηδεμονία μέσω του διεθνούς οικονομικού ελέγχου του 1898 που προστάτευε μέχρι τότε τα συμφέροντα των ξένων δανειστών.

Από τις λίγες έννοιες της ψυχολογίας που θυμάμαι από τα γυμνασιακά μου χρόνια είναι και ο συνειρμός και ανάπλαση παραστάσεων. Παρατηρώντας λοιπόν τη γελοιογραφία που δημοσίευσε Η Μάχη στα τέλη του Νοέμβριο 1945 (ο Ιούλιος στο ημερολόγιο) με υπότιτλο «Διαδήλωση είναι; Όχι. Το Υπουργικό Συμβούλιο συνεδριάζει» αυτή η έννοια της ψυχολογίας με μεταφέρει στα τέλη Νοεμβρίου του 2011 όπου αντιμετωπίζουμε το ίδιο φαινόμενο. Είναι προφανές ότι τώρα, όπως και τότε, η θαλπωρή που προσφέρει έστω και ένας εφήμερος υπουργικός θώκος είναι τουλάχιστον βάλσαμο για την ανθρώπινη ματαιοδοξία. Με αυστηρά αγορανομικούς όρους, εφόσον είναι τόσο πολύ απαραίτητο να μας καταδυναστεύουν οι αγορές, πρόκειται για επουσιώδες αγαθό εν πλήρη αφθονία που αναπτύσσεται επικίνδυνα στο φως της δημοσιότητας, οπότε εμπίπτει και στη δικαιοδοσία των γελοιογράφων.

Όταν Η Μάχη δημοσιεύει στα μέσα Οκτωβρίου 1945 γελοιογραφία με Έλληνες πολιτικούς αρχηγούς να ξεσκονίζουν τις γκέτες ευτραφέστατου Άγγλου κεφαλαιούχου, ο Σεφέρης καταγράφει στο Πολιτικό Ημερολόγιο Β΄ ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι ονομάτων που στριφογυρίζει γύρω από τον αντιβασιλέα Δαμασκηνό, ώστε αυτός, με την απαραίτητη έγκριση των Άγγλων, να επιλέξει τον πρωθυπουργό που θα αντικαταστήσει τον ναύαρχο Βούλγαρη. Δύο ημέρες αργότερα, ο Δαμασκηνός στέλνει ένα μήνυμα στον Μπέβιν με το οποίο του ζητά να στείλει «μέλος της Βρετανικής Κυβερνήσεως ή έτερον πολιτικόν πρόσωπον έχον ανάλογον αρμοδιότητα» για να εξετάσει την κατάστασιν επί τόπου.

Το εκλογικό σύστημα βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και του Δαμασκηνού φυσικά και επισημαίνει στον Μπέβιν «εάν προετιμάτο το πλειοψηφικόν η παράταξις των βασιλοφρόνων θα έφερεν εις την μέλλουσαν Βουλήν ισχυράν πλειοψηφίαν. Αντιθέτως το αναλογικόν θα έφερεν υπερ εκατόν βουλευτάς του Κομμουνιστικού Κόμματος, οίτινες ανεξαρτήτων των άλλων συνεπειών, θα καθίστων προβληματικήν την εύρυθμον λειτουργίαν των κοινοβουλευτικών θεσμών».

Το μήνυμα αυτού του Δαμασκηνού είναι άλλη μια επιβεβαίωση, όχι μόνο της επέμβασης, αλλά της πρόσκλησης για επέμβαση του αγγλικού παράγοντα, που επιβεβαιώνει τον γελοιογράφο της Μάχης στις αρχές Απριλίου 1945 (ο Σεπτέμβριος στο ημερολόγιο) όταν, αμέσως μετά τις εκλογές στις 31 Μαρτίου, προφητεύει ότι η αγγλική παρουσία θα είναι ακόμα αισθητή στην Ελλάδα του 2010.

Με εξαίρεση τη φειδωλή μαρτυρία του Στ. Γονατά και το δυσεύρετο βιβλίο του Γ. Δαφνή για τον Σοφοκλή Βενιζέλο, οι υπόλοιποι πολιτικοί που απεικονίζονται στις γελοιογραφίες επέλεξαν την σιωπή για να διαφυλάξουν την υστεροφημία τους. Όμως, δυστυχώς γι’ αυτούς και ευτυχώς για εμάς, μιλούν γι’ αυτούς οι γελοιογράφοι.

Ο Προκόπης Παπαστράτης διδάσκει σύγχρονη Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι μέλος του ΔΣ των ΑΣΚΙ

 

Σχολιάστε