Θέατρο Εξαρχείων, Θεμιστοκλέους 69, τηλ. 210-3300879. Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο στις 9.00 και Κυριακή στις 8.00.
Μετάφραση-Σκηνοθεσία: ΕΛΕΝΑ ΠΑΤΡΙΚΙΟΥ. Σκηνικά: ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΝΤΕΛΙΔΑΚΗΣ. Κοστούμια: ΜΑΡΙΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ. Κινησιολογία: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΟΣΧΟΣ. Φωτισμοί: ΘΟΔΩΡΟΣ ΜΑΡΓΚΑΣ. Φωτογραφίες: ΠΕΡΙΚΛΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ. Παίζουν (με τη σειρά που εμφανίζονται): ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΡΟΧΑΣ, ΝΙΚΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΦΑΛΕΞΗΣ, ΝΙΚΟΣ ΝΤΑΛΑΣ, ΤΙΜΟΣ ΜΠΑΡΝΙΑΔΑΚΗΣ, ΦΩΤΗΣ ΘΩΜΑΪΔΗΣ, ΘΩΜΑΣ ΓΚΑΓΚΑΣ, MAΡΓΑΡΙΤΑ ΒΑΡΛΑΜΟΥ, ΧΑΡΑ ΓΑΛΕΝΙΑΝΟΥ, ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΑΚΗΣ.
συνέντευξη με τη σκηνοθέτρια Ελενα Πατρικιου

Μαρκ Σαγκάλ, «Φόρος τιμής στον Γκόγκολ» (πίνακας στον οποίο βασίζονται η αφίσα και το εξώφυλλο του προγράμματος)
Η πρώτη ερώτηση που θέλω να σου κάνω είναι γιατί διάλεξες τον Επιθεωρητή, με ποιο σκεπτικό θέλησες να ανεβάσεις τον Επιθεωρητή εν έτει 2011;
Ξεκίνησα με την «αυτάρεσκη» σκέψη ότι έχω στα χέρια μου ένα έργο πολύ «πολιτικοποιημένο» και μια ιδέα σκηνοθεσίας πολύ «πολιτικοποιημένη», άρα έχω στην τσέπη μια παράσταση «πολιτικοποιημένη». Το ομολογώ ταπεινά — και ντρέπομαι φρικτά γι’ αυτό. Και βεβαίως το έργο, ο Γκόγκολ ο ίδιος, με τιμώρησαν αμείλικτα. Γιατί ο Επιθεωρητής είναι ένα έργο-παγίδα, έτοιμο να τσακώσει στον ιστό του σκηνοθέτες και ηθοποιούς, κοινό και κριτικούς.
Η πρώτη παγίδα που σου στήνει ο Γκόγκολ είναι το θέμα του Επιθεωρητή. Πρόκειται όντως (και απλώς) για μια καταγγελία της χρηματιζόμενης γραφειοκρατίας και της αυθαιρεσίας του κρατικού μηχανισμού; Ή είναι κάτι άλλο; Ευτυχώς, έκανα και τη μετάφραση του έργου, κι έτσι επεξεργάστηκα τη σκηνοθετική γραμμή παράλληλα με μια δουλειά λέξη-λέξη πάνω στο κείμενο. Κι αυτό με έσωσε από τη μεγαλειώδη γκάφα που παραλίγο να διαπράξω, δηλαδή να θεωρήσω πως με τον Επιθεωρητή μπορείς να μιλήσεις για την άμεση επικαιρότητα, ή, μια και ποτέ δεν με γοήτευσε η «επικαιρότητα», για τον παρόντα χρόνο. Με έσωσε τελικά το γεγονός ότι πίστεψα τον Γκόγκολ.
Όταν έγινε η πρώτη πρεμιέρα του έργου, στην Πετρούπολη το 1836 (περιέργως με παρέμβαση του Τσάρου Νικόλαου, γιατί η λογοκρισία το είχε κόψει), ο Γκόγκολ έπαθε πανικό και με όσους του ρίχτηκαν και με όσους τον επαινούσαν. Τον πανικόβαλε εξίσου η καχυποψία του αυλικού περιβάλλοντος, που τον αντιμετώπιζε ως επικριτή της γραφειοκρατίας, όσο και οι ύμνοι των κριτικών που τον είδαν ως τον «κοινωνικό κριτικό της Ρωσίας». Και το έσκασε, κυριολεκτικά. Έφυγε κι έκανε είκοσι χρόνια να ξαναγυρίσει στη Ρωσία. Η φυγή του ήταν απόρροια της αγωνίας πως όχι μόνον δεν κατάλαβαν το έργο του, αλλά πως κινδύνευε να δει το έργο του μεταμορφωμένο σε «κοινωνική κριτική», σε «περιγραφή της ρώσικης πραγματικότητας».
Κι όταν, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, άρχισε να βουλιάζει στην κρίση μυστικισμού που τον οδήγησε στην νευρική ανορεξία και στον θάνατο, έγραψε πως ο Επιθεωρητής είναι μια κωμική Δευτέρα Παρουσία, πως ο μόνος αληθινός Επιθεωρητής είναι ο τελικός Κριτής.

Οι φωτογραφίες, από τις πρόβες της παράστασης, είναι του Περικλή Αντωνίου
Τι είναι, για σένα, εν τέλει, ο Επιθεωρητής;
Θα έλεγα πως Ο Επιθεωρητής είναι η κωμική εκδοχή των Παθών, είναι τα Πάθη ιδωμένα μέσα από το σπίτι του Άννα και του Καϊάφα. Αν δεν είναι αυτό, τότε πρόκειται απλώς για μια χαριτωμένη σαχλαμάρα. Ή, ακόμα χειρότερα, για ένα έργο εντελώς αντιδραστικό!
Αν μείνουμε στην «πλοκή» (και δεν υπάρχει πιο παραπλανητική ανάγνωση από αυτήν που επιμένει στην πλοκή των έργων), τι είναι ο Επιθεωρητής; Μια δραξ τοπικών αρχόντων χωμένων στην διαπλοκή ως τον λαιμό, τρομοκρατούνται στην ιδέα πως η κεντρική εξουσία στέλνει έναν Γενικό Επιθεωρητή. Παρασυρμένοι από τον τρόμο τους, νομίζουν πως ένα ολίγον παρτσακλό εικοσιτριάχρονο από την Πετρούπολη, που έχει φάει τα λεφτά του στα χαρτιά και δεν μπορεί να πληρώσει το ξενοδοχείο, είναι ο Επιθεωρητής. Τον λαδώνουν ασυστόλως, ο πιτσιρικάς τα παίρνει χωρίς να καταλαβαίνει καν γιατί του τα χώνουν, και φεύγει.
Αυτή είναι όμως η δεύτερη παγίδα που στήνει ο Γκόγκολ, η δραματουργική παγίδα. Ο Επιθεωρητής συνιστά μια απόλυτη τομή στην ιστορία της κωμωδίας. Ο Γκόγκολ παίρνει όλα τα δομικά στοιχεία της παραδοσιακής φάρσας και της λαϊκής κωμωδίας (αυτής που ξεκινάει με τον Μένανδρο, κορυφώνεται με τον Μολιέρο, αναζητά νέες φόρμες με τον Μαριβώ και τον Μπωμαρσαί και παγιώνεται στη γαλλική φαρσοκωμωδία του 19ου αιώνα) και διαπράττει την απόλυτη τομή. Ο Επιθεωρητής μοιάζει «τυπική φάρσα», αφού τα πάντα πλέκονται γύρω από το παραδοσιακό στοιχείο της λάθος ταυτότητας, κι αυτή είναι η δραματουργική του παγίδα. Γιατί όχι μόνο δεν είναι φάρσα, είναι ο «πατέρας» της κωμωδίας του παράλογου που θα εμφανιστεί με τον Βασιλιά Υμπύ του Ζαρρύ και θα φτάσει στο απόγειό της με την κωμωδία του βωβού κινηματογράφου και με το θέατρο του παράλογου. Αλλά σ’ αυτήν τη συγκλονιστική καινοτομία του Γκόγκολ βρίσκεται και η παγίδα που μας στήνει ο Επιθεωρητής: γιατί αν δεν δεις την ανατροπή, τότε μπορεί να την πατήσεις και να τον παίξεις σαν φαρσοκωμωδία. Σαν φαρσοκωμωδία με πατίνα δύο αιώνων, σαν μια ρώσικη εκδοχή του δικού μας Φιάκα, ή σαν σκέτη φαρσοκωμωδία, κάτι σαν Φεϋντώ ή Ψαθάς με πιο πνευματώδη αστεία.
Μετά από όλα αυτά, ποιο είναι το θέμα του έργου;
Το θέμα του έργου δεν είναι οι κακοί ή λιγότερο κακοί κρατικοί λειτουργοί, ο κακός ή λιγότερο κακός Τσάρος, οι κακοί που τα παίρνουν και οι λιγότερο κακοί που τα δίνουν. Γι’ αυτό, όπως έλεγε ο Γκόγκολ, οι «κακοί» του έργου είναι μέτρια κακοί, όχι τέρατα. Τα πρόσωπα του έργου είναι οι μέτρια κακοί άνθρωποι που αποτελούν κάθε κοινωνία. Κι αυτό δεν θα αλλάξει ούτε με τον σοσιαλισμό ούτε με τον επί Γης Παράδεισο. Το θέμα του έργου είναι ο «κατά λάθος Επιθεωρητής», αυτό το εικοσιτριάχρονο απολειφάδι που θα ήθελε να έχει γράψει τους Γάμους του Φίγκαρο. Το θέμα του έργου είναι ο ποιητής της κωμωδίας. Και μάλιστα ο αποτυχημένος, ο γελοίος, ο ακόμα εν τη γενέσει του, ο σχεδόν έφηβος, άγαρμπος και ασχημάτιστος ακόμα ποιητής. Ο «αμαρτωλός αδελφός μας των γραμμάτων», όπως έλεγε ο Γκόγκολ. Ο Γκόγκολ ήταν είκοσι πέντε χρονών όταν έγραψε τον Επιθεωρητή — κι αμέσως όλοι άρχισαν να φωνάζουν: «Να ο Επιθεωρητής, να ο κριτής της κοινωνικής μας πραγματικότητας!», ενώ ο ίδιος το μόνο που ήθελε ήταν να πουν: «Να ο ποιητής των Γάμων του Φίγκαρο!».
Γι’ αυτό και γινόταν έξαλλος όταν έπαιζαν τον Χλεστιακώφ, τον κατά λάθος Επιθεωρητή, ως γοητευτικό απατεώνα που λέει συνειδητά ψέματα για να τους φάει τα λεφτά, να αποπλανήσει τις κυρίες και να την κοπανήσει. Ο Χλεστιακώφ λέει ψέματα γιατί είναι ένας άχαρος έφηβος και ονειρεύεται πράγματα που δεν θα του συμβούν ποτέ, γιατί σε τελευταία ανάλυση είναι ανίκανος να μπει στο παιχνίδι της διαπλοκής και της αποπλάνησης. Ο Χλεστιακώφ του Γκόγκολ είναι η κωμική εκδοχή του πρίγκιπα Μίσκιν στον Ηλίθιο. Ή είναι η κωμική εκδοχή του Πορτρέτου του καλλιτέχνη του Τζέημς Τζόυς.
Πώς αντιμετωπίστηκε μέχρι σήμερα σκηνοθετικά το έργο, ποια είναι η ιστορία των παραστάσεών του;
Από το 1836, το έργο παιζόταν ως μια φαρσοκωμωδία, η οποία είχε το συγκριτικό πλεονέκτημα ότι κάνει και ολίγη κοινωνική κριτική. Η παράσταση-σταθμός, που σπάει αυτή την παράδοση και επιτρέπει τόσο στο θέατρο όσο και στην κριτική της λογοτεχνίας να κατανοήσουν επιτέλους τον Επιθεωρητή είναι η παράσταση του Βσέβολοντ Μέγιερχολντ, το 1925-26.
Ο Μέγιερχολντ, ο σημαντικότερος ίσως σκηνοθέτης του πρωτοποριακού θεάτρου του 20ού αιώνα, ανέβασε έναν Επιθεωρητή που έχει να παλέψει με δύο στοιχήματα κεντρικά για το θέατρο της εποχής του. Το ένα συνίσταται στη δυνατότητα του πρωτοποριακού θεάτρου να ανεβάσει τα κλασικά κείμενα, δηλαδή να επεξεργαστεί φόρμες που να αντέχουν τα κλασικά κείμενα. Και το δεύτερο έγκειται στη δυνατότητα του πρωτοποριακού θέατρου να αναδείξει τα μη προφανή: να αναδείξει την κωμικότητα αποκαθάροντάς την από το φαρσικό στοιχείο, να αναδείξει την αγωνία που διατρέχει το έργο, να στήσει μπροστά στο κοινό τον καθρέφτη του Γκόγκολ χωρίς να εκχυδαΐσει με ευκολίες το γκογκολικό αίνιγμα. Γι’ αυτό και πέσαν απάνω του όλοι οι κριτικοί, ουρλιάζοντας πως η παράστασή του ήταν μεταφυσική και μυστικιστική! Κι ο μόνος που τον υπερασπίστηκε τελικά ήταν ο Λουνατσάρσκι (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, ως κομισάριος πολιτισμού έκανε πολύ καλύτερη δουλειά από πολλούς που γνωρίσαμε επί των ημερών μας).
Το θέμα είναι πως όταν έχεις μια αποκαλυπτική παράσταση στο παρελθόν, αυτή μπορεί να λειτουργεί σαν μπούσουλας. Έχεις κάποιον να συνομιλήσεις, μπορείς να μετρήσεις και να σκεφτείς τις αποστάσεις που παίρνεις. Δεν είναι θέμα μίμησης, είναι θέμα αποστάσεων ή μέτρου με το οποίο μετράς τις αποστάσεις. Και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό το μέτρο ήταν ο Μέγιερχολντ.
Τι γνωρίζουμε εμείς σήμερα για την παράσταση αυτή;
Έχουν σωθεί ελάχιστα πράγματα. Τέσσερα λεπτά κινηματογράφησης του Αϊζενστάιν, με τον οποίον ήταν πάρα πολύ φίλοι. Κάποιες φωτογραφίες, κάποιες μακέτες των διαδοχικών σκηνικών που επεξεργάστηκε ο Μέγιερλχολντ, οι σημειώσεις του βεβαίως, κάποιες αφηγήσεις ηθοποιών, καταγεγραμμένες μετά το 1990, γιατί από το 1936, που συνελήφθη, είχε απαγορευτεί στην Σοβιετική Ένωση ακόμα και η μνεία του ονόματός του.
Ένα πράγμα στο οποίο στέκεται ο θεατής σίγουρα είναι η έντονη παρουσία της κίνησης, της γεωμετρίας — κάτι που ήταν εμφανές και στις προηγούμενες δουλειές σου, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο και το Ούτ’ ορφανό, ούτε φτωχόν, ούτ’ απ’ τα ξένα ξένον, την παράσταση για τα εργατικά ατυχήματα.
Πολύ χαίρομαι αν αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «γεωμετρική σύνθεση», και το οποίο σαφώς επιδιώκω, είναι τόσο εμφανές στις παραστάσεις μου. Αλλά δεν μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό, γιατί απλώς μου φαίνεται λογικό και αυτονόητο. Στις παραστάσεις της Μνουσκίν οι ηθοποιοί μπαίνουν πάντα μέσα τρέχοντας. Όταν τη ρώτησαν γιατί συμβαίνει αυτό, απάντησε: «Γιατί, υπάρχει κι άλλος τρόπος να μπει ένας ηθοποιός στην σκηνή;». Ο καθένας θεωρεί τις εμμονές του λογικές. Για μένα, η γεωμετρική σύνθεση, τα υπερβολικά σώματα, οι γκροτέσκες χειρονομίες, είναι απλώς ο πιο ενδιαφέρον τρόπος να κάνεις θέατρο. Και μαζί ο εντελώς αυτονόητος. Τι ενδιαφέρον έχει να δουλεύεις με κανονικά σώματα; Με κανονικές φάτσες; Με κανονικές φωνές; Ειδικά ο Γκόγκολ είναι μια συλλογή από γκροτέσκες γκριμάτσες. Σκεφτείτε, π.χ., τη «Μύτη»: ένας άνθρωπος χάνει τη μύτη του, που στα καλά καθούμενα αυτονομείται και εγκαταλείπει το πρόσωπο στο οποίο ανήκει. Πρόκειται για το απόλυτο γκροτέσκο.
Έχω τεράστια εκτίμηση για ηθοποιούς όπως ο Λογοθετίδης, για να μιλήσω για την ελληνική υποκριτική παράδοση, αλλά αυτού του είδους το παίξιμο δεν έχει καμία σχέση με τον Γκόγκολ. Γιατί ο Λογοθετίδης, ή τέλος πάντων αυτή η υποκριτική, στηρίχτηκε σε συμβάσεις που οδηγούν στην αναπαραγωγή των στερεοτύπων, αισθητικών και ιδεολογικών. Ενώ ο Επιθεωρητής είναι η ρήξη με τα στερεότυπα, οδηγεί κατευθείαν στον Μπάστερ Κήτον και στον Τσάρλι Τσάπλιν. Θα έλεγα ότι ο Επιθεωρητής όχι μόνο προετοιμάζει, αλλά και προϋποθέτει τον Κήτον και τον Τσάπλιν, προετοιμάζει αλλά και προϋποθέτει τη βωβή κωμωδία. Οι προϋποθέσεις στην τέχνη δεν προκύπτουν με αυστηρή χρονολογική σειρά.
Ας μείνουμε λίγο ακόμα στο θέμα της κίνησης: Ποια είναι λοιπόν, για σένα, η σημασία της κίνησης στην παράσταση και πώς συνδέεται με το γκροτέσκο που τη διατρέχει;
Η οργάνωση της κίνησης σε μια παράσταση έχει για μένα τεράστια σημασία. Ίσως επειδή είχα δασκάλα την Έρση Πήττα, έναν από τους ελάχιστους ανθρώπους στην Ευρώπη που ξέρουν πώς να διδάξουν την κίνηση και, κυρίως, πώς να διαμορφώσουν μια αισθητική κίνησης στο θέατρο. Δεν μπορείς να διαμορφώσεις αισθητική στο θέατρο χωρίς οργανωμένο αισθητικά χώρο, χωρίς οργανωμένη αισθητικά κίνηση και χωρίς «ενδεδυμένα» σώματα. Γι’ αυτό και ήμουν ευτυχισμένη που συνεργάστηκα με τον Μανόλη Παντελιδάκη, γιατί γνωριζόμαστε από αιώνες και οι αποκλίσεις μας μάς επιτρέπουν να συνεννοούμαστε όσο και οι συγκλίσεις μας. Και γι’ αυτό χρωστώ χάρη στον Δημήτρη Μόσχο, που έστω στο «παρά πέντε», κωδικοποίησε με μεγάλη ευαισθησία και ευφυΐα την κινησιολογική αισθητική που είχαμε επεξεργαστεί με τους ηθοποιούς.
Η οργάνωση της κίνησης είναι θεμελιακή για το είδος του γκροτέσκου που προσπαθώ να επεξεργαστώ, γιατί χωρίς αυτήν κινδυνεύεις διαρκώς να γλιστρήσεις στο φαινομενικά οικείο, δηλαδή σε μια χειρονομία που νομίζει πως είναι ρεαλιστική και, ακόμα χειρότερα, κωμική. Το θέατρο, για μένα, είναι πολύ βαρετό όταν επιδιώκει να είναι ρεαλισμός, αναπαράσταση της πραγματικής ζωής. Το γκροτέσκο είναι ακριβώς η προσπάθεια να βγεις από αυτό τον ψευτορεαλισμό, ο οποίος ταλάνισε την τέχνη. Και αν τον 20ό αιώνα την ταλάνισε με έναν ενδιαφέροντα τρόπο, τώρα πια μας ταλανίζει άγονα, αφού δεν πρόκειται για αναπαράσταση της ζωής, αλλά της τηλεόρασης. Οι άνθρωποι αναπαριστούν πια την τηλεόραση και οι ηθοποιοί αναπαριστούν τους ανθρώπους που αναπαριστούν την τηλεόραση… Και μια από τις βασικές κατηγορίες που έχω να προσάψω στον θεατρικό μεταμοντερνισμό είναι ότι τελικά νομιμοποίησε την αισθητική της τηλεόρασης, παριστάνοντας ότι τη χρησιμοποιεί.
Τελειώνοντας, θέλω να σε ρωτήσω το εξής: Χορηγοί επικοινωνίας είναι η Αυγή, η Εποχή, o Δρόμος της Αριστεράς, το Κόκκινο και το RedNotebook. Προφανώς, αυτό δεν έγινε τυχαία, έτσι δεν είναι;
Γράφω και στην Αυγή και στην Εποχή και στον Δρόμο, ελπίζοντας ότι δεν θα εγείρουν ποτέ θέμα αποκλειστικότητας στην σχέση μας· γιατί εγώ είμαι πιστή, αλλά όχι αποκλειστική. Και θα ήθελα να κάνουν πιο πολλά πράγματα από κοινού, μαζί και με το Κόκκινο και το RedNotebook. Αυτός ο κατακερματισμός έχει καταντήσει αηδία. Άσε που σε εποχές δυσπραγίας πρόκειται για τρελή σπατάλη πόρων, ενέργειας, ανθρώπων, σκέψεων. Είμαστε εντελώς αντιοικολογικοί! Λοιπόν, ας σοβαρευτούμε, ας κρατήσουμε μεν τις ιδιαιτερότητές μας αφού τις θεωρούμε τόσο πολύτιμες, αλλά ας καταλάβουμε ότι η μοναδικότητα του καθενός δεν κινδυνεύει από τον συγχρωτισμό με τους υπόλοιπους.
Όσο για την επιλογή να έχω αυτούς τους χορηγούς επικοινωνίας, δεν είναι επιλογή στην πραγματικότητα. Είναι φίλοι μου και δεν έχω άλλους χορηγούς από τους φίλους μου. Δεν έχω ίσως άλλο κοινό από τους φίλους μου. Και δεν έχω άλλο συνομιλητή, ούτε πολιτικά ούτε αισθητικά.
Μετάφραση-Σκηνοθεσία: ΕΛΕΝΑ ΠΑΤΡΙΚΙΟΥ
Σκηνικά: ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΝΤΕΛΙΔΑΚΗΣ
Κοστούμια: ΜΑΡΙΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ
Κινησιολογία: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΟΣΧΟΣ
Φωτισμοί: ΘΟΔΩΡΟΣ ΜΑΡΓΚΑΣ
Φωτογραφίες: ΠΕΡΙΚΛΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Παίζουν (με τη σειρά που εμφανίζονται):
ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΡΟΧΑΣ, ΝΙΚΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΦΑΛΕΞΗΣ, ΝΙΚΟΣ ΝΤΑΛΑΣ, ΤΙΜΟΣ ΜΠΑΡΝΙΑΔΑΚΗΣ, ΦΩΤΗΣ ΘΩΜΑΪΔΗΣ, ΘΩΜΑΣ ΓΚΑΓΚΑΣ, MAΡΓΑΡΙΤΑ ΒΑΡΛΑΜΟΥ, ΧΑΡΑ ΓΑΛΕΝΙΑΝΟΥ, ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΑΚΗΣ.
Οι φωτογραφίες, από τις πρόβες της παράστασης, είναι του Περικλή Αντωνίου
Τη συνέντευξη πήρε ο Στρατής Μπουρνάζος.
Οι αναγνώστες μπορούν να ανατρέξουν και στο «Ο μόνος Επιθεωρητής που δεν λαδώνεται είναι η κωμωδία», συνέντευξη της Έλενας Πατρικίου στον Σπύρο Κακουριώτη, Η Αυγή της Κυριακής, 4.12.2011 (http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=655227)