της Ελένης Πορτάλιου
Η πόρτα του Παράδεισου
είναι γερά κλεισμένη
κι απέξω παραδέρνουνε
τη γης οι κολασμένοι
Από τις «Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς» του Μάνου Χατζιδάκι

Πρόσφυγες στην αρχαία αγορά
Η πόλη είναι ένα ζωντανό σώμα ανθρώπινων και κοινωνικών καταστάσεων, που αναδύονται μέσα από την ακίνητη υλικότητα της κατασκευής της. Ότι περιγράφουν εξ αποστάσεως οι στατιστικές της κρίσης και οι σωτηριολογική ρητορεία της πολιτικής, μιλά εδώ τη γλώσσα των προσώπων και των σωμάτων. Αυτή η εισβολή της πραγματικής ζωής στην καρδιά της πόλης, που ενσαρκώνουν, από τη μια, οι «άθλιοι» των Αθηνών και, από την άλλη, οι χιλιάδες των «αγανακτισμένων», είναι απειλητική για την εξουσία. Είναι μια κατάσταση έκρυθμη και γι’ αυτό επικίνδυνη, τόσο για τα επενδεδυμένα κεφάλαια στο Ιστορικό Κέντρο όσο και για τις επενδεδυμένες στα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις πολιτικές κυριαρχίας της δυναστείας του πλούτου.
Ο προεκλογικός πυρετός του υπουργού Καταστολής του Πολίτη και του δημάρχου Αθηναίων για την εκκαθάριση του κέντρου της πόλης και τη δημιουργία μιας κοινωνικής και πολιτικής, υγειονομικής ζώνης ευταξίας, χωρίς «απόβλητους» μετανάστες, άστεγους, άπορους και διαμαρτυρόμενους ανθρώπους, είναι ένα ρατσιστικό, εξαιρετικά επικίνδυνο εγχείρημα, αν και με πολλές αντιφάσεις για τους εμπνευστές του. Γιατί το Ιστορικό Κέντρο της Αθήνας δεν στεγάζει μόνο την ακραία φτώχεια και εγκατάλειψη των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και τις διαμαρτυρίες των νεόπτωχων Ελλήνων, αλλά αποτελεί, επίσης, προνομιακό χώρο κερδοσκοπίας στη γη και τα ακίνητα και ανεξέλεγκτης δράσης διεθνικών εγκληματικών μαφιών, με τεράστιους τζίρους μαύρου χρήματος από το παράνομο εμπόριο ναρκωτικών και άλλων εισαγόμενων λαθραία ειδών, την καταναγκαστική πορνεία γυναικών και παιδιών, τα οργανωμένα δίκτυα κλοπών και επαιτείας.
Αυτές οι καθόλου ευγενείς επιχειρηματικές δραστηριότητες, που οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους αφήνουν ανενόχλητες γιατί στον παγκοσμιοποιημένο μαφιόζικο καπιταλισμό το χρήμα δεν έχει χρώμα, και οι οποίες εμπλέκουν στα κυκλώματά τους, για ένα κομμάτι ψωμί, εξαθλιωμένους αλλοδαπούς και ντόπιους, είναι ανταγωνιστικές στη λειτουργία του κέντρου ως τόπου κατανάλωσης –εμπορίου, αναψυχής και τουρισμού– και επομένως στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σ’ αυτούς τους τομείς. Απ’ αυτή τη σκοπιά, η συνασπισμένη κρατική και δημοτική εξουσία, μη μπορώντας να συμβιβάσει δύο αντιθετικές μερίδες κεφαλαίων, ενεργεί σχεδόν αποκλειστικά με καταστολή απέναντι στους μετανάστες, τους νεόπτωχους των Αθηνών και τους διαδηλωτές, που κατονομάζει ως μοναδικούς υπεύθυνους της υποβάθμισης του κέντρου. Προφανώς το εμπόριο, η αναψυχή και ο τουρισμός στο Ιστορικό Κέντρο μαστίζονται σήμερα, αλλά από τις μνημονιακές πολιτικές σε βάρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και της εργασίας και από τη δραματική μείωση των εισοδημάτων, με αποτέλεσμα εκατοντάδες καταστήματα να κλείνουν, δημιουργώντας κενά στο χώρο και ενισχύοντας την εικόνα εγκατάλειψης από την απουσία δημόσιας φροντίδας για την πόλη.
Η ετερογένεια του Ιστορικού Κέντρου της Αθήνας
Το κέντρο της πόλης χαρακτηρίζεται ιστορικά από μεταβαλλόμενη αλλά έντονη ετερογένεια. Η εμφύτευση στο ακανόνιστο πολεοδομικά, οθωμανικό χωριό, που ήταν η Αθήνα την εποχή της απελευθέρωσης από την τουρκοκρατία, της κλασικής γεωμετρίας των μεγάλων αξόνων με εστιακά σημεία –σχέδιο Κλεάνθη, Σάουμπερτ και Κλέντσε– δεν εξαφάνισε τα λαϊκά χαρακτηριστικά της πόλης. Στο κέντρο της Αθήνας αποτυπώνεται χωρικά η παρουσία τόσο της πολιτικής εξουσίας και της αναδυόμενης αστικής τάξης όσο και του λαϊκού κόσμου: των μεροκαματιάρηδων, των ανέργων, των μικροεμπόρων, των πλανόδιων και των φοιτητών.
Η Αθήνα σχεδιάστηκε στη βάση δύο τριγώνων, του μεγαλύτερου Μητροπόλεως-Αθηνάς-Πανεπιστημίου και του μικρότερου Ερμού-Αιόλου-Σταδίου, με τρεις πλατείες στις κορυφές τους: Σύνταγμα, Ομόνοια, Μοναστηράκι. Εξαρχής, στο σχεδιασμό αυτό ενσωματώθηκαν και διατηρήθηκαν οι κοινωνικές διακρίσεις. Από τη μια, αναπτύσσεται η περιοχή Πλάκας, Ανακτόρων, Συντάγματος, Σταδίου, Πανεπιστημίου και, από την άλλη, η περιοχή Μοναστηρακίου, Ψυρρή, Θησείου, με την πλατεία Ομονοίας στο μεταίχμιο των δύο.

H Ομόνοια το 1931
Στην ανατολική πλευρά του σημερινού Ιστορικού Κέντρου, με όριο τους άξονες Αιόλου και Αθηνάς, που αρχικά δεν διαφοροποιούνται από τις περιοχές Συντάγματος, Πανεπιστημίου, Ερμού, στεγάζονται οι χώροι της πολιτικής εξουσίας, τα μέγαρα της αστικής και μεγαλοαστικής τάξης, τα πνευματικά ιδρύματα (τριλογία), το πολυτελές εμπόριο και η αστική δημόσια σφαίρα στα καφενεία.
Στη δυτική πλευρά του σημερινού Ιστορικού Κέντρου ανήκει η λαϊκή γειτονιά του Ψυρρή, εσωστρεφής, με μικρή μεταποιητική παραγωγή και εμπόριο, με χαρακτηριστικά λαϊκά καφενεία και τρόπους διασκέδασης, όπου συχνάζουν κοινωνικά περιθωριοποιημένες ομάδες της εποχής. Η πλατεία Μοναστηρακίου, κέντρο της παλιάς πόλης πριν την απελευθέρωση, συνεχίζει να είναι το κέντρο της αγοράς της Αθήνας, που επεκτείνεται στην Αθηνάς όταν η αγορά μεταφέρεται, μετά την πυρκαγιά στο Μοναστηράκι, στη σημερινή της θέση (Βαρβάκειος Αγορά).
Η πλατεία Λουδοβίκου (Κουμουνδούρου και σήμερα Ελευθερίας) συγκεντρώνει στα μέσα του 19ου αι., μετά την Αιόλου, τα μεγαλύτερα και καλύτερα εμπορικά καταστήματα, ξενοδοχεία, εστιατόρια και κέντρα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Ταυτόχρονα, ο γύρω χώρος διατηρεί τη λαϊκότητά του και γειτονεύει με τη συνοικία του Μεταξουργείου-θεατρικό κέντρο της Αθήνας. Στην πλατεία Ομονοίας κτίζονται αστικά μέγαρα και επιβλητικά ξενοδοχεία ως συνέχεια των οδών Αιόλου και Αθηνάς, πάντοτε, όμως, η Ομόνοια αποτελεί σημείο αναφοράς και διέλευσης των λαϊκών τάξεων, προσχωρώντας σταδιακά στο λαϊκό τμήμα της πόλης.
Το κέντρο είναι μια πολυλειτουργική συμπύκνωση της πόλης, που αρχικά σχεδόν ταυτίζεται με αυτή. Το παλάτι, η βουλή, υπουργεία, πανεπιστήμια, αστικά μέγαρα, μεγάλα ξενοδοχεία, λαμπρά θέατρα και καφέ αλλά και ταπεινά σπίτια όπου συγκατοικούν πολλές οικογένειες γύρω από μια αυλή, λαϊκά καφενεία, βιοτεχνία, πλανόδιο εμπόριο και θεάματα δρόμου, μόνιμοι κάτοικοι και περαστικοί, διερχόμενοι ξένοι και επαρχιώτες, συνθέτουν ένα μωσαϊκό χωρικών καταστάσεων και ανθρώπων, που συγχρωτίζονται και συγκρούονται. Γιατί το κέντρο της Αθήνας στέγασε ιστορικά και στεγάζει τη δημόσια σφαίρα του δρόμου, με έντονη, συγκρουσιακή παρουσία του λαού της πόλης σε όλες τις σημαντικές ιστορικές στιγμές και σε κάθε στιγμή που οι αποκάτω αναδύονται στο δημόσιο χώρο και κάνουν αισθητή την παρουσία τους: δημοκρατικό σύνταγμα και κατάργηση της βασιλείας του Όθωνα, αντίσταση στους Ιταλούς και τη γερμανική κατοχή, Ιουλιανά, 1-1-4, παιδεία και Κυπριακό, αντίσταση στη δικτατορία, φοιτητικές, εργατικές, αντιπολεμικές διαδηλώσεις, αγανακτισμένοι. Η διαδρομή Σύνταγμα-Πανεπιστήμιο-Ομόνοια είναι ένα ζωντανό μνημείο, ένα παλίμψηστο της νεότερης ελληνικής ιστορίας που γράφτηκε συχνά με αίμα και δάκρυα.
Όπως όλη η Αθήνα, το κέντρο της γίνεται αποδέκτης της μαζικής έλευσης των προσφύγων μετά τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922. Αυτός ο αναπτυγμένος και προοδευτικός πληθυσμός, που αιμοδότησε την ανάπτυξη της χώρας και την Αριστερά, στεγάστηκε σε σκηνές και παραπήγματα, σε δημόσια κτήρια και κάθε μορφής κατάλυμα, μέχρι να αρχίσει η στέγασή του, με κρατική στήριξη και ατομικούς πόρους, η οποία ολοκληρώθηκε αρκετά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τι θα έλεγαν σήμερα οι διώκτες της φτώχειας και των μεταναστών για την εικόνα της προσφυγιάς, που 90 χρόνια πριν κατέκλυζε την πόλη μέχρι τους αρχαιολογικούς της χώρους;
Η Αθήνα δεν υπήρξε ιστορικά αποστειρωμένη πόλη και η ένδεια, η παραβατικότητα, όπως και το κοινωνικό περιθώριο, είναι κομμάτι της ιστορίας της. Όταν, μετά τον πόλεμο, ο Μάνος Χατζιδάκις γράφει τις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς» ο δρόμος αυτός, όπως και η πλατεία Ομονοίας, έχουν περάσει στη δυτική όχθη της πόλης. Η οδός «των τεράτων και των θαυμάτων» διέλαθε του εξευρωπαϊσμού. Πλανόδιο μικροεμπόριο, συντεχνιακά στέκια, φτηνά ξενοδοχεία, υπόγεια μαγειρεία, κουρεία, μάντρες, πορνεία, παπατζήδες, αρκουδιάρηδες, αργυραμοιβοί — εδώ ζει και κινείται ένα αποσυναρμολογημένο αστικό περιθώριο. «Καθιστός ο βίος των Αγίων / σε δωμάτια λαϊκών πορνείων / μέσ’ στις μυρωδιές των μαγειρείων / συντελείται ο νόμος των οργίων», είναι στίχοι από τις «Μπαλάντες».
Ο Γιώργος Ιωάννου εκδίδει το 1980 τη δική του Ομόνοια, γλυκόπικρη, τρυφερή, σκληρή και πάντα αστυνομικά επιτηρούμενη, την Ομόνοια της μοναξιάς, της επαρχίας και του απαγορευμένου έρωτα. «Μαθήτεψε αν σου βαστάει στην πλατεία. Είναι η πλατεία όλων των χωριών και όλων των πόλεων της χώρας. Όταν συχνάζεις εδώ, συχνάζεις παντού» … «και μπαινοβγαίνουν άνθρωποι αλλόθροοι, μαυριδεροί και μελαψοί και άλλοι λευκότεροι που μόνο από τα χείλη τους καταλαβαίνονται».
Το ιστορικό κέντρο μετά το 1990
Η ραγδαία μεταπολεμική ανοικοδόμηση, που έφτασε την Αττική πάνω στα βουνά και μέσα στη θάλασσα, δεν κατάφερε ν’ αλλάξει την αρχιτεκτονική και πολεοδομική φυσιογνωμία του Ιστορικού Κέντρου. Το 1985, με το Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας, επί υπουργίας Αντώνη Τρίτση, αναγνωρίστηκε η αξία του και η ανάγκη προστασίας του πολυλειτουργικού και κατ’ επέκταση ετερογενούς κοινωνικά χαρακτήρα του. Αν και η θέση αυτή αποτύπωνε την προοδευτική ιδεολογία της εποχής και της κοινωνικής πολεοδομίας, έμεινε ευγενής διακήρυξη. Γιατί η εφαρμογή της απαιτούσε δημόσιες παρεμβάσεις, σχεδιασμό και έλεγχο του χώρου από τους αρμόδιους φορείς — υπουργεία και δήμο. Ήδη, όμως, το Ιστορικό Κέντρο μετασχηματιζόταν με τους αγοραίους νόμους του επελαύνοντος νεοφιλελευθερισμού. Συνέχεια ανάγνωσης →
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...