του Στέφανου Δημητρίου

Χέρμπερ Λιστ, «Οι αιωνίως προσευχόμενοι», Παλέρμο 1939
Η ιθύνουσα πολιτική τάξη θέτει ένα δίλημμα προς τις δυνάμεις της Αριστεράς, οι οποίες επιμένουν στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας: εάν στηρίζουν αυτή την προοπτική, πρέπει να συγκατατεθούν στο Μνημόνιο. Μέμφονται την Αριστερά ότι θέλει να τα έχει με όλους καλά, ότι, αρνούμενη το Μνημόνιο, επιλέγει τη λύση της ανέξοδης διαμαρτυρίας.
Έτσι, διαμορφώνεται νέα ιδεολογία, επικουρούμενη από μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα και τηλεοπτικούς σταθμούς, συχνά με μεγάλα χρέη, τα οποία παραμένουν στα αζήτητα, με αντάλλαγμα την άρση της πολυφωνίας και της ενημέρωσης. Μιλώ για άρση της ενημέρωσης, διότι, εξαιρουμένης της Αυγής, της Εποχής και ορισμένων ακόμη εντύπων, ο Τύπος και οι τηλεοπτικοί σταθμοί έχουν υποκαταστήσει την ενημέρωση με την πειθαναγκαστική, κατηχητική ρητορεία. Η τελευταία εσχάτως παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, διότι εστιάζει στο εξής: στο πώς προέκυψε και πώς πρέπει να απομυθευτεί η περιώνυμη, πλέον, «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς». Ο πρόεδρος της Ν.Δ. ήταν σαφής: η Αριστερά μπορεί να μην κυβέρνησε, αλλά στήριξε το πελατειακό κράτος, τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, τις συντεχνίες κλπ. Είναι ευκρινής η επιδίωξη: η Αριστερά ή θα ενταχθεί στο νέο ιδεολόγημα, αφήγημα ή ό,τι άλλο νομίζει κανείς, οπότε θα αποτελέσει μέρος τής εφαρμοζόμενης λύσης, ή θα περιληφθεί στην κατηγορία των «λόγων που μας έφεραν εδώ που φτάσαμε».
Αυτή η αξίωση για ιδεολογική συμμόρφωση συρρικνώνει τον διαβουλευτικό χαρακτήρα της δημοκρατίας. Αντί της συντεταγμένης, πολιτικής δημοσιότητας, δεσπόζει ένα ισχυρό ρητόρευμα: η νέα εθνικοφροσύνη. Για να γίνει αυτό, απαιτούνται συγκεκριμένες ενέργειες: Θα πρέπει, οπωσδήποτε, να καθορισθεί ο αντίπαλος. Αυτό δεν είναι δύσκολο, μας τον υπέδειξαν οι δύο αρχηγοί. Είναι η «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, την οποία μας κληροδότησε η Μεταπολίτευση που μας έφτασε ως εδώ». Για να είναι επιτυχής η νέα εθνικοφροσύνη, θα πρέπει να ταυτιστεί με το όλον, εν προκειμένω το όλον της πατρίδας, του έθνους και της κοινωνίας. Η νέα εθνικοφροσύνη, λοιπόν, εκφράζει όλα τα παραπάνω, σε αντίθεση με την Αριστερά, η οποία ταυτίζεται με το επιμέρους, τα ιδιαίτερα συντεχνιακά συμφέροντα και την οπισθοδρόμηση. Ο λόγος της νέας εθνικοφροσύνης, για να είναι αποτελεσματικός, πρέπει να κάνει δύο πράγματα: πρώτον, να στηριχθεί σε μια σειρά από κοινούς τόπους και, δεύτερον, να μεταβιβάσει την ισχύ αυτών των τόπων σε αξιώσεις. Πρόκειται για τόπους που μοιάζουν εντελώς προφανείς. Π.χ. «το Δημόσιο είναι αναποτελεσματικό, άρα πρέπει να ιδιωτικοποιηθεί», «όλοι οι μετανάστες είναι εγκληματίες», «όποιος διαμαρτύρεται δεν έχει καταλάβει πού βρίσκεται η χώρα ή υπερασπίζεται τα προνόμιά του». Οι τρεις αυτές περιπτώσεις έχουν κάτι κοινό: η άρνησή τους συνιστά έκφραση του επιμέρους, που υποτίθεται ότι εκφράζει η Αριστερά και το προτάσσει αντί του όλου, του εθνικού συμφέροντος δηλαδή, το οποίο εκφράζεται από το φρόνημα της ιθύνουσας πολιτικής τάξης. Συνέχεια ανάγνωσης →
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...