Η διαπόμπευση των οροθετικών και το όνειδος της πολιτείας-2
της Αιμιλίας Σαλβάνου

Λούκας βαν Λέιντεν, «Τρίπτυχο της Δευτέρας Παρουσίας» (λεπτομέρεια), 1527
Στη λαϊκή παράδοση της Ιρλανδίας, της Σκωτίας και σε κάποια μέρη της Αμερικής υπάρχει ο τύπος του «αμαρτοβόρου». Είναι ο άνθρωπος που καλούν όταν πεθαίνει κάποιος, προκειμένου τελετουργικά να ελευθερώσει τον ετοιμοθάνατο από το βάρος των αμαρτιών του, χαρίζοντάς του αιώνια ανάπαυση. Οι αμαρτίες του ετοιμοθάνατου βαραίνουν πια τον αμαρτοβόρο, με αποτέλεσμα ο ίδιος να θεωρείται μιαρός και, ως εκ τούτου, να αποφεύγονται όλες οι κοινωνικές σχέσεις μαζί του. Ωστόσο, τον καλούν με αγωνία όποτε πρέπει να διασφαλιστεί η απελευθέρωση του ετοιμοθάνατου και η γαλήνη της κοινότητας, την οποία δεν θα βαραίνει πια μια ψυχή που θα τριγυρνά καταδικασμένη ως φάντασμα.
Πρόσφατα κατέκλυσαν τις τηλεοράσεις και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εικόνες των κοριτσιών που είναι φορείς του ιού HIV. Και εικόνες από τους πρώτους μετανάστες που κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Και οι δύο, επιλογές «για το καλό και την ασφάλεια του κοινωνικού συνόλου». Τι μπορεί όμως να σημαίνει ο στιγματισμός και η διαπόμπευση κοινωνικών ομάδων ως βιοπολιτικά επικίνδυνων, παραμονές της εκλογικής αναμέτρησης;
Δυστυχώς, δύσκολα μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο στιγματισμού και αποκλεισμού κοινωνικών κατηγοριών δεν έχει εγκαθιδρυθεί στο κέντρο του πολιτικού λόγου: πολιτισμική ετερότητα, μονογονεϊκότητα, ψυχική ασθένεια, νεολαία, τοξικοεξάρτηση, φτώχεια είναι μερικά μόνο από τα παραδείγματα κατηγοριών που έχουν νοηματοδοτηθεί ταυτόχρονα ως χρήζουσες κοινωνικής προστασίας και ως παράγοντες κοινωνικής αποσταθεροποίησης. Ωστόσο, αυτό που φαίνεται να εγκαθιδρύεται τελευταία είναι η υποστασιοποίηση μερικών από τις κατηγορίες αυτές ως επικίνδυνων όχι μονάχα για την ηθική τάξη της κοινωνίας, αλλά και για την ίδια τη ζωή. Η επιχειρηματολογία μέσα από την οποία στιγματίστηκαν τόσο οι μετανάστες όσο και οι κοπέλες-φορείς δεν στηριζόταν σε κάποιο στοιχείο της συμπεριφοράς τους, αλλά στην πιθανότητα να μεταδώσουν θανατηφόρα μόλυνση σε όποιον ερχόταν σε επαφή μαζί τους: «απασφαλισμένες υγειονομικές βόμβες», τις χαρακτήρισαν.
Η αντικατάσταση ηθικών κατηγοριών σκέψης με βιοπολιτικές αποτελεί μείζονης βαρύτητας μετάβαση, η οποία δεν είναι δυνατόν να αφήσει ανεπηρέαστη την κοινότητα που την υιοθετεί. Αν στην ίδια τη λογική της κατανόησης μιας παρέκκλισης ως ηθικής εμπεριέχεται η επιθυμία επαναφοράς του υποκειμένου στην ηθική τάξη, αυτό που εισάγουν οι βιοπολιτικές κατηγορίες σκέψης είναι η νομιμοποίηση μιας διαδικασίας αποκλεισμού αυτού που στιγματίζεται ως επικίνδυνος. Η επικινδυνότητα είναι μη αναστρέψιμη, και μόνος στόχος είναι να προφυλαχθούν οι υπόλοιποι από αυτόν. Έτσι, μένουν έξω από τη συζήτηση τόσο η διαδικασία μέσα από την οποία επήλθε η αιτία του στιγματισμού όσο και ο τρόπος με τον οποίο συστημικά σχετίζονται οι ομάδες αυτές με τις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες.
Ακόμη κι αν κάποιοι μετανάστες είναι φορείς μολυσματικών ασθενειών, ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσεται στο παραπάνω πλαίσιο η προβληματική δεν εξετάζει ούτε τον λόγο για τον οποίο αποκλείονται από το υγειονομικό σύστημα ούτε τους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους εντάσσονται στην άτυπη οικονομία. Και αν οι κοπέλες είναι φορείς του HIV, πάλι η παραπάνω προβληματική αφήνει αλώβητο τόσο το σύστημα διακίνησης που τις υποχρεώνει να εργάζονται σε παράνομους οίκους ανοχής όσο και τον ρόλο των «πελατών» τους. Με άλλα λόγια, τέτοιου είδους προβληματικές συμπυκνώνουν στο θύμα την ευθύνη για το σύνολο των δυσλειτουργιών του κοινωνικού συστήματος που τις παρήγαγε, ενώ αναγνωρίζουν στον θύτη το δικαίωμα ανοσίας από το πρόβλημα που ο ίδιος δημιούργησε.
Η νομιμοποίηση αυτού του είδους της προβληματικής από το σύνολο σχεδόν των μέσων μαζικής ενημέρωσης και των μέσων δικτύωσης έχει, φυσικά, πολιτική σημασία. Η επιφόρτιση του υποκειμένου με την αποκλειστική ευθύνη όσον αφορά τις επιλογές της ζωής του (που οφείλουν να είναι ορθολογικές και να ελαχιστοποιούν το ρίσκο) με την ταυτόχρονη κατάργηση του κράτους πρόνοιας είναι από τις πρακτικές που εισάγουν καθεστώτα άκρατου νεοφιλελευθερισμού, διαρρηγνύοντας στην πράξη κάθε έννοια κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης. Στο ίδιο πλαίσιο, όπου τα άτομα καθίστανται υπόλογα για τις επικίνδυνες επιλογές τους, όσοι κρίνεται ότι δεν μπορούν να συμμορφωθούν αποβάλλονται ως παρείσακτοι.
Φαίνεται, δυστυχώς, ότι τον δρόμο των μεταναστών και των φορέων θα ακολουθήσουν και άλλες κοινωνικές κατηγορίες, αν δεν αλλάξει σύντομα ο τρόπος που σκεφτόμαστε την ασφάλεια — αν η ασφάλεια δεν ξαναντυθεί με όρους δημοκρατικότητας και δεν γίνει αίτημα που θα αφορά ολόκληρη την κοινωνία και όχι τμήματά της υπό προϋποθέσεις. Διαφορετικά, ασθενείς, ξένοι και στη συνέχεια φτωχοί και άλλες μη προνομιούχες κατηγορίες θα γίνουν οι σύγχρονοι «αρματοβόροι» των κοινωνιών μας — μόνο που και οι κοινωνίες θα πνέουν τότε τον επιθανάτιο ρόγχο τους.
Η Αιμιλία Σαλβάνου είναι ιστορικός
Ματίας Γκρίνεβαλντ, «Οι πειρασμοί του Αγίου Αντωνίου», 1515