Φανταζόμαστε!

Standard

του Γεράσιμου Κουζέλη

Έργο του Αλφόν Χόροβις («Νέοι Πρωτοπόροι», Μάης 1936)

Πού να το φανταζόμασταν! Όχι το αποτέλεσμα, για το οποίο θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι το βράδυ, αλλά την αισιοδοξία με την οποία πάμε να ψηφίσουμε. Αισιοδοξία σε συνθήκες κοινωνικής κρίσης! Σε συνθήκες οικονομικής εξαθλίωσης και άγριας επίθεσης των πιο ολοκληρωτικών, των πιο αυταρχικών δυνάμεων του αστικού κόσμου — γιατί σε αυτόν βέβαια ανήκουν, ως στρεβλή «πρωτοπορία» του, και οι ναζιστικές συμμορίες και οι καθωσπρεπισμένοι φορείς του εθνικιστικού και ρατσιστικού λόγου, στους οποίους τόσο απλόχερα χαρίστηκε καθεστωτική αναγνώριση.

Κρινόμαστε. Και βέβαια η επίθεση αυτή δεν είναι νέα. Έχει αρχίσει από καιρό, από τότε που, με την επιβολή, κατά τη δεκαετία του ’90, μιας μονοδιάστατης οπτικής των πραγμάτων, με την απόσυρση του «πλανώμενου φαντάσματος», οι συνθήκες την επέτρεψαν. Η επίθεση άρχισε –και στη συνέχεια επεκτάθηκε– επειδή ακριβώς οι (ιδεολογικής κυρίως ισχύος) συσχετισμοί των ταξικών δυνάμεων την κατέστησαν δυνατή. Επέβαλε την κρίση, παροπλίζοντας το κοινωνικό κράτος, αποδίδοντας μονοπωλιακό καθεστώς στο λόγο και τις πρακτικές του νεοφιλελευθερισμού, αναδιαρθρώνοντας, υπέρ συγκεκριμένων μορφών συσσωρευμένου κεφαλαίου, το μπλοκ εξουσίας. Η κρίση διευκολύνει την επίθεση από την οποία προήλθε. Περιθωριοποιεί τους φορείς και τις δυνάμεις της εργασίας, ατομικά και συλλογικά, διαθέτοντας τη δύναμη να επιβάλει ακριβώς εκείνες τις συνθήκες εντός των οποίων οι δυνάμεις αυτές δεν μπορούν να αμυνθούν εύκολα ή αποτελεσματικά.

Η κρίση δεν ευνοεί ούτε τους αντικειμενικούς ούτε τους υποκειμενικούς όρους των κοινωνικών αγώνων: στην απαξίωση της εργασίας ως κοινωνικού αγαθού αντιστοιχεί η απαξίωση των όρων κριτικής από τη δική της σκοπιά –από την «κοινωνική», όπως τη χαρακτηρίζει ο Μαρξ, σκοπιά–, η μερική αποδόμηση των όρων πολιτικής, ιδεολογικής, αλλά και πνευματικής αντίστασης. Στην αποδιάρθρωση του συνδικαλισμού αναλογεί η αφερεγγυότητα της επίκλησης και επιδίωξης μιας σοσιαλιστικής δημοκρατίας. Η κρίση δεν μας ευνοεί, δεν ευνοεί άλλωστε την κριτική στάση και δύναμη όσων καλούμε να την αναλογιστούν. Η σκέψη που προάγει είναι ο σκεπτικισμός απέναντι στο μη δοκιμασμένο.

Κρινόμαστε επομένως σε τούτη τη συγκυρία. Κρίνεται η αντοχή των δημοκρατικών θεσμών, των συλλογικών δεσμών, των δυνάμεων που αγωνίζονται από και για την πλευρά της εργασίας, των κοινωνικών στρωμάτων που αποβάλλονται από το αστικό σκηνικό. Κρίνονται όμως και τα επιχειρήματά μας, ο λόγος μας, οι εικόνες που προβάλλουμε στο παρόν σχετικά με το μέλλον.

Πώς λοιπόν να είμαστε αισιόδοξοι; Πώς είμαστε αισιόδοξοι;

Κρίνουμε. Ο σκεπτικισμός, η αμφιβολία που γεννά η κρίση, δεν είναι μόνο αρνητική — ή μάλλον μπορεί να καταστεί εμφατικά «αρνητική», με την έννοια που αποδίδει σε αυτό τον όρο η διαλεκτική του: να επιτρέψει την υιοθέτηση μιας στάσης άρνησης των αμετάβλητων δεδομένων της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Η τροφοδοτούμενη με κάθε (αστικό) τρόπο και από κάθε (αστικό) μέσο διστακτικότητα απέναντι στην αριστερή «υπόθεση πολιτικής εργασίας» αφορά την προοπτική υπέρβασης της κρίσης όχι διά της επιστροφής στην κανονικότητα που την εξέθρεψε, αλλά διά του πολιτικού της αναπροσανατολισμού, στην κατεύθυνση ριζικής μεταβολής των όρων (των σχέσεων εξουσίας εντός) αυτής της κανονικότητας. Μια τέτοια ιδεολογική πολιτική συντήρησης είναι άκρως αποδοτική όσο ακριβώς η «ομαλότητα» παραμένει ευνοϊκά φορτισμένη στις παραστάσεις όσων καλούνται να την υιοθετήσουν. Όταν όμως ο σκεπτικισμός αγγίζει το αξιακό θεμέλιο αυτού στο οποίο ο κυρίαρχος λόγος μάς καλεί να επιστρέψουμε –την αποσαρθρωμένη δημοκρατία του δικομματικού κράτους των περασμένων δεκαετιών, την ασύστολη κοινωνική ανισότητα και αδικία, την ανεξέλεγκτη διαφθορά, με άλλα λόγια την, ορατή πλέον ως τέτοια, «ήδη πάντα» δυνάμει-εν-κρίσει καπιταλιστική «ομαλότητα»–, η αμφιβολία μπορεί να στραφεί όχι μόνο στο «πριν» αλλά και στο «τώρα». Έτσι οι πολίτες βιώνουν ως αμφίβολου ρεαλισμού όχι μόνο την υπόσχεση «επανόδου» ή την εικόνα ενός αποκαθαρμένου από την κρίση μέλλοντος, κατασκευασμένου με τα υλικά του φαύλου «ομαλού» παρελθόντος, αλλά την ίδια την παροντική «δεδομενικότητα». Κι αυτό μας επιτρέπει να είμαστε αισιόδοξοι.

Εδώ έγκειται άλλωστε και το πολιτικά πιο κρίσιμο ζήτημα: πώς ο λόγος της αριστεράς θα εξουδετερώσει αυτόν τον ολοκληρωτικού χαρακτήρα πολιτικό θετικισμό, που φανατικά και με κάθε τόνο επιμένει να αποκλείει κάθε εναλλακτική δυνατότητα, κάθε διαφυγή από το αδιέξοδο της εντεινόμενης εξάρτησης, του αυξανόμενου χρέους, της βαθύτερης κρίσης και της μαζικότερης εξαθλίωσης, στο όνομα του «μα έτσι έχουν τα πράγματα», στο όνομα των «γεγονότων», της άμεσης «πραγματικότητας», του «πραγματισμού» και της πολιτικής οικονομίας των δεδομένων, στο όνομα της τηλεοπτικής αλλά και ακαδημαϊκής σοβαροφάνειας. Πρέπει να δείξουμε πως υπάρχει κι άλλη ανάγνωση του παρόντος, πως τα πράγματα μπορούν να μην είναι όπως τώρα φαίνονται. Πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι.

Αυτή η στάση δεν αναιρείται από την αμφιβολία που στρέφεται και προς τις εκφάνσεις λόγου και πρακτικής της αριστεράς. Εμείς οι ίδιοι δεν υποστηρίζουμε και δεν ψηφίζουμε κόμμα και πολιτικές αλάθητες και ολοκληρωμένες, δεν αποσύρουμε την κριτική στάση μας όταν πρόκειται για θέσεις της αριστεράς και δεν αναστέλλουμε την κρίση μας απέναντι στα επιχειρήματα των οικείων μας. Ίσως μάλιστα αυτή να είναι και η πιο αισιόδοξη συνθήκη της σημερινής εκλογής: ψηφίζουμε ανεπιφύλακτα ριζοσπαστική αριστερά, ακριβώς επειδή είμαστε υποχρεωμένοι να συνεχίσουμε να την κρίνουμε.

Συνασπιζόμαστε. Ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας της κυρίαρχης περί πραγματικότητας αφήγησης δεν εξαντλείται στην παρουσίασή της ως δεδομένης και μη ανατρέψιμης. Επεκτείνεται και επιβεβαιώνεται σε ό,τι έχει επιβληθεί ως τέλος των «κοινωνικών ζητημάτων», ως τέλος των εναλλακτικών προοπτικών, ως τέλος των ουτοπιών.

Οι ρωγμές αυτής της αφήγησης, άμεσα ορατές στις αντιφάσεις που αναδεικνύονται στην ερμηνεία του παρελθόντος (ποιος και τι έφταιξε) και στην αιτιολόγηση μιας κρίσης που επαναφέρει αδιαμεσολάβητα τα κοινωνικά προβλήματα στο προσκήνιο, επιτρέπουν στον κριτικό λόγο όχι μόνο να ανασυνταχθεί και να αρθρώσει πειστική κριτική περί του εκτρωματικού παρόντος, αλλά και να αναδείξει την ίδια τη σκοπιά από την οποία ασκεί κριτική: τη σκοπιά ενός μέλλοντος διαφορετικού, εφικτού και όχι απωθημένου σε κάποιου είδους μεσσιανικό «τέλος», μιας διαφορετικής κοινωνίας που μπορούμε να την φανταστούμε.

Την αλήθεια αυτού του οράματος-«φαντάσματος» καλούμαστε άλλωστε να δείξουμε και να στηρίξουμε με την επιχειρηματολογία μας. Και ως προς την επιτυχία αυτής της αποστολής μπορούμε να είμαστε επίσης πιο αισιόδοξοι από ό,τι κι εμείς οι ίδιοι θα πιστεύαμε. Γιατί η διαλεκτική «πανουργία» της ιστορίας επέτρεψε-επέβαλε μια κρίσιμη ρήξη στον πυρήνα του αυταρχικού σχεδίου κοινωνικής ολοκλήρωσης και μονοδιάστατης ερμηνείας του κόσμου: οι κοινωνικές αντιφάσεις (αλλά, και πιο «στενά», οι πολιτικές συγκρούσεις) ήρθαν να αποσταθεροποιήσουν το ενιαίο και ομοιογενοποιημένο σώμα του μπλοκ εξουσίας — ίσως οξυμένες από την επιβεβλημένη κλειστότητα και παγίωσή του. Αν, κατά τον Πουλαντζά, ούτε ο πυρήνας ενός δικτατορικού καθεστώτος δεν μπορεί να στεγανοποιηθεί από την ταξική πάλη, που, με όλες τις απαγορεύσεις και όλη την καταστολή, θα αναπαραχθεί με κάποια μορφή στο εσωτερικό του, γιατί θα διέφευγε από αυτή τη «λογική» ο νεοφιλελεύθερος ολοκληρωτισμός, στην Ελλάδα ή και στην Ευρώπη;

Ο κερματισμός των δυνάμεων των αστικών κομμάτων εδώ αλλά και η συνάρθρωση εναλλακτικών λόγων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αποδεικνύουν πως δικαιολογημένα μπορούμε να ελπίζουμε. Αισιοδοξία και επιφυλακτικότητα θα πηγαίνουν αναγκαία χέρι-χέρι, όχι μόνο σήμερα, που κυριολεκτικά δεν ξέρουμε τι θα μας ξημερώσει, αλλά και για μεγάλο διάστημα. Η γενεαλογία αυτού που εμφανώς αλλάζει θα κριθεί μόνο εκ των υστέρων· πού και πώς θα σχηματίσουν τις τομές τους οι γραμμές που τώρα μόλις διαγράφονται και συνδέουν συχνά ετερόκλητους πόλους (αριστερά-δεξιά, μνημόνιο-αντιμνημόνιο, εθνικισμός-αντεθνικισμός, αυταρχισμός-φιλελευθερισμός…) δεν μπορούμε ακόμα να το εκτιμήσουμε. Μπορούμε όμως να το επηρεάσουμε, και μάλιστα αποφασιστικά. Με την ψήφο μας και την κριτική μας, με την ψήφο μας ως κριτική και ως συμβολή στην ανάδειξη νέων σχέσεων και νέων σημασιών. Με την ψήφο στον ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Γεράσιμος Κουζέλης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Έργο του Αλφόν Χόροβιτς («Νέοι Πρωτοπόροι», Μάης 1936)

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s