στο φύλλο της 13 του Μάη

Standard

Κοκινοσκουφίτσα 6. Σκίτσο του Christian Roux (πηγή: flickr)

Το πολιτικό νόημα μιας στιγμής και η Αριστερά: Νικόλας Σεβαστάκης

Η ΕΚΛΟΓΗ ΟΛΑΝΤ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ

Φρανσουά Ολάντ: η πραγματική νίκη δεν έχει έρθει ακόμα: Φιλίπ Κοέν

Ολάντ: ένας νέος Ρούσβελτ για την Ευρώπη; Τομά Πικετύ

Δυσάρεστη, ναι. Έκπληξη, όμως; Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος

Πολιτειακά ζητήματα μετά τις εκλογές: Δημήτρης Χριστόπουλος

Συναντήσεις της ελληνικής με τη γαλλική ιστοριογραφία από τα χρόνια της μεταπολίτευσης έως σήμερα: Βαγγέλης Καραμανωλάκης

Μια νέα ώσμωση ουμανισμού και ριζοσπαστισμού: Μαρία Κουρούκλη

Tι είναι η ACTA και τι σημαίνει για τα ανθρώπινα δικαιώματα: Αντώνης Μπρούμας

Τον ακούσατε τον σεισμό; Νίκος Σαραντάκος

Το πολιτικό νόημα μιας στιγμής και η Αριστερά

Standard

του Νικόλα Σεβαστάκη


Παρίσι, στα χρόνια του Λαϊκού Μετώπου. Υπάλληλοι των Γκαλερί Λαφαγιέτ στην ταράτσα κατά τη διάρκεια της κατάληψης. Ιούνιος 1936

Στο σημείο που βρισκόμαστε, τη στιγμή που γράφεται το άρθρο αυτό, Παρασκευή πρωί, με τα γεγονότα να τρέχουν πάντοτε γρηγορότερα από τον σχολιασμό τους, απομένουν πια δυο εκδοχές. Η πρώτη είναι μια εκδοχή συγκυβέρνησης ή ημι-οικουμενικής που θα στηρίζεται στην παράδοξη πεποίθηση ότι «υπέρβαση» του Μνημονίου σημαίνει λίγο πολύ… την εφαρμογή του, την τήρηση των συμφωνηθέντων. Η άλλη εκδοχή είναι η νέα εκλογική αναμέτρηση, στην οποία θα αποσαφηνιστεί η πολιτική σύγκρουση η οποία ήλθε στην επιφάνεια την Κυριακή των μεγάλων ανατροπών.

Η Αριστερά, η οποία μπήκε στη δίνη των γεγονότων και αποτέλεσε το «κεντρικό θέμα» των ημερών, διαθέτει ένα στέρεο και ορθολογικό επιχείρημα εναντίον της πρώτης εκδοχής: το ρήγμα ανάμεσα σε μεγάλα τμήματα του λαού και στις μνημονιακές ηγεσίες δεν μπορεί να σκεπαστεί με άσαρκες υπεκφυγές περί «τροποποίησης», που δεν αλλάζουν κάτι ουσιαστικό από τα δεδομένα της ισχύουσας οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Η κοινωνική οδύνη, η κλονισμένη καθημερινότητα, ο βιωματικός ζόφος ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων δεν είναι δυνατό να αγνοηθούν ούτε και να παραμεριστούν στο όνομα της τεχνητής σταθεροποίησης του συστήματος εξουσίας. Από αυτή την άποψη, κάθε αγορά χρόνου που αποσκοπεί στην «αυτοσυντήρηση των ελίτ» ή στην ανασύνταξη των χαμένων της 6ης Μαΐου είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Για έναν βασικό λόγο τον οποίο, όπως φαίνεται, αδυνατούν να καταλάβουν όσοι συνεχίζουν, ακόμα και μετά το ηχηρό ράπισμα της περασμένης Κυριακής, να πολιτεύονται με τον φόβο: οι άνθρωποι δεν βάζουν την κυβερνησιμότητα πάνω από τη ζωή τους. Ακόμα και ο κόσμος που προέρχεται από τον καθημαγμένο «μεσαίο χώρο», άνθρωποι κατά τεκμήριο περισσότερο ευαίσθητοι στον φόβο της ακυβερνησίας, αισθάνονται ότι πρέπει να αλλάξουν συγκεκριμένοι όροι της ζωής τους, και όχι απλώς τα ονόματα των υπουργών και η ρητορική των κυβερνώντων. Για αυτό τον κόσμο η ελπίδα δεν είναι η αόριστη ρητορική της ευρωπαϊκής επιλογής, αλλά κάποιες χειροπιαστές αποδείξεις για διαφορετικής πορεία στους επόμενους μήνες. Συνέχεια ανάγνωσης

Φρανσουά Ολάντ: η πραγματική νίκη δεν έχει έρθει ακόμα

Standard

Η εκλογή Ολάντ (όπως και τα αποτελέσματα των ελληνικών εκλογών, με τα οποία συνέπεσε), έχει σημασία που υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα, τροποποιώντας τα δεδομένα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δημοσιεύουμε σήμερα δύο άρθρα σχετικά με τη σημασία και τις προοπτικές που διανοίγονται: του Pilippe Cohen, αρχισυντάκτη του περιοδικού Marianne (Marianne, 6.5.2012) και του οικονομολόγου Thommas Piketty (Liberation, 7.5.2012), καθηγητή στην Ecole d’économie του Παρισιού, ειδικευμένου στη μελέτη της ανισότητας και στενά συνδεμένου με το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.

του Φιλίπ Κοέν

μετάφραση: Μαρία Καλαντζοπούλου

Προεκλογική περιοδεία στο Κλεμόν Φεράν

 Από την αρχή κιόλας της προεκλογικής του εκστρατείας, ο Φρανσουά Ολάντ συμμορφώθηκε με μια ανάλυση που του υπαγόρευσε και την ανάλογη συμπεριφορά: Να υπογραμμίζει, πάνω απ’ όλα, τις διαφορές προσωπικότητας και συμπεριφοράς ανάμεσα στον ίδιο και τον απερχόμενο πρόεδρο. Να περιορίζει στον μέγιστο βαθμό τις όποιες δεσμεύσεις, έτσι ώστε να μη βρεθεί αναξιόπιστος έναντι υποσχέσεων που δεν τήρησε. Να μιλά κατά το δυνατόν λιγότερο για την κρίση. Να τονίζει ότι η εκλογή του θα συμπέσει με την επιστροφή της χώρας και του τρόπου διακυβέρνησής της στην κανονικότητα.

Κατά βάθος, ο Σαρκοζύ διατεινόταν ότι θα προστατέψει τους Γάλλους, ακόμα κι αν αυτό τους ενοχλούσε. Και ο Ολάντ τους καθησύχασε, λέγοντάς τους απλώς ότι θα τους σεβαστεί. Αυτή η προεκλογική στρατηγική σχηματοποιήθηκε μέχρι τη μονομαχία τους μεταξύ των δύο γύρων, ενώ ολοκληρώθηκε με το τρομερό σλόγκαν «Εγώ, ο πρόεδρος της δημοκρατίας», μέσω του οποίου το πρόγραμμα του Ολάντ παρουσιαζόταν ξεκάθαρα ως το αρνητικό του προγράμματος Σαρκοζύ. Εκ πρώτης όψεως, κάτι τέτοιο μπορεί να φαινόταν πολύ περιορισμένο, ιδίως μάλιστα ως προς τη δυνατότητά του να είναι νικηφόρο. Ταυτόχρονα όμως, η απλή παράθεση όλων των παρεκκλίσεων του προέδρου από την δημοκρατική παράδοση ή, απλώς, η ευπρέπεια ενίσχυε την ανάγκη να ψηφίσει κανείς τον Ολάντ για να τελειώνει επιτέλους αυτό το κακόγουστο προεδρικό σόου. […]

Σε αντίθεση με τον Φρανσουά Μιττεράν το 1981, ο Φρανσουά Ολάντ δεν κέρδισε βασιζόμενος στην ελπίδα, αλλά μάλλον στην απελπισία. Την απελπισία εκείνη που δημιούργησε ο Πρόεδρος και, χωρίς άλλο, εντάθηκε από την κρίση και τις «υποσχέσεις» ενός κοινωνικού κατακλυσμού ανάλογου με αυτόν της Ελλάδας ή της Ισπανίας. Σε αντίθεση με τον Λιονέλ Ζοσπέν το 1997, ο Φρανσουά Ολάντ δεν κέρδισε αυτή την εκλογή με ένα πρόγραμμα εμβληματικών μέτρων όπως οι θέσεις εργασίας για νέους ή το τριανταπεντάωρο. Η νίκη του δεν είναι η νίκη της ενωμένης Αριστεράς· δεν υπήρξε αυτή τη φορά σύσκεψη των δυνάμεων που τον υποστηρίζουν. Ο Φρανσουά Ολάντ προσπάθησε να κρατήσει για τη νίκη του μια εντελώς προσωπική διάσταση. Για να εξασφαλίσει το μέγιστο περιθώριο ελιγμών; Ίσως. Επίσης όμως επειδή διαθέτει μια οξεία αντίληψη της πολιτικής κατάστασης, αυτού που περιμένουν οι Γάλλοι. Συνέχεια ανάγνωσης

Ολάντ: ένας νέος Ρούσβελτ για την Ευρώπη;

Standard

του Τομά Πικετύ

μετάφραση: Κ.Λ.-Γ.ΜΠ.

Πανηγυρισμοί στο Παρίσι

Θα αποδειχθεί, άραγε, ο Φρανσουά Ολάντ ένας νέος Ρούσβελτ για την Ευρώπη; Η σύγκριση μπορεί να προξενεί το μειδίαμα, θα πρέπει ωστόσο να θυμόμαστε ότι το βάρος των γεγονότων και των ιδεών παίζουν, για τους πολιτικούς, έναν ρόλο που τους ξεπερνά. Όταν έγινε πρόεδρος το 1933, ο Ρούσβελτ δεν γνώριζε επακριβώς ποια πολιτική θα ακολουθούσε. Γνώριζε όμως ότι η κρίση του 1929 και οι πολιτικές λιτότητας είχαν γονατίσει τις ΗΠΑ, και ότι η δημόσια αρχή έπρεπε να αναλάβει εκ νέου τον έλεγχο ενός αποχαλινωμένου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Το 2012, τέσσερα χρόνια μετά την εκδήλωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, ο Ολάντ βρίσκεται στην ίδια κατάσταση. Όταν ξεκίνησε την προεκλογική εκστρατεία του, δεν γνώριζε ότι θα κατέληγε να προτείνει φορολόγηση κατά 75% των εισοδημάτων που υπερβαίνουν το 1 εκατομμύριο ευρώ. Σύντομα όμως κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα με τον Ρούσβελτ: μόνο το όπλο της φορολογίας επιτρέπει να μπει φρένο στην παράλογη έκρηξη των πολύ υψηλών εισοδημάτων.

Το βασικό διακύβευμα με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπος ο Ολάντ είναι η Ευρώπη. Το κρίσιμο είναι ότι δεν θα υπάρξει βιώσιμη διέξοδος από την τρέχουσα κρίση εάν αρκεστούμε απλώς στην υιοθέτηση «project bonds» [ένα είδος ευρω-ομολόγου που πρότεινε ο ίδιος ο Μ. Μπαρόζο στη φετινή ομιλία του για την Κατάσταση της Ένωσης], ευρωπαϊκών ομολόγων που να επιτρέπουν τη χρηματοδότηση επενδύσεων στον τομέα της ενέργειας και των υποδομών. Ένα τέτοιο εργαλείο είναι μεν χρήσιμο, δεν πρέπει όμως να κρύβουμε ότι το κεντρικό διακύβευμα είναι άλλο. Αν δεν δεσμευθούμε σαφώς στην κατεύθυνση της αμοιβαιότητας και της ενοποίησης του δημόσιου χρέους όλων των χωρών της ευρωζώνης, τότε η κρίση θα ξαναρχίσει. Ένα κοινό νόμισμα με δεκαεφτά διαφορετικά δημόσια χρέη, επί των οποίων οι αγορές μπορούν ελεύθερα να κερδοσκοπούν χωρίς τα κράτη να μπορούν να χαλαρώσουν τον κλοιό υποτιμώντας το νόμισμά τους, δεν μπορεί να λειτουργήσει. Ένα τέτοιο σύστημα ήδη οδήγησε την Ελλάδα στην καταστροφή, και θα οδηγήσει τελικά το ευρώ στον αφανισμό. Συνέχεια ανάγνωσης

Δυσάρεστη, ναι. Έκπληξη, όμως;

Standard

του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Χωρίς τίτλο

«Η είσοδος των “άκρων” στη Βουλή ενισχύει ή αποδυναμώνει τη δημοκρατία;» αναρωτιόταν τρεις μέρες πριν τις εκλογές η lifo. Τι κι αν οι δημοσκοπήσεις και τα απανωτά κρούσματα εκφασισμού βεβαίωναν το αδιανόητο άλμα απ’ το περιθώριο στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση; Τι κι αν οι επιθέσεις δεν περιορίζονταν πια στην Αθήνα και στους «αόρατους», αλλά υλοποιούσαν ενυπόγραφα το ναζιστικό «εναντίον όλων» — ό,τι δηλαδή κραυγάζει η ιστορία από τη Βαϊμάρη μέχρι την Ουτόγια; Η κατανόηση και οι ιεραρχήσεις των ατάραχων «φιλελεύθερων», μέσων ενημέρωσης και κομμάτων, παρέμεναν πεισματικά σε άλλο μήκος κύματος. Και δεν θα άλλαζαν παρά μόνο για λίγο, μετά δηλαδή την επίθεση στον Πέτρο Ευθυμίου, μετά τη γελοιοποίηση της εξίσωσης ΣΥΡΙΖΑ-νεοναζί και, κυρίως, αφού οι δημοσκοπήσεις έδειχναν τη Χρυσή Αυγή να ροκανίζει «αυτοδυναμίες», να αμφισβητεί αξιοπρεπείς καταγραφές και, στην περίπτωση του ΛΑΟΣ, να απομακρύνει δραματικά το 3%. Με δύο λέξεις: κατόπιν εορτής.

Προς τιμήν τους, ο Αχιλλέας Κυριακίδης και ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης διόρθωναν το ερώτημα της lifo: «Προς τι ο πληθυντικός; Ένα είναι το άκρον, κι αυτό γαγγραινιασμένο», έγραφε ο πρώτος· «άκρα στην πολιτική είναι εκείνα που αρνούνται τις αξίες που μας έχει κληροδοτήσει η νεωτερικότητα. Υπ’ αυτή την έννοια, άκρο μπορεί να είναι και ένα μέρος του δεσπόζοντος πολιτικού ρεύματος», σημείωνε ο δεύτερος (lifo, 3.5.2012). Ύστερα ήρθε το βράδυ της 6ης Μαΐου, τα παραγγέλματα στους δημοσιογράφους που είχαν την ατυχία να καλύπτουν τα επινίκια στην οδό Δηλιγιάννη, και η ανακάλυψη, μία ακόμα, της Αμερικής. Συνέχεια ανάγνωσης

Πολιτειακά ζητήματα μετά τις εκλογές

Standard

του Δημήτρη Χριστόπουλου

Έρνστ Λούντβιχ Κίρχνερ, «Τανγκό», π. 1919-1921

Η έκβαση των εκλογών της 6ης Μαΐου μας θέτει ενώπιον δύο κατηγοριών θεμάτων: πολιτειακών και πολιτικών. Τα πολιτειακά ζητήματα σχετίζονται με την οροθέτηση του πλαισίου, δηλαδή τους κανόνες του παιχνιδιού. Τα πολιτικά, με τις τάσεις και την έκβαση του κομματικού ανταγωνισμού. Τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές (Τρίτη 8.5), δεσπόζουσα θέση στα πολιτικά ζητήματα έχει η προσβλητική για τη νοημοσύνη μας στάση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ έναντι της πρότασης «αριστερής διακυβέρνησης». Ενώ μέχρι το Σάββατο το βράδυ διεξήγαγαν μια άνευ προηγούμενου για τα μεταπολιτευτικά χρονικά εκστρατεία τρομοκράτησης του εκλογικού σώματος εναντίον της Αριστεράς –και δη του ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν ήδη σαφές ότι είχε αποκτήσει μια ακαταμάχητη προεκλογική δυναμική–, από την κυριολεκτικά επομένη των εκλογών το τροπάριο της απειλής έδωσε τη θέση του στην πρόσκληση για διακυβέρνηση. Η εκθαμβωτική αυτή μετατόπιση αποδεικνύει περίτρανα ότι συζητάμε για ένα, άξιο της μοίρας του, πολύ φθηνό πολιτικό προσωπικό με αγοραία αίσθηση δημοσίου συμφέροντος: αν όντως οι άνθρωποι, τα κόμματα και τα μέσα τους είχαν την πεποίθηση ότι η πρόταση της αριστερής διακυβέρνησης θα ήταν η συντέλεια του κόσμου, θα περίμενε κανείς, στο όνομα μιας στοιχειώδους συνέπειας, να συνεχίζουν να το υποστηρίζουν και μετεκλογικά, και όχι να προσκαλούν την Αριστερά να τους κυβερνήσει. Αν οι απερχόμενες πολιτικές ελίτ του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ απλώς απειλούσαν υποκριτικά (όπως π.χ. το 1981 η ΝΔ έλεγε ότι «το ΠΑΣΟΚ θα πάρει τα σπίτια μας»), τότε δεν χρειάζεται να ανησυχούν: το ευτελές κύκνειο άσμα τους ήταν αντάξιο του τρόπου διακυβέρνησης της χώρας, που οδήγησε στον εκλογικό τους μαρασμό. Συνέχεια ανάγνωσης

Συναντήσεις της ελληνικής με τη γαλλική ιστοριογραφία από τα χρόνια της μεταπολίτευσης έως σήμερα

Standard

(το πρόγραμμα στο τέλος του άρθρου)

 του Βαγγέλη Καραμανωλάκη

Πάμπλο Πικάσο, «Στούντιο με κεφάλι αγάλματος», 1925

Κάθε εορτασμός είναι μια ευκαιρία για απολογισμoύς. Απολογισμούς των όσων έγιναν, της υποδοχής τους, της συμβολής τους στη διαμόρφωση της συγχρονίας — ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης όπως η σημερινή, όπου πολλές από τις κατακτήσεις των προηγούμενων χρόνων καταρρέουν ή δοκιμάζονται και νέα διακυβεύματα εμφανίζονται στο προσκήνιο.

Πώς φτάσαμε λοιπόν έως εδώ, για να θυμηθούμε ένα από τα καίρια ιστοριογραφικά ερωτήματα που χαρακτήρισαν το τέλος της δικτατορίας και την αρχή της μεταπολίτευσης; Από το 1971 και την ίδρυση της Eταιρείας Μελέτης Νέου Ελληνισμού έως σήμερα άλλαξαν πολλά στην ελληνική ιστοριογραφία, η οποία γνώρισε μια μοναδική άνθηση, όπως αποτυπώθηκε στη δημιουργία θεσμών και συλλογικοτήτων, καθώς και στη θεαματική ανάπτυξη της ιστοριογραφικής παραγωγής. Ποιες ήταν οι κοινωνικές ανάγκες και ζητούμενα, τα ακαδημαϊκά και ιστοριογραφικά περιβάλλοντα που συνέβαλαν σε αυτή την άνθηση; Πόσο ομοιογενής υπήρξε, ποια ήταν τα πεδία που αναπτύχθηκαν και ποια η εξέλιξή τους στον χρόνο; Ποιες ήταν οι κύριες επιρροές και ωσμώσεις, πώς συνομίλησαν οι αλλαγές στη ελληνική ιστοριογραφία με τις αντίστοιχες διεθνείς, με ποιες και πού συναντήθηκαν; Συνέχεια ανάγνωσης

Μια νέα ώσμωση ουμανισμού και ριζοσπαστισμού

Standard

της Μαρίας Κουρούκλη

Έργο του Ανρί Ματίς

 Η ιστορική επιστήμη στην Ελλάδα διατηρεί στενές σχέσεις με τον γαλλικό πανεπιστημιακό και ερευνητικό χώρο. Πολλοί σημαντικοί έλληνες ιστορικοί φοίτησαν στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόννης, την Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales, το 8ο Πανεπιστήμιο του Παρισιού (στη Vincennes και αργότερα στο Saint Denis) ή το 10ο Πανεπιστήμιο, τη Nanterre.

Στη διάρκεια της δικτατορίας και στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, η ιστορική έρευνα που αφορούσε την Ελλάδα γινόταν εν πολλοίς στη Γαλλία, όπου κυριαρχούσε η σχολή των Annales. Πρόκειται για μια θεώρηση του ιστορικού γίγνεσθαι μέσα από την ιδέα της μακράς διάρκειας, των διαχρονικών διαδικασιών που διαμορφώνουν τις κοινωνίες, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων και των τοπικών κοινωνιών και τις ιδέες, συνήθειες και νοοτροπίες που τους χαρακτήριζαν. Η γαλλική ιστορική σχολή αναπτυσσόταν στο ιδιαίτερο πολιτικό και πολιτιστικό περιβάλλον της πρώτης μετααποικιακής περιόδου (Πόλεμος της Αλγερίας και του Βιετνάμ, αποχώρηση των γαλλικών δυνάμεων από τις αφρικανικές αποικίες) και της ανόδου της Αριστεράς στο εσωτερικό της χώρας, της συμμαχίας Σοσιαλιστικού και Κομμουνιστικού Κόμματος και εν τέλει της νίκης των σοσιαλιστών στις προεδρικές εκλογές το 1981. Οι γάλλοι ιστορικοί πρότειναν πρωτοπόρες μεθόδους ιστορικής ανάλυσης στη διάρκεια μιας ιδιαίτερης στιγμής της γαλλικής κοινωνίας: όταν, από τη μια μεριά, από αποικιοκρατική δύναμη ξαναβρίσκει τη διάσταση έθνους-κράτους και, από την άλλη, όταν διαμορφώνεται ανάμεσα στους διανοούμενους μια νέα ώσμωση ουμανισμού και ριζοσπαστισμού, που χαρακτηρίζει τους γάλλους και τους ξένους διανοούμενους οι οποίοι συμμετέχουν στην πολιτική και πολιτιστική αυτή μεταμόρφωση. Συνέχεια ανάγνωσης

Tι είναι η ACTA και τι σημαίνει για τα ανθρώπινα δικαιώματα

Standard

του Αντώνη Μπρούμα

Έργο του Edward McGowen, από το μπλογκ underplot.tumblr.com

Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τη διεθνή Σύμβαση ACTA (Anti-Counterfeiting Trade Agreement) και τις πιθανές επιπτώσεις της στην ελευθερία της διαδικτυακής έκφρασης. Τον περασμένο Ιανουάριο, η είδηση της υπογραφής της από την Ευρωπαϊκή Ένωση και είκοσι δύο κράτη-μέλη της, μεταξύ των οποίων και η χώρα μας, πυροδότησε ταυτόχρονες μαζικές διαμαρτυρίες σε εκατοντάδες πόλεις της ηπείρου. Η γιγαντιαία λαϊκή κινητοποίηση έφερε αποτελέσματα. Σήμερα, μετά την πρόταση καταψήφισής της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από τον αρμόδιο εισηγητή και τη δημόσια τοποθέτησή της αρμόδιας Επιτρόπου Nellie Kroes, η δυναμική της ACTA τουλάχιστον στην Ευρώπη έχει συρρικνωθεί σημαντικά. Αυτές οι εξελίξεις δείχνουν ότι τα ψηφιακά δικαιώματα εισέρχονται δυναμικά στον δημόσιο διάλογο και στα κοινωνικά κινήματα, υποδηλώνοντας το ενδιαφέρον των ανθρώπων για την κοινωνία της πληροφορίας και τις προοπτικές της. Είναι καιρός να ανατραπούν σε κεντρικό επίπεδο οι κυρίαρχες επιλογές για τη διαχείριση της γνώσης και του πολιτισμού στην ψηφιακή εποχή.

Τι είναι η ACTA και το ιστορικό της

 Η ACTA (ελληνιστί «Εμπορική Συμφωνία για την Καταπολέμηση της Παραποίησης/Απομίμησης») είναι μια διακρατική συμφωνία με την οποία επιδιώκεται η κατοχύρωση διεθνών κανόνων για την επιβολή, σε παγκόσμιο επίπεδο, των ισχυόντων δικαιωμάτων διανοητικής, δηλαδή πνευματικής και βιομηχανικής, ιδιοκτησίας (στο εξής ΔΙ). Κύριο αντικείμενο ρύθμισης της ACTA είναι οι διασυνοριακές ροές προϊόντων/υπηρεσιών και ο κυβερνοχώρος. Συνέχεια ανάγνωσης

Τον ακούσατε τον σεισμό;

Standard

του Νίκου Σαραντάκου

 Μερικές φορές, και τα κλισέ αποτυπώνουν την αλήθεια· ίσως υπάρχουν κι άλλες, καταλληλότερες, αλλά η λέξη «σεισμός» νομίζω ότι περιγράφει με ακρίβεια τα αποτελέσματα των εκλογών της 6ης Μαΐου. Στις 7 Μαΐου ξυπνήσαμε σε άλλη χώρα, σε ένα πολιτικό τοπίο ριζικά διαφοροποιημένο. Τα δυο πρώην μεγάλα κόμματα, ενώ ανέκαθεν συγκέντρωναν με άνεση το 80% του εκλογικού σώματος, έπεσαν στο 32%. Τίποτε δεν είναι ίδιο με πριν.

Χαρακτικό του Τζιάκομο Πέρι

Η ψήφος της Κυριακής ήταν σε μεγάλο βαθμό ψήφος τιμωρίας. Τα κόμματα που κυβέρνησαν τη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες υπέστησαν δεινή ήττα. Κι αν η Νέα Δημοκρατία πέτυχε πύρρεια νίκη με το ιστορικά χαμηλό 19%, για το ΠΑΣΟΚ, η απώλεια της δεύτερης θέσης και η καταβαράθρωση από το 44% στο 13% (το ποσοστό που είχε συγκεντρώσει στην παρθενική του εμφάνιση, το 1974) μιλούν τόσο εύγλωττα που δεν χρειάζεται άλλο σχόλιο. Ή μάλλον ένα σχόλιο επιβάλλεται: σε ολόκληρο τον νομό Αττικής, το ΠΑΣΟΚ παίρνει ποσοστό μονοψήφιο!

Χωρίς διάθεση για θριαμβολογία, ο μεγάλος νικητής στις εκλογές ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι μόνο η εκτίναξη των ποσοστών από το 4,5% στο 16,5% ή ο πενταπλασιασμός των εδρών του κόμματος. Είναι επίσης η εξόχως συμβολική ανάδειξη του κόμματος στη δεύτερη θέση, και μάλιστα πολύ κοντά στο πρώτο κόμμα. Οι φιλίστορες θα θυμούνται ότι μόνο μια άλλη φορά είχε αναδειχτεί η Αριστερά σε αξιωματική αντιπολίτευση, το 1958, όταν η ΕΔΑ πήρε τη δεύτερη θέση με 24,5%, ποσοστό σαφώς μεγαλύτερο από το τωρινό του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, τότε το πρώτο κόμμα (η ΕΡΕ) είχε την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών και ποσοστό 41%, το παρακράτος τρομοκρατούσε και υπήρχαν ακόμα αριστεροί στις φυλακές και τα ξερονήσια — καμιά σχέση με τον σημερινό συσχετισμό.

Μεγάλο μερίδιο στη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να πιστωθεί προσωπικά στον Αλέξη Τσίπρα και στην ευφυέστατη έμπνευσή του να προβάλει τον στόχο της αριστερής κυβέρνησης, που έδωσε προοπτική και ελπίδα σε πλατιά στρώματα πολιτών. Το ορμητικό ρεύμα των τελευταίων ημερών από αυτή την ελπιδοφόρα προοπτική τροφοδοτήθηκε και γιγαντώθηκε, παρά την απόρριψη της πρότασης Τσίπρα από την άλλη Αριστερά (ή ίσως εξαιτίας της απόρριψης αυτής), παρά τις τρικλοποδιές για την υποτιθέμενη «συνεργασία» με τον Π. Καμμένο.  Ακόμα, ο Αλέξης Τσίπρας είναι ένα λαμπρό, νεανικό πρόσωπο που όχι τυχαία απέσπασε τη συμπάθεια και την ψήφο των νέων — ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε πρώτος στους ψηφοφόρους κάτω των 45 ετών. Συνέχεια ανάγνωσης