του Ιγνάσιο Ραμονέ
«Η καλύτερη οχύρωση των δυνατών είναι η αδράνεια των λαών»
Μακιαβέλι

Paulo Zerbato,»the weight of oppression», [από τον ιστότοπο crossconnection.net]
Σαν να πνίγονται. Κάπως έτσι αισθάνονται σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι πολίτες που στραγγαλίζονται από τόσους πολλούς περιορισμούς και μειώσεις. Ένα συναίσθημα που εντείνεται από τη διαπίστωση ότι η πολιτική εναλλαγή στην εξουσία δεν αλλάζει τη «λύσσα για λιτότητα»[1] των κυβερνώντων.
Στην Ισπανία, για παράδειγμα, η κοινωνία υπέφερε από τις υπέρμετρες δόσεις που επέβαλε ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός Θαπατέρο, από τον Μάιο του 2010. Έτσι, κατά τις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου, ο Μαριάνο Ραχόι, υποψήφιος του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος, υποσχέθηκε την «αλλαγή» και την «επιστροφή της ευτυχίας». Τίποτα λιγότερο. Ωστόσο, από την επομένη της εκλογής του κιόλας, με το τσεκούρι ανά χείρας, ξεκίνησε την πιο καταστροφική διάλυση των κοινωνικών κεκτημένων στην ιστορία της Ισπανίας.
Θα μπορούσαμε να δώσουμε κι άλλα παραδείγματα, όπως αυτό της Πορτογαλίας. Στη χώρα αυτή, τον Ιούνιο του 2011, ο πρωθυπουργός Σόκρατες έχασε –όπως αναμενόταν– τις εκλογές, αφού πρώτα επέβαλε τέσσερα μη δημοφιλή προγράμματα «φορολογικής πειθαρχίας» και αφού υποτάχθηκε στο «σχέδιο σωτηρίας» της τρόικας. Παρ’ όλο που άσκησε δριμεία κριτική στα μέτρα προσαρμογής των σοσιαλιστών, ο νέος συντηρητικός πρωθυπουργός, Πέδρο Πάσος Κοέλιο, διαβεβαίωσε, αμέσως μετά την εκλογή του, ότι θα σεβόταν τις απαιτήσεις της Ε.Ε. και θα εφάρμοζε «μια ακόμα μεγαλύτερη δόση λιτότητας».[2]
Τι χρειάζονται, λοιπόν, οι εκλογές, αν στους σημαντικούς τομείς –τα οικονομικά και τα κοινωνικά θέματα– οι νέοι κυβερνώντες εφαρμόζουν την ίδια πολιτική με τους προκατόχους τους; Πώς να μην αμφισβητούμε τη λειτουργία της ίδιας της δημοκρατίας; Γιατί ο καθένας διαπιστώνει πως, στο πλαίσιο της Ε.Ε., δεν ασκείται έλεγχος από τους πολίτες σε μια σειρά αποφάσεων που καθορίζουν τη δική τους ζωή. Και ότι οι απαιτήσεις –που θεωρούνται ότι έχουν προτεραιότητα– και τις οποίες καθορίζουν οι αγορές, οι οίκοι αξιολόγησης και οι κερδοσκόποι, περιορίζουν σημαντικά τις βασικές αρχές της Δημοκρατίας.[3] Πολλοί κυβερνώντες (της Δεξιάς αλλά και της Αριστεράς) είναι πεπεισμένοι ότι οι αγορές έχουν πάντα δίκιο, όποιες και να είναι οι συνέπειες για τους πολίτες. Στα μάτια τους, οι αγορές είναι η λύση, η δημοκρατία είναι το πρόβλημα.
Όλο και περισσότεροι πιστεύουν ότι στην Ε.Ε. υπάρχει μια «κρυφή ατζέντα», που υπαγορεύεται από τις αγορές και η οποία έχει δύο συγκεκριμένους στόχους: 1) Να μειώσει στο μέγιστο την εθνική κυριαρχία των κρατών-μελών (σε δημοσιονομικά και φορολογικά θέματα) και 2) να διαλύσει ότι έχει απομείνει από το κράτος πρόνοιας (για να μεταφέρει στον ιδιωτικό τομέα την εκπαίδευση, την υγεία και τα ασφαλιστικά συστήματα). Απόδειξη της ύπαρξης μιας τέτοιας ατζέντας είναι οι πρόσφατες δηλώσεις του Μάριο Ντράγκι, προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: «Το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο έχει τελειώσει και όποιος οπισθοχωρήσει σε θέματα κοινωνικού προϋπολογισμού, θα δεχθεί αμέσως την τιμωρία των αγορών… Όσο για το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας, πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα μείζον πολιτικό βήμα, γιατί χάρη σ’ αυτό, τα κράτη χάνουν ένα μέρος της κυριαρχίας τους»[4]. Δεν γίνεται να είναι κάποιος πιο ξεκάθαρος.
Στην πραγματικότητα, ζούμε σ’ ένα καθεστώς φωτισμένου δεσποτισμού. Με τον τρόπο που λειτουργεί, η δημοκρατία δεν καθορίζεται τόσο από την ψήφο ή τη δυνατότητα επιλογής, όσο από την υποχρεωτική υποταγή στους κανόνες και τις συνθήκες (Μάαστριχτ, Λισαβόνα, ΕΜΣ, Σύμφωνο Σταθερότητας…) που υιοθετήθηκαν παλιότερα ή που βρίσκονται σε διαδικασία επικύρωσης, εν μέσω γενικευμένης αδιαφορίας. Τα κείμενα αυτά γίνονται πραγματικές «νομικές φυλακές», απ’ όπου η διαφυγή είναι σχεδόν αδύνατη.
Τι νόημα έχει, λοιπόν, να ψηφίζουμε, αν είμαστε καταδικασμένοι να εκλέγουμε κυβερνήσεις των οποίων η αποστολή περιορίζεται στην εφαρμογή των προκαθορισμένων οδηγιών και των συνθηκών;[5] Συνέχεια ανάγνωσης →
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...