OI ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
του Νίκου Σαραντάκου

Το δηλητηριώδες κώνειο, της ίδιας οικογένειας με τον μαϊντανό (Mathews F. Schuyler, «Field Book of American Wild Flowers, G. P. Putnam’s Sons, Νέα Υόρκη 1902.
Όταν ήμουν μικρός, στην αρχή μπέρδευα τον μαϊντανό με τον άνηθο. Στα θελήματα που μ’ έστελναν ίσαμε τον μανάβη της γωνίας, η πιθανότητα να ψωνίσω το σωστό χορταρικό ήταν πενήντα-πενήντα, αφού άλλοτε ξεχνούσα τι μου είχαν πει κι άλλοτε έπαιρνα το λάθος ματσάκι. Είδε κι απόειδε κι η μητέρα μου, και μου έδινε παραγγελία και για τα δύο, αφού συνήθως μαζί χρησιμοποιούνται στην κουζίνα. Μετά, μου εντυπώθηκε ότι ο μαϊντανός είναι σγουρός και σταμάτησα να τους μπερδεύω. Αν όμως και τα δυο χορταρικά είναι χρήσιμα στη μαγειρική ως αρτύματα, ο μαϊντανός έχει πολύ μεγαλύτερη γλωσσική νοστιμιά και γι’ αυτό θα μας απασχολήσει σήμερα. Αν και ποτέ δεν είμαστε βέβαιοι ποιο ακριβώς φυτό περιγράφουν οι αρχαίοι συγγραφείς, πρώτη αναφορά στον μαϊντανό βρίσκουμε στο έργο Περί ύλης ιατρικής του Διοσκουρίδη, τον πρώτο αιώνα, ο οποίος αναφέρει το πετροσέλινον, το οποίο «φύεται εν Μακεδονία εν αποκρήμνοις τόποις». Ονομάστηκε δηλαδή ο μαϊντανός «σέλινο των βράχων», πράγμα που υποβάλλει την ιδέα ότι ίσως το φυτό έγινε γνωστό στα μέρη μας εκείνη περίπου την εποχή, ενώ το σέλινο ήταν πανταχού παρόν στον ελληνικό χώρο από τα πανάρχαια χρόνια· ακόμα και σε μυκηναϊκές πινακίδες της Γραμμικής Β΄ βρίσκουμε αναφορά σε se-ri-no.
Το πετροσέλινον λοιπόν, ονομασία που διατηρείται και σήμερα, έχει στη συνέχεια πυκνή παρουσία στα ιατρικά και διαιτητικά κείμενα του Γαληνού και των άλλων μεγάλων Ελλήνων γιατρών-συγγραφέων της ρωμαϊκής περιόδου και της ύστερης αρχαιότητας, συχνά ως συστατικό σε αντίδοτα και για τις θεραπευτικές του ιδιότητες (π.χ. διουρητικές). Πέρασε στα λατινικά ως petroselinum και από εκεί σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες, αν και πολλές φορές έγινε αγνώριστο: αγγλικά parsley, γαλλικά persil, ιταλικά prezzemolo, γερμανικά petersilie, ισπανικά perejil, ρουμανικά pătrunjel. Πέρασε επίσης στα εβραϊκά, petrosilia, φτάνοντας στα ανατολικά έως τα ινδονησιακά, peterseli, και τα γιαπωνέζικα, paseri.
Από το ιταλικό prezzemolo, με αντιμετάθεση των φθόγγων, η λέξη επιστρέφει αντιδάνειο στα ελληνικά ως περσέμολο ή περσέμουλο κι έτσι έχει εξασφαλίσει μια γωνίτσα στην αθανασία επειδή περιλαμβάνεται σε ένα διάσημο απόσπασμα από το Άξιον Εστί του Ελύτη, μαζί με άλλα σπάνια και ιδιωματικά ονόματα φυτών: «Να το σπαράγγι να ο ριθιός, να το σγουρό περσέμολο, το τζεντζεφύλλι και το πελαργόνι, ο στύφνος και το μάραθο, Οι κρυφές συλλαβές όπου πάσχιζα την ταυτότητά μου ν’ αρθρώσω». Συνέχεια ανάγνωσης →
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...