Με αφορμή το άρθρο του Νικόλα Σεβαστάκη
του Θόδωρου Παρασκευόπουλου
Πώς συζητάμε ιδέες, γνώμες, θεωρίες; Ας πούμε, όσα λέχθηκαν και γράφτηκαν για τη συνάντηση του Αλέξη Τσίπρα με τον Πρόεδρο του κράτους του Ισραήλ; Είναι θεμιτό, ας πούμε, να φτιάξουμε μια αλυσίδα επιχειρημάτων για την ιστορική προέλευση της αντιπαλότητας της Αριστεράς στην Ελλάδα με το Ισραήλ και τις ελληνοϊσραηλινές σχέσεις και, απορρίπτοντας την θεωρούμενη ιστορική πηγή αυτής της αντιπαλότητας, να καταγγείλουμε την ίδια την αντιπαλότητα; Έχω τη γνώμη ότι δεν είναι. Και ότι χρειάζεται η οποιαδήποτε κριτική να ασχολείται με το ίδιο το αντίπαλο επιχείρημα και την εσωτερική λογική του και να το καταρρίψει, προτού εξετάσει από πού αυτό προέρχεται.
Αναφέρομαι βέβαια στο άρθρο του αγαπητού Νικόλα Σεβαστάκη, στα προηγούμενα «Ενθέματα», για το ιδεολογικό υπόβαθρο των αντιδράσεων μετά τη συνάντηση Τσίπρα-Πέρες. Για το γεγονός το ίδιο δεν έχω να πω πολλά ούτε το σπουδαιολογώ. Όντως η κριτική της πολιτικής του κράτους του Ισραήλ δεν είναι επαρκής λόγος για να μην συναντηθεί ένας αριστερός πολιτικός με τον πρόεδρό του — αλλά και η επιθυμία της ελληνικής Προεδρίας της Δημοκρατίας δεν είναι επαρκής λόγος για να τον συναντήσει. Η Προεδρία ασκεί πολιτική υπακούοντας στην κυβέρνηση. Έτσι προσκαλεί ή δεν προσκαλεί προέδρους άλλων κρατών, και δεν υπάρχει εθιμοτυπία που να υπαγορεύει στην αντιπολίτευση την πολιτική της στάση.
Δύο πολιτικά επιχειρήματα προβληθήκανε για τη δικαιολόγηση της συνάντηση Τσίπρα-Πέρες. Και τα δύο είναι λάθος. Το πρώτο λέει ότι, εάν ο Τσίπρας δεν δεχότανε να συναντήσει τον Πέρες, θα ήταν σαν να μην αναγνώριζε το Κράτος του Ισραήλ. Σιγά! Όταν ο Κωνσταντόπουλος αρνήθηκε να συναντήσει τον Κλίντον, δήλωνε ότι δεν αναγνωρίζει τις ΗΠΑ;
Το δεύτερο λέει ότι η συμμαχία με το Ισραήλ ενισχύει την Ελλάδα στην Ελληνοτουρκική διένεξη ευθέως και εμμέσως, καθώς επιστρατεύει το εβραϊκό λόμπι στις ΗΠΑ υπέρ των ελληνικών «εθνικών δικαίων», και επίσης επιστρατεύει το εβραϊκό λόμπι για επενδύσεις που θα βοηθήσουν την Ελλάδα να βγει από την κρίση. Σιγά που το Ισραήλ, με τόσα ανοιχτά μέτωπα, δεν έχει άλλη σκασίλα από τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Και σιγά που οι εβραϊκής καταγωγής αμερικανοί επιχειρηματίες θα επενδύσουν στην Ελλάδα με διαφορετικά κριτήρια από τους αγγλοσάξονες συμπατριώτες τους και θα πιέσουν την κυβέρνησή τους για τις βραχονησίδες του Αιγαίου. Αυτό δεν έγινε ποτέ, για καμία χώρα, γιατί οι επιχειρηματίες, είτε Τζόνσον λέγονται είτε Σολομόνσον επενδύουν για το κέρδος τους, και κανένα λόμπι δεν πίεσε ποτέ αποτελεσματικά την αμερικανική κυβέρνηση για να αλλάξει πολιτική: η υποστήριξη των ΗΠΑ στο Ισραήλ δεν οφείλεται στο εβραϊκό λόμπι, αλλά στα συμφέρονται των ΗΠΑ, όπως τα εκτιμά η κυβέρνησή τους. Έχω μάλιστα την εντύπωση ότι σε όλη αυτή τη φιλολογία για το εβραϊκό λόμπι σέρνονται, αντεστραμένοι, ο αντισημιτισμός και ο φανατικός σιωνισμός: η ιδέα δηλαδή ότι οι Εβραίοι είναι (λένε οι αντισημίτες και φαντασιώνουν οι φανατικοί σιωνιστές) ενωμένοι και συνωμοτούν κατά των εχθρών τους και υπέρ των φίλων τους. Εκτός από αυτά, τώρα, για ποιο έπαθλο αξίζει να διακινδυνεύσει μια χώρα την εμπλοκή της σε έναν πιθανό ισραηλοϊρανικό πόλεμο και να εκθέσει τον πληθυσμό της στους κινδύνους μιας διεθνούς διένεξης που διεξάγεται με ασύμμετρα μέσα;
Όλα αυτά δεν οδηγούν οπωσδήποτε στο συμπέρασμα ότι η συνάντηση ήταν λάθος. Ούτε έχω τη γνώμη ότι αυτές οι ανοησίες της τάχαμ-δήθεν ρεαλπολιτίκ που ανέφερα είναι πεποιθήσεις της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ — κάθε άλλο. Κυκλοφορούν όμως ανάμεσά μας, από την Ακροδεξιά ως μέσα στην Αριστερά, επηρεάζουν κιόλας πολύ κόσμο, είναι και το κύριο επιχείρημα υπέρ της στρατιωτικής συνεργασίας με το κράτος του Ισραήλ. Και ως εκ τούτου χρειάζεται να αποκρουστούν, αλλά και χρειάζεται να είναι απολύτως διαφανές και γνωστό τι κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Το ερώτημα, λοιπόν, «Τι είπαν ο Τσίπρας με τον Πέρες;» είναι απολύτως δικαιολογημένο, εφόσον κανείς, πριν ή μετά, δεν θέλησε να πληροφορήσει. Στο κάτω κάτω πολλές εκατοντάδες άνθρωποι είναι μπλεγμένοι στην υπόθεση της υποστήριξης των Παλαιστινίων, και δεν είναι περίεργο που θέλουνε να μάθουν πώς ο ΣΥΡΙΖΑ αιτιολογεί αυτή του την πράξη, αλλά και το περιεχόμενο της συνάντησης. Ακόμα περισσότερο: όσοι από τον ΣΥΡΙΖΑ μετά τη συνάντηση βρέθηκαν στη δύσκολη θέση να απαντούν σε σχετικές ερωτήσεις, θα σκέφτηκαν ότι για τέτοιες αποφάσεις δικαιούνται να γνωμοδοτήσουν από πριν.
Δεν πρόκειται λοιπόν για κανενός είδους «ένταση ανάμεσα σε Realpolitik και πεποίθηση». Η ρεαλπολιτίκ ή μάλλον η πολιτική είναι που έλειψε ολωσδιόλου, κι αυτός ο ντιλεταντισμός μεγάλωσε την απόσταση ανάμεσα στο κίνημα, ας το πούμε έτσι, και το κόμμα ή μάλλον τη στενή ηγεσία του.
Αλλά πάμε πίσω στο, αληθινά πολύ σημαντικό, ζήτημα της ιδεολογίας που άγγιξε, έστω καταγγέλλοντας συλλήβδην, ο Νικόλας Σεβαστάκης με το άρθρο του. Η επικριτική αναφορά μου στη μέθοδο της κριτικής εννοεί την αντιστροφή της φοράς της επιχειρηματολογίας, η οποία την κάνει να μοιάζει με αυτό που θέλει να επικρίνει. Δηλαδή: όσο ισχύει ότι «Εσείς είστε αντιδυτικοί, το Ισραήλ είναι Δύση και γι’ αυτό τα βάζετε με το Ισραήλ», άλλο τόσο ισχύει: «Η Δύση είναι κακή, το Ισραήλ είναι Δύση άρα το Ισραήλ είναι κακό». Το επιχείρημα ότι «το Ισραήλ είναι Δύση» το χρησιμοποιεί η ίδια η ισραηλινή προπαγάνδα, αντιδιαστέλλοντας την ισραηλινή δημοκρατία και το κράτος δικαίου εκεί προς τα αυταρχικά καθεστώτα της περιοχής. Μόνο που, αναλογικά, το Ισραήλ έχει περισσότερους πολιτικούς κρατούμενους από το Ιράν (παρότι η ρητορεία του Αχμαντινετζάντ είναι απεχθέστερη από του γλυκομίλητου Πέρες) και το δικαστικό του σύστημα, άλλοτε καμάρι των φιλελεύθερων Ισραηλινών ξεπέφτει όλο και περισσότερο σε ένα σύστημα δικαστηρίων κρατικής ασφαλείας. Άσε που το Ιράν ούτε κατέχει ούτε διεκδικεί ξένα εδάφη. Είναι αυτό επιχείρημα υπέρ του καθεστώτος της Τεχεράνης; ¨Όχι, και μακάρι να λευτερωθούνε οι άνθρωποι εκεί το γρηγορότερο. Είναι όμως επιχείρημα κατά της σύγκρισης Ισραήλ και Ιράν.
Το επιχείρημα «Είμαστε Δύση!» είχε άλλοτε προβληθεί από φιλελεύθερους ή και σοσιαλιστές σιωνιστές, που θεωρούσαν, με ευγενή κίνητρα και με την αποικιοκρατική έπαρση του Δυτικού, ότι η εβραϊκή κατάκτηση της Παλαιστίνης θα επιτελούσε και εκπολιτιστική αποστολή. Σήμερα χρησιμεύει απλώς για να εκδιωχθούν παλαιστίνιοι αγρότες από τα χωράφια τους (κι αυτό δεν είναι οι «συγκεκριμένες πολιτικές ευθύνες των ελίτ του ισραηλινού κράτους στην υπόθεση της Παλαιστίνης», αλλά μαζικό κίνημα εκδίωξης ανθρώπων), να προσαρτηθούν ξένα εδάφη (της Παλαιστίνης, της Συρίας και του Λιβάνου, για να υποκινηθεί πολεμική επίθεση εναντίον του Ιράν (από το πυρηνικά εξοπλισμένο Ισραήλ με δικαιολογία το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν).
Είναι, τώρα, αλήθεια ότι το καθεστώς της Τεχεράνης και η ρητορεία του Αχμαντινετζάντ «σχετίζεται ουσιαστικά με τη σκλήρυνση και τα αδιέξοδα της ισραηλινής πολιτικής» ή μήπως η παγίως ανελέητη ισραηλινή πολιτική σχετίζεται ουσιαστικά με την παραμονή στην εξουσία των εξτρεμιστών στην Τεχεράνη και της Χαμάς στη Γάζα; Προφανώς κάθε επιχειρηματολογία αυτού του είδους οδηγεί σε αδιέξοδο, εκτός κι αν θεωρεί κανείς ότι το Ισραήλ είναι Δύση και, ως εκ τούτου, την εκλογίκευση της πολιτικής του την εμποδίζει μονάχα η περικύκλωσή του από εξτρεμιστές. Με αυτή την επιχειρηματολογία θα μπορούσε κιόλας να δικαιολογηθεί η αεροπορική επίθεση εναντίον του Ιράν, με την επακόλουθη κατάρρευση του καθεστώτος των μουλάδων και η καταχώρηση της Χισμπολά στον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων, όπως ζητάει το Ισραήλ από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αν θέλουμε λοιπόν να συζητήσουμε γόνιμα το ζήτημα των ιδεολογικών και συναισθηματικών καταλοίπων μιας άλλης εποχής (ζήτημα, ξαναλέω, υπαρκτό και κρίσιμο), που ανακίνησε ο Σεβαστάκης, πρέπει να το κάνουμε αλλιώς, και προπάντων αναδεικνύοντας αντιφάσεις και αδιέξοδα γνωμών, θεωριών, στάσεων κι έπειτα προσπαθώντας, αν γίνεται να τις αναγάγουμε στο παρελθόν που μας τραβάει από το μπατζάκι.
Η απάντηση του Νικόλα Σεβαστάκη θα δημοσιευθεί στο επόμενο φύλλο των «Ενθεμάτων».
Reblogged this on ΤΟ ΠΙΤΣΙΡΙΚΙ.