WEB ONLY
ή πώς να επαναπροσδιορίσουμε την αλλαγή στην εποχή του παρασιτικού καπιταλισμού
του Χ. Ι. Πολυχρονίου

Έργο του Ρόι Λιχυενστάιν
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και μετά, η προοδευτική οικονομική πολιτική χάνει διαρκώς έδαφος στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες έναντι συντηρητικών προσεγγίσεων για την αντιμετώπιση των θεμελιωδών οικονομικών ζητημάτων με αποτέλεσμα να κυριαρχεί σήμερα ο φονταμενταλισμός της αγοράς –δηλαδή οι πιο σκοτεινές πτυχές της λειτουργίας του καπιταλισμού– και ο νόμος της πλουτοκρατίας. Ως αποτέλεσμα, οι οικονομικοί κύκλοι κυκλοφορούν (ξανά) ελεύθερα, οι έλεγχοι και οι ρυθμίσεις των χρηματοοικονομικών αγορών έχουν εξασθενίσει σε επικίνδυνα επίπεδα (όπως αποκάλυψε η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2007-08, αλλά και τα πολύ πρόσφατα χρηματοοικονομικά επεισόδια με το σκάνδαλο της χειραγώγησης των επιτοκίων LIBOR, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος στην USBC κ.ο.κ.), ενώ το χρέος, η κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας και οι πολιτικές λιτότητας διαμορφώνουν το πολιτικοοικονομικό περιβάλλον του μετα-παγκοσμιοποιημένου κόσμου.
Στο πλαίσιο αυτό, το κοινωνικό κράτος δέχεται αλλεπάλληλα χτυπήματα, το «κοινωνικό συμβόλαιο» καταλύει, οι οικονομικές ανισότητες επέστρεψαν στα επίπεδα που επικρατούσαν στην «επίχρυση εποχή» του καπιταλισμού στις ΗΠΑ, και η εργατική εκμετάλλευση είναι πιο έντονη από ποτέ στη μεταπολεμική περίοδο. Νέες ολιγαρχίες, εγχώριες και διεθνείς, κυριαρχούν στο οικονομικό και πολιτικό προσκήνιο και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία αιμορραγεί έχοντας μετατραπεί σε έναν οργουελιανό εφιάλτη: οι αγορές (παγκόσμια ταξικά συμφέροντα) διατάζουν και οι κυβερνήσεις εκτελούν, ανεξαρτήτως των επικείμενων επιθυμιών και αναγκών της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών, οι οποίοι, ωστόσο, συνοδοιπόροι στην παλινδρόμηση του κοινωνικού βίου στην ειδωλοποίηση της ατομικότητας και του άκρατου καταναλωτισμού, αδυνατούν να ενεργοποιήσουν τους μηχανισμούς και τους θεσμούς της συμμετοχικής δημοκρατίας για μια εναλλακτική έκφραση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, προσδοκώντας λύσεις «από πάνω προς τα κάτω».
Από μια σημαντική οπτική σκοπιά, το δημοκρατικό έλλειμμα στις καπιταλιστικές κοινωνίες είναι σήμερα πολύ πιο έντονο και πιο σοβαρό από τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το χρέος. Ας αναλογιστούμε απλώς ότι τις δεκαετίες του 1760 και 1770 οι 13 αμερικανικές αποικίες εξεγέρθηκαν εναντίον του βρετανικού στέμματος με το σύνθημα «όχι φορολόγηση χωρίς εκπροσώπηση». Στην Ευρωπαϊκή Ένωση του 2012 μη εκλεγμένα θεσμικά όργανα χαράσσουν την πολιτική για τα ελλείμματα και το χρέος, παραβιάζοντας ακόμα και τη βασική δημοκρατική αρχή ότι δεν μπορεί να υπάρχει φορολογία χωρίς εκπροσώπηση.
Η βασική πρόκληση της εποχής μας είναι η ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού και η ανασυγκρότηση της οικονομίας και της κοινωνίας σε προοδευτική κατεύθυνση. Μια κοινωνική, προοδευτική κατεύθυνση είναι αυτή που αναγνωρίζει τις διασυνδέσεις μεταξύ ανθρώπινων αξιών, ανθρώπινης εργασίας, οικονομικών και περιβάλλοντος. Στο τέλος του κειμένου, παραθέτουμε συνοπτικά τους κύριους άξονες μιας προοδευτικής οικονομικής πολιτικής στον 21ο αιώνα.
Κατά την άποψη μας, το άμεσο και πιο κρίσιμο ζήτημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ανεπτυγμένες κοινωνίες είναι η δύναμη που ασκεί ο χρηματιστικός καπιταλισμός στην εγχώρια οικονομία και τα κοινωνικά δεινά που προκαλεί. Ο χρηματιστικός καπιταλισμός είναι οικονομικά αντιπαραγωγικός (δεν δημιουργεί πραγματικό πλούτο), κοινωνικά παρασιτικός (ζει από τα έσοδα που παράγονται από άλλους τομείς της οικονομίας) και πολιτικά αντιδημοκρατικός (περιορίζει τη διανομή του πλούτου, δημιουργεί απαράμιλλη ανισότητα, και μάχεται για αποκλειστικά προνόμια).
Ο χρηματιστικός καπιταλισμός προσπαθούσε να θέσει υπό τον έλεγχό του την εγχώρια βιομηχανία ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1970, ο χρηματιστικός καπιταλισμός έχει υποτάξει ολοκληρωτικά τη βιομηχανία στις ανεπτυγμένες χώρες και ασκεί επιρροή στην κυβερνητική εξουσία με τον ίδιο τρόπο που οι μεγάλοι βιομήχανοι του 19ου αιώνα και του 20ού αιώνα ήταν σε θέση να επηρεάζουν τη δημόσια πολιτική, δηλαδή με το χρήμα να κινά τα νήματα της πολιτικής. Η ουσιαστική διαφορά είναι ότι ο χρηματιστικός καπιταλισμός δεν έχει κανένα έννομο συμφέρον να δει το βιοτικό επίπεδο των απλών ανθρώπων να βελτιώνεται, ενώ θεωρεί οποιαδήποτε δημόσια παρέμβαση ως επίθεση στο δικαίωμα της ελευθερίας του να εκμεταλλεύεται τους οικονομικούς και χρηματοδοτικούς πόρους της κοινωνίας κατά το δοκούν. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός ήταν ένα προοδευτικό στάδιο της οικονομικής ανάπτυξης, σε σχέση με τον αγροτικό καπιταλισμό και τον φεουδαλισμό. Αυτό ήταν μια πραγματικότητα, που δεν έχανε ευκαιρία να το τονίζει ακόμη και ο σημαντικότερος επικριτής του καπιταλισμού, ο Κάρολος Μαρξ. Αλλά η κυριαρχία του χρηματιστικού καπιταλισμού αποτελεί οπισθοδρόμηση για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.
Κρατική εξουσία και το μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο
Η χρηματοοικονομική κρίση του Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2008 θα περάσει στην ιστορία ως ένα συνδυασμένο συμβάν σκανδαλώδους εταιρικής απληστίας και αναλγησίας, απάτης και κρατικής ανευθυνότητας – αν και πιθανότατα έχει βαθύτερα και περισσότερο δομικά αίτια. Όσον αφορά τις ιστορικές διασώσεις στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, θα τις θυμόμαστε για πολύ καιρό, όχι ως πολιτικές που έφεραν πίσω την κρατική παρέμβαση (όπως αφελώς ορισμένοι σχολιαστές υποστήριξαν πριν από μερικά χρόνια), αλλά μάλλον ως ξεδιάντροπους, απροκάλυπτους ταξικούς πολέμους από τα πάνω προς τα κάτω.
Σε αντίθεση με τα βασικά οικονομικά εγχειρίδια και την επικρατούσα ιδεολογία, ο καπιταλισμός ανέκαθεν ευδοκιμούσε στη βάση της κρατικής παρέμβασης, συμπεριλαμβανομένου του είδους των κυβερνητικών παρεμβάσεων που μετατοπίζουν την αγοραία καθοδηγούμενη εγχώρια επέκταση στο εξωτερικό και κατανέμουν τον πλούτο από κάτω προς τα πάνω. Κάτω από το νεοφιλελεύθερο καθεστώς, το κράτος λειτουργεί ως αποκλειστική σφαίρα επιρροής των ολιγαρχικών υπερπλουσίων και των ισχυρών, που στη δική μας εποχή τυγχάνει να είναι τα άτομα τα οποία εμπλέκονται στο μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο και στον χρηματοοικονομικό τομέα εν γένει.
Το κράτος έχει μετατραπεί σε παράρτημα του μεγάλου χρηματιστικού κεφαλαίου και της ελίτ της εξουσίας. Έτσι, τα σχέδια διάσωσης των τραπεζών (κοινωνικοποίηση των ζημιών για τις καταστροφικές ενέργειες άπληστων ιδιωτών και επιχειρήσεων) ήταν μόνο μια φυσική αντίδραση της ελίτ στις εγγενείς αδυναμίες ενός οικονομικού συστήματος που θεωρεί αρετή την απρόσκοπτη οικονομική συμπεριφορά και επαινεί την απληστία και τον απεριόριστο πλούτο (συμπεριλαμβανομένου του εικονικού πλούτου!), ενώ επιδεικνύει την ίδια στιγμή περιφρόνηση προς τον κόσμο της εργασίας και την κοινωνική δικαιοσύνη και απάθεια για το μέλλον της οικονομίας μιας χώρας. Αλλά ας μη ξεχνάμε ότι στην περίπτωση των ΗΠΑ, για παράδειγμα, πολλά υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη είχαν υπηρετήσει σε μεγάλες επιχειρήσεις επενδύσεων πριν εισχωρήσουν στη δημόσια πολιτική – και από τη στιγμή που βρέθηκαν εκεί, πάλεψαν σκληρά για να προωθήσουν τα συμφέροντα των επενδυτικών τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών.
Η χρηματοοικονομική κρίση του Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2008 αποτελούσε την κατάρρευση στις λειτουργίες ενός συστήματος που είχε δημιουργηθεί μέσα από ένα γάμο συμφερόντων μεταξύ της πολιτικής ελίτ και της χρηματοοικονομικής ελίτ. Οι κυρίαρχοι του σύμπαντος (όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Tom Wolfe στο μυθιστόρημά του The Bonfire of Vanities για να περιγράψει τους τιτάνες της Γουόλ Στριτ) δεν μπορούσαν να έχουν το πεδίο ελεύθερο για το κυνήγι του κέρδους ανεξαρτήτως ρίσκου, να καταστρέφουν βιομηχανίες και κοινότητες με τις αλόγιστες πρακτικές τους και να έχουν βασιλική φορολογική μεταχείριση – χωρίς το κατάλληλο setup αναφορικά με τον τρόπο λειτουργίας του παιχνιδιού. Κάτι τέτοιο απαιτούσε πολιτική παρέμβαση, ειδάλλως το φαινομενικά διαστελλόμενο σύμπαν της Γουόλ Στριτ –το οποίο έγινε εφικτό με τη δημιουργία όλο και πιο σύνθετων χρηματοπιστωτικών εργαλείων και δικτύων (τόσο για να συνεχίσει η άντληση μεγαλύτερου ποσοστού κέρδους όσο και για να αναβληθεί το ενδεχόμενο μιας επερχόμενης κρίσης)– δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί.
Γι’ αυτό δεν υπάρχουν τα «οικονομικά» παρά μόνο αυτό που αποκαλείται «πολιτική οικονομία». Η δημιουργία πλούτου και η οικονομική ανάπτυξη είναι ταυτόχρονα πολιτικές και οικονομικές διαδικασίες, και οποιαδήποτε προσπάθεια να αποσυνδεθούν οδηγεί σε μεγάλες παραμορφώσεις τόσο οικονομικής όσο και πολιτικής φύσεως.
Είναι καιρός αυτή η υπόθεση να πάρει τη θέση που δικαιούται στον σύγχρονο οικονομικό και πολιτικό λόγο. Είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσουν ενδεχομένως οι δυτικές φιλελεύθερες κοινωνίες να βγουν από την άκρως προβληματική κατάσταση στην οποία έχουν μπλέξει. Από τα τέλη του 1970, η κυβέρνηση των ΗΠΑ επιδιώκει να δημιουργήσει ένα περιβάλλον ευνοϊκό για τις ανάγκες και τη δυναμική του μεγάλου χρηματιστικού κεφαλαίου, θυσιάζοντας στην πορεία τους πιο υγιείς τομείς της οικονομίας, και οδηγώντας σε πτώση το βιοτικό επίπεδο του ενεργού πληθυσμού της χώρας. Αλλού, στην Ευρώπη, για παράδειγμα, οι κυβερνήσεις παρείχαν ένα πιο ισορροπημένο οικονομικό τοπίο, αλλά δεν δίστασαν να σώσουν τις τράπεζές τους και το χρηματοπιστωτικό τομέα όταν ξέσπασε η κρίση – δίχως καν να διασφαλίσουν ότι διέθεταν τις απαιτούμενες πολιτικές που θα ανάγκαζαν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να προβούν σε σημαντικές προσαρμογές στον τρόπο με τον οποίον λειτουργούν. Αυτό λέει πολλά από μόνο του για την ισχύ που διαθέτει το μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο στη δημόσια σφαίρα της πολιτικής σε όλες τις δυτικές φιλελεύθερες κοινωνίες.
Ωστόσο, το μέλλον των δυτικών φιλελεύθερων οικονομιών και των κοινωνιών μπορεί κάλλιστα να εξαρτάται από ριζικές αλλαγές όσον αφορά τη σχέση του κράτους με το μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο και τους τρόπους με τους οποίους ο κυβερνητικός τομέας προσεγγίζει την ανάπτυξη και την απασχόληση. Η κρατική εξουσία πρέπει να επαναβεβαιωθεί αναφορικά με την προώθηση της γενικής ευημερίας ενός έθνους, και όχι απλά ως εργαλείο του μεγάλου χρηματιστικού κεφαλαίου. Για να συμβεί αυτό, η δημόσια συζήτηση πρέπει να επαναπροσδιοριστεί και να συμπεριλαμβάνει τη συμμετοχή πολιτών και κοινοτήτων σε όλα τα επίπεδα. Ο χρηματιστικός καπιταλισμός έχει προκαλέσει βαρύ πλήγμα όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στην πολιτική κουλτούρα. Η δημοκρατία βρίκσκεται σε περίοδο παρακμής και η «γενική βούληση» έχει μετατραπεί σε αποκλειστικό προνόμιο των υπερπλουσίων και των ισχυρών.
Από την αρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ο μοναδικός χαρακτηρισμός που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για να περιγράψουμε τις προσπάθειες των κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν τη μεγαλύτερη καπιταλιστική κρίση η οποία έπληξε τον δυτικό κόσμο από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης είναι ο χαρακλτηρισμός «αντανακλαστική αντίδραση». Όπως προαναφέρθηκε, οι δυτικές κυβερνήσεις, οι επιχειρήσεις και οι πολίτες είναι εγκλωβισμένοι σε μια κρίση χρέους που απειλεί τις οικονομίες με μακροχρόνια στασιμότητα και τις κοινωνίες με πολιτική και κοινωνική αστάθεια. Η διαγραφή του χρέους μπορεί να ακούγεται σε κάποιους ως μια παράξενη και ίσως εξωφρενική ιδέα, αλλά έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως ως πρακτική για την αποκατάσταση της ισορροπίας σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας. Και, κάτι ακόμα πιο σημαντικό, στο στάδιο που βρισκόμαστε, μπορεί να είναι ο μοναδικός τρόπος να αποφευχθεί άλλη μια κατάρρευση και μια ακόμη μεγαλύτερη οικονομική καταστροφή. Πρόσφατα, είχαμε μια διαγραφή του δημόσιου χρέους της Ελλάδας για το εκπληκτικό ποσό των περίπου 77 δις ευρώ, αλλά ακόμα κι αυτό δεν είναι αρκετό για να αλλάξει η πορεία της χώρας και να αποφύγει η οικονομία της να βυθιστεί σαν τον Τιτανικό. Το επίπεδο του χρέους παραμένει μη βιώσιμο, και θα απαιτηθεί σίγουρα ακόμη άλλη μια μεγάλη αναδιάρθρωση –και ενδεχομένως η έξοδος από τη ζώνη του ευρώ– προκειμένου να επιβιώσει η χώρα σε χρηματοπιστωτικό επίπεδο και να ανακάμψει τελικά οικονομικά.
Με σχεδόν όλες τις δυτικές καπιταλιστικές οικονομίες να είναι επιβαρημένες με μη βιώσιμα επίπεδα χρέους, αλλά και στενά διασυνδεδεμένες μεταξύ τους, μια μαζική αναδιάρθρωση του δημόσιου (και ιδιωτικού) χρέους αποτελεί πολιτική επιλογή που πρέπει να εξεταστεί σοβαρά. Οι υπόλοιπες διαθέσιμες στρατηγικές –ανάπτυξη, πληθωρισμός, και περαιτέρω μείωση των ελλειμμάτων– είναι αδύναμες και/ή απλώς μη ρεαλιστικές. Είναι απλώς αδύνατο για τις δυτικές οικονομίες να επανέλθουν σε τροχιά ισχυρής ανάπτυξης οποιαδήποτε στιγμή στο εγγύς μέλλον όταν κουβαλούν τεράστια φορτία χρέους, ενώ το σβήσιμο του χρέους μέσω ενός γρήγορου πληθωρισμού (όπως συνέβη στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης το 1923) είναι επικίνδυνο και ανεπίτρεπτο.
Η περαιτέρω μείωση των ελλειμμάτων θα έχει ως αποτέλεσμα να βυθιστούν οι οικονομίες ακόμα πιο βαθιά στην ύφεση, και πιθανόν να προκαλέσει μια παγκόσμια ύφεση. Αυτό ουσιαστικά μας αφήνει με τη μαζική αναδιάρθρωση του χρέους ως τη μόνη ρεαλιστική επιλογή. Είναι η μόνη στρατηγική που θα μπορούσε να επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα: επίλυση άπαξ και διά παντός του θέματος της βιωσιμότητας του χρέους και επιστροφή των οικονομιών σε τροχιά πραγματικής ανάπτυξης.
Για να τεθεί σήμερα σε εφαρμογή ένα μαζικό σχέδιο αναδιάρθρωσης του χρέους σε όλη την Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα υπάρξει πιθανώς η ανάγκη για ορισμένες νέες θεσμικές ρυθμίσεις (ειδικά αν η επιλεγείσα μέθοδος είναι η αποκήρυξη του δημόσιου χρέους) και έναν μεγάλης κλίμακας συντονισμό μεταξύ κεντρικών τραπεζών (ειδικά αν η μέθοδος που επιλεχθεί για τη μείωση του επιπέδου του χρέους είναι να αγοράσουν οι κυβερνήσεις τις δικές τους μετοχές στην αγορά). Η διαγραφή του χρέους θα μπορούσε επίσης να περιλαμβάνει και κρατικές παρεμβάσεις μέσω της διαδικασίας της εθνικοποίησης. Η περίπτωση της Σουηδίας αποτελεί ένα καλό παράδειγμα. Όταν ξέσπασε στη Σουηδία η τραπεζική κρίση, το 1992, οι τράπεζες πέρασαν υπό την ιδιοκτησία του κράτους. Οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να πάρουν τον έλεγχο ορισμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και να διαγράψουν το χρέος με αυτόν τον τρόπο.
Αυτές οι μέθοδοι μπορεί να ακούγονται ριζοσπαστικές, αλλά ζούμε σε σχεδόν ακραίες συνθήκες. Εκατομμύρια άνθρωποι σε Ευρώπη και ΗΠΑ είναι άνεργοι εξαιτίας της ύφεσης, το βιοτικό επίπεδο έχει πάρει την κατιούσα λόγω των σκληρών μέτρων λιτότητας, τα συνταξιοδοτικά ταμεία κινδυνεύουν με αφανισμό, οι υποδομές είτε βρίσκονται σε κατάσταση αποσύνθεσης είτε έχουν ήδη καταρρεύσει εξαιτίας της έλλειψης πόρων για δημόσιες επενδύσεις, και η φτώχεια και η εγκληματικότητα διαλύουν το όνειρο μιας δίκαιης και αξιοπρεπούς κοινωνίας. Ο προηγμένος καπιταλισμός βρίσκεται σε μια βαθιά οικονομική κρίση, συνδεδεμένη ή μη, με την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Δίνοντας ώθηση στην άνοδο εναλλακτικών χρηματοπιστωτικών συστημάτων

Έργο του Ανρί Ματίς
O χρηματοοικονομικός καπιταλισμός, παρασιτικός από τη φύση του, δεν μπορεί να συνεχιστεί να είναι η κινητήρια δύναμη σε μια δημοκρατική κοινωνία. Πρέπει να συγκρατηθεί και, στην πραγματικότητα, να αποστειρωθεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Ως εκ τούτου, ένα φιλόδοξο πολιτικό σχέδιο για τον επανασχεδιασμό του χρηματοπιστωτικού σύμπαντος πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή, με την υποστήριξη των κυβερνήσεων και άλλων δημόσιων φορέων. Το πρότζεκτ αυτό δεν θα στοχεύει στην εξάλειψη χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν με αποκλειστικό στόχο τοκέρδος, αλλά θα πρέπει να έχει ως πρωταρχικό του στόχο: (α) τον σχεδιασμό και την εφαρμογή πολιτικών που θα μπορούν να περιορίσουν τις ιδιαίτερα καταστροφικές πρακτικές των διαχειριστών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, (β) την ανάπτυξη εναλλακτικών χρηματοπιστωτικών συστημάτων.
Οικονομολόγοι όπως ο Τζόζεφ Στίγκλιτς (αλλά ακόμη και σκεπτόμενα άτομα από τον χρηματιστικό επενδυτικό τομέα όπως ο Τζορτζ Σόρος) έχουν συμβάλει σημαντικά στη δημόσια συζήτηση αναφορικά με τη συγκρότηση μιας νέας παγκόσμιας χρηματοοικονομικής αρχιτεκτονικής. Δεν θα αναφερθώ στα σχέδια που έχουν παρουσιάσει, επειδή θέλω να επεκταθεί ο διάλογος πέρα από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της νέας παγκόσμιας χρηματοοικονομικής τάξης πραγμάτων και να μεταφερθεί σε πιο άμεσο επίπεδο εφαρμογής. Ο επανασχεδιασμός του χρηματιστικού καπιταλισμού είναι ένα τεράστιο πρότζεκτ, το οποίο μπορεί να χρειαστεί πολλά χρόνια και περισσότερες κρίσεις προτού φθάσουμε στο στάδιο υλοποίησης. Ακόμα και το ζήτημα της χρηματοοικονομικής ρύθμισης θέτει σοβαρές προκλήσεις. Είδαμε πόσο γρήγορα οι κυρίαρχοι του σύμπαντος επέστρεψαν από τις πολυτελείς παραλιακές βίλες τους όπου είχαν απομονωθεί μετά την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και σήμερα είναι εξίσου ισχυροί όσο πριν. Για να μειωθεί η δύναμή τους, η μάχη θα πρέπει να μεταφερθεί στην πολιτική αρένα. Στο πλαίσιο αυτό, οι διαδηλώσεις του κινήματος «Καταλάβατε την Γουόλ Στριτ» έχουν παίξει πολύ σημαντικό ρόλο.
Ας ξεκινήσουμε με τις τράπεζες, τα πρωτογενή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε μια καπιταλιστική οικονομία. Τώρα, πρέπει να είναι προφανές σε όλους ότι η ιδέα «πολύ μεγάλο για να αποτύχει» είναι εξίσου παράλογη και επικίνδυνη. Οι τράπεζες είναι εξ ορισμού δημόσιοι θεσμοί. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να κάνουν ξανά αυτό για το οποίο δημιουργήθηκαν: να προσφέρουν ένα ασφαλές περιβάλλον για τις αποταμιεύσεις του κόσμου και την παροχή κεφαλαίων σε επιχειρήσεις για αναπτυξιακούς σκοπούς. Αναμφίβολα, οι τράπεζες μπορούν να αυξήσουν την κερδοφορία τους στοιχηματίζοντας με τα ίδια κεφάλαιά τους, αλλά δεν είχαν σχεδιαστεί για το σκοπό αυτό. Αν επιθυμούν να είναι επενδυτικοί φορείς, δεν πρέπει να τους επιτρέπεται να ασκούν παραδοσιακές τραπεζικές δραστηριότητες. Σε μια ώριμη δημοκρατική πολιτική κουλτούρα, αυτό πρέπει να είναι αυτονόητο. Ωστόσο, από τη στιγμή που η ιδεολογία διαστρέβλωσε την πραγματικότητα και υπονόμευσε το κοινό συμφέρον, ένας δημόσιος διάλογος γύρω από αυτό ακριβώς το θέμα θα πρέπει να βρίσκεται στην κορυφή της οποιασδήποτε ατζέντας δημόσια πολιτικής.
Το επόμενο θέμα αποτελεί ακόμα μεγαλύτερο ταμπού στη σημερινή «ευγενική κοινωνία», αλλά μπορεί επίσης να είναι ένα απαραίτητο συστατικό στην προσπάθεια να ξεκινήσει ο επανασχεδιασμός για το χρηματοοικονομικό σύμπαν του προηγμένου χρηματιστικού καπιταλισμού: η ανάγκη για την εθνικοποίηση ορισμένων μεγάλων τραπεζικών ιδρυμάτων που είναι αφερέγγυα. Έχουμε πολλά παραδείγματα που δείχνουν ότι οι εθνικοποιημένες τράπεζες δεν προκάλεσαν ποτέ το είδος της καταστροφής που βίωσαν οι προηγμένες καπιταλιστικές οικονομίες ως αποτέλεσμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Αντιθέτως, έχουν αποδειχτεί εξαιρετικά λειτουργικά και κερδοφόρα ιδρύματα. Στην πραγματικότητα, η συμβίωση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ήταν μια σχετικά επιτυχημένη ιστορία καθόλη τη διάρκεια της πορείας του σύγχρονου καπιταλισμού. Σε αντίθεση, ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς ήταν μια απόλυτη καταστροφή – και μόνον άνθρωποι με ιδεολογικές παρωπίδες και με περιχαρακωμένα ειδικά συμφέροντα εντός του υπάρχοντος χρηματοοικονομικού συστήματος θα πρόβαλαν ενστάσεις στο αίτημα αυτό.
Στο πλαίσιο αυτό, τα εναλλακτικά χρηματοπιστωτικά συστήματα θα πρέπει να καταλαμβάνουν σημαντικό χώρο στην ατζέντα για τον επανασχεδιασμό του χρηματοοικονομικού σύμπαντος του προηγμένου καπιταλισμού. Τέτοια συστήματα είναι απαραίτητα, ιδίως σε έναν διαρκώς αυξανόμενο αβέβαιο κόσμο όπου οι παγκοσμιοποιημένες τάσεις τείνουν να έχουν ενιαίες επιπτώσεις σε διάφορους τομείς της οικονομίας και σε διαφορετικές τοπικότητες.
Οι κοινωνικές τράπεζες αποτελούν ένα συγκεκριμένο παράδειγμα ενός εναλλακτικού χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Αρχικά, θα μπορούσαν να υπάρξουν χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, σε τοπικό και σε εθνικό επίπεδο, όπου δεν είναι το κέρδος η καθοδηγήτρια γραμμή, αλλά οι ανάγκες των ανθρώπων.
Θα πρέπει επίσης να υπάρχει μια θέση στο μέλλον του καπιταλισμού για τις κοινωνικές επιχειρήσεις, που θα προσέλκυαν μικρούς επενδυτές οι οποίοι δεν κινούνται με βάση το βραχυπρόθεσμο κέρδος και που θα μπορούσαν επίσης να νοιάζονται για το περιβάλλον και τις κοινωνίες μέσα στις οποίες ζουν. ΟΙ διεθνείς οργανισμοί που προωθούν τη βιωσιμότητα και λαμβάνουν δημόσια χρηματοδότηση θα μπορούσαν να αποδειχθούν σημαντικοί σύμμαχοι των κοινωνικών επιχειρήσεων, παρέχοντας τεχνογνωσία και, ενδεχομένως, αρχική χρηματοδότηση.
Υποθέτοντας ότι πραγματικά μάθαμε κάτι από τα συντρίμμια ενός μη βιώσιμου χρηματοπιστωτικού συστήματος σαν αυτό που προκάλεσε τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, οι κοινωνικές τράπεζες και οι κοινωνικές επιχειρήσεις θα πρέπει να διαδραματίσουν καίριο ρόλο στο μέλλον και να αποτελέσουν βασικά θεμέλια στο εγχείρημα της προώθησης μιας προοδευτικής οικονομικής πολιτικής με σκοπό την αναβίωση του οράματος του δημοκρατικού σοσιαλισμού σε έναν μετα-παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Αναγνωρίζοντας τις ατέλειες και τις αδυναμίες του στατικού και συγκεντρωτικού μοντέλου σοσιαλιστικής διαχείρισης (και η Κούβα η ίδια αναζητά σήμερα νέο σοσιαλιστικό μοντέλο), ο στόχος μιας προοδευτικής οικονομικής πολιτικής δεν μπορεί ρεαλιστικά να είναι παρά η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής δράσης.
Συνοπτικά, μια προοδευτική οικονομική πολιτική θα πρέπει να έχει ως σταθερές αφετηρίες τα 5 ακόλουθα σημεία:
(1) Ο καπιταλισμός είναι ένα εγγενώς ασταθές κοινωνικοοικονομικό σύστημα παραγωγής πλούτου, με έμφυτη ροπή προς την κρίση, που πρέπει ως εκ τούτου να χαλιναγωγείται – ιδίως ο χρηματοοικονομικός τομέας που σήμερα αποτελεί την πιο δυναμική και «καταστροφικά δημιουργική» πτυχή της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
(2) Οι τράπεζες, αναμφίβολα οι πιο σημαντικοί θεσμοί του χρηματοοικονομικού τομέα, είναι κοινωνικοί θεσμοί και ο κύριος και ουσιαστικός λόγος ύπαρξής τους είναι να δέχονται καταθέσεις από το κοινό και να χορηγούν δάνεια. Όταν αποτυγχάνουν, θα πρέπει να κρατικοποιούνται. Η ανακεφαλαίωση των τραπεζών σε περιόδους κρίσεις με κρατική εγγύηση θα πρέπει να συνοδεύεται με τη συμμετοχή του κράτους στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών.
(3) Οι αγορές είναι κοινωνικά κατασκευάσματα, και η ιδέα της «ελεύθερης αγοράς» αποτελεί έναν από τους πλέον διάχυτους και επικίνδυνους μύθους του καπιταλισμού. Από την αρχαιότητα έως σήμερα, το εμπόριο στηριζόταν σε συμβάσεις «κυβερνητικών αρχών» και εξαπλωνόταν μέσω της άμεσης παρέμβασης του κράτους. Ανθρώπινες κοινωνίες δίχως αγορές δεν μπορεί να υπάρξουν. Οι αγορές όμως συχνά λειτουργούν αναποτελεσματικά (διαμορφώνουν μονοπώλια, προκαλούν εξωτερικότητες), ενώ υπάρχει και το ζήτημα των δημοσίων αγαθών (αγαθά που καταναλώνονται από την κοινωνία στο σύνολό της) και των κοινωνικών αγαθών (αγαθά που πρέπει να παρέχονται ανεξαρτήτως των προτιμήσεων των καταναλωτών), που καμιά ιδιωτική αγορά δεν θα είναι ποτέ σε θέση να προσφέρει ή να καλύψει πλήρως. Συνεπώς, ο κρατικός παρεμβατισμός στις αγορές είναι μια κοινωνικά αναγκαία και ηθικά υποχρεωτική υπόθεση.
(4) Η οικονομική σφαίρα δεν αποτελεί «αντίπαλο δέος» της κοινωνικής σφαίρας. Στόχος της οικονομίας είναι η βελτίωση των ανθρωπίνων συνθηκών, που συνεπάγεται ότι η δημιουργία του πλούτου μιας κοινωνίας δεν μπορεί να έχει κύριο σκοπό τον ιδιωτικό εμπλουτισμό, αλλά πάνω απ’ όλα την ενίσχυση υποδομών και θεσμών για την περαιτέρω οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, με στόχο την εγγύηση ενός αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου για όλους στους πολίτες μιας χώρας. Αυτό συνεπάγεται ένα υγιές και έντονα προοδευτικό φορολογικό σύστημα. Η κατοχύρωση κοινωνικών δικαιωμάτων στη δωρεάν παιδεία και την υγειονομική περίθαλψη παραμένουν εσαεί μη διαπραγματεύσιμες αρχές, καθώς επίσης και το δικαίωμα στη στέγαση και την απασχόληση, χωρίς αυτές οι θεμελιακές κοινωνικές αξίες να αναιρούν τη σημαντική συμβολή της ατομικής επιχειρηματικής δραστηριότητας στην καινοτομία και τη δημιουργία του οικονομικού πλούτου. Όσον αφορά το μείζον ζήτημα της ανεργίας, η εγγυημένη απασχόληση, αντί των επιδομάτων ανεργίας, θα πρέπει να αποτελεί τη βάση μιας προοδευτικής οικονομικής πολιτικής στον 21ο αιώνα.
(5) Η βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος (με κορυφαίες προτεραιότητες την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος και του δασικού πλούτου, σε συνδυασμό με πολιτικές για την αντιμετώπιση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής) θα πρέπει να είναι κύριος στρατηγικός στόχος μιας προοδευτικής οικονομικής πολιτικής, κατανοώντας ότι η κρισιμότητα του ζητήματος του περιβάλλοντος αφορά τελικά την ίδια την επιβίωση του είδους μας.
Ο Χ. Ι. Πολυχρονίου είναι Ερευνητής και PolicyFellow στο LevyEconomicsInstitute του BardCollege στη Νέα Υόρκη. Μέρος αυτού του κειμένου κυκλοφόρησε αρχικά στα Αγγλικά ως «Σημείωμα Πολιτικής» του Ινστιτούτου Οικονομικών Levy.