WEB ONLY – MONO ΣΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ THΣ «ΑΥΓΗΣ» ΚΑΙ ΣΤΟ ΜΠΛΟΓΚ ΤΩΝ ΕΝΘΕΜΑΤΩΝ
Στη μνήμη του Victor Gordon Kiernan, τον οποίο θα επιθυμούσα να είχα γνωρίσει περισσότερο
του Βασίλη Δρουκόπουλου
«ΚΟΡΙΟΛΑΝΟΣ: Όποιος συμβούλεψε να δώσουν δωρεάν σιτάρι από αποθήκες κρατικές,
καθώς κάποτε το ’χαν κάνει στην Ελλάδα, –
ΜΕΝΕΝΙΟΣ: Καλά, φτάνει, άσ’ το αυτό.
ΚΟΡΙΟΛΑΝΟΣ: Αν κι είχε εκεί ο λαός πιο απόλυτη εξουσία, – λέω πως αυτοί ταγίσαν την απειθαρχία, θρέψαν του κράτους την καταστροφή».
Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Κοριολανός, Πράξη Γ, Σκηνή 1
(μτφρ. Βασίλης Ρώτας, Επικαιρότητα, Αθήνα, 1997 [ανατύπωση]).

«Kοριολανός¨», Πράξη Ε;, σκηνή 3. Γκραβούρα του J. Caldwell, από έναν πίνακα του G. Hamilton
Όποτε σημαντικά γεγονότα συμβαίνουν, λέξεις και φράσεις, παράγραφοι και αποσπάσματα από σκονισμένα κλασικά κείμενα επαναπροβάλλουν και επανέρχονται για την επίκαιρη αμεσότητα που και τότε στόχευαν και με την ορμή την οποία τότε είχαν γραφτεί (http:// goo.gl/LRymX πρόσβαση: 7.9.2012). Οι σημερινές εξελίξεις στη χώρα μας και αλλού με παραπέμπουν στον Κοριολανό του Σαίξπηρ, το πιo πολιτικό θεατρικό έργο του. Παραφράζοντας έναν μελετητή του Σαίξπηρ: στοιχεία πολιτικής θεωρίας δεν θα πρέπει να επιβάλλονται σ’ ένα απρόθυμο κείμενο. Όμως αυτά, όπως θα δούμε στη συνέχεια, είναι ήδη ενσωματωμένα στο υλικό του έργου και αναμένουν την ανάδειξή τους από την προσεχτική ανάγνωσή μας.

Από την παράσταση του ΚΘΒΕ, 1973
Υπενθυμίζω πολύ συνοπτικά. Έργο εμπνευσμένο από την κοινωνική αναταραχή και τις λαϊκές εξεγέρσεις που οφείλονταν στις περιφράξεις της γης και στην έλλειψη δημητριακών σε κομητείες των Midlands στο γύρισμα του 16ου προς τον 17ο αιώνα όπως και στο Warwickshire το 1607, τη χρονιά που ο Σαίξπηρ συγγράφει τον Κοριολανό. Μάλιστα, υποστηρίζεται ότι στα χέρια του Σαίξπηρ είχε φτάσει το μανιφέστο των Warwickshire Diggers εκείνης της εποχής. Ας θυμηθούμε επίσης ότι ο Σαίξπηρ είχε γεννηθεί στο Stratford του Warwickshire και ότι ο ίδιος είχε σημαντική κτηματική περιουσία στην περιοχή.
Το έργο ξετυλίγεται γύρω από τη σύγκρουση πατρικίων και πληβείων στη Ρώμη μετά τα γεγονότα της Πρώτης Απόσχισης (Απόσυρσης), το 494 π.Χ. Την αφορμή της εξέγερσης, όπως αυτή περιγράφεται στην αρχή του έργου, αποτελεί η έλλειψη δημητριακών. Την ίδια εποχή παραχωρούνται πέντε δημαρχίες στους πληβείους με εκπροσώπηση στη Σύγκλητο, ενώ ταυτόχρονα ξεσπάει πόλεμος με τους γειτονικούς Βόλσκους. Ο Γάιος Μάρκιος, αρχομανής και αρχολάγνος σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Μάριου Πλωρίτη (Το Βήμα, 28.8.2005), επικεφαλής του ρωμαϊκού εκστρατευτικού σώματος καταλαμβάνει την Κοριόλη, πόλη των Βόλσκων, νότια του Λατίου και αποκτά το προσωνύμιο Κοριολανός. Παρόλο που προτείνεται για ύπατος, εξασφαλίζοντας και την υποστήριξη των πληβείων, διατηρεί τη χολερική του συμπεριφορά και αυθάδη υπεροψία του απέναντι τους. Αποτέλεσμα: οι πληβείοι αποσύρουν τη ψήφο τους και η εκλογή του ακυρώνεται. Αποφασίζεται η εξορία του. Αυτός, χολωμένος, εγκαταλείπει τη Ρώμη και καταφεύγει στη χώρα των Βόλσκων, προσχωρεί σ’ αυτούς και καταλήγει σε συνεργασία με τον πρότερο εχθρό του Αουφίδιο, με σκοπό να καταλάβουν μαζί τη Ρώμη. Η μητέρα του, Βολούμνια, τον μεταπείθει, ο στρατός των Βόλσκων αποσύρεται και τελικά ο Κοριολανός δολοφονείται από τον Αουφίδιο.
Είναι πολύ παράξενο πως ένα τέτοιο έργο με κύριους άξονες την εκπτώχευση των μαζών, την ταξική πάλη και τους πολέμους δεν απασχόλησε τον Μαρξ περισσότερο από τις τρεις συντομότατες αναφορές, που βρίσκονται στα Grundrisse, στο Μισθός, Τιμή και Κέρδος και στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Mας είναι γνωστό ότι ο Μαρξ συζητούσε περί Σαίξπηρ με τον πεθερό, του ενώ η κόρη του Eleanor Marx Aveling καταγράφει ότι τα έργα του ήταν στο σπίτι τους κάτι σαν τη Βίβλο και ότι σπάνια έλειπαν από τα χέρια τους ή τα στόματά τους. Τέλος, ένας από τους γαμπρούς του Μαρξ, ο Πωλ Λαφάργκ δήλωνε ότι ο Μαρξ θεωρούσε τον Σαίξπηρ, μαζί με τον Αισχύλο, ως τις πιο μεγάλες μεγαλοφυΐες δραματουργών της ανθρωπότητας. Παρ’ όλ’ αυτά οι συντομότατες αναφορές του Μαρξ ούτε καν αφορούν τον κύριο χαρακτήρα, τον Κοριολανό, ούτε ασχολούνται με τη θεματική της πλοκής του έργου. Απευθύνονται αποκλειστικά στο «μύθο της κοιλιάς», αισωπικής προέλευσης, που όμως αμφισβητείται αν θα ήταν δυνατό να είχε χρησιμοποιηθεί από τον Μενένιο Αγρίππα, γέροντα πατρίκιο φίλο του Κοριολανού, το 494 π.Χ., μιας και μάλλον ο μύθος δεν ήταν ακόμα γνωστός τότε στη Ρώμη. Αξίζει να θυμηθούμε:
Α΄ ΠΟΛΙΤΗΣ: Εμείς οι φτωχοί πολίτες είμαστε χτήμα για τους πατρίκιους. Με κείνο που μπουχτίζει τους αρχόντους μας εμείς θα ψυχοπιανόμαστε. Μόνον τα περισσέματα να μας έδιναν, όσα δεν είν’ ακόμη χαλασμένα, θα λέγαμε πως μας φέρνονται ανθρωπινά, αμή εκείνοι νομίζουνε πως τους κουστίζουμε πολύ: η αχάμνια που μας δέρνει, η ελεεινή μας η θέα είναι ο πίνακας, όπου καταχωρίζεται η αφθονία τους: ο πόνος μας είναι το διάφορό τους. Ας εκδικηθούμε γι’ αυτό με τα σουβλιά μας πριν γίνουμε σβάρνες. Ο Θεός ξέρει πως αυτά τα λέω από πείνα για ψωμί κι όχι από δίψα για εκδίκηση […]. Ποτέ ως τώρα δε νοιάστηκαν για μας: Μας αφήνουν να λιμάζουμε κι οι αποθήκες τους ξέχειλες στάρι. Κάνουνε νόμους για την τοκογλυφία που υποστηρίζουνε τους τοκογλύφους, καθημερινά ακυρώνουν αν είναι κανένα καλό διάταγμα που να χτυπάει τους πλούσιους και καθημερινά βγάζουν πιο σκληρές διαταγές, που αλυσοδένουν και περιορίζουν τους φτωχούς. Αν δε μας τρώνε οι πόλεμοι, μας τρώνε αυτοί: αυτή είναι όλη η αγάπη που μας έχουν.
Παρεμβαίνει ο Μενένιος Αγρίππας και στην προσπάθειά του να κατευνάσει το εξεγερμένο πλήθος, αφηγείται το «μύθο της κοιλιάς»:
ΜΕΝΕΝΙΟΣ: Έναν καιρό όλα τα μέλη του κορμιού σηκώθηκαν ενάντια στην κοιλιά και την κατάκρεναν πως μόνο αυτή, σαν καταβόθρα, στη μέση του κορμιού, ακαμάτρα κι άνεργη χάφτει ολοένα τις τροφές, χωρίς ποτές σαν όλους να κουραστεί κι αυτή, ενόσω τ’ άλλα τα όργανα βλέπουν, ακούν, νογάν, λαλούν, βαδίζουν, πιάνουν και, συναλλάζοντας, βοηθάνε στην κοινήν όρεξη κι ευχαρίστηση όλου του κορμιού […]. Η κοιλιά μας σοβαρή σκεφτόταν, δε βιαζόταν σαν τους κατηγόρους της κι απάντησε έτσι: «Η αλήθεια, φίλοι ομόσαρκοί μου, πως είμ’ εγώ που πρωτοδέχομαι όλη την τροφή που απ’ αυτήν ζείτε. Κι έτσι πρέπει, γιατί εγώ ’μαι πρατήριο κι αποθήκη για όλο το κορμί. Αλλά, αν καλοθυμάστε, εγώ την ξαποστέλνω μέσα απ’ τα αιμάτινα κανάλια σας ως την καρδιά, που ’ν’ το παλάτι και ως τον θρόνο το μυαλό και μέσα από αγωγούς και κλείδωσες του ανθρώπου τα πιο χοντρά του νεύρα, οι πιο λεπτές φλεβίτσες λαβαίνουν από μένα αυτή την ταχτική ταγή που ζουν. Και μόλον που όλοι σας συνάμα,, φίλοι μου δε μπορείτε να ιδείτε τι μοιράζω στον καθένα, ωστόσο μπορώ λογαριασμό να δώσω για όλα, πως όλοι από μένα απ’ όλα παίρνουν τον ανθό κι εμένα αφήνουνε τα πίτουρα» […] Της Ρώμης οι συγκλητικοί είναι αυτή η καλή κοιλιά και σεις τ’ αντάρτικα τα μέλη: για ξετάσετε τις έγνοιες και φροντίδες τους. Καλοχωνεύτε τι πρέπει για το γενικό καλό, θα ιδείτε πως καμιά δημόσια χάρη δε λαβαίνετε απ΄αλλού, παρ’ όλα βγαίνουν κι έρχονται απ’ αυτούς σε σας κι όχι ποτέ από σας τους ίδιους. (Πράξη Α΄, Σκηνή 1).

Κινηματογραφική ταινία, 2010
Σχολιάζει ο Μαρξ: «Όταν οι ρωμαίοι πληβείοι απεργήσανε ενάντια στους ρωμαίους πατρίκιους, τότε ο πατρίκιος Αγρίππας τους διηγήθηκε ότι η κοιλιά των πατρικίων τρέφει τα πληβιακά μέλη του κρατικού σώματος. Ο Αγρίππας όμως απόφυγε ν’ αποδείξει πώς μπορεί κανείς να τρέφει τα μέλη ενός ανθρώπου όταν γεμίζει την κοιλιά ενός άλλου ανθρώπου» (Μισθός, Τιμή και Κέρδος, εκδ. Β. Μακρυωνίτης (ανάτυπο από τα Διαλεχτά Έργα Μαρξ-Ένγκελς, σ. 10). Ο Κοριολανός, από τη μεριά του, είναι αντίθετος σε κάθε δωρεάν διανομή από τις κρατικές αποθήκες των δημητριακών στο λαό (να που εκεί πράγματι «λεφτά υπ[ή]ρχ[α]ν»), δηλαδή αντίθετος στην επιχειρηματολογία του Μενένιου Αγρίππα μη επιτρέποντας, με άλλα λόγια, στην κοιλιά να σπρώξει τη τροφή στα μέλη του σώματος. Το πράγμα όμως δε σταματάει εδώ. Ο Μαρξ παρατηρεί στο Κεφάλαιο (τόμος Α΄, Αθήνα, 1954, μτφρ. Γιάννης Σκουριώτης, σ. 380, υποσ. 64): «Στα κοράλια, το κάθε άτομο αποτελεί στην πραγματικότητα το στομάχι για ολόκληρη την ομάδα. Της φέρνει όμως το υλικό της τροφής της, αντί να της το παίρνει, όπως ο ρωμαίος πατρίκιος». Με άλλα λόγια, οι πατρίκιοι αποσπούν τροφή από τους πληβείους κι όχι το αντίστροφο όπως διδάσκει ο μύθος. Έτσι μας έρχονται στο νου δύο στίχοι από το «Deutschland: Ein Wintermärchen» του Χάινριχ Χάινε, μέρη του οποίου είχαν δημοσιευτεί στο Vorwärts! του Μαρξ και άλλων συντρόφων το 1844: «Του χασομέρη η κοιλιά δε θα καταναλώσει / Όσα τα χέρια του βιοπαλαιστή έχουν δημιουργήσει».
«Α΄ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΟΣ: Γκρεμίζετε την πόλη και την κάνετε ίσιωμα.
ΣΙΚΙΝΙΟΣ: Και τι ’ναι η πόλη, δεν είναι ο λαός;»(Πράξη Γ΄, Σκηνή 1).
Γιατί προηγήθηκαν όλα τα πιο πάνω; Και τι σχέση έχουν όλα αυτά με τις καθημερινές μας εμπειρίες, σε μάς και αλλού;
–Επειδή η μυθική αρμονία των κοινωνικών τάξεων κάτω από την πατρική σκέπη μιας ουδέτερης κρατικής εξουσίας συντρίβεται, ενώ ταυτόχρονα η απειλή της κρατικής βίας παραμένει ορατή.
–Επειδή οι πληβείοι, ενωμένοι κατά της πείνας, με την απόκτηση οργανωτικής εμπειρίας είναι ικανοί να διαμορφώσουν, παρά τις παλινωδίες, την ευπιστία και τη σχετική τους πολιτική ανωριμότητα, μια συγκεκριμένη στρατηγική και να αναδείξουν άξιους ηγέτες.
–Επειδή τα αίτια του ξεσηκωμού είναι οικονομικά (έλλειψη τροφίμων, τιμές, ανεργία, τοκογλυφία).
–Επειδή τίποτε δεν εκχωρείται, παρά μόνον αν διεκδικηθεί.
–Επειδή σε όλη την εξέλιξη του έργου το πλήθος των πληβείων παραμένει κύριος συντελεστής.
–Επειδή οι πληβείοι δεν εξεγείρονται για να διασώσουν προνόμια (ανύπαρκτα έτσι κι αλλιώς) ούτε για να εκδικηθούν, αλλά για να εξασφαλίσουν την πολιτική και υλική επιβίωσή τους που απειλείται με αφανισμό.
–Επειδή ένας (ημι)εκλεγμένος «μισόδημος» (Μάριος Πλωρίτης) ύπατος προσχωρεί στο στρατόπεδο των αντιπάλων και υιοθετεί τις βλέψεις τους που στοχεύουν στην καταστροφή της πατρίδας του.
–Επειδή η άρχουσα τάξη συστηματικά διαβάλλει και δηλώνει το απεριόριστο μίσος της για τους πληβείους, συκοφαντώντας, υποτιμώντας και περιφρονώντας τους. Όμως επίσης, όταν έρχεται η στιγμή για την ανάδειξή τους σε αξιώματα που απαιτούν εκλογή, οι πατρίκιοι δεν αρνούνται, για να προσεταιριστούν τους πληβείους, να παρουσιαστούν σεμνοί και ταπεινοί μπροστά τους.
–Επειδή οι πληβείοι που επαναστατούν δεν μπορεί παρά να κερδίσουν, αφού δεν έχουν τίποτε να χάσουν εκτός από την εξαθλίωσή τους.
–Επειδή η διαχρονική επανάληψη των πολεμικών επιχειρήσεων μεταξύ Ρώμης και Αντίου μπορεί να αναχθεί στην προσπάθεια της κυρίαρχης τάξης να διατηρηθεί στην εξουσία με το να υποκαταστήσει την έλλειψη τροφίμων με τις αρπαγές, τη λαφυραγώγηση, το πλιάτσικο των στρατιωτών, αλλά κυρίως να ενώνει καιροσκοπικά τις δυο τάξεις απέναντι σ’ έναν κατά συνθήκην εχθρό, ιδιαίτερα μετά από μια νικηφόρα έκβαση.
–Επειδή ο επιθετικός εθνικισμός συμβαδίζει με την οξεία κοινωνική διαμάχη, όχι μόνον για να αποπροσανατολιστεί η κατώτερη τάξη αλλά και για να πέσει στάχτη και στα μάτια της ανώτερης, προστατεύοντας έτσι, πλασματικά έστω, τη συνείδησή της και επίσης για να απασχολείται με κάτι το «ηρωικό και μεγαλειώδες» που να της ενδυναμώνει το ηθικό.
–Επειδή η άρχουσα τάξη δείχνει φοβισμένη απέναντι στο ενδεχόμενο απώλειας της εξουσίας της τώρα «που ο λαός αρχίζει να βάζει σε κίνηση τη δύναμή του» (Βασίλης Ρώτας, «Εισαγωγή»).
–Επειδή οι πατρίκιοι νομοθετούν ανάλογα με τα ταξικά, γενικά ή ειδικά, βραχυχρόνια ή μακροχρόνια, συμφέροντά τους.
Και. τέλος,
–Επειδή οι πατρίκιοι δεν παύουν να προβάλλουν τις αγαθοεργές τους προθέσεις και να προπαγανδίζουν την ευσπλαχνική φροντίδα τους προς τους επαναστατημένους πολίτες που, υποτίθεται, ότι αυτοκαταστρέφονται με τις απερίσκεπτες πράξεις τους ενόσω αυτοί δεν αντιλαμβάνονται ότι η κρατούσα τάξη πραγμάτων δεν είναι παρά μονόδρομος.
Μας ενημερώνουν ο Victor Kiernan (1996, σ. 173) και άλλες πηγές ότι δεν έχουμε ακούσει για παραστάσεις του έργου στη διάρκεια της ζωής του Σαίξπηρ (η πρώτη γνωστή παράσταση χρονολογείται το 1682). Μπορεί να πρυτάνευσε ο φόβος για την πρόκληση επεισοδίων και τη διατάραξη της δημόσιας τάξης, όπως πιθανόν να σκέφτηκαν και οι αμερικανικές κατοχικές αρχές στο Βερολίνο τα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου, που είχαν απαγορεύσει το ανέβασμά του. Επίσης, έχει καταγραφεί ότι όταν είχε ανέβει στο Παρίσι από την Comédie Française, στη διάρκεια του Μεσοπόλεμου, το έργο ερμηνεύθηκε ως αντιλαϊκή προπαγάνδα, ο σκηνοθέτης απολύθηκε, διακόπηκαν οι παραστάσεις, προκλήθηκαν ταραχές που οδήγησαν σε γενική απεργία και πτώση της κυβέρνησης. Ιδού λοιπόν μια εφαρμογή σε πλήρη ανάπτυξη της –με την πρώτη εντύπωση– παραδοξολογίας του Όσκαρ Ουάιλντ: «Η ζωή μιμείται την τέχνη»!
Σημείωση. Αρκετές σκέψεις, επιχειρήματα και πληροφορίες που καταγράφονται σ’ αυτό το άρθρο έχουν προέλθει από τα πολύτιμα βιβλία των Victor Kiernan, Eight Tragedies of Shakespeare, Verso, Λονδίνο 1996· David McNally, Monsters of the Market: Zombies, Vampires and Global Capitalism, Brill, Λέιντεν, 2011· και Μάριος Πλωρίτης, Ο πολιτικός Σαίξπηρ – Η τραγωδία της εξουσίας, Καστανιώτης, Αθήνα, 2002.
Ο Βασίλης Δρουκόπουλος είναι οικονομολόγος και διδάσκει στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών.