του Κωστή Παπαϊωάννου

Φρανσίς Πικάμπια, «Το φιλί», 1923-1926
Το μακελειό στο σχολείο των ΗΠΑ έφερε ξανά στην επιφάνεια ακραίες παθογένειες της αμερικανικής κοινωνίας. Η επίκληση της συνταγματικής κατοχύρωσης της οπλοκατοχής στις ΗΠΑ αποτελεί πλέον μια γκροτέσκα στρέβλωση, όχι μόνο των ιστορικών συνθηκών που οδήγησαν σε αυτή την κατοχύρωση αλλά και της πιο θεμελιώδους κοινής λογικής. Η σημερινή αμερικανική εκδοχή της σχεδόν ελεύθερης και γενικευμένης οπλοκατοχής (90 όπλα ανά 100 κατοίκους) οδηγεί σε δραματική κλιμάκωση της ένοπλης βίας με την παραμικρή αφορμή (30.000 νεκροί ετησίως).
Τα πράγματα στην Αμερική από μακριά φαντάζουν απλά και ευανάγνωστα. Οι υποστηρικτές της οπλοκατοχής είναι, στα μάτια των περισσότερων Ευρωπαίων, κάποιοι παχύσαρκοι που τρώνε συνέχεια μπέργκερ, εκπαιδεύουν τα παιδιά τους στα όπλα και οργανώνουν πολιτοφυλακές για να πολεμήσουν την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Αντιλαμβανόμαστε καλά ότι τον φόβο και τον ρατσισμό τους εκμεταλλεύεται το λόμπι των όπλων για να αποκομίσει πολιτικά και οικονομικά κέρδη. Όμως, αποτελεί στ’ αλήθεια η έριδα γύρω από την οπλοκατοχή αποκλειστικό προνόμιο των ΗΠΑ; Στη χώρα μας το ζήτημα είναι αδιάφορο και εξωτικό;
Πρόσφατα τα ηλεκτρονικά μηχανήματα ανίχνευσης μετάλλων στη Βουλή «συνέλαβαν» τα όπλα βουλευτών της Χρυσής Αυγής. Άλλοι βουλευτές, όπως ο κ. Γεωργιάδης, δημοσίως έχουν υποστηρίξει τη «διεύρυνση» της δυνατότητας οπλοκατοχής. Μπορούν αυτές οι ευάριθμες, ιδιότυπες περιπτώσεις –κακέκτυπα των αμερικανών νεοναζί της Κου Κλουξ Κλαν οι πρώτοι, επίδοξος εν Ελλάδι εκπρόσωπος του Tea Party ο δεύτερος– να επηρεάσουν την κοινή γνώμη; Δυστυχώς, τμήματα της κοινωνίας είναι έτοιμα να δεχτούν πολλές τέτοιες ακρότητες. Συνέχεια ανάγνωσης