ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ 20 ΧΡΟΝΩΝ ΤΩΝ «ΤΟΠΙΚΩΝ» ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ «ΝΗΣΟΣ»
συνέντευξη του Μάκη Κουζέλη και του Παντελή Μπασάκου
Τον Απρίλιο του 1994, στην τακτική του επιφυλλίδα στο Βήμα της Κυριακής, ο Δημήτρης Μαρωνίτης έγραφε για μια «απαρατήρητη προς το παρόν, αλλά πολύ αξιόλογη εξαίρεση» στο τέλμα της έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες: «Πρόκειται για τα “εργαστήρια” επιστημονικού διαλόγου υψηλής στάθμης που οργανώνει και διεκπεραιώνει η Εταιρεία Μελέτης των Επιστημών του Ανθρώπου».
Ακόμα και σήμερα, είκοσι χρόνια μετά τη διοργάνωση των δύο πρώτων, τα εργαστήρια των «τοπικών» –έτσι τα ονομάζουν οι οργανωτές τους– γίνονται χωρίς πολλή φασαρία, χωρίς διαφήμιση και μόνο οι ενημερωμένοι προσέχουν στα ράφια των βιβλιοπωλείων τούς αντίστοιχους τόμους.
Και όμως, πρόκειται για μια από τις πιο σοβαρές και συνεπείς προσπάθειες διεθνούς και διεπιστημονικής συζήτησης που γίνονται στην Ελλάδα, για μια ζωντανή πρωτοβουλία που παράγει νέες ιδέες, κινητοποιεί έρευνα και διεθνείς συνεργασίες, «παιδεύει» νέους επιστήμονες και κυρίως προωθεί τον –τόσο σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα– διάλογο μεταξύ επιστημόνων διαφορετικών ρευμάτων ειδικοτήτων και παραδόσεων.
Με την ευκαιρία της επετείου των είκοσι ετών, που γιορτάστηκε τον Δεκέμβριο από κοινού με το άλλο «τέκνο» της Εταιρείας, τις εκδόσεις «νήσος», μιλήσαμε με δύο από τους πρωτεργάτες του εγχειρήματος, τον Μάκη Κουζέλη (Πανεπιστήμιο Αθηνών) και τον Παντελή Μπασάκο (Πάντειο Πανεπιστήμιο).
Πού παραπέμπει ο τίτλος «τοπικά» και γιατί ονομάζετε τις συναντήσεις αυτές «εργαστήρια»;
Η όλη προσπάθεια ξεκίνησε το 1992 από μια παρέα νέων ακόμα, τότε, πανεπιστημιακών και ερευνητών, που αναζητούσαμε έναν χώρο δημιουργικής συζήτησης και αντιπαράθεσης ιδεών. Συνειδητοποιούσαμε τότε ότι στην Ελλάδα οι ευκαιρίες γόνιμης επεξεργασίας επιστημονικών θεωριών και πρακτικών είναι ελάχιστες. Οι αντιπαραθέσεις ή αποφεύγονται ή οδηγούνται πολύ γρήγορα σε αδιέξοδες αντιδικίες· πόσο μάλλον που στη δική μας την αντίληψη τα στενά όρια των ειδικευμένων κλάδων αποτελούν συχνά εμπόδιο για την παραγωγή νέων ιδεών. Συνειδητοποιούσαμε, επίσης, ότι αυτό που αντιλαμβανόμασταν ως μια σπάνια ευκαιρία, το χαρακτηριστικό δηλαδή γεγονός ότι οι περισσότεροι προερχόμασταν από σπουδές σε διαφορετικά κράτη και επομένως «μεταφέραμε» διαφορετικές παραδόσεις και ήμασταν εξοικειωμένοι με διαφορετικά «ιδιώματα», αντιπετωπίζεται μάλλον αρνητικά και υπερισχύει μια τάση απομόνωσης και «ακαδημαϊκής καχυποψίας» προς το διαφορετικό.
Αποφασίσαμε λοιπόν να οργανώνουμε μια φορά το χρόνο, όταν βέβαια τα καταφέρνουμε, μια συνάντηση στην οποία να πηγαίνουμε αφενός προετοιμασμένοι κι αφετέρου «ανοιχτοί».
Τι εννοείτε λέγοντας «προετοιμασμένοι» και «ανοιχτοί»;
Προετοιμασμένοι σημαίνει «διαβασμένοι» και έτοιμοι να συμβάλουμε από τη δική μας επιστημονική σκοπιά. Κι αυτό προϋποθέτει μια ολόκληρη διαδικασία, γιατί πολύ πριν ξεκινήσει ένα εργαστήριο των «τοπικών» ένας μας ή μια μικρή ομάδα ετοιμάζει ένα σύντομο κείμενο θέσεων και ερωτημάτων γύρω από ένα θέμα που στέλνεται σε όλους όσοι ενδιαφέρονται καθώς και σε όσους θα θέλαμε να συμμετάσχουν, επειδή πιστεύουμε ότι η συμβολή τους θα ήταν χρήσιμη. Πέρα από αυτή την προεργασία, η ομάδα των συντονιστών προτείνει κείμενα της διεθνούς βιβλιογραφίας ως βασικές αναφορές και συχνά φροντίζει για τη μετάφρασή τους στα ελληνικά. Το άλλο σκέλος, το να πηγαίνουμε «ανοικτοί» για τη συζήτηση, είναι ακόμα πιο κρίσιμο, μια που υπαγορεύει μια ιδιαίτερη στάση: πηγαίνουμε όλοι για να μάθουμε, ο ένας από τον άλλο, για να επεξεργαστούμε στη συζήτηση την κοινή θεματική, για να αντλήσουμε ιδέες για τη δουλειά μας. Μ’ αυτή την έννοια πρόκειται για «εργαστήρια», αφού εκεί κάτι παράγεται που κατατίθεται αργότερα με την έκδοση των αντίστοιχων τόμων. Δεν είναι τυχαίο πως τα κείμενα των τόμων πολύ συχνά έχουν ελάχιστη σχέση με τις αρχικές εισηγήσεις των ίδιων συνεργατών στο εργαστήριο.
Ονομάσαμε τα εργαστήρια «τοπικά», αφενός για να υπογραμμίσουμε το διαλογικό χαρακτήρα των εργαστηρίων –το έργο του Αριστοτέλη, από το οποίο δανειστήκαμε τον τίτλο, πραγματεύεται τη θεωρία του επιχειρήματος, δηλαδή του διαλόγου– και αφετέρου για να δώσουμε ένα θεματικό και ένα χωρικό στίγμα: προχωράμε από ένα συγκεκριμένο θέμα σε ένα άλλο και συναντιόμαστε κάθε φορά και σε διαφορετικό μέρος. Αυτή η τελευταία επιλογή είναι ουσιαστική και όχι τουριστική. Καθώς δεν πάμε για να κάνουμε τις έτοιμες ομιλίες μας και να φύγουμε, «κλεινόμαστε» σε ένα μέρος για τρεις ή τέσσερις μέρες για να δουλέψουμε πραγματικά. Αν και οι συμμετέχοντες αναγκαστικά δεν γίνεται να είναι πολλοί, ώστε να είναι πραγματικά γόνιμος ο διάλογος, η «δυναμική της ομάδας» απαιτεί ανάλογες επιλογές σε χώρους συνάντησης και σε τόπους· και στην Ελλάδα διαθέτουμε απίστευτες τέτοιες δυνατότητες σε μικρά μέρη, φτάνει κανείς να μην επιδιώκει συνεδριακές πολυτέλειες. Δουλέψαμε εξαιρετικά στο παλιό σχολειό της Παχιοράχης της Αίγινας κι ας μην υπήρχε καλά καλά ηλεκτρικό τότε και ενθουσιάσαμε «καλομαθημένους» ξένους συνεργάτες στα Μεστά της Χίου, όπου λίγο πολύ όλο το χωριό έγινε χώρος συνεδριάσεων.
Πώς επιλέγετε τα θέματα των εργαστηρίων;
Καταρχάς, υπάρχει ένα πολύ γενικό και «χαλαρό» πλαίσιο στο οποίο κινούμαστε όλοι μας. Eνώ δηλαδή τα αντικείμενά μας καλύπτουν ένα ολόκληρο φάσμα από την εκπαίδευση ως τη φιλοσοφία –και μάλιστα χωρίς να απουσιάζουν οι φυσικοί επιστήμονες– υπάρχει ένας κοινός άξονας ενδιαφέροντας που σχηματικά αφορά στα ζητήματα της γνώσης. Αυτό φαίνεται καθαρά στο θέμα του πρώτου εργαστηρίου της Ρόδου το 1992 «Πειθαρχία και γνώση», αλλά και σε εκείνα του Ρεθύμνου το 1994 «H μετάδοση της γνώσης στην αρχαιότητα», της Θεσσαλονίκης το 1995 «Γλώσσα και γνώση», της Πάτμου το 1996 «Γνώση και μάθηση», των Μεστών το 2002 «Γνώση χρήσης» ή της Ζακύνθου το 2011 «Τέχνη, γνώση, μαθητεία».
Η επιλογή όμως των θεμάτων προκύπτει τελικά από τα ίδια τα ερευνητικά ενδιαφέροντα των συνεργατών των «τοπικών», από τις προτάσεις τους. Προχωράμε στην οργάνωση ενός εργαστηρίου, όταν διαπιστώνουμε πως το προτεινόμενο θέμα είναι αρκετά συγκεκριμένο ώστε να μπορέσει να αποτελέσει βάση αποδοτικής συζήτησης και ταυτόχρονα αρκετά «ανοικτό» ώστε να επιτρέπει τη διεπιστημονική προσέγγιση που επιδιώκουμε. Ήδη οι πρώτες αντιδράσεις στο κείμενο θέσεων που στέλνουμε ως πρόσκληση αποτελούν ένα δείκτη για την κρισιμότητα του θέματος που επιλέγεται. Και αν ενδιαφερόμαστε για την «κρισιμότητα» των θεμάτων, αυτό δεν σημαίνει πως επιλέγουμε θέματα απλώς επίκαιρα, αλλά ζητήματα για τα οποία σχηματίζουμε την πεποίθηση ότι η αποσαφήνισή τους προάγει τις επιστημονικές αναζητήσεις, τις δικές μας και της συνολικής επιστημονικής κοινότητας. Επιδιώκουμε να ανοίγουμε θέματα και να ανοίγουμε μονοπάτια απεμπλοκής της συζήτησης και της έρευνας.
Αποσκοπείτε επομένως κυρίως στην «εισαγωγή» και επεξεργασία μιας προβληματικής στην ελληνική επιστημονική κοινότητα;
Σαφώς ναι σε ό,τι αφορά την επεξεργασία, όχι όμως την «εισαγωγή». Κι αυτό γιατί πολλές από τις πρωτοβουλίες μας προκύπτουν εξαρχής σε ένα διεθνές ερευνητικό πλαίσιο. Να δώσω τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα. Μια από τις πιο συστηματικές και μακρόχρονες συζητήσεις μας καταγράφηκε στον τόμο για τη Γραφή και ανάγνωση: Για τη χρήση της γλώσσας στις επιστήμες (Αθήνα 2001). Αφετηρία της υπήρξαν δύο μεγάλα ευρωπαϊκά προγράμματα και κοινές αναζητήσεις Ελλήνων, Γερμανών και Γάλλων Πανεπιστημιακών που ξεκίνησαν ήδη το 1985. Το θέμα, που μπορεί να συνοψιστεί στη φαινομενικά απλή ερώτηση «πώς μαθαίνει ένας φοιτητής μαζικού πανεπιστημίου να γράφει και να διαβάζει επιστημονικά κείμενα;», παρέμεινε κρίσιμο όλα αυτά τα χρόνια. Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες προσπάθησαν να το αντιμετωπίσουν — σε πολλές περιπτώσεις επηρεασμένες από τα πορίσματα των ερευνών μας. Αν δει κανείς τις απόψεις που καταγράφονται στον τόμο των «τοπικών» θα διαπιστώσει πως εδώ έχουμε να κάνουμε με το σχεδιάγραμμα μιας πρότασης που απευθύνεται στη διεθνή κοινότητα, μιας πρότασης που άλλωστε έχει επιτυχώς «εξαχθεί» σε άλλες κοινότητες.
Ένα άλλο παράδειγμα αποτελούν τα δύο εργαστήρια που έγιναν στην Αίγινα, το 1997 με θέμα «Ήθος, πολιτικές και επιστημολογία στις κοινωνικές επιστήμες» και το 2003 με θέμα «Φως, Εικόνα-Πραγματικότητα». Και στις δύο περιπτώσεις η συζήτηση ξεκίνησε από ευρύτερους προβληματισμούς και διεθνείς συνεργασίες. Στην πρώτη το εργαστήριο συνδιοργανώθηκε με την Εταιρεία Michel Foucault στο Παρίσι και συγκέντρωσε επιστήμονες από όλη την Ευρώπη σε μια συζήτηση που έθεσε και επεξεργάστηκε προβλήματα που απασχολούν τη διεθνή κοινότητα — θυμάμαι τις απρόσμενες συμβολές των νεαρών αμερικανοθρεμμένων καθηγητών του Πανεπιστημίου της Αγίας Πετρούπολης. Στη δεύτερη συνδιοργανώθηκε με μια ευρωπαϊκή ομάδα, που υλοποίησε στην Αίγινα ένα ευρύτερο πρόγραμμα καλλιτεχνών κυρίως εκδηλώσεων διερευνώντας από διαφορετικές σκοπιές και με διαφορετικά μέσα τη σχέση εικόνας και πραγματικότητας.
Για να αναφέρω κι ένα τελευταίο παράδειγμα, το εργαστήριο που οργανώσαμε στα Μεστά της Χίου το 2002 για τη «Γνώση στις νέες τεχνολογίες» όχι μόνο προέκυψε και πάλι από διεθνείς ερευνητικές συνεργασίες, αλλά επεξεργάστηκε θέματα που δεν έχουν ακόμα καλά καλά αποσαφηνιστεί ούτε στις πιο προηγμένες τεχνολογικά χώρες. Γι αυτό άλλωστε ο αντίστοιχος τόμος δημοσιεύτηκε και σε αγγλική γλώσσα.
Με άλλα λόγια, αν και μας απασχολεί εντονότατα ο όποιος «επαρχιωτισμός» της κοινότητας μας, όχι μόνο δεν τον αναπαράγουμε, αλλά λίγο πολύ τον ανατρέπουμε και προσπαθούμε να εκμεταλλευτούμε παραγωγικά το πλεονέκτημα της απουσίας κατασταλαγμένων και «οχυρωμένων» ρευμάτων και απόψεων.
Πώς μπορεί ο αναγνώστης των τόμων των «τοπικών» να αποκομίσει κάτι από τη συζήτηση και την ιδιαίτερη «στάση» που όπως είπατε χαρακτηρίζει τα εργαστήρια;
Κύριο μέλημά μας όταν σχεδιάζουμε τη δημοσίευση ενός τόμου είναι πράγματι και πάλι να συμβάλουμε στον προβληματισμό και να αποκαταστήσουμε τους όρους συζήτησης. Για να το διατυπώσουμε επιγραμματικά: προσπαθούμε να αναπληρώσουμε το κενό της ακαδημαϊκού διαλόγου, των επιστημονικών εργαλείων και των υλικών έρευνας, προσπαθούμε να φτιάξουμε ένα νέο «δυνητικό» περιβάλλον για τον έλληνα πανεπιστημιακό και πολύ περισσότερο τον προπτυχιακό και μεταπτυχιακό φοιτητή. Έτσι ο κάθε τόμος συγκροτείται από πρωτότυπες δημοσιεύσεις Eλλήνων και ξένων που έλαβαν μέρος στο εργαστήριο αλλά περιέχει και επιλεγμένα κείμενα που δεν έχουν δημοσιευθεί στα ελληνικά και θεωρούνται απαραίτητα για την κάλυψη μιας θεματικής ή αναγκαίες αναφορές της αντίστοιχης συζήτησης. Eπιδιώκουμε ακόμα να παραθέτουμε μια όσο το δυνατό πληρέστερη σχολιασμένη βιβλιογραφία για το θέμα καθώς και μια έκθεση αναφορικά με το σημερινό επίπεδο της διεθνούς έρευνας.
Εργαστήριο και τόμος ανταποκρίνονται επομένως στο κεντρικό για το εγχείρημα των «τοπικών» αίτημα, συγκρότησης ενός κριτικού ακαδημαϊκού δημόσιου χώρου: ενημέρωση, διάλογος, κριτική αντιπαράθεση, έλεγχος και δοκιμή επιχειρημάτων, συλλογική επιστημονική εργασία — αυτά είναι τα ζητούμενα. Και βεβαίως δεν είναι τυχαίο ότι με μια τέτοια θεματική, «Κριτική δημοσιότητα στη σύγχρονη Ελλάδα», οργανώσαμε τον Αύγουστο που πέρασε, στην Απολλωνία της Σίφνου, το τριήμερο επετειακό εργαστήριο των είκοσι ετών, με εικοσιοκτώ ομιλητές όλων των επιστημονικών κλάδων και δύο συναυλίες, ενταγμένες πλήρως στη δημοσιότητα των «τοπικών». Τη δημιουργικότητα του διαλόγου και της ανοικτής έρευνας, που χαρακτήρισε τις εκεί εργασίες μας, θα φροντίσουμε να διοχετεύσουμε στον αντίστοιχο τόμο, προκαλώντας μια ευρύτερη συζήτηση για τη δημόσια σφαίρα που πρέπει οπωσδήποτε να γίνει, όχι μόνο για επιστημονικούς αλλά κυρίως για πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους.
Είκοσι χρόνια
Οι εκδόσεις νήσος, η Εταιρεία Μελέτης των Επιστημών του Ανθρώπου και τα τοπικά, γιόρτασαν τα γενέθλιά τους, στο τέλος του 2012, με ένα μικρό αλλά διαλεχτό τομίδιο, με τίτλο «είκοσι χρόνια». Διάλεξαν, όπως μας λένε, «τα ωραιότερα από τα μικρά κείμενα, αληθινά διαμάντια, με τα οποία κλείνουν οι τόμοι των “τοπικών”: Ζαν Πάουλ, Λούις Κάρολ, Χάινριχ φον Κλάιστ, Ζίγκμουντ Φρόιντ, Χάινριχ Χάινε, Χέγκελ», προσθέτοντας «ένα “έκτακτο δώρο” στον επετειακό μικρό αυτό τόμο, το κείμενο του Βάλτερ Μπένγιαμιν που είχε δημοσιευτεί στον Πολίτη (μία από τις μεγάλες απώλειες για τη δημόσια σφαίρα και την κριτική). Γοητευτικά κείμενα, προκλητική σκέψη, καθαρές ιδέες — εργαλεία για το ξεκλείδωμα μιας σκοτεινής πραγματικότητας, για την αλλαγή της».