του Κώστα Θεολόγου
Στην Καθημερινή (στο φύλλο της 22-23 Δεκ. 2012, σ. 20) δημοσιεύτηκε κείμενο της πρώην υπουργού κ. Άννας Διαμαντοπούλου που αυτοδιαφημίζει την ακράδαντη πεποίθησή της ότι η μεταρρύθμιση στα ΑΕΙ δίνει έναυσμα για αλλαγές που θα μεταμορφώσουν ριζικά την ελληνική κοινωνία.
Ισχυρίζεται, εκεί, ότι «είναι σαφής […] η εντολή του Έλληνα πολίτη για το τέλος του κομματισμού, των πελατειακών σχέσεων και του καθεστώτος της τυραννίας των μειοψηφιών στα πανεπιστήμια». Παραβλέπει ότι οι πελατειακές σχέσεις και ο κομματισμός δημιούργησαν ατροφικές συνθήκες για την ευδοκίμηση του πολίτη στη χώρα μας και επιμένει ότι η μεταρρύθμιση αλλάζει το τοπίο. Με συλλογιστικά άλματα και ισοπεδωτικές έως ανεκδοτικές απλουστεύσεις, θεωρεί ότι είναι στο χέρι μας «να βγούμε από την κρίση […] με μια εκ θεμελίων φορολογική αναμόρφωση, με […] ανατρεπτική αλλά δίκαιη πολιτική στη διοίκηση, στο κοινωνικό κράτος, στη δικαιοσύνη, με ένα νέο εκλογικό νόμο, […] λιτό και ουσιαστικό Σύνταγμα, […] σαφή δυναμική και πολυεπίπεδη εξωτερική πολιτική, […] μια ανάπτυξη βασισμένη στον τόπο, στους ανθρώπους και στα πλεονεκτήματά τους».
Μα είναι τόσο απλό; Ασφαλώς όχι, διότι γίνεται απλούστερο παρακάτω: με πολιτικό σύστημα που«βασίζεται σε κόμματα που εννοούν αυτό που υπόσχονται και πράττουν αυτό που λέγουν, […] προάγουν και υπερασπίζονται το κοινό συμφέρον […] όχι αυτό των συντεχνιών και των ημετέρων». Και καταντάει ξεκαρδιστικό, όταν τα ευκόλως για την ίδια εννοούμενα που προτείνει, εμπλουτίζονται με τη δραματική «αλλαγή υποδείγματος [paradigm κατά Kuhn] σε όλα τα επίπεδα, αρχίζοντας ο καθένας από τον εαυτό του».
Κυρία Διαμαντοπούλου, προσγειωθείτε στην ελληνική πραγματικότητα ή, μάλλον, μείνετε ακίνδυνη όπου βρίσκεστε: σε κάποιο άμβωνα αυταρέσκειας και ποιμαντικής διάθεσης — έτσι εξηγείται η παράθεση τόσων παραινέσεων προς το παντοιοτρόπως πτωχό ποίμνιο.
Τα θρύμματα του ανύπαρκτου επιχειρήματος συντροφεύει στην ίδια σελίδα ο έμπειρος κ. Άγγελος Στάγκος. Αναφέρεται εύστοχα στην ομηρία των πανεπιστημίων, αλλά δείχνει μάλλον αδύνατος στην κοινωνική φυσική, μολονότι θεωρεί αναμφίβολο ότι οι οργανωμένες ομάδες που τρομοκρατούν στα πανεπιστήμια, οι χούλιγκαν των γηπέδων και οι μπαχαλάκηδες αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία. Εμπλουτίζω ερμηνευτικά τη διάταξη «δοχείων» των νέων και με άλλες οργανωμένες-θεσμοθετημένες δυνάμεις που τρομοκρατούν και ισοπεδώνουν συμβάλλοντας στο πανεθνικό μπάχαλο: εννοώ (όχι τον Α. Στάγκο, αλλά) πολλούς δημοσιογράφους που θεραπεύουν την κατευθυνόμενη ενημέρωση, τους επί το πλείστον ανίκανους εγκάθετους ή αιρετούς της πολιτικής εξουσίας σε διάφορες νευραλγικές θέσεις, το αναποτελεσματικό κράτος. Αυτές τις ομάδες εντάσσω στην ίδια διάταξη συγκοινωνούντων δοχείων. Ο επιλεκτικός περιορισμός της διάταξης ευθύνης μόνο στους οργισμένους ή καθοδηγούμενους νέους (καθόλου δεν τους δικαιολογώ!) κάνει εμάς τους πιο μεγάλους να φαινόμαστε ότι εκφράζουμε μιαν ηθικοπλαστική δυσκοιλιότητα ή μια διανοητική φιλαυτία, που δεν ταιριάζει στο πνευματικό/θεσμικό επίπεδο που τοποθετούμε τον πολιτικό ή επαγγελματικό εαυτό μας.
Το νομικό πλαίσιο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν αποτελεί αλλαγή, διότι μια σοβαρή και αποτελεσματική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση πρέπει να περιλαμβάνει εκ γενετής όλες τις βαθμίδες σε έναν λειτουργικά ενιαίο σχεδιασμό. Ουδείς οιηματίας μπορεί να εξαφανίσει, εν μια νυκτί, τα κρίματα και τις αθλιότητες του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Μπορεί, όμως, να σχεδιάσει ένα σύστημα σχολικών βαθμίδων συναρθρωμένων –και συνάμα αυτοτελών– με στόχο την καλλιέργεια της ανύπαρκτης ιδιότητας του πολίτη. Όσοι εσπευσμένα «σε κλίμα μεγάλης πολιτικής έντασης», καθ’ ομολογίαν τους, «κατέθεσαν άξονες» εκπαιδευτικής αλλαγής και διατείνονται ότι αυτή η διαδικασία υπήρξε «μια εθνική δική μας υπόθεση, δεν είχε καμία σχέση με διεθνή επιτροπεία, δεν υπαγορεύτηκε από κάποιον τρίτο, δεν αναμείχτηκε σε αυτήν καμία τρόικα» παραβλέπουν ότι επέλεξαν να τους καταθέσουν στις συγκεκριμένες ιστορικές και πολιτικές συνθήκες και να αποκριθούν στο ερώτημα. Τυχαίο;
Στο ίδιο φύλλο της Καθημερινής απαντήσεις στα παραπάνω βρίσκει κάποιος στο βλέμμα και στις κουβέντες της γλύπτριας κ. Νάτας Μελά, χήρας Άρη Κωνσταντινίδη, που αναφέρεται στη νεοελληνική ξιπασιά και στην απώλεια του μέτρου (σ. 22). Μια ξιπασμένη, συμπληρώνω, επιθυμία (και όχι κάποια ανάγκη) γέμισε τη χώρα με ευτελή ΑΕΙ/ΤΕΙ και άχρηστα πιστοποιητικά σπουδών. Η κ. Μελά προτρέπει να μάθουμε την αξία της υπομονής, να αμφισβητήσουμε την αξία του χρήματος και να κοιτάξουμε στον περίγυρό μας, ώστε να βρούμε ανθρώπους που αξίζουν. Αυτό συνοψίζει μιαν ιδιότητα πνευματική και λέγεται διάκριση. Αυτή η έλλογη ιδιότητα είναι υποδειγματική καθεαυτήν, υπάρχει ως απόσταγμα της παράδοσής μας και δεν προτείνει πομφόλυγες αλλαγής υποδείγματος. Μας επιτρέπει να διακρίνουμε, ίσως εύστοχα, τα θρύμματα και τα κρίματα γύρω μας και οφείλουμε να την καλλιεργούμε ως συστατικό στα σχολεία μας, από τα οποία πρωτίστως πρέπει να βγάζουμε πολίτες και όχι απλώς μάνατζερ ή άλλους απλώς πιστοποιημένους για να συνδεθούν με την αγορά εργασίας.
Ο Κώστας Θεολόγου (ktheolog@central.ntua.gr)διδάσκει στο ΕΜΠ και στο ΕΑΠ