του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου

Ξυλογραφία του Constantle Breton, εικονογράφηση για το βιβλίο του Έντγαρ Αλαν Ποε «Η πτώση του οίκου των Ώσερ»
Στη δουλειά του μηχανικού, η κατεδάφιση ενός μοντέρνου μεγάλου κτιρίου δεν γίνεται συμπτωματικά, αλλά με βάση μια συγκεκριμένη για την περίπτωση μελέτη υψηλής τεχνογνωσίας. Ο μελετητής της κατεδάφισης εστιάζεται στους κρίσιμους κόμβους που βοήθησαν την κατασκευή να σταθεί με επάρκεια, τόσο κατά τη διάρκεια της ανέγερσης όσο και της λειτουργίας της. Με κατάλληλους μηχανισμούς καταστροφής, τα στοιχεία αυτά ανατινάζονται και μαζί τους και το κτίριο.
Η μηχανική των επεμβάσεων των συστημάτων εξουσίας στις σύγχρονες κοινωνίες έχει κρίσιμες αναλογίες με τη μηχανική των κατασκευών. Στη σημερινή Ελλάδα το σύστημα καταστροφής που βρίσκεται σε εξέλιξη στοχεύει ακριβώς στους πυλώνες του μεταπολεμικού (όχι μόνο του μεταπολιτευτικού) συστήματος παραγωγής της χώρας: την πολυτραγουδισμένη «ατμομηχανή της οικονομίας», την οικοδομή, το «δημόσιο», τους ελεύθερους επαγγελματίες και, βεβαίως, την παραοικονομία των μικρών και μεσαίων οικονομικά στρωμάτων.
Τί είναι όμως αυτό που έρχεται να αντικαταστήσει, το παλιό, ποια είναι η νέα κατασκευή στην οποία πρόκειται να κατοικήσουμε;
Σκόνη και σύγχυση
Όποιος έχει παρακολουθήσει στην τηλεόραση σκηνές από κατεδαφίσεις των μεταπολεμικών ευρωπαϊκών εργατικών πολυκατοικιών ή παλιών καζίνων στο Λας Βέγκας, σίγουρα θα έχει εντυπωσιαστεί από τις τεράστιες ποσότητες σκόνης που εκλύονται κατά τη διάρκεια της καταστροφής. Όμοια με τη σκόνη των κατεδαφίσεων, στο κοινωνικό πεδίο της ελληνικής πραγματικότητας ένα πλήθος «μαγικών εικόνων» κατακλύζει το μυαλό μας και συσκοτίζει τη φύση των εξελίξεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ,ενώ μας λένε ότι ο ρόλος του κράτους πρέπει να μειωθεί δραστικά, την ίδια ώρα η δύναμή του πολλαπλασιάζεται τερατωδώς, αφού μπορεί να πουλήσει σε μία μέρα όλη τη γη, τη θάλασσα, το νερό και τον αέρα της χώρας. Ή ότι όταν όλη η μέριμνα για το δημόσιο είναι η απόλυση όλο και περισσότερων υπαλλήλων του, όχι όμως η οικοδόμηση μιας στιβαρής δημόσιας διοίκησης σαν αυτή της Γαλλίας ή της Γερμανίας…
Η σύγχυση είναι τεράστια και παραλυτική, ενώ μεγεθύνεται από κάθε είδους μεγάφωνα που εγκαλούν με φρασεολογία κατηχητικού της δεκαετίας του 1950 έναν ολόκληρο λαό, ότι έχει αμαρτήσει επειδή έζησε σ’ αυτό το σύστημα (!), οπότε πρέπει να εξαγνιστεί διά μιας διαρκούς τιμωρίας, ώστε να μπορεί να ελπίζει στη Δευτέρα Παρουσία.
Όμως, η σύγχυση δεν αφορά μόνο τη σημερινή φάση της ελληνικής κοινωνίας. Υπήρξε ενδημική σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο, καθώς ένα από τα χαρακτηριστικά του συστήματος παραγωγής ήταν το «ψάρεμα στα θολά νερά». Όταν όμως οι όποιες «κατακτήσεις» της κοινωνίας λαμβάνουν χώρα στη βάση θολών συμφωνιών κάτω από το τραπέζι, τότε δεν υπάρχει συνείδηση ούτε της κατάκτησης ούτε της θέσης της σε ένα ευρύτερο πλαίσιο λειτουργίας. Τέτοιου είδους «κατακτήσεις» εύκολα μπορούν να θεωρηθούν ως «ανωμαλίες» σε μια μεταγενέστερη ψευδοορθολογική προσέγγιση των πραγμάτων. Τέτοια ήταν και η περίπτωση της παραοικονομίας, που παραχωρήθηκε άτυπα για να υποκαταστήσει τις λειτουργίες τις οποίες δεν πρόσφερε το ελληνικό κράτος σε αντίθεση με άλλα εύρυθμα ευρωπαϊκά.
Οπότε; Πώς θα κάνουμε πέρα τη σκόνη, ώστε να προσδιορίσουμε τα χαρακτηριστικά της νέας κατασκευής που προορίζεται για μας;
Αυτό που έρχεται
Καθώς το σύστημα καταστροφής συνδέεται όχι μόνο με αυτό που κατεδαφίζει αλλά και με αυτό που προορίζεται να μπει στη θέση του, η μελέτη του μπορεί να μας βοηθήσει να δούμε με διαύγεια τις επερχόμενες εξελίξεις.
Πρώτα απ’ όλα, ο εργολάβος είναι ο ίδιος. Αυτός που οικοδόμησε το προηγούμενο σύστημα είναι ο ίδιος με αυτόν που ανέλαβε την κατεδάφιση αλλά και την ανέγερση του νέου. Ο εργολάβος (αυτός που διακριτικά ονομάζουν «ξένος παράγοντας», σαν την «επάρατη» νόσο που δεν θέλουν να πουν το όνομά της) αλλά και οι εγχώριοι υπεργολάβοι (το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, αυτοί που βγάζουν λεφτά κάνοντας μεγάλες δουλειές με το «κράτος» και τα ΜΜΕ που συνδυάζονται με τα παραπάνω) είναι οι ίδιοι ή, έστω, της ίδιας φύσης, ακόμα και όταν δεν είναι τα ίδια συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα. Ένα το κρατούμενο.
Αν αφήσουμε τη σκόνη της κατεδάφισης να κατακάτσει, θα δούμε ότι, παρά την ελεεινολογία για την παλιά κατάσταση, δομικά της χαρακτηριστικά παίζουν πρωτεύοντα ρόλο και στο επόμενο μοντέλο. Το δικαίωμα στην αυθαιρεσία που κρατάει το κράτος για τον εαυτό του, σαν τον δεσπότη στον ασιατικό τρόπο παραγωγής, είναι ένα από αυτά. Έπειτα, αυτό που ονομάζεται «ανικανότητα του πολιτικού συστήματος» συνεχίζει να συνιστά ένα από τα λειτουργικά στοιχεία και της νέας κατάστασης. Το ίδιο και η παραοικονομία, με τη διαφορά ότι δεν επιτρέπεται να αφορά πια τα μικρά και μεσαία στρώματα. Μαζί με όλα αυτά, συνεχίζεται η σχεδόν αυτονόητη ασυλία όσων έβλαψαν με ισχυρό τρόπο τα συμφέροντα του ελληνικού δημοσίου. Για παράδειγμα, έχει γραφεί χωρίς να διαψευστεί ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες ζημίωσαν πάνω από 25 δισ. ευρώ το κράτος (περίπου 13,5 δισ. είναι τα τελευταία επαχθή μέτρα του Μνημονίου), και βεβαίως δεν έχει προβλεφθεί κάποια σχετική έρευνα ή αποτίμηση (πόσο μάλλον για θλιβερές υποθέσεις τύπου C4I).
Εκτός όμως από τα κοινά χαρακτηριστικά του παλιού και του νέου συστήματος υπάρχουν και πολύ κρίσιμες διαφορές. Η τεράστια μικρομεσαία τάξη που έπρεπε να κατασκευαστεί και να αναπτυχθεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οδηγείται μαζικά σε ανάστροφη πορεία προς την εξάλειψη. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις που έχουμε από τις επιμέρους και σταδιακές καταστροφές που έχουν ήδη λάβει χώρα, οδεύουμε σε ένα σύστημα όπου φαίνεται ότι η μικρή και η μεσαία επιχειρηματικότητα δεν θα έχει πλέον θέση στο σύστημα, τα συνταξιοδοτικά Ταμεία θα είναι κατεστραμμένα, οι καταθέσεις των πολιτών ακραία συρρικνωμένες — κάτι σαν τη Ρουμανία του Τσαουσέσκου στα τελευταία της. Ή, αν συνυπολογίσουμε τα τρομακτικά ποσοστά ανεργίας και την απεμπόληση των κρατικών περιουσιακών στοιχείων — κάτι σαν τη Ρουμανία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Εξαιρετικά κρίσιμη είναι μια άλλη διαφορά: για τα ενδιαφέροντα του διεθνούς συστήματος, η παραγωγή έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα. Πολύ σχηματικά, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι στη νέα εποχή δεν υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες για μια εκ νέου ανέγερση των ελληνικών πόλεων στα ερείπια των παλιών, έστω υπό ασύμφορες για τους τωρινούς κατοίκους συνθήκες, π.χ. από έναν ή δύο μόνο επιχειρηματικούς ομίλους και με πολύ ακριβές τιμές. Το πιθανότερο είναι ότι τα κατασχεμένα και ρημαγμένα διαμερίσματα στην Κυψέλη ή στους Αμπελόκηπους να παραμείνουν ως έχουν, αποτελώντας απλώς την υλική βάση χρηματιστηριακών άυλων τίτλων με μια επωνυμία τύπου «Αθηναϊκά Ακίνητα», που θα διατίθενται στις πλανητικές αγορές. Αν το επεκτείνουμε αυτό σε όλα τα πεδία, το σύστημα που έρχεται θα κάνει διαχείριση της ζωής μέσα στα χαλάσματα της κατεδάφισης, όχι νέες κατασκευές. Συμβολικά και κυριολεκτικά.
Οπότε;
Εμείς δεν είμαστε θεατές των εξελίξεων αλλά τα υποκείμενά τους. Άρα οφείλουμε να αναρωτηθούμε κατεπειγόντως: «Μας κάνει το σχέδιο του εργολάβου;». Αν όχι, τότε δεν είναι υποχρεωτικό να εκπονήσουμε για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία μας ένα δικό μας; Όχι μόνο μικρο-σχέδια για να προστατέψουμε τα μάτια μας από τη σκόνη της κατεδάφισης ή για να αποφύγουμε να μας πλακώσουν οι πλάκες που πέφτουν. Κι αυτά χρήσιμα είναι ασφαλώς, αλλά στη σημερινή συγκυρία καταλήγουν να είναι κάτι σαν παρηγοριά στον άρρωστο. Μιλάμε για ένα σχέδιο συνολικό, για το πώς θέλουμε να είναι το κτίριο του άμεσου μέλλοντός μας. Οι απαντήσεις πρέπει να έρθουν γρήγορα και να είναι μελετημένες, συγκεκριμένες, πρακτικές, σε αντιστοιχία με την πραγματικότητα τη δική μας, αλλά και αυτής που μας περιβάλλει.
Το ζήτημα είναι ότι ακόμα κι αν θέλαμε να συνεχίσουμε το «ψάρεμα στα θολά νερά», επειδή στο κάτω κάτω έτσι είμαστε συνηθισμένοι, αυτό δεν μπορεί να γίνει πια: Μας έχουν ρουφήξει όλο το νερό.
Ο Γ. Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Τα βιβλία του «Έξοδος», «Σου έχει μείνει καθόλου περιουσία;» και «Η Γη τρέμει!» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια»
Ξυλογραφία του Constantle Breton, εικονογράφηση για το βιβλίο του Έντγαρ Αλαν Ποε «Η πτώση του οίκου των Ώσερ»
Πίνγκμπακ: Σύστημα παραγωγής και καταστροφής !!! « Paganeli