του Γρηγόρη Αμπατζόγλου και του Δημήτρη Πλουμπίδη
Κυκλοφορεί αυτές τις μέρες, από τις εκδόσεις University Studio Press (μετ. Γρ. Αμπατζόγλου) το βιβλίο του ψυχιάτρου Stanislas Tomkiewicz Η κλεμμένη αυτοβιογραφία. Είναι ένα είδος προσωπικής και επιστημονικής αυτοβιογραφίας, η οποία, ξεκινάει από την εφηβεία του συγγραφέα στο γκέτο της Βαρσοβίας και στο στρατόπεδο Μπέρκεν-Μπέλσεν, την οποία συνδέει με τη μετέπειτα ψυχιατρική του δουλειά με αποκλεισμένους εφήβους. Ως γνωριμία με αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο, δημοσιεύουμε εκτενή αποσπάσματα από το επίμετρο των επιμελητών Γρηγόρη Αμπατζόγλου και Δημήτρη Πλουμπίδη.
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Πρόκειται για ένα βιβλίο που αποκτά μια συναρπαστική επικαιρότητα στις μέρες μας, καθώς θέτει μια σειρά από ζητήματα που αφορούν την κοινωνική, πολιτική και επαγγελματική δέσμευση των επαγγελματιών στον χώρο της ψυχικής υγείας. Αποτελεί, συγχρόνως, μια συναρπαστική αφήγηση, μια ζωντανή μαρτυρία, για μια σειρά από μείζονα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα και την κοινωνική συνείδηση πολλών ανθρώπων, αλλά και μια μελέτη των ψυχολογικών μηχανισμών, χωρίς καμία όμως διάθεση «ψυχολογισμού», που επιτρέπουν σε παιδιά και εφήβους να αντιμετωπίζουν καταστροφικά κοινωνικά γεγονότα και πένθη και να συνεχίζουν τη ζωή τους.
Στα πρώτα κεφάλαια αφηγείται τη ζωή του, του εβραίου εφήβου αστικής καταγωγής, στην κατεχόμενη Πολωνία, στο γκέτο της Βαρσοβίας και στο ναζιστικό στρατόπεδο Μπέρκεν-Μπέλσεν. Πώς επέζησε και βρέθηκε μόνος του στη Γαλλία, μετά τον πόλεμο.
Σπούδασε ιατρική και στη συνέχεια αφιέρωσε την επαγγελματική του ζωή, ως ψυχιάτρου, στη φροντίδα των ανεπιθύμητων της ψυχιατρικής, όπως τα βαριά καθυστερημένα παιδιά και οι παραπτωματικοί έφηβοι.
Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται σε μια πολύπλευρη ανάλυση της διαμόρφωσης της νέας πραγματικότητας άσκησης της ψυχιατρικής στη Γαλλία, τις δεκαετίες του 1960 και 1970, με τις κατακτήσεις, τις αντιφάσεις και τους περιορισμούς της. Τόσο η προσωπική πορεία του συγγραφέα, όσο και η πραγματικότητα των ψυχιατρικών ιδρυμάτων αυτής της περιόδου σκιαγραφούνται μέσα από την εξιστόρηση της λειτουργίας ενός ιδρύματος για καθυστερημένα παιδιά και ενός εμβληματικού κέντρου υποδοχής παραπτωματικών εφήβων. Η μαρτυρία αυτή αποτελεί σήμερα ένα μεγάλο μάθημα ανθρωπισμού, αλλά και ψυχιατρικής ευρηματικότητας, για όσους εργάζονται με νέους ανθρώπους που βρίσκονται σε σύγκρουση με τις συνήθεις κοινωνικές παραδοχές.
Όσο προχωράει το βιβλίο γίνεται συγκλονιστικό, ακολουθώντας την αλληλουχία ανάμεσα στα γεγονότα της ζωής και την ανάδυση αυτών που ήταν θαμμένα στα «εσώψυχα» του συγγραφέα, δηλαδή τα ακραία τραυματικά γεγονότα της εφηβείας του και τους τρόπους που βρήκε ώστε να τ’ αντιμετωπίσει, να χτίσει τις ψυχικές του άμυνες, λιγότερο ή περισσότερο αποτελεσματικές.
Ο Σ. Τόμκιεβιτς έχει γράψει και ένα δεύτερο βιβλίο, C’est la lute finale etc (Στον αγώνα ενωμένοι κλπ.), La Martiniere, 2003, συμπληρωματικό σε αρκετά σημεία του βιβλίου που παρουσιάζουμε, όπου όμως αφηγείται κριτικά κυρίως την κομμουνιστική πολιτική του ένταξη, τη συμπαράταξή του με το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο της Αλγερίας, τις σαφείς αποστάσεις που πήρε από την πολιτική του Ισραήλ, τη σταδιακή «ήρεμη» απομάκρυνσής του από το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα.
***
Ο Σ. Τόμκιεβιτς ανήκει στη μεγάλη πλειοψηφία των επιζώντων του Ολοκαυτώματος, αλλά και άλλων καταστροφών, που έθαψαν μέσα τους για πολλά χρόνια τα τραύματα εκείνης της εποχής πριν μπορέσουν να μιλήσουν γι’ αυτά. Οι μελέτες που έχουν αφιερωθεί στους μηχανισμούς που επιτρέπουν σε ανθρώπους που έχουν υποστεί βαριά ψυχικά τραύματα να επιζήσουν και να συνεχίσουν τη ζωή τους συμφωνούν ότι αυτά μπορούν να γίνουν, σε κάποιο βαθμό, αντικείμενο αφήγησης μόνο όταν οι μηχανισμοί επούλωσης έχουν προχωρήσει αρκετά και έχουν κατακτηθεί θέσεις στην πραγματική ζωή. […]
Ένα άλλη εύρημα από το σύνολο αυτών των αφηγήσεων [έχουν αναφερθεί πριν, τα έργα Γραφή ή Ζωή του Χ. Σεμπρούν, Η αυτοβιογραφία ενός σκιάχτρου του Μπ. Σιρουλνίκ και Αν αυτό είναι ο άνθρωπος του Πρ. Λέβι] και των μελετών, που επιβεβαιώνει ο συγγραφέας είναι ότι συχνά αυτά τα παιδιά ή έφηβοι επιλέγουν αργότερα επαγγέλματα με έντονη την κοινωνική προσφορά, που παραπέμπει τόσο στην επούλωση των τραυμάτων τους, όσο και στην κοινωνική προσφορά χάρη στην οποία επέζησαν. […]
Ο Σ. Τόμκιεβιτς βρέθηκε μόνος και φυματικός στη Γαλλία. Παρά τη φιλοδοξία του να εργαστεί στο πιο αναγνωρισμένο και επίσημο πανεπιστημιακό ίδρυμα που αντιπροσώπευε τη γαλλική ψυχιατρική, το νοσοκομείο της Σαλπετιέρ, η πορεία του τον έφερε κοντά στη φροντίδα των βαριά καθυστερημένων παιδιών και των παραπτωματικών εφήβων, όπου τα δικά του βιώματα, σε συνδυασμό με τις ιατρικές γνώσεις, άνοιξαν καινούργιους δρόμους για να «ακουστούν» αυτά που δεν μπορούσαν τα παιδιά αυτά να πουν ή τα έλεγαν με τις πράξεις τους. Μια φράση του παραπέμπει στα αδιέξοδα που αντιμετωπίσαμε και στην Ελλάδα στους ξενώνες των προγραμμάτων αποασυλοποίησης των μεγάλων ψυχιατρικών ιδρυμάτων, ότι δηλαδή οι καλές συνθήκες διαβίωσης στα ιδρύματα δεν αρκούν, καθώς δεν παράγουν απολύτως τίποτα αν δεν συνοδεύονται από προγράμματα εκπαίδευσης. Επίσης, η αφήγησή του μας δίνει μια εικόνα της αλληλουχίας κοινωνικών και προσωπικών παραγόντων, που επιτρέπουν τη δημιουργική λειτουργία των ιδρυμάτων, καθώς και της ρήξης αυτής της αλληλουχίας σε κάποιο σημαντικό της σημείο, που μπορεί να φέρει την παρακμή, παρά την έντονη παρουσία και προσφορά τους.
***
Ο συγγραφέας ανήκει σε μια γενιά που επηρεάστηκε βαθιά από την ψυχανάλυσης και πολλοί σύγχρονοί του έγιναν ψυχαναλυτές. Ο ίδιος, παρά το ενδιαφέρον του για την ψυχαναλυτική θεωρία και την αναγνώριση του ευεργετικού ρόλου της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας δεν μπόρεσε να προχωρήσει σε αυτή, για λόγους που μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε, αν αναλογιστούμε το βαρύ τραυματικό φορτίο, το οποίο τον «στοιχειώνει». Ο ίδιος αναφέρεται διεξοδικά σε αυτό το ζήτημα, συνδέοντας τους προσωπικούς του λόγους με τον γενικότερο κοινωνικοπολιτικό του προβληματισμό.
Η εμμονή των ψυχαναλυτικών σχολών (εκτός συγκεκριμένων εξαιρέσεων σε διάφορες ιστορικές στιγμές) στην «αξία» του χρήματος ως απαραίτητου όρου στην αλληλουχία των συνεδριών και στο ίδιο το νόημα της θεραπείας, βρίσκει κριτικά διακείμενο και προβληματισμένο τον συγγραφέα, καθώς η απόλυτη αυτή θέση τελικά αντιστοιχεί στην κοινωνική οπτική συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Δεν μπορεί παρά να προκαλέσει την αντίθεση όσων η κοινωνική ιδεολογία αναγνωρίζει τον κατεξοχήν δημόσιο χαρακτήρα των υπηρεσιών υγείας και την δωρεάν παροχή υπηρεσιών ως δικαίωμα των ασθενών. Αναφέρει την παρατήρηση των νοσοκόμων της Sainte Anne, ότι οι ειδικευόμενοι περνούσαν από το νοσοκομείο για 2-3 ώρες, υποτιμώντας έτσι τη δουλειά με τους ψυχικά πάσχοντες και χρησιμοποιώντας τον μισθό τους για την προσωπική τους ανάλυση, που θα τους επέτρεπε στη συνέχεια να γίνουν ψυχαναλυτές και να αποκτήσουν ιδιωτική πελατεία. Προσθέτει χαριτολογώντας ότι σίγουρα η ψυχανάλυση θα τον είχε θεραπεύσει από την κομμουνιστική ιδεολογία.
Σε πολλά σημεία της αφήγησης τονίζει όμως ότι ο κύριος λόγος που απέφυγε την ψυχανάλυση ήταν η αδυναμία του να βιώσει, με έναν ψυχαναλυτή, τα βαρύτατα τραυματικά γεγονότα που κρατούσε θαμμένα μέσα του, να συνδέσει τα βιώματα με τα συναισθήματα. Αυτά μπορούσε κάποτε να τα αγγίζει μέσα από χιουμοριστικές διηγήσεις. Όταν ζήτησε τη γνώμη του φίλου J. Huppert (βιολόγου και ερευνητή με ανάλογα τραυματικά βιώματα και αίσθηση του χιούμορ), για την πρώτη καθυστερημένη, «χαριτωμένη» και ουδέτερη αφήγησή του για το γκέτο της Βαρσοβίας, αυτός του απάντησε: «Ο Τεντέν στην κόλαση». Για το χειρότερο από τα βιώματά του, την εγκατάλειψη των γονιών του μέσα στο τρένο που τους οδηγούσε στο θάνατο δεν μπόρεσε να μιλήσει παρά σε μαγνητόφωνο και δεν ξανάκουσε ποτέ την κασέτα.
***
Ο τρόπος που διαχειρίστηκε την ιστορία της ζωής του, η κλεμμένη του εφηβεία, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την πλήρη συμμετοχή του στα γεγονότα του Μάη του 1968. Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι η άνθηση των κινημάτων υπέρ των ασθενών, που ακολούθησαν, του επέτρεψαν να υπάρχει δημιουργικά μέσα στον δημόσιο τομέα. Μας δίνει μια διεισδυτική και πρωτότυπη ματιά για αυτά τα κινήματα, όπως την αντιψυχιατρική και την ιδιαίτερη ψυχιατρική παρέμβαση του G. Basaglia.
H ζωή και το έργο του Τόμκιεβιτς χαρακτηρίζονται από μια αυθεντική, ζωντανή και βασανισμένη δέσμευση σε ανθρώπινες υποθέσεις μεγάλης σημασίας. Αντιτάχθηκε σθεναρά στην απόρριψη και την απάνθρωπη περιφρόνηση από την πλευρά της Ιατρικής των παιδιών με πολλαπλές αναπηρίες, στην υπεροψία και την τυφλή σκληρότητα της ακαδημαϊκής ψυχιατρικής απέναντι στις υστερικές γυναίκες. Συμμερίστηκε το βαθύ ανθρώπινο δράμα των αποκλεισμένων παραπτωματικών εφήβων. Τον απασχόλησε σοβαρά η βία των ιδρυμάτων και των θεσμών, η βία εναντίον των παιδιών και των αδυνάτων, από όπου και αν προέρχεται. […]
Θα επιθυμούσαμε να κλείσουμε αυτό το κείμενο με τα λόγια ενός στενή μαθητή του Τόμκιεβιτς, του Moisse Assouline: «Μια άλλη παράδοξη δύναμή του ήταν η ικανότητα να συμφιλιώνει ακραίες τοποθετήσεις, παραμένοντας ριζοσπαστικός και καθόλου τυποποιημένος».
Με χαρά και συγκίνηση χαιρετίζω την εμπνευσμένη πρωτοβουλία σας, σαν η τελευταία προ σύνταξης φοιτήτριά του, που είχα την τύχη να είμαι…
Ντίνα Τζιμογιάννη
Κλινική Ψυχολόγος