Για τον επαναπατρισμό μιας αμφίσημης έννοιας στις δημόσιες πολιτικές
του Δημήτρη Χριστόπουλου

Ζαν Μέτσινγκερ, «Η Σφίγγα», 1920
Στις μέρες μας, μιλάμε συνέχεια για μεταρρυθμίσεις χωρίς να προσδιορίζουμε για τι συζητάμε.[1] Ξεκινώ λοιπόν από την αυτονόητη παραδοχή ότι ‘μεταρρυθμίσεις’ κενές περιεχόμενου δεν δύνανται να υπάρχουν διότι καμιά διαδρομή δεν έχει νόημα αν δεν αναφέρουμε «από πού προς πού». Έτσι και η μεταρρύθμιση. Όσο σημαντική όμως είναι η μεταρρύθμιση για το νεοφιλελευθερισμό, διότι με αυτήν καταστρέφει και δημιουργεί, άλλο τόσο είναι για ένα πειστικό πρόγραμμα ανατροπής του. Διότι και αυτό καλείται και να καταστρέψει αλλά κυρίως να δημιουργήσει.
Ποια μεταρρύθμιση;
Η κυρίαρχη περί μεταρρύθμισης αντίληψη κανοναρχεί σε όλα τα πεδία οικονομικής και κοινωνικής ζωής τις νέες αλήθειες της τεχνολογίας του κυβερνείν, με τον ίδιο τρόπο που οι αλήστου μνήμης κεντρικές επιτροπές του ΚΚΣΕ έθεταν τη σοβιετική κοινωνία ενώπιον απίθανων πλάνων παραγωγής με προβολή δεκάδων ετών στο μέλλον και φυσικά ολέθρια αποτελέσματα: όπως ακριβώς ακούμε εδώ και μερικά χρόνια τους ενσαρκωτές του κυρίαρχου μεταρρυθμιστικού λόγου να υπαγορεύουν το μέλλον μας μέσω προβλέψεων που διαρκώς διαψεύδονται.[2]
Η εύλογη επιφύλαξη έναντι του νεοφιλελεύθερου μεταρρυθμισμού που ισοπεδώνει την κοινωνία εντείνεται από μια, κατά την άποψή μου, μονοδιάστατη κατανόηση της ιστορικής συνθήκης που βιώνουμε. Η κατανόηση αυτή, ανθρώπινη ως πρώτου χρόνου αντίδραση, αποδίδει μονομερώς έμφαση στο «κράτος που υποχωρεί» λόγω της συρρίκνωσης του δημοσίου τομέα χωρίς να σκέπτεται επαρκώς το κράτος που δημιουργείται. Το νεοφιλελεύθερο δόγμα δεν αρκείται στο να καταστρέφει. Συνάμα, συγκροτεί μια νέα τεχνική διακυβέρνησης με νέα θεσμικά εργαλεία που σήμερα αναζητούνται. Οι τετριμμένες θεωρητικοποιήσεις του κράτους που οπισθοχωρεί δε πρέπει να μας εμποδίζουν να σκεφτούμε τη συνθήκη υπό μιαν άλλη οπτική: αυτήν της επέκτασης του κράτους. Να σκεφτούμε δηλαδή ότι «λιγότερο κράτος» μπορεί με μιαν έννοια να σημαίνει παραδόξως «άλλο ή κι άλλο κράτος». Ένα κράτος που δεν επεμβαίνει στην οικονομία θα χρειαστεί να ισοσκελίσει την απουσία του με δραστικές πολιτικές αλλού. Έναντι άλλων, ένα μη παρεμβατικό (στην οικονομία) κράτος είναι κατ’ανάγκην ένα επεκτατικό κράτος στις πολιτικές ιδεολογικής χειραγώγησης και ποινικής καταστολής.[3]
Το διφυές περιεχόμενο του νεοφιλελεύθερου μεταρρυθμισμού
Ο Foucault τεκμηριώνει πως οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις δεν αρκούνται στο να ενδυναμώσουν τις αγορές μέσα από τις κλασσικές πολιτικές του laissez-faire, αλλά γενικεύουν το μοντέλο του ανταγωνισμού αυτού σε όλες τις σφαίρες της δημόσιας ζωής (Foucault 2008: 120-1). Η πορεία αυτή οδηγεί ουσιαστικά στον εκφυλισμό της πολιτικής κυριαρχίας ως ημι-αυτόνομης βαθμίδας αναπαραγωγής ισχύος και ανταγωνισμού στρατηγικών από ρυθμίσεις –και όχι απλώς απορρυθμίσεις – που υπαγορεύονται αδιαμεσολάβητα από την αγορά. Αυτό δηλαδή που βιώνουμε σήμερα. Αν λοιπόν ο homo oeconomicus του 18ου αιώνα έβλεπε την ατομικότητά του ως έναν ζωτικό χώρο του οποίου η ιδιοκτησία και τα συμφέροντα ορθώνονται ενάντια στο κράτος, ο επίγονός του δεν αντέχει τίποτε από το δικαίωμα της αντίστασης και το κριτικό πνεύμα που κληροδότησε ο πρώιμος συνταγματικός φιλελευθερισμός στη νεωτερικότητα. Η νεοφιλελεύθερη ενσάρκωση της μεταρρύθμισης δεν θέλει ατίθασους εγωϊστές αστούς, όπως θα έλεγε ο Μαρξ, αλλά κάτι άλλο. Επιζητεί απολύτως διαχειρίσιμους κυβερνήσιμους ανθρώπους (Foucault, 2008: 270-1).
Αναλύοντας λοιπόν τις δημόσιες πολιτικές που θεμελιώνονται σε αυτή τη στρατηγική, η νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση παρουσιάζεται απλοϊκά, σχηματικά – και σε τελευταία ανάλυση παραπλανητικά– ως μια απλή μετατόπιση του ορίου επιρροής των αγορών που τείνουν να κυριαρχήσουν σε βάρους του κράτους που υποβαθμίζεται. Υιοθετώντας αυτήν την αντίληψη, η αριστερά συγκροτεί ένα λόγο αναχώματος, ανάσχεσης των μεταρρυθμίσεων, έναν λόγο που παλεύει κόντρα στον καιρό να σώσει «οτιδήποτε αν σώζεται», όπως λέει και ένας αριστερός τραγουδοποιός που συντάσσεται με αυτήν τη γραμμή. Το αποτέλεσμα είναι ένας απεγνωσμένος αγώνας χαρακωμάτων. Ο αγώνας αυτός δεν μπορεί να γλυτώσει τον στιγματισμό του «μασκαρεμένου» ή «αριστερού» συντηρητισμού, καθώς ο υπέρ πάντων αγώνας υπέρ των κεκτημένων δικαιωμάτων δεν μπορεί, δεν θέλει, δεν προλαβαίνει (δεν έχει σημασία τι) να διακρίνει μεταξύ κακώς νοούμενων «κεκτημένων» και καλώς νοούμενων «δικαιωμάτων» υπερασπίζοντας και τα δύο με την ίδια ένταση. Και φυσικά, εδώ υπάρχει πρόβλημα, το οποίο δεν μπορούμε να προσποιούμαστε ότι δεν είναι κρίσιμο μόνο και μόνο επειδή δεν είναι το πιο κρίσιμο. Με αφετηρία αυτήν την κατανόηση, αναδεικνύεται κατά την άποψή μου, η κομβική αναγκαιότητα ενός άλλου λόγου περί μεταρρυθμίσεων.
Μεταρρυθμιστικές αντιφάσεις
Στο σύγχρονο πολιτικό βίωμα υπάρχει μια εκπληκτική αντίφαση μεταξύ ιδεολογικής ηγεμονίας και πρακτικής επίδοσης του νεοφιλελεύθερου μεταρρυθμισμού. Αυτή η αντίφαση θέλει περισσή σκέψη και επεξεργασίες. Είναι εντυπωσιακό πόσες στερεοτυπικές κοινοτοπίες συνεχίζουν να είναι πεποίθηση για την κρίση[4] σε ένα σημαντικό αριθμό ανθρώπων, παρά την εκκωφαντική πραγματικότητα που τις διαψεύδει και κυρίως παρά το ότι οι ίδιοι άνθρωποι ριζοσπαστικοποιούνται συνεχίζοντας να τις αναπαράγουν. Τέτοιου είδους αντιλήψεις ενδημούν σε όλο το πολιτικό φάσμα συμπεριλαμβανομένης και της αριστεράς παρόλο που εκλογικά ισχυροποιείται. Η εκ πρώτης όψεως αυτή αντίφαση δείχνει να είναι άλυτη αν δε λάβει κανείς σοβαρά υπόψη του την δεύτερη υποδόρια «δημιουργική» και όχι «καταστροφική» διάσταση των μεταρρυθμίσεων που προωθούνται, αυτήν δηλαδή που εξαρχής υπαινίσσομαι ότι πρέπει να μελετήσουμε περισσότερο.
Σε όλες πάντως τις περιπτώσεις βιώνουμε (και εξαιτίας των αντιφάσεων αυτών) μια απολύτως μη προβλέψιμη πολιτική συνθήκη ανάλογα με το κράτος στο οποίο προωθούνται οι μεταρρυθμίσεις αυτές. Άλλη έκβαση λοιπόν στη Τουρκία και άλλη στην Ελλάδα, στη Σερβία ή την Κροατία, τη Χιλή ή το Περού, την Ταϋλάνδη ή την Ινδονησία, για να αλλάξουμε γεωπολιτική ζώνη, και πάει λέγοντας. Διάλεξα επίτηδες αυτά τα ζευγάρια γειτονικών κρατών που δείχνουν πώς στη μια περίπτωση οι μεταρρυθμίσεις αυτές δημιουργούν επιδόσεις που αντιμετωπίζονται ως success story και στην άλλη δημιουργούν ως και κράτη παρίες, failed states. Και αυτό διότι οι εξόχως επικίνδυνες ιστορικές στροφές στις οποίες εκθέτει τις κοινωνίες ο νεοφιλελεύθερος μεταρρυθμισμός σε απολύτως ολισθηρό έδαφος, οδηγεί κάποια κράτη στον απόλυτο εκτροχιασμό ενώ άλλα στην πειθάρχηση και τη χειραγώγηση σε βιωτικούς ρυθμούς εξαθλίωσης των μαζών αλλά σε δείκτες υψηλής καπιταλιστικής ανάπτυξη[5] Ενώπιον αυτού του διλλήματος θέτουν οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις την Ελλάδα σήμερα μέσω του ερωτήματος «ή μέτρα ή χάος». Το πραγματικό όμως δεδομένο που πλέον δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από το διαζευκτικό «ή-ή» είναι μια ολέθρια σωρευτική επίδοση αρνητικού αθροίσματος: «και μέτρα και χάος». Και χρεοκοπία και λιτότητα. Αυτό είναι το μη συμψηφίσιμο ρίσκο των μεταρρυθμίσεων που επιχειρούνται στην πορεία πειραματικής εδραίωσης ενός νέο-φιλελεύθερου κράτους στην Ευρώπη του Νότου. Ενός κράτους που δεν επιφυλάσσει στον εαυτό του το ρόλο του διαιτητή στους κοινωνικούς ανταγωνισμούς, όπως μαθαίναμε κάποτε, ούτε καν του κλασσικού νυχτοφύλακα της αγοράς, αλλά κάτι πιο διαστροφικά δημιουργικού: του διαχειριστή της έντασης του κοινωνικού αυτοματισμού όλων έναντι όλων. «Για να μιλήσουμε αμερόληπτα», έγραφε ο Hobbes το 1651, «ο άνθρωπος έναντι του ανθρώπου είναι ένα είδος θεού και ο άνθρωπος έναντι του ανθρώπου λύκος». Αυτό είναι λοιπόν και το απόλυτο ρίσκο του φαρμάκου των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που οδηγεί σε «παράπλευρες απώλειες» όπως η άνοδος του νεοναζισμού, που βιώνουν στην πιο ακραία μορφή χώρες όπως η Ελλάδα.
Μεταξύ λοιπόν, αυτής της «μεταρρύθμισης» και του «παλιού καθεστώτος» με όλα του τα στραβά –σου λέει ο συντηρητικά σκεπτόμενος άνθρωπος– ας μείνουμε στο παλιό. Ειδικά τώρα, εξάλλου, που ζητούμενο είναι η ανάσχεση αυτής της άνευ προηγουμένου επίθεσης αναδιανομής ισχύος και πλούτου, το τελευταίο που θα σκεφτούμε είναι οι μεταρρυθμίσεις. Η θέση αυτή εντείνεται από την απολύτως ορθή διαπίστωση ότι τα κακώς κείμενα του παλιού καθεστώτος θα αρθούν σε συνθήκες μιας ομαλής διαδρομής που θα μας επιτρέψει στοιχειωδώς να βάλουμε μια τάξη και όχι μέσα στην καταιγίδα που ωθεί τον καθέναν σε λύσεις ατομικής επιβίωσης και αυτοσυντήρησης. Και αυτό έχει γίνει προφανές στην Ελλάδα: αν υπήρχε μια περίπτωση να λειτουργήσει ένα δίκαιο σύστημα δίωξης της φοροδιαφυγής, τότε βέβαιον είναι ότι τώρα οι πιθανότητες λιγοστεύουν διότι το εισόδημα συρρικνώνεται με δραστικό τρόπο. Αν υπήρχε μια περίπτωση να αποδώσει ένα σύστημα εξορθολογισμού διοικητικών υπηρεσιών στη χώρα με αποτέλεσμα μια διοίκηση πιο αποτελεσματική και φιλική στους ανθρώπους, αυτό σήμερα είναι σχεδόν αδύνατο καθώς το σύστημα που ονομάζεται «ελληνική δημόσια διοίκηση» καταρρέει. Τέλος, αν υπήρχε μια περίπτωση να αποδοθεί γρήγορα και ορθά δικαιοσύνη στους πολίτες που προσφεύγουν σε αυτήν, τότε σε αυτή τη συγκυρία και αυτό το ενδεχόμενο απομακρύνεται. Αν υπήρχε μια περίπτωση να παρασχεθεί μια δημόσια εκπαίδευση, δημόσια υγεία καλύτερη, τώρα χάνεται κλπ, κλπ… Η λίστα των παραδειγμάτων, μόνο ξεκινά .[6]
Να επαναπατρίσουμε την έννοια
Άρα, τι κάνουμε; Υπό ποιους όρους δύναται να γίνει εφικτός ο επαναπατρισμός της έννοιας των μεταρρυθμίσεων στην ιστορική κοιτίδα της αριστερής κριτικής σκέψης. Υπό ποιες προϋποθέσεις ακόμη και σε αυτήν τη συγκυρία –ίσως δε κυρίως σε αυτήν τη συγκυρία– θα απαντήσουμε εξίσου δημιουργικά σε αυτήν τη ‘παραγωγική’ όψη του νεοφιλελευθερισμού που δεν έχουμε σκεφτεί επαρκώς. Στο σημείο αυτό φυσικά, προκαλεί εύλογο εκνευρισμό η άποψη που διακονείται από τους θεωρητικούς του νέο-φιλελεύθερου λαϊκισμού που συγκροτήθηκε στη χώρα μας, όπως κάποτε στη Λατινική Αμερική, πως τάχα η αριστερά «δεν θέλει τίποτε να αλλάξει» λες και το παλιό καθεστώς ήταν «δικό της». Ωστόσο, άλλο τόσο προβληματικός φαντάζει ένας αριστερός βερμπαλισμός ο οποίος φυσικά δεν αρνείται την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων στα λόγια. Στην πράξη όμως δεν κάνει τίποτε για να τις εξειδικεύσει και να τους δώσει το περιεχόμενο που τους πρέπει, διότι, κατά βάθος, είναι πεπεισμένος ότι το παιχνίδι δεν παίζεται εκεί μεταθέτοντας τα πάντα επέκεινα της ανατροπής. Ο βερμπαλισμός αυτός, οικείος στα καθ’ ημάς έχει βαθιά πειστεί ποια είναι η ορθή απάντηση στο παλιό δίλλημα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση». Για την ακρίβεια δεν σκέφτεται καν να το δει ως δίλλημα μολονότι η Λούξεμπουργκ το θέτει ερωτηματικά και γράφει σαφώς στις πρώτες σελίδες της πως δεν είναι δυνατό να είμαστε εναντίον των μεταρρυθμίσεων. [7]
Την ίδια στιγμή, μη βλέποντας πίσω και πέρα από την «καταστροφική» διάσταση των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων ο λόγος αυτός αρκείται στο να ορθώσει ανάστημα στην άμυνα και ό,τι βγει… Αυτές οι άμυνες βέβαια, παρά τον ηρωισμό τους, σπάνια καταφέρνουν να επιτύχουν ένα νικηφόρο αποτέλεσμα, διότι απλώς ακόμη και μετά την ανάσχεση της αντίπαλης επίθεσης δεν βλέπουν δίχτυα διότι δεν έχουν ή δεν μπορούν να υλοποιήσουν καμία δημιουργική στρατηγική. Κοινώς, ούτε σχέδιο έχουν, ούτε το παιχνίδι τους αντέχεται επιπροσθέτως λόγω των αμέτρητων φάουλ που δυσφημίζουν το κύρος της ομάδας. Αυτήν την πρακτική, που κατ’εξαίρεση θριάμβευσε στο EURO 2004, τη βλέπουμε συστηματικά στην Ελλάδα σήμερα σε όλους τους κοινωνικούς χώρους και νομίζω ότι τα παραδείγματα είναι αμέτρητα και θέτουν την αριστερά ενώπιον της ειλικρινούς αυτοκριτικής βασάνου. Εδώ υπάρχει μείζον πρόβλημα το οποίο δεν μπορούμε να προσποιούμαστε ότι δεν είναι κρίσιμο επειδή δεν είναι το πιο κρίσιμο.
Αναδεικνύεται λοιπόν γιατί είναι επείγον να επαναοικοποιηθούμε την έννοια της μεταρρύθμισης. Να επανοηματοδοτήσουμε το περιεχόμενό της με πρακτικές και λειτουργίες που αρμόζουν σε έναν άλλον ορίζοντα αξιών από το περίφημο «Washington Consensus» μήτρα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της εποχής μας. Συζητάμε λοιπόν για μεταρρυθμίσεις με τρεις κατευθυντήριες γραμμές σε όλους τους τομείς των δημοσίων πολιτικών: δημοκρατία, λογοδοσία και ταξικός προσανατολισμός.
Δημοκρατία: μεταρρυθμίσεις που εδραιώνουν την πολιτική συμμετοχή. Έναντι πολλών άλλων σκέφτομαι πρόχειρα το μετέωρο βήμα του νόμου για την ιθαγένεια στους μετανάστες που ζούνε στη χώρα έχοντας μεταφέρει εδώ το βιοτικό τους κέντρο αλλά και ένα αναλογικό εκλογικό σύστημα που δεν διαστρέφει τη λαϊκή βούληση.
Λογοδοσία: μεταρρυθμίσεις σε νευραλγικά πεδία, όπως αυτό της δικαιοσύνης που αγκομαχά κακοδικώντας, των ανεξαρτήτων αρχών που κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου σε μια κοινωνία που βράζει, νόμων που έχουν θέσει στο άβατο της λογοδοσίας μια σειρά από τομείς παραγωγής ή υπηρεσιών στη χώρα (όπως το θεσμικό τοπίο των ΜΜΕ έναντι άλλων κλπ).
Ταξικός προσανατολισμός: μεταρρυθμίσεις με στόχευση την εδραίωση θεσμικών διαδικασιών και κοινωνικών πολιτικών που αμβλύνουν την οδύνη παλεύοντας για μια όσο γίνεται πιο αποτελεσματική πρόσβαση στα κοινωνικά αγαθά που απειλούνται. Εδώ όμως ας είμαστε ειλικρινείς. Το ερώτημα πλέον δεν είναι «λιτότητα ή ανατροπή» όπως κάποιοι μπορούν να ονειρεύονται ελεύθερα, αλλά «τι είδους λιτότητα μετά την πιθανή ανατροπή». Αυτή η ιδέα πρέπει επειγόντως να αποτελέσει αντικείμενο επεξεργασίας όχι μόνο σε ό,τι αφορά τις επί μέρους απολήξεις της, αλλά πρωτίστως σε ό,τι αφορά την ιδεολογική δεξίωσή της από έναν κόσμο που έχει εναποθέσει απεγνωσμένα τις προσδοκίες του στην ανατροπή. Με τι πόρους θα οικοδομηθούν οι νέοι θεσμοί σε ένα διεθνώς εχθρικό περιβάλλον εντεινόμενης οικονομικής καταστροφής; Πώς θα εξασφαλίσουμε μια minimum αποδοτικότητα της αναδιανομής πλούτου; Τα ερωτήματα αυτά όχι απλώς δεν πρέπει να καλλωπίζονται αλλά να τίθενται με όση καλώς νοούμενη ωμότητα μπορούμε να διαθέσουμε. Ανατροπή χωρίς επίγνωση μπορεί να γίνει εφιάλτης. Και αυτόν τον εφιάλτη τον εύχεται ο αντίπαλος για να συμπαρασύρει την αριστερά στην καθολική απαξίωση που γνωρίζει ο ίδιος. Και είναι εύκολο, τις αποτυχίες να τις χρεώσει κανείς σε αυτόν, όπως ακριβώς αντιστρόφως, κάνει, από τη δική του πλευρά, το νεοφιλελεύθερο μπλοκ εξουσίας σήμερα. Πόσο όμως πειστικό είναι; Tο να χρεώνουμε στην δεδομένη κακή προαίρεση του αντιπάλου τη δική μας ανεπάρκεια είναι συνταγή βέβαιης αποτυχίας, άρα εδώ χρειάζεται κοπιώδης δουλειά.
***
Oδεύουμε στο κλείσιμο, παραφράζοντας μια παλιά ρήση: «να τους ταράξουμε λοιπόν στη μεταρρύθμιση». Να αφοπλίσουμε τον αντίπαλο από το μονοπώλιο της χρήσης του όρου. Να εκπαιδεύσουμε εαυτούς στην ιδέα της δημιουργίας και να δοκιμάσουμε τις αντοχές μας με βάσανο σε αυτήν την κατεύθυνση. Να λειτουργήσουμε, όπως ο αντίπαλος διττά: και καταστροφικά και παραγωγικά. Και ανάσχεση και δημιουργία. Και θεσμικές προτάσεις και κοινωνικές διεκδικήσεις. Διότι, κακά τα ψέματα: την ίδια στιγμή που η κοινωνία κατακερματίζεται με τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις εξασφαλίζονται παραδόξως πλατιές συναινέσεις διότι ο κόσμος, σε μεγάλο βαθμό, μοιράζεται τα ιδεολογήματα που είναι το λίπασμα του νεοφιλελευθερισμού. Έτσι ερχόμαστε ολοένα και πιο κοντά στην χομπσιανή φυσική κατάσταση, ονειρικό πεδίο επικράτησης του ναζιστικού ολοκληρωτισμού.
Είναι αλήθεια πως ο συνδυασμός αποθεσμοποίησης και αυταρχικής εξουσίας που βιώνουμε, βρίσκεται σε έναν πρώιμο δοκιμαστικό στάδιο στη χώρα. Οι εγχώριοι πολιτικοί πρωταγωνιστές φαίνεται να είναι το αναλώσιμο υλικό αυτού του πειράματος. Εξάλλου κανείς τους δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει σοβαρές συναινέσεις, οπότε για τον επερχόμενο πολιτικό τους θάνατο δε θα κλάψουν και πολύ, ούτε καν οι διεθνείς σύμμαχοι τους. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίζει. Διότι οι στρατηγικές θα επιμείνουν, όσο οι συσχετισμοί είναι αυτοί που είναι στο ευρωπαϊκό πεδίο. Ας προσέξουμε λοιπόν το εξής: το νεοφιλελεύθερο πείραμα έχει τρομερά ρίσκα κοινωνικής έκρηξης, τα οποία τα αναλαμβάνει αλλά είναι πιθανό και να καταφέρει να τιθασεύσει. Πρέπει δηλαδή, να σκεφτούμε σοβαρά, ακόμη και αν το απευχόμαστε: τι θα γίνει αν το νεοφιλελέυθερο πείραμα «πετύχει». Τι θα γίνει δηλαδή και ποιο θα είναι το «δια ταύτα» μας, όχι μόνο σε μια συνθήκη αποδιάρθρωσης και κοινωνικής διάλυσης αλλά σε μια συνθήκη αντίστοιχη με αυτήν που βιώνει ο γειτονικός τουρκικός λαός στο περιβάλλον του αυταρχικού νεοφιλελεύθερου ισλαμισμού, όπως εύστοχα γράφτηκε πρόσφατα. Μια συνθήκη ιδεολογικής χειραγώγησης του κόσμου υπό καθεστώς μιας αυταρχικής διολίσθησης και φτώχειας, όχι με πρωταγωνιστή το νεοναζιστικό κτήνος αλλά τις mainstream πολιτικές στρατηγικές της κεντροδεξιάς και της πάλαι ποτέ κεντρο-αριστεράς, όποιες και να είναι αυτές. Παραλλαγές του περιβάλλοντος αυτού μυριζόμαστε εσχάτως στη χώρα με έναν πρωθυπουργό που συνομιλεί απευθείας με το θεό (του) και με έναν πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ να ζητά δημοσίως την εκλογή προέδρου απευθείας από τον λαό εισάγοντας τον πολιτειακό αυταρχισμό από την πόρτα της πάλαι ποτέ σοσιαλδημοκρατίας.
Κλείνω: πολιτική ηγεμονία χωρίς κοινωνικούς συσχετισμούς είναι αδιανόητη. Ωστόσο, πολιτική ηγεμονία χωρίς θεσμικές πολιτικές είναι επίσης ασύλληπτη. Η αντίληψη που λέει ότι «το παιχνίδι παίζεται στο δρόμο και τα άλλα είναι πολυτέλειες», αφήνει όλο το γήπεδο των θεσμών ανοιχτό στη νεοφιλελεύθερο μεταρρυθμισμό. Όμως, η λογική των θεσμών, είναι εκ των ουκ άνευ συμπλήρωμα στην κοινωνική διεκδίκηση. Κυρίως δε τώρα που εύλογα οι δυνάμεις της αριστεράς εξαντλούνται στο κοινωνικό, το θεσμικό είναι επιπροσθέτως ζητούμενο. Είναι δύσκολο να μάθει κανείς το νέο παίγνιο διακυβέρνησης και δημόσιας διοίκησης που ανά πάσα στιγμή επιφυλάσσει η απρόβλεπτη συγκυρία που ζούμε. Ειδικά μάλιστα, σε αυτήν τη συγκυρία. Δεν τολμώ όμως να σκεφτώ άλλη διέξοδο. Χωρίς δημόσιες πολιτικές τεκμηριωμένα και κριτικά προσανατολισμένες στις δημοκρατικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις δεν είναι απλώς ότι το παιχνίδι αυτό δεν κερδίζεται με τίποτε. Για την ακρίβεια, δεν παίζεται καν. Αυτή είναι η υπαρξιακή πρόκληση με την οποία βρισκόμαστε αντιμέτωποι σήμερα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Foucault M. (2008), The Birth of Biopolitics. Lectures at the Collège de France
1978-1979, Λονδίνο: Palgrave
Luxemburg R. (1984), Μεταρρύθμιση ή επανάσταση, Αθήνα: Εκδ. Κοροντζή
Λάσκος Σ., & Τσακαλώτος Ε., (2012), 22 πράγματα που μας λεν για την κρίση και δεν είναι έτσι, Αθήνα: Εκδ. ΚΨΜ
O Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι μέλος του συντονιστικού της Πρωτοβουλίας για την υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας.
Tο άρθρο αποτελεί συνοπτική απόδοση των εισηγήσεων στο Κρίση-μο σεμινάριο της Πρωτοβουλίας για την υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας («Γιατί το κράτος», Αθήνα, 13.11.2012) και στο συνέδριο «Le Symptoma grec», (Παρίσι, 18-20.1.2013).
[1] Οι κυρίαρχες πολιτικές και οικονομικές ελίτ στην Ευρώπη αναφέρονται με κάθε τρόπο στην αναγκαιότητα μεταρρυθμίσεων εναποθέτοντας στην υλοποίηση τους, τη μοναδική ελπίδα διεξόδου για την ελληνική κρίση. Αντιστρόφως, στην διαρκώς στηλιτευμένη ελληνική αδυναμία μεταρρυθμίσεων αποδίδεται το ελληνικό αδιέξοδο και η στερεοτυπικής – ως και ρατσιστικής – έμπνευσης επινόηση της «ελληνικής ιδιαιτερότητας» που πολλαπλώς ενοχλεί όταν εκφέρει ο γερμανός υπουργός οικονομικών, αλλά με περισσή κομπορρημοσύνη εκστομίζεται στα καθ’ημάς όταν κάποιοι κομπάζουν για τον «απείθαρχο» ή «αντιστασιακό» χαρακτήρα του έθνους μας.
[2] Οι συνειρμοί αυτοί γίνονται ακόμη πιο εφιαλτικοί αν σκεφτεί κανείς πόσο μοιάζουν τα στεγνά, άφιλα πρόσωπα των πολιτικών πρωταγωνιστών τότε και τώρα αλλά κυρίως αν σκεφτεί κανείς που κατέληξαν οι μεν και που φαίνεται να καταλήγουν οι δε.
[3] Στο τέλος της μετάβασης αυτής βρίσκεται η φάση της εδραίωσης: όπως πιο παλιά δηλαδή οι συγκριτικοί πολιτικοί επιστήμονες συζητούσαν για τα μοντέλα μετάβασης στη δημοκρατία στη Λατινική Αμερική τη Νότια Ευρώπη και λοιπά, σήμερα βιώνουμε μιαν άλλη φάση μετάβασης με αβέβαιη, όπως όλες οι μεταβάσεις, αλλά κυρίως πολιτικά αποκρουστέα έκβαση. Οι μεταλλάξεις των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων από την πρώτη φάση της αφηρημένης θεωρητικοποίησης ενός Hayek, στη δεύτερη φάση εφαρμοσμένης πολιτικής της δεκαετίας του Θατσερισμού και ρηγκανισμού εδραιώθηκαν με το τέλος του ψυχρού πολέμου στην ανατολική Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική, και πλέον επιζητούν με βουλημικό τρόπο την καθολικότητα που εμπλέκει κράτος και κοινωνικούς μεριδιούχους (“stakeholders” κατά τον κυρίαρχο ευφημισμό) σε μια εντατική πορεία στα καθ’ημάς ξεκινώντας από την Ελλάδα.
[4]Για μια ευσύνοπτη και πρακτική συμπερίληψη αυτών των ιδεολογημάτων πρβλ. στο πρόσφατο βιβλίο των Λάσκου & Τσακαλώτου (2012).
[5]Φέτος το καλοκαίρι που βρέθηκα στην τουρκική Ανατολία αντιμετώπισα συχνά τη συγκατάβαση και συμπόνια τούρκων συνομιλητών για το «τι πάθατε σεις οι Έλληνες» ενώ «εμείς αναπτυσσόμαστε» τη στιγμή που οι άνθρωποι αυτοί δούλευαν 10 ώρες ημερησίως για 7 μέρες εβδομαδιαίως και για ποσό περίπου τριακοσίων ευρώ.
[6] Ακούμε συχνά: «το 80% αυτών που γράφουν τα μνημόνια, και να μη τα έγραφαν έπρεπε να τα κάνουμε». Να συμφωνήσω, για λόγους οικονομίας της συζήτησης, ακόμη και σε αυτό. Ωστόσο, το άλλο 20% είναι αυτό που όχι απλώς οδηγεί στον κοινωνικό κατακερματισμό και τον πολιτειακό εκφυλισμό, αλλά μεταθέτει επ’ αορίστον τη πραγματική δυνατότητα του ελληνικού πολιτικού συστήματος να διορθώσει τα προφανή κακώς κείμενά του. Με τον τρόπο αυτό, εκφυλίζει υπαρκτές εξορθολογιστικές δυναμικές σε όλο το πολιτικό πεδίο που θα μπορούσαν να συνεννοηθούν για τα στοιχειώδη εναντίον των παθογενειών που χρόνια τώρα μαστίζουν την Ελλάδα καταστώντας την πιο εύκολη βορά στη νεοφιλελεύθερη επίθεση. Άρα, τι να το κάνω που το 80% είναι σωστό όταν το άλλο 20% το διαλύει;
[7] «Είναι λοιπόν δυνατό η σοσιαλδημοκρατία να είναι εναντίον της κοινωνικής μεταρρύθμισης; Ή μήπως αντιπαρατάσσει την κοινωνική επανάσταση, την ανατροπή του υπάρχοντος καθεστώτος στην κοινωνική μεταρρύθμιση; Όχι βέβαια. Για τη σοσιαλδημοκρατία, ο καθημερινός πρακτικός αγώνας για μεταρρυθμίσεις […] αποτελεί αντίθετα […] το μοναδικό δρόμο επίτευξης του τελικού σκοπού. […] Μεταξύ της κοινωνικής μεταρρύθμισης και της κοινωνικής επανάστασης υφίσταται για τη σοσιαλδημοκρατία μια αδιάσπαστη συνάρτηση» (Luxemburg, 1984: 7).
Πίνγκμπακ: Η μεταρρύθμιση δεν είναι (απαραιτήτως) απορρύθμιση : Κοινωνία-Δημοκρατία
Πίνγκμπακ: Η μεταρρύθμιση δεν είναι (απαραιτήτως) απορρύθμιση : Κοινωνία-Δημοκρατία
Πίνγκμπακ: Η μεταρρύθμιση δεν είναι (απαραιτήτως) απορρύθμιση : Κοινωνία-Δημοκρατία
Πίνγκμπακ: Η μεταρρύθμιση δεν είναι (απαραιτήτως) απορρύθμιση : Κοινωνία-Δημοκρατία
Πίνγκμπακ: Η μεταρρύθμιση δεν είναι (απαραιτήτως) απορρύθμιση : Κοινωνία-Δημοκρατία
Πίνγκμπακ: Η μεταρρύθμιση δεν είναι (απαραιτήτως) απορρύθμιση : Κοινωνία-Δημοκρατία