του Θόδωρου Παρασκευόπουλου
Η αποτυχία όλης της στρατηγικής των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας φαίνεται σήμερα και στην εξωτερική πολιτική. Μια πολιτική που βασίστηκε στην προσαρμογή στις επιταγές ή υποτιθέμενες επιταγές ισχυρών κρατών (προπάντων των ΗΠΑ, αλλά και των ισχυρότερων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης), και ταυτόχρονα προσπάθησε να υπηρετήσει εθνικιστικές προκαταλήψεις και ψυχώσεις που, κυρίως τα δύο αστικά κόμματα (ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., τουλάχιστον η πτέρυγά της που κυριαρχεί σήμερα) και μεμονωμένοι πολιτικοί (προπάντων ο Αντώνης Σαμαράς, αλλά και ο Γιώργος Καρατζαφέρης) καλλιέργησαν και αξιοποίησαν για ιδιοτελείς σκοπούς. Για μεγάλο διάστημα, ο εξ επαγγέλματος πατριωτισμός έδινε κι έπαιρνε, έφτιαξε κόμματα και πολιτικές καριέρες πολιτικά ανυπόστατων προσώπων. Θα ήτανε όμως λάθος να αποδοθεί η διένεξη για το Μακεδονικό, από ελληνικής πλευράς, μονάχα στις φιλοδοξίες Σαμαρά και Α. Παπανδρέου και στην ατολμία του Μητσοτάκη. Η ελληνική στάση περιείχε και μια μπουνταλάδικη εκδοχή ηγεμονισμού: ήταν η αδέξια πλευρά της επιδίωξης, των αστικών κομμάτων και του ελληνικού κεφαλαίου, για ηγετική θέση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Από την άλλη μεριά των συνόρων, με τη βοήθεια της ελληνικής βαλκανικής πολιτικής, επικράτησε πολιτικά η επιδίωξη να στηριχθεί ιδεολογικά και ηθικά η συντέλεση (όπως το έλεγε ο Σβορώνος) του σλαβομακεδονικού έθνους σε έναν μύθο αρχαιομακεδονικής καταγωγής και αλυτρωτισμού.
Η Αριστερά κατόρθωσε να εισαγάγει στην εξωτερική πολιτική τον ρεαλισμό και τη νηφαλιότητα, κι αυτό φαίνεται προπάντων στο Μακεδονικό, όπου εντωμεταξύ, με εξαίρεση τους νεοναζί, όλα τα κόμματα του κοινοβουλίου επιδιώκουν να πολιτευτούν σε μια κοινή βάση πραγματικών δεδομένων. Ας θυμηθούμε ότι μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την απόσχιση με δημοψήφισμα της Ομόσπονδης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, ξέσπασε εθνικιστικό παραλήρημα στην Ελλάδα (που παρέσυρε και τον Συνασπισμό, ο οποίος ευτυχώς σύντομα συνήλθε), έπεσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη –ο οποίος είχε επιδιώξει να πολιτευτεί ρεαλιστικά, αν και άτολμα–, ο Ανδρέας Παπανδρέου απείλησε εμμέσως με εισβολή, η Πολιτική Άνοιξη μπήκε στη Βουλή, άνθρωποι της Αριστεράς συκοφαντήθηκαν και σύρθηκαν στα δικαστήρια, ενώ ο δικός μας Γιάννης Θεωνάς (τότε ευρωβουλευτής του ΚΚΕ) δέχτηκε δολοφονική επίθεση με μαχαίρι. Εκείνος ο παροξυσμός του εθνικισμού τροφοδοτεί σήμερα κι αυτός τη ναζιστική συμμορία – περίεργο: αυτοί είναι οι ιδεολογικοί συνεχιστές των δωσιλόγων που αποδέχτηκαν τη βουλγαρική κατοχή της ελληνικής Μακεδονίας, όταν οι Σλαβομακεδόνες πολεμούσαν στις γραμμές του ΕΛΑΣ, αλλά, βλέπεις, ο Δημητρώφ είχε δίκιο: οι φασίστες τσαλαβουτάνε σε θεωρίες και ιδεολογίες, παίρνοντας ό,τι τους ταιριάζει κάθε φορά.
Έχω τη γνώμη ότι για μικρό χρονικό διάστημα, μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του νέου κράτους, η Ελλάδα θα είχε όφελος εάν το αναγνώριζε με το συνταγματικό του, όπως το λέμε, όνομα: Δημοκρατία της Μακεδονίας, με μια αμοιβαία δήλωση για το απαραβίαστο των συνόρων. Θα αναγνωριζόταν, η Ελλάδα, ως παράγοντας σταθερότητας στην περιοχή με αυξημένο κύρος, θα ακύρωνε τη δυνατότητα άλλων κρατών να αξιοποιήσουν την έριδα για το όνομα προς όφελός τους και, πιθανότατα, θα έκοβε τον αέρα των εθνικιστικών κομμάτων που σήμερα κυριαρχούν στη γείτονα. Λίγο μετά, αυτό ήταν πολιτικά αδύνατο, γιατί η πολιτική Σαμαρά και των άλλων επαγγελματιών πατριωτών είχε μεν καταλήξει σε διπλωματική πανωλεθρία, αλλά είχε διεγείρει τον εθνικισμό στην Ελλάδα και είχε αρδεύσει τον εθνικισμό των γειτόνων. Σε αυτή τη συγκυρία που διαρκεί, λιγότερο εδώ και περισσότερο στους γείτονες, είχε διατυπώσει, στα «Ενθέματα» ή στην Εποχή, δεν θυμάμαι, ο Δαμιανός Παπαδημητρόπουλος τη θέση ότι αφού με πολέμους μοιράσαμε τον γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας στα τρία, ας μοιράσουμε ειρηνικά και το όνομα. Κατά τη γνώμη μου, αυτή είναι η πληρέστερη θεμελίωση της πρότασης για σύνθετη ονομασία, στη βάση της οποίας πολιτεύεται σήμερα το ελληνικό κράτος με την –καταρχήν– υποστήριξη και της Αριστεράς, ενώ ο πρωθυπουργός κάνει την πάπια και τις παλιές του εξαγγελίες γαργάρα.
Σε αυτό το πλαίσιο, και με την υποστήριξη της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα Δυτικά Βαλκάνια υπάρχει ελπίδα να διευθετηθούν διαφορές, σαν την ονομασία, που έχουν επιβιώσει από το πολυτάραχο παρελθόν της γειτονιάς μας. Όμως θέλει έγνοια, της οποίας δείγμα δεν είναι η πολιτική του κουλουριασμένου σκαντζόχοιρου, πολύ περισσότερο όταν αυτή εκδηλώνεται σε μια περιοχή και μια στιγμή στην οποία για διάφορους λόγους ο εθνικισμός αναζωπυρώνεται. Οι πρόσφατες δηλώσεις του πρωθυπουργού της Αλβανίας για τον αλβανικό εθνικό χώρο που εξαπλώνεται σε όλα τα κράτη που συνορεύουν με την Αλβανία είναι εν μέρει μόνο σύμπτωμα του προεκλογικού αγώνα. Το άλλο, ανησυχητικό, μέρος είναι ότι ο Σαλί Μπερίσα κολυμπάει σε ένα ρεύμα εθνικισμού που χαρακτηρίζει και τα δύο μεγάλα κόμματα εκεί και στρέφεται εναντίον όλων των κρατών γύρω από την Αλβανία. Αν όμως είναι έτσι, τότε η μόνη λογική εξωτερική πολιτική είναι η συνεννόηση των θιγομένων προκειμένου να απομονωθεί αυτός ο εθνικισμός, και όχι αυτό που προτείνεται, και μέσα στην Αριστερά, δηλαδή να ορθωθούν νέα τείχη μεταξύ Ελλάδας και π.γ.Δ.Μ. Η υιοθέτηση από την Αριστερά του όρου να λυθεί το ζήτημα της ονομασίας προτού αρχίσουν ενταξιακές διαπραγματεύσεις της π.γ.Δ.Μ. με την Ε.Ε. θα ήταν ανόρθωση τέτοιων τειχών. Όταν μάλιστα προτείνεται να προστεθεί ο όρος της καταπολέμησης του αλυτρωτισμού, τότε εξισώνονται αλυτρωτικά ρεύματα στη σλαβομακεδονική κοινωνία (ενώ από κυβερνητικής πλευράς δεν εγείρονται εδαφικές διεκδικήσεις) με τον κρατικό αλβανικό αλυτρωτισμό –που η απόσυρσή του όντως πρέπει να είναι προϋπόθεση των διαπραγματεύσεων– και, αντί να απομονωθεί αυτός, απομονώνεται η Ελλάδα που ξαναγίνεται μέρος του προβλήματος, όπως την είχαν κάνει ο Σαμαράς και οι ομοϊδεάτες του.
Σε άρθρο στην Αυγή (22.9.2012) με την υπογραφή «Ετεοκλής Δουμουλάκης» (όνομα του τελευταίου νεκρού Μωραΐτη αντάρτη) εμφανιζόταν αυτή η άποψη με τη δικαιολογία ότι στα βόρεια σύνορά μας έχει «οικοδομηθεί σε ακραία αλυτρωτική βάση μια κρατική δομή», έτσι «ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι θεωρούν συστατικό στοιχείο της συλλογικής τους ταυτότητας ότι οι παππούδες τους, οι πατεράδες τους και τέλος οι ίδιοι υπήρξαν θύματα των Ελλήνων», επομένως «το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι συγκροτημένοι σε αυτοτελή κρατική δομή τους καθιστά εν δυνάμει ασύμμετρη απειλή για την ελληνική εθνική ασφάλεια». Το άρθρο, ανώνυμο και πιο εκτεταμένο, αλλά με τα ίδια επιχειρήματα και σχεδόν τις ίδιες φράσεις, επαναλήφθηκε στο Ποντίκι (3.1.2013), με τίτλο που επισήμαινε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξωτερική πολιτική χρειάζεται «μαέστρο» — τον ψευδο-Δουμουλάκη ίσως;
Αν η Ελλάδα, λέει ο «Ετεοκλής Δουμουλάκης», τους δεχτεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση τότε θα «υποτάξει τα ελληνικά συμφέροντα στα δικά τους»· όπως ανωνύμως εξηγεί στο Ποντίκι, τα μέλη της Ε.Ε. έχουν δικαίωμα βέτο και δεν μπορεί η Ελλάδα να συμφωνήσει με την ένταξη εχθρών της. Είναι προφανές ότι αγνοεί πόσο δύσκολη είναι η χρήση του βέτο, ιδίως από μικρές χώρες. Εν πάση περιπτώσει, αν ίσχυε η δική του, τουλάχιστον πρωτόγονη, θεωρία για το φρόνημα των λαών, τότε Έλληνες και Βούλγαροι, Έλληνες και Τούρκοι, Βούλγαροι και Ρουμάνοι, Βούλγαροι και Τούρκοι, Σέρβοι και Βούλγαροι –άσε πια Γερμανούς και Πολωνούς– θα ήταν αδύνατο να συμβιώσουν, γιατί ολονών τα κράτη έχουν φτιαχτεί και με εδάφη που άλλοι τα θεωρούσαν πατρίδα τους, όλοι τους έχουν υποστεί και διαπράξει εθνοκαθάρσεις. Και όμως συμβιώνουν, και μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις φιλικά και συνεργατικά. Το ζητούμενο είναι πώς αυτό μπορεί να επιτευχθεί και στις υπόλοιπες περιπτώσεις. Ε, η πολιτική του σκαντζόχοιρου δεν είναι ο καλύτερος τρόπος και, οπωσδήποτε, οι ελληνοτουρκικές διαφορές, ας πούμε, δεν προέρχονται από τίποτα αμοιβαία εχθρικά αισθήματα που τρέφουν οι δύο λαοί.
Το ενδιαφέρον, και στα δύο άρθρα, είναι η επίκληση του «εθνικού συμφέροντος» ως κριτηρίου για την εξωτερική πολιτική, αντί της «creme au caramel της αδελφοσύνης των λαών». Το «εθνικό συμφέρον» όμως δεν εξηγείται: γιατί είναι αυτό και όχι άλλο; Έτσι, γίνεται μια αόριστη αρχή, που ο καθένας μπορεί να το ταυτίζει με τις απόψεις ή τις προκαταλήψεις του. Εξωτερική πολιτική βασιζόμενη σε αυτή τη νεφελώδη αρχή δεν είναι καν ερασιτεχνική — είναι σκιτζίδικη.
Πράγματι, η εξωτερική πολιτική χρειάζεται να παίρνει υπόψη ότι ζούμε σε έναν κόσμο κρατών με ανταγωνιστικές επιδιώξεις. Σε αυτό τον κόσμο πάντως έχει αποδειχτεί (στην Ελλάδα με την πολιτεία του Σαμαρά) ότι οι φοβίες και οι προκαταλήψεις μπορούν να καλλιεργηθούν για εξουσιαστικές επιδιώξεις, αλλά στις διεθνείς σχέσεις πληρώνονται, και μάλιστα ακριβά.
Πίνγκμπακ: Η εξωτερική πολιτική του «σκαντζόχοιρου» « Paganeli
Πίνγκμπακ: vforvolos | ΕΛΛΑΔΑ : ΠΟΛΙΤΙΚΗ : Ποιος είναι ο νέος Διοικητής ΙΚΑ; Ο Γιάννης Θεωνάς θύμα δολοφονικής επίθεσης με μαχαίρι από φασίστα