της Έλενας Πατρικίου
H Γκέρντα Χέντβιτζ Κρονστάιν, κόρη καλής βιεννέζικης εβραϊκής οικογένειας, πέρασε τα γενέθλια των δεκαοχτώ της χρόνων το 1938 στη φυλακή: νεαρή κομμουνίστρια, οργανωμένη στην αυστριακή Αντίσταση, συνελήφθη από τους ναζί και έμεινε κρατούμενη για έξι εβδομάδες. Στη διάρκεια της κράτησής της έπαιρνε, ως Εβραία, μικρότερες μερίδες φαγητό από τις δύο χριστιανές σοσιαλίστριες με τις οποίες μοιραζόταν το ίδιο κελί: «Κάθε μέρα μοιράζονταν το φαΐ τους μαζί μου. Και, στις έξι εβδομάδες της κράτησής μου, με δίδαξαν όσα μου χρειάζονταν για να τα βγάλω πέρα στην υπόλοιπη ζωή μου: μου έμαθαν την αντίσταση, τη συντροφικότητα και όλη την κρυμμένη ιστορία των πραγμάτων που συμβαίνουν όταν οι γυναίκες βοηθούν η μία την άλλη να επιζήσουν».

Η Γκέρντα Λέρνερ, με τον πρώτο άντρα της, Καρλ, στην τελετή απονομής του διδακτορικού της, Columbia University, 1966 (πηγή: «The New York Times»)
Στα δεκαεννιά της, βρέθηκε πρόσφυγας στην Νέα Υόρκη, με όλη την υπόλοιπη οικογένειά της σπαρμένη στην κατεχόμενη Ευρώπη. Δούλεψε ως καθαρίστρια, πωλήτρια, εργάτρια, υπάλληλος γραφείου, σεναριογράφος (με τον πρώτο άντρα της, τον Καρλ Λέρνερ), ως μαμά στο σπίτι… «Το γεγονός ότι πέρασα είκοσι χρόνια της ζωής μου οργανώνοντας τις γυναίκες σε τοπικό επίπεδο μου δίδαξε ότι οι γυναίκες είναι δραστήριες, δυνατές και ξέρουν πώς να χειρίζονται και να ασκούν την εξουσία — και μου δίδαξε πως όσοι ισχυρίζονται ότι αυτό το γεγονός δεν έχει σημασία, πως ιστορικά είναι ασήμαντο, κάνουν λάθος».
Η Γκέρντα Λέρνερ αποφάσισε στα 35 της να γράψει μια μυθιστορηματική βιογραφία για τις αδελφές Γκρίμκε. Αλλά το βιβλίο δεν τελείωσε ποτέ, γιατί συνειδητοποίησε ότι της χρειαζόταν μια πιο συγκροτημένη ιστορική προπαρασκευή, για να ερευνήσει το υλικό του πρώιμου 19ου αιώνα και της γέννησης του πρώτου φεμινιστικού κινήματος στην Αμερική. Έτσι βρέθηκε να σπουδάζει ιστορία. Το 1963, στα 43 της, έγινε δεκτή ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Columbia. Η Σάρα και η Αντζελίνα Γκρίμκε έγιναν το αντικείμενο του διδακτορικού της.
Η ένταξη των «γυναικείων σπουδών» στον πανεπιστημιακό κανόνα ήταν ασφαλώς δύσκολη υπόθεση. Προφανώς, η ίδια η δημιουργία των «γυναικείων σπουδών» προϋπέθετε ως αναγκαία και ικανή συνθήκη μια σειρά σημαντικές αλλαγές σ’ αυτό που οι ίδιοι οι ιστορικοί αντιλαμβάνονταν ως Ιστορία και ως ιστορική επιστήμη, μια σειρά αλλαγές που είχαν πραγματοποιηθεί όχι άκοπα και όχι χωρίς αντιστάσεις: από τις αρχές του 20ού αιώνα, η όλο και μεγαλύτερη σημασία της κοινωνικής και οικονομικής Ιστορίας, η όλο και μεγαλύτερη σύνδεση της ιστορίας με την εθνολογία, την ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία, η επίδραση του μαρξισμού, της ψυχανάλυσης, του στρουκτουραλισμού και, φυσικά, η προπολεμική και μεταπολεμική Σχολή των Αρχείων είχαν ήδη επιτρέψει την εισαγωγή αντικειμένων ως τότε ανήκουστων στο ερευνητικό πεδίο της ιστοριογραφίας. Και η «εφεύρεση» της «μακράς διάρκειας» νομιμοποιούσε την ένταξη των γυναικείων σπουδών στον κεντρικό κορμό της ιστορικής επιστήμης ως κατεξοχήν περιοχής όπου τα «γεγονότα» θα λάμπουν διά της απουσίας τους, αφήνοντας χώρο στη διερεύνηση και την ανάλυση των «αργόσυρτων» διαδικασιών μέσα από τις οποίες διαμορφώθηκε η ζωή (και η ιστορία) των γυναικών.
Εγκαινιάζοντας το πρώτο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Γυναικείας Ιστορίας» στην ιστορία των δυτικών πανεπιστημίων τo 1972 (στο Sarah Lawrence College) και στη συνέχεια το πρώτο αντίστοιχο πρόγραμμα διδακτορικού (1980, University of Winsconsin-Madison), η Λέρνερ μάλλον δεν μπορούσε να προβλέψει πως τα τμήματα γυναικείων σπουδών θα αναπτύσσονταν με τέτοια ταχύτητα από την αμερικανική ακτή του Ειρηνικού ως την ενδοχώρα των ευρωπαϊκών ακτών του Ατλαντικού. Aυτό που απεναντίας είχε όχι απλώς προβλέψει αλλά εξαρχής εντάξει ως κεντρικό σημείο στην προβληματική της για τη γυναικεία Ιστορία ήταν το ερώτημα του «ως τι» ερευνούμε, ανιχνεύουμε, αποτυπώνουμε και, εν κατακλείδι, αντιλαμβανόμαστε την παρουσία, άρα και την Ιστορία, των γυναικών μέσα στο συνολικό σώμα της ανθρώπινης Ιστορίας.
Εάν μοναδικός παράγοντας, μοναδικός δράστης, μοναδικός αυθέντης και μοναδική αυθεντία της Ιστορίας είναι ο άντρας, αν δηλαδή η ανθρώπινη Ιστορία, όπως γραφόταν και, κυρίως, όπως γινόταν αντιληπτή μέχρι τη δεκαετία του 1970, ήταν η Ιστορία του μισού της ανθρωπότητας που δρούσε, έπραττε, σκεφτόταν (και έγραφε), ενώ το άλλο μισό απλώς υφίστατο, τότε η Γυναικεία Ιστορία είναι μια καταγραφή (στην ψυχραιμότερη περίπτωση) ή μια θρηνωδία (στη λυρικότερη και εμπαθέστερη περίπτωση) της καθολικής και διαχρονικής θυματοποίησης των γυναικών.
Η νέα προοπτική που άνοιξε η Γκέρντα Λέρνερ στην Ιστορία δεν έγκειται απλώς στην εισαγωγή ενός νέου «αντικειμένου» έρευνας, στην ένταξη μιας «μειονότητας» και των ιδιαιτεροτήτων της στο κεντρικό σώμα της ιστορικής επιστήμης. Γιατί οι γυναίκες δεν είναι μια ακόμα «μειονότητα»· είναι ένα φύλο — όπως και όσο «μεταμοντέρνα» κι αν ορίσουμε την έννοια του φύλου. Μπορεί, όπως ένα πλήθος άλλων «μειονοτήτων» μέσα στην παγκόσμια Ιστορία να υπέστησαν διακρίσεις και καταπιέσεις κάθε είδους (εκ των οποίων η σημαντικότερη ήταν όχι απλώς το γεγονός του μη αυτοπροσδιορισμού τους, αλλά και της επιβολής ετεροπροσδιορισμών που αλλοτρίωναν τη σχέση των ίδιων των γυναικών με τον εαυτό τους και το φύλο τους και, πολύ περισσότερο, θεμελίωναν τη νομιμοποίηση όλων των υπόλοιπων παρεπόμενων επιβολών, διακρίσεων και καταπιέσεων). Αλλά, αντίθετα από οποιαδήποτε ιστορική μειονότητα, οι γυναίκες βρίσκονταν, ως μισό της ανθρωπότητας, παντού: σε κάθε τάξη, κυρίαρχη ή μη, σε κάθε εθνότητα, σε κάθε θρησκευτική ομάδα, σε κάθε πολιτισμική οντότητα. Και η θέση τους ήταν, πάντα και σε κάθε περίπτωση, διαφορετική από αυτή των αντρών της ίδιας ταξικής, οικονομικής, εθνοτικής ή πολιτισμικής κατηγορίας.
Όπως έλεγε η ίδια η Λέρνερ, η Ιστορία, τόσο ως καταγραφή όσο και ως ερμηνεία, ήταν η ιστορία των ανδρικών δραστηριοτήτων ιεραρχημένων και αξιολογημένων με βάση τις ανδρικές αξίες. Όταν προσδιορίζουμε ως «Γυναικεία Ιστορία» την προσπάθεια να ανασυσταθεί ιστορικά το γυναικείο παρελθόν, ο όρος θα πρέπει να γίνει αντιληπτός όχι ως περιγραφικός αλλά ως μοντέλο διανοητικής κατανόησης και στρατηγική ταυτοχρόνως μέσα από την οποία φωτίζεται αυτό που η παραδοσιακή ιστορική επιστήμη είχε συσκοτίσει.
Οι προσκλήσεις της Γυναικείας Ιστορίας προς την «παραδοσιακή» ιστορική επιστήμη λειτουργούν σε όλα τα επίπεδα, από το επίπεδο της ανάγνωσης των πηγών ή της περιοδολόγησης (στον βαθμό που οι παραδοσιακές περίοδοι της Ιστορίας δεν συμπίπτουν αναγκαστικά με τις περιόδους της Γυναικείας Ιστορίας) μέχρι, φυσικά, το επίπεδο των όρων και, κυρίως, της ίδιας της ιδεολογίας που ως τώρα διείπε την Ιστορία (και τους ιστορικούς). Η κοινή παραδοχή πως οι γυναίκες δεν έχουν ιστορία βασίζεται στην αποδοχή των πατριαρχικών αξιών που διέπουν τις κοινωνίες μας και τα μυαλά τόσο των αντρών (ιστορικών και μη) όσο και των γυναικών. Επομένως, η Γυναικεία Ιστορία θέτει μια ουσιαστική πρόκληση τόσο στην ιστορική επιστήμη όσο και στην ίδια την κοινωνία: την πρόκληση του επαναπροσδιορισμού των διανοητικών αξιών μας και του επαναπροσδιορισμού του ανθρώπινου παρελθόντος μας.
Ως αστή κόρη μιας κεντροευρωπαϊκής ενσωματωμένης εβραϊκής οικογένειας, η Λέρνερ ήξερε τι σημαίνει να είσαι «ορατός» στην κοινωνία. Ως Εβραία μέσα στον πόλεμο, ως μετανάστρια, εργάτρια, αριστερή και, κυρίως, ως γυναίκα, ήξερε τι σημαίνει να είσαι «αόρατη». Αόρατη για τους άλλους, αλλά και για τον εαυτό σου. Η γυναικεία αυτοσυνείδηση τραυματίστηκε και ψαλιδίστηκε έως ακυρώσεως από το γεγονός πως οι γυναίκες τέθηκαν εκτός ανθρώπινης Ιστορίας, από το γεγονός πως η Ιστορία τούς αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή και ρόλο στο χτίσιμο του ανθρώπινου πολιτισμού. Η απουσία ηρωίδων και μοντέλων τσάκισε τις ατομικές αλλά και τις συλλογικές γυναικείες φιλοδοξίες. Για χιλιάδες χρόνια, οι γυναίκες αναγκάστηκαν να κατανοούν και να εννοούν την ανθρώπινη υπόστασή τους μέσα από τις πράξεις και τα «επιτεύγματα» των αντρών. Οι «γυναικείες σπουδές» δεν είναι ένα υποκεφάλαιο της παγκόσμιας Ιστορίας ούτε ένα παιχνιδάκι για να παίζουν κάποιες διανοούμενες, αφήνοντας την παραδοσιακή αντρική ακαδημαϊκή κοινότητα στην ησυχία της. Είναι το πεδίο συγκρότησης της γυναικείας συνείδησης και, συνεπώς, το εργαλείο για την ουσιαστική διεύρυνση και ολοκλήρωση της ιστορικής επιστήμης. Και της ίδιας της Ιστορίας. Άρα, είναι το κατεξοχήν πεδίο στο οποίο οφείλουμε να δράσουμε ταυτοχρόνως ως ιστορικοί και ως φεμινίστριες.
Ασφαλώς, έχουμε ακόμα πολύ δρόμο. Και, από πολλές απόψεις, μπαίνουμε σε μια περίοδο κατά την οποία οι «αυτονόητες» κατακτήσεις των τελευταίων δεκαετιών θα βρεθούν υπονομευμένες από την παγκόσμια κρίση αλλά όχι μόνον αυτήν — ή τουλάχιστον όχι μόνον από την οικονομική της διάσταση. Ωστόσο, δεν θα μπορέσουμε να πάμε πουθενά χωρίς την Ιστορία. Η Ιστορία έχει σημασία. Η Ιστορία επιτρέπει τη δημιουργία συνείδησης. Για να το πούμε με τα λόγια της Λέρνερ, «η Γυναικεία Ιστορία είναι το ουσιαστικό εργαλείο για τη δημιουργία φεμινιστικής συνείδησης, καθώς προσφέρει το έδαφος πάνω στο οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί ένα γυναικείο φεμινιστικό όραμα».