Ελλάδα, Τουρκία και Μέση Ανατολή

Standard

του Θόδωρου Παρασκευόπουλου

kalodoukas

Φωτογραφία του Άγγελου Καλοδούκα, από την έκθεσή του «Όψεις καθημερινότητας», στο Στέκι Μεταναστών (Τσαμαδού 13), μέχρι και τις 9 Φεβρουαρίου.

Ήταν εξαρχής εμφανές ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις, είτε του ΠΑΣΟΚ είτε της Νέας Δημοκρατίας είτε τώρα η τρικομματική, είναι αμήχανες μπροστά στο φαινόμενο του λεγόμενου πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία, όταν αυτό ανέλαβε ευθύνες εθνικής πολιτικής. Αρχικά επικράτησε η ιδέα ότι το φαινόμενο ήταν παροδικό και δεν θα γινόταν ανεκτό από το κεμαλικό κατεστημένο στις Ένοπλες Δυνάμεις και στο κράτος, αλλά και από τις ΗΠΑ που βρίσκονταν τότε στην πιο σκληρή περίοδο των πολέμων εναντίον ισλαμικών χωρών. Ωστόσο, όλα αυτά διαψεύστηκαν. Ούτε επαληθεύτηκε η ελληνική ελπίδα ότι η αποχή της Τουρκίας από αυτούς τους πολέμους και, κατόπιν, τις πιέσεις εναντίον του Ιράν θα αναβάθμιζε τον ρόλο της Αθήνας στην περιοχή: σε σύγκριση με την Τουρκία η Ελλάδα είναι πολύ μικρή, κι αυτή η εκτίμηση των ισχυρών κρατών φαίνεται ότι παραμένει αναλλοίωτη από την ήττα στη Μικρασιατική Εκστρατεία και μετά. Αλλά και η ελπίδα ότι η ενεργοποίηση, το 2007, της ελληνοϊσραηλινής στρατιωτικής συμφωνίας του 1996, που παρέμενε σχετικά ανενεργή, θα απέφερε διπλωματικά οφέλη, διαψεύστηκε. Αντίθετα μάλιστα: η σκληρή στάση της Τουρκίας έναντι του Ισραήλ για το Παλαιστινιακό, με αποκορύφωμα την αντίδρασή της όταν ισραηλινές δυνάμεις κατέλαβαν το καράβι «Μάβι Μαρμαρά» (που συμμετείχε με έγκριση και υποστήριξη της Άγκυρας στον «στολίσκο της Γάζας») και δολοφόνησαν τούρκους πολίτες, άλλαξε άρδην το κλίμα στην κοινή γνώμη των ισλαμικών χωρών, αλλά και στις πρωτεύουσές τους. Η αρνητική στάση της Λιβύης και της Αιγύπτου στο ζήτημα της χάραξης των ορίων της ελληνικής ΑΟΖ με τη δική τους είναι χαρακτηριστική, και ο Κάρολος Παπούλιας είναι ο πρώτος έλληνας Πρόεδρος που αποδοκιμάστηκε από πολίτες στη Ραμάλα.

Οι υποτιθέμενες στρατιωτικές ωφέλειες της Ελλάδας από τη συμμαχία με το Ισραήλ (που κατόπιν, επί κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου, αναβαθμίστηκε σε «στρατηγική») έμειναν αέρας κοπανιστός. Οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις περιορίστηκαν στον ρόλο του σάκου του μποξ για την εκπαίδευση των Ισραηλινών. Ο τότε Υπουργός Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας δήλωσε στη Βουλή ότι σκοπός της στρατιωτικής συνεργασίας ήταν η βελτίωση της επιχειρησιακής ικανότητας της ισραηλινής αεροπορίας. Οι ελπίδες ότι η ελληνική αμυντική ικανότητα θα επωφελούνταν από την εξαιρετικά ανεπτυγμένη ισραηλινή τεχνολογία είναι εξίσου αβάσιμες με τις τουρκικές τη δεκαετία του 1990: σήμερα οι Τούρκοι λένε ότι τα όπλα που τους έδωσαν οι Ισραηλινοί είναι ελαττωματικά — άλλωστε, στον πόλεμο του Λιβάνου η ισραηλινή στρατιωτική τεχνολογία δεν μπόρεσε να τα βγάλει πέρα με τον ελαφρύ οπλισμό της λιβανικής Χισμπολά.

Συμμαχώντας με το Ισραήλ, η ελληνικά πλευρά φαίνεται ότι ψώνισε από σβέρκο και από μιαν άλλη σκοπιά. Στο κεντρικό ζήτημα της πολιτικής του, το Παλαιστινιακό, το Ισραήλ είναι απομονωμένο. Η άρνηση της Γερμανίας, τής, για ιστορικούς λόγους, σταθερότερης συμμάχου του στην Ευρώπη, να υποστηρίξει την ισραηλινή θέση κατά την ψηφοφορία στον ΟΗΕ για την αναγνώριση της Παλαιστίνης, αλλά και οι διαφαινόμενες διαθέσεις της κυβέρνησης Ομπάμα δείχνουν ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις, μετά μάλιστα και τις αραβικές εξεγέρσεις, αναπροσανατολίζουν την πολιτική τους. Μόνο εάν οι ΗΠΑ αποφασίσουν να επιτεθούν στο Ιράν θα αποκτήσει το Ισραήλ πάλι μεγάλη στρατηγική σημασία, αλλά αυτό το ενδεχόμενο δείχνει να έχει απομακρυνθεί: η πολιτική λύση, με το πιθανό τέλος της εποχής Αχμαντινετζάντ, φαίνεται σήμερα επικρατέστερη επιλογή.

Εξίσου φρούδες αποδειχτήκανε οι, συχνά τυχοδιωκτικές, ελπίδες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ότι η καταπίεση των μειονοτήτων από το τουρκικό κράτος θα οδηγούσε ως και σε διάλυση της Τουρκίας. Το κόμμα του Ερντογάν, με ελάχιστες υποσχέσεις και παραχωρήσεις, νίκησε πολιτικά τα κουρδικά κόμματα και καμία πολιτική δύναμη του τουρκικού Κουρδιστάν δεν μιλάει πια για απόσχιση, ούτε καν για αυτονομία.

Ακόμα και στη συριακή κρίση, η Άγκυρα κατόρθωσε να διεθνοποιήσει ή μάλλον να «ΝΑΤΟποιήσει» την ανάμειξή της, χωρίς να επιτρέψει επέμβαση στην πολιτική της, με το αίτημα για εγκατάσταση συστοιχιών Πάτριοτ στα τουρκοσυριακά σύνορα — παρότι βέβαια η ουσιαστική αυτονόμηση του συριακού Κουρδιστάν δημιουργεί εστία αστάθειας στη νοτιοανατολική της επικράτεια. Σε αντίθεση με την ελληνική τακτική, η ψυχρή, σχεδιασμένη, επαγγελματική και απαλλαγμένη από φοβίες και εθνικιστικούς εξτρεμισμούς πολιτεία της Κυπριακής Δημοκρατίας απέκρουσε κάθε τουρκική προσπάθεια ανάμειξης.

Σε αυτό το φόντο, με όλες τις απροσδιοριστίες και τις πιθανές εκπλήξεις (ας πούμε: μια δημοκρατική εξέλιξη στο Ιράν ή μια σχετικά γρήγορη ανάταξη της Αιγύπτου, των δύο άλλων μεγάλων της περιοχής, ή μια οικονομική κρίση στην Τουρκία), ο χρόνος δεν είναι υπέρ των ελληνικών θέσεων, επομένως η επιδίωξη γρήγορης επίλυσης των προβλημάτων είναι η ενδεικνυόμενη πολιτική. Βέβαια, οι ελληνοτουρκικές διαφορές συνίστανται κυρίως στην αμφισβήτηση εκ μέρους της Άγκυρας κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και δεν υπάρχει κράτος στον κόσμο που θα δεχόταν αφαίρεση εδάφους του. Το αν υπάρχουν «γκρίζες ζώνες» (δηλαδή νησιά και βραχονησίδες χωρίς κυριαρχία) στο Αιγαίο δεν μπορεί να λυθεί με διαπραγματεύσεις, αφού, αυτονοήτως, η ελληνική πλευρά θα επιμένει στην κυριαρχία της και η τουρκική δεν έχει κανέναν λόγο, εκτός από την (για την Ελλάδα πάλι αδιανόητη) εκχώρηση κυριαρχίας κάπου αλλού, να πάψει να αμφισβητεί. Αυτό μπορεί να λυθεί μόνο με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων — εφόσον οι δύο πλευρές αποδέχονται την αρμοδιότητά τους. Βέβαια, κυριαρχία που δεν ασκείται αποδυναμώνεται, κι αυτό ισχύει για τις βραχονησίδες, όχι όμως για κατοικημένα νησιά, όπου η κυριαρχία του ελληνικού κράτους εκδηλώνεται αδιαλείπτως. Για τις βραχονησίδες φαίνεται ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν είναι βέβαιη για την έκβαση μιας δικαστικής διαμάχης, διαφορετικά δεν θα την απέφευγαν. Για την Ελλάδα θα έλεγε κανείς εκ πρώτης όψεως ότι η απώλεια ορισμένων βράχων στο ανατολικό Αιγαίο δεν είναι και σπουδαίο ζήτημα. Είναι όμως! Γιατί, παρά τον διαφορετικό ορισμό της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ από το Δίκαιο της Θάλασσας, η τουρκική κατοχή νησίδων σε αυτό που σήμερα θεωρείται αδιάσπαστη νησιωτική Ελλάδα θα μετρούσε για τον ορισμό των θαλάσσιων ζωνών. Χρειάζεται λοιπόν ενιαία επίλυση, διαμιάς αν είναι δυνατό, όλων των διαφορών στο Αιγαίο και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο — κι αυτό δεν μπορεί να γίνει έξω από τις διαδικασίες που προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο. Το ότι οι διαφορές αυτές αφορούν προπάντων τη θάλασσα και η Τουρκία δεν έχει προσχωρήσει στη Συνθήκη του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας δεν βλάπτει τις ελληνικές θέσεις, γιατί το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης δεν κρίνει κατά παρέκκλιση, αλλά κατ’ εφαρμογή της Συνθήκης. Ακόμα και στην περιοχή του Καστελόριζου, το σύμπλεγμα δηλαδή νησιών και νησίδων πολύ κοντά στα τουρκικά παράλια και σε σχετικά μεγάλη απόσταση από το νησιωτικό Αιγαίο, το Δίκαιο της Θάλασσας ισχύει, αν και η νομολογία μέχρι τώρα δεν ευνοεί οπωσδήποτε τις ελληνικές θέσεις.

Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι η προετοιμασία για πόλεμο που υποστηρίζουν ορισμένοι είναι η χειρότερη επιλογή. Χειρότερη για την Ελλάδα, όπου αυτή η πολιτική συνέβαλλε όλα τα προηγούμενα χρόνια στη δημοσιονομική καταστροφή, χειρότερη όμως και για την Τουρκία, καθώς οποιαδήποτε τυχοδιωκτική ενέργεια στο Αιγαίο ή στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο –πολύ περισσότερο στα χερσαία σύνορα με την Ελλάδα– θα είχε αβέβαια αποτελέσματα, θα επέφερε την ανάμιξη άλλων κρατών, που η Τουρκία επιδιώκει να αποφύγει και θα οδηγούσε την Άγκυρα σε διεθνή απομόνωση, ακόμα και στην περιοχή, χωρίς κέρδος. Άλλωστε, το όργιο των ελληνικών εξοπλισμών της προηγούμενης περιόδου είχε να κάνει πιο πολύ με την επιδίωξη να αναβαθμιστεί η Αθήνα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, παρά να αντιμετωπιστεί ενδεχόμενη εξ Ανατολών απειλή, ενώ οι τουρκικοί εξοπλισμοί, εκτός από το νατοϊκό σκέλος, συνδέονται και με την επιδίωξη ηγεμονικού ρόλου κυρίως προς Ανατολάς και προς Νότον, και ό,τι ήθελε προκύψει προς Δυσμάς (βλ. σχετικά, Θ. Παρασκευόπουλος, «Ο ηγεμόνας, η ηγεμονία και η θέση της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση», «Ενθέματα», 2.12.2012).

Απέφυγα να χαρακτηρίσω «ελληνοτουρκική διαφορά» τα ζητήματα της μειονότητας στη Δυτική Θράκη, γιατί μόνο η Τουρκία επιδιώκει να κατασκευάσει τέτοια διαφορά. Αυτή η στάση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι σωστή, καθώς πρόκειται για το καθεστώς υπό το οποίο ζουν Έλληνες πολίτες. Συνεπές, λοιπόν, θα ήταν να αφαιρεθεί η αρμοδιότητα για τα μειονοτικά ζητήματα από το Υπουργείο Εξωτερικών και να αποκλειστεί κάθε συζήτησή τους, πολύ περισσότερο διαπραγμάτευση, με ξένες κυβερνήσεις· πώς γίνεται Έλληνες πολίτες στην ελληνική επικράτεια να είναι αντικείμενο της εξωτερικής πολιτικής; Από αυτή την άποψη, τα όσα σχετικά συζήτησε ο Αντώνης Σαμαράς με τον Ταγίπ Ερντογάν είναι σοβαρό ολίσθημα.

Πρέπει λοιπόν να αρχίσουμε σοβαρά να σκεφτόμαστε την εξάλειψη της ανωμαλίας να υπάρχει «θρησκευτική μειονότητα» σε ένα ανεξίθρησκο κράτος — ανωμαλία που ευνοεί την έξωθεν εκπροσώπηση όλων των ελλήνων Μουσουλμάνων, αλλά και τη σύντονη καταπολέμηση ρατσιστικών και εθνικιστικών απειλών εναντίον μειονοτήτων, ακόμα και με τα μέσα της κρατικής καταστολής.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s